Κυριακή 4 Αυγούστου 2024

Η Ταχεία Τριήρης: Οι τακτικές του σημαντικότερου πολεμικού πλοίου της αρχαιότητας

Ο πρώτος τύπος, η εικόσορος ναυς, ήταν μια ευρεία φορτηγίδα, η οποία εκωπηλατείτο από 20 ερέτες. Ο δεύτερος τύπος ήταν η πεντηκόντορος, πλοίο με 50 κουπιά, εχρησιμοποιείτο δε για ποικίλους σκοπούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν η πάταξη της πειρατείας αλλά και οι πολεμικές επιχειρήσεις.

Η πεντηκόντορος, η οποία αρχικά είχε μια σειρά κωπηλατών, αργότερα διαμορφώθηκε σε πλοίο με δύο σειρές ερετών. Έτσι, η αύξηση των στάθμεων από τις οποίες κωπηλατούσαν οι ερέτες είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του μήκους του πλοίου από 35 μέτρα σε περίπου 25 μέτρα.

Οι μικρότερες διαστάσεις προκύπτουν από τις ανασκαφές που έγιναν στο Ηραίο της Σάμου, οι οποίες έφεραν στο φως δύο λίθινες κατασκευές, εκάστη των οποίων απoτελείται από 9 έδρανα παράλληλα μεταξύ τους, με μήκος ελαττούμενο προς τα δύο άκρα, σχηματίζοντας την κάτοψη πλοίου. Η χρονολόγηση της κατασκευής είναι προ του 650 π.Χ., πιστεύεται δε ότι επάνω στα έδρανα αυτά είχε τοποθετηθεί πεντηκόντορος με δύο σειρές ερετών.

Μια άλλη καινοτομία ήταν η εφεύρεση της παρεξειρεσίας, με την οποία κατέστη δυνατή η τοποθέτηση των κωπηλατών έξωθεν του περιτόναιου του σκάφους, σε ένα έδρανο γνωστό ως «θράνος». Από το θράνος οι κωπηλάτες της στάθμης αυτής ονομάζοντο «θρανίται».

Εκτιμάται ότι η παρεξειρεσία αποδίδεται σχεδιαστικά με τη μορφή πλατιάς ταινίας σε παραστάσεις πλοίων, που απεικονίζονται σε αγγεία του 8ου αιώνα π.Χ. Η κύλιξ του Μουσείου του Λούβρου, αρ. F123, που αποδίδεται στον ζωγράφο Νικοσθένη, και χρονολογείται γύρω στα 530 π.Χ., φέρει παράσταση τεσσάρων πανομοιότυπων πλοίων, στα οποία η παρεξειρεσία αποδίδεται με δύο οριζόντιες ταινίες, κάτω από τις οποίες σχεδιάζονται οι φεγγίτες, μέσα από τους οποίους διήρχοντο τα κουπιά των ζυγίων.

Μια τρίτη καινοτομία στη ναυπηγική τέχνη ήταν η εξέλιξη του εμβόλου στην πρώρα των πολεμικών πλοίων, που έδινε σε αυτά τη δυνατότητα ταχύτερης πλεύσης, λόγω μικρότερης αντίστασης κατά τον πλου, αλλά και αποτελεσματικότερης άμυνας και επίθεσης. Στα μυκηναϊκά πλοία διακρίνεται ήδη μια μικρή προεξοχή στο πέρας της τρόπιδας, η οποία στις παραστάσεις πλοίων της γεωμετρικής περιόδου αποκτά διαφορετικό σχήμα, ενώ αυξάνεται σε μήκος.

Χρήσιμες πληροφορίες για τη χρήση του εμβόλου ως επιθετικού όπλου, ήδη από τον 6ο π.Χ. αιώνα, μας παρέχουν οι αρχαίοι συγγραφείς.

Το –έμβολο κατά τον Ηρόδοτο– χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως όπλο στη ναυμαχία της Αλαλίας μεταξύ Φωκαέων και του ενωμένου στόλου των Καρχηδονίων και Τυρρηνών. Οι Φωκαείς της Ιωνίας, όταν πολιορκήθηκαν το 564 π.Χ. από τους Πέρσες, εγκατέλειψαν την πόλη τους και με τα πλοία τους κατέφυγαν στην Αλαλία της Κορσικής.

Εκεί ήλθαν σύντομα σε ρήξη με τους Τυρρηνούς, οι οποίοι, έχοντας συμμαχήσει με τους Καρχηδονίους, κήρυξαν πόλεμο εναντίον τους. Οι δύο σύμμαχοι είχαν εξοπλιστεί για τον σκοπό αυτό με 60 πλοία ο καθένας.

Όμως και οι Φωκαείς, εξοπλίζοντας 60 πλοία, έσπευσαν να αντιμετωπίσουν τον εχθρό στο Σαρδόνιο Πέλαγος. Κατά τη ναυμαχία που έγινε το 540 π.Χ., οι Φωκαείς νίκησαν νίκη καδμεία, αφού από τα πλοία τους καταστράφηκαν τα 40, τα δε υπόλοιπα αχρηστεύτηκαν διότι τα έμβολά τους στρεβλώθηκαν. Από την περιγραφή αυτή του αρχαίου ιστορικού μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η ναυμαχία διεξήχθη με τη χρήση του εμβόλου κυρίως. Ωστόσο, τα πλοία που συμμετείχαν σε αυτή τη ναυμαχία δεν ήταν τριήρεις, αφού ο Ηρόδοτος στην αφήγησή του δεν το αναφέρει.

Την πρώτη γραπτή μαρτυρία για την τριήρη και το έμβολο μάς παραδίδει ο ποιητής Ιππώναξ ο Εφέσιος, ο οποίος εξορίστηκε στις Κλαζομενές το 542 π.Χ. Αλλά και ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Πολυκράτης, τύραννος της Σάμου, απέστειλε στον Καμβύση τους ύποπτους για επανάσταση πολίτες με 40 τριήρεις. Το επεισόδιο αυτό χρονολογείται το 525 π.Χ. Έτσι, η ύπαρξη της τριήρους ήδη το 525 π.Χ. είναι βεβαία. Έχοντας δε υπόψη ότι στη ναυμαχία της Αλαλίας, το 540 π.Χ., δεν είχαν χρησιμοποιηθεί τριήρεις, συμπεραίνεται ότι η τριήρης άρχισε να χρησιμοποιείται από τις ελληνικές δυνάμεις μεταξύ των ετών 540 και 525 π.Χ. Στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., ο Έλληνας ναυπηγός πολεμικού πλοίου δεν απέβλεπε στη ναυπήγηση πλοίων για τη μεταφορά περισσότερων πολεμιστών, αλλά στην ισχύ του πλοίου, την ταχύτητά του, την αντοχή και τον εξοπλισμό του πλοίου, ώστε αυτό να ανταποκρίνεται στην τακτική του εμβολισμού.

Η Ιωνική επανάσταση και η χρήση των τριήρων

Όταν οι Ίωνες επαναστάτησαν κατά των Περσών, το 499 π.Χ., είχαν ήδη στη διάθεσή τους στόλους με πολλές τριήρεις, τη ναυπήγηση των οποίων είχαν χρηματοδοτήσει πιθανότατα στο παρελθόν οι Πέρσες, στο πλαίσιο της επεκτατικής πολιτικής τους. Ανάμεσα στις πρώτες επιτυχίες των Ιώνων, κατά τη διάρκεια της επανάστασης, ήταν η νίκη τους επί του στόλου των Φοινίκων, κοντά στα παράλια της Κύπρου.

Φαίνεται ότι οι Φοίνικες, αφού ναυπήγησαν νέες τριήρεις, εμφανίστηκαν με 600 πλοία το 494 π.Χ. προ της Μιλήτου. Χαρακτηριστικό είναι το χωρίο του Ηροδότου, το οποίον αναφέρει ότι οι Αθηναίοι, προκειμένου να βοηθήσουν τους Ίωνες, κατέπλευσαν στη Μίλητο με 20 πλοία, φέροντες μαζί τους και 5 τριήρεις των Ερετριέων. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι τα 20 πλοία των Αθηναίων δεν ήταν τριήρεις, επίσης ότι πριν το 480 π.Χ. η Αθήνα δεν ήταν υπολογίσιμη ναυτική δύναμη.

Το 494 π.Χ., στη ναυμαχία της Λάδης, οι Ίωνες παρέταξαν 353 τριήρεις υπό την ηγεσία του Διονυσίου, ο οποίος κάθε ημέρα οδηγούσε τα πλοία σε ανοικτό πέλαγος παρατεταγμένα σε μια γραμμή (επί κέρας), δηλαδή σε γραμμή παραγωγής, όπως λέμε σήμερα, εξασκούσε δε τους κωπηλάτες στην τακτική του διέκπλου και εκγύμναζε τους οπλίτες. Οι Ίωνες επί επτά ημέρες συμμετείχαν στα γυμνάσια, όμως την ογδόη αποφάσισαν να μη γυμναστούν. Αμέσως μετά την έναρξη της ναυμαχίας πλησίον της νήσου Λάδης, οι Σάμιοι απεχώρησαν με τα πλοία τους.

Ωστόσο 11 τριήραρχοι αποφάσισαν να συμμετάσχουν στην αναμέτρηση, εκτελώντας το πατριωτικό τους καθήκον. Τους Σαμίους ακολούθησαν και οι Λέσβιοι με τα δικά τους πλοία, τα οποία ανήρχοντο σε 70. Έτσι, το βάρος της ναυμαχίας έφερε η Χίος η οποία συμμετείχε με 100 τριήρεις.

Σε κάθε πλοίο της Χίου, εκτός από τους κωπηλάτες, επέβαιναν και 40 «επιβάτες», δηλαδή επίλεκτοι ένοπλοι πολίτες προκειμένου να πολεμήσουν. Οι Χίοι, εφαρμόζοντας την τακτική του διέκπλου και της αναστροφής, κατέστρεψαν πολλά πλοία των Φοινίκων, όμως έχασαν σχεδόν όλα τα δικά τους, αφού οι Φοίνικες είχαν την υπεροπλία.

Η χρήση του εμβόλου –Ο επιθετικός ελιγμός του διέκπλου

Ο επιθετικός ελιγμός των τριήρων με σκοπό τον εμβολισμό του αντιπάλου πλοίου, ήταν ο διέκπλους και η αναστροφή. Τον όρο διέκπλου, συναντάμε για πρώτη φορά στον Ηρόδοτο, στην περιγραφή της ναυμαχίας της Λάδης. Μολονότι στο χωρίο αυτό δεν γίνεται ακριβής περιγραφή του διέκπλου, είμαστε σε θέση να συμπεράνουμε ότι ο ελιγμός αυτός συνίστατο στην αθρόα διείσδυση των επιτιθεμένων σε γραμμή παραγωγής τριήρων διαμέσου των διάκενων της εχθρικής γραμμής, που είχαν σχηματίσει μέτωπο.

Ο αμέσως επόμενος ελιγμός των επιτιθεμένων ήταν η αναστροφή, δηλαδή άμεση στροφή των τριήρων, οι οποίες είχαν διεισδύσει στην εχθρική γραμμή και ευρίσκοντο ανάμεσα στον εχθρό, για τον εμβολισμό των αντιπάλων πλοίων, στα πλάγια. Το κυριότερο αντίμετρο κατά του ελιγμού του διέκπλου ήταν προφανώς η ακριβής τήρηση της πυκνής τάξης από τον αντίπαλο, αυτό όμως ήταν δυσχερές σε στόλους που δεν είχαν την απαιτούμενη εξάσκηση.

Όσον αφορά στην αναστροφή, το μόνο αντίδοτο έγκειτο στην άμεση και αθρόα στροφή των αντιπάλων πλοίων, ώστε αυτά να παρουσιάσουν το ταχύτερο δυνατόν την πρώρα τους προς τις τριήρεις που είχαν διεισδύσει στις τάξεις τους. Εκτός από την τακτική του διέκπλου και της αναστροφής, υπήρχαν περιπτώσεις που οι επιτιθέμενοι εφάρμοσαν την τακτική του περίπλου, δηλαδή τον κυκλικό σχηματισμό γύρω από τον εχθρικό στόλο.

Ο σχηματισμός πορείας, ήταν τότε, όπως και σήμερα, ο συνδυασμός της γραμμής παραγωγής και της γραμμής μετώπου, που επέτρεπε την εύκολη και γρήγορη ανάπτυξη σε μάχη.


Ναυμαχίες με εμβολισμό

Ναυμαχία Αρτεμισίου

Ο Ηρόδοτος, κατά την αφήγηση των αψιμαχιών που προηγήθηκαν της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, το 480 π.Χ., αναφέρει ότι οι Έλληνες που ευρίσκοντο με τα πλοία τους στο Αρτεμίσιο, όταν διαπίστωσαν ότι τα εχθρικά πλοία δεν έπλεαν εναντίον τους, κινήθηκαν κατά των βαρβάρων επιθυμώντας να κάμουν δοκιμή της μάχης και της τακτικής του διέκπλου. Οι δε Πέρσες, παρατηρώντας ότι οι Έλληνες έπλεαν εναντίον τους με λίγα πλοία, έπλευσαν εναντίον τους, πιστεύοντας ότι θα τους νικούσαν εύκολα, αφού είχαν διπλάσια σε αριθμό πλοία και πιο γρήγορα.

Με την πεποίθηση αυτή, οι Πέρσες τους κύκλωσαν για να τους βάλουν στο μέσον, όμως με τον ελιγμό αυτό εξέθεσαν τις πλευρές των πλοίων τους. Όταν δόθηκε το πρώτο σημείο της μάχης στους Έλληνες, αυτοί έστρεψαν τις πρώρες των πλοίων τους κατά των βαρβάρων και σχημάτισαν κύκλο με τις πρύμνες προς το κέντρο. Όταν δόθηκε και το δεύτερο σημείο άρχισαν τη μάχη, επιτέθηκαν κατά των εχθρικών πλοίων και τα εμβόλισαν. Βυθίστηκαν 30 εχθρικά πλοία και κατόπιν, οι μεν Έλληνες απέπλευσαν για το Αρτεμίσιο, οι δε Πέρσες για τους Αφέτες.

Κατά τη διάρκεια της νύκτας, που ακολούθησε την πρώτη σύγκρουση, έπιασε δυνατή βροχή και βροντές ακούγοντο όλη τη νύκτα. Τους Πέρσες, οι οποίοι είχαν διαταχθεί να περιπλέουν νύκτα την Εύβοια, η κακοκαιρία τους βρήκε στο πέλαγος, με αποτέλεσμα πολλά πλοία να πέσουν επάνω στους βράχους. Την επόμενη ημέρα, έφθασαν και 53 πλοία από τον Πειραιά, ενισχύοντας έτσι τον ελληνικό στόλο. Ενώ οι Πέρσες παρέμεναν στους Αφέτες, οι Έλληνες τους επιτέθηκαν και επέπεσαν εναντίον των πλοίων των Κιλίκων, τα οποία και κατέστρεψαν, ενώ στη συνέχεια επέστρεψαν στο Αρτεμίσιο.

Την τρίτη ημέρα των συγκρούσεων, οι Πέρσες αποφάσισαν να αναλάβουν πρωτοβουλία και απέπλευσαν από τους Αφέτες το μεσημέρι, με το σύνολο του στόλου τους. Οι Έλληνες κράτησαν τα πλοία τους στο Αρτεμίσιο, ώστε να έχουν το πλεονέκτημα του στενού χώρου. Οι Πέρσες παρέταξαν τα πλοία τους σε μηνοειδή παράταξη, αλλά το ίδιο έκαμαν και οι Έλληνες, στηριζόμενοι στις προεξοχές της στεριάς. Όταν άρχισε η σύγκρουση, τα περσικά πλοία, τα οποία ήταν μεγάλα, εδυσκολεύοντο στις κινήσεις τους, επέμεναν ωστόσο στον αγώνα. Κατά τη ναυμαχία, οι απώλειες ήταν βαριές και για τις δύο πλευρές, βαρύτερες όμως για τους Πέρσες.

Ναυμαχία Σαλαμίνας

Τη ναυμαχία της Σαλαμίνας εξιστορεί ο Ηρόδοτος κυρίως, από τον οποίο αντλούμε και τις πληροφορίες για τις χρησιμοποιηθείσες τακτικές. Μετά τις ναυμαχίες στο Αρτεμίσιο, ο ελληνικός στόλος κινήθηκε προς τη Σαλαμίνα και ενισχύθηκε με πλοία που έφθασαν από το επίνειο της Τροιζήνας, Πώγωνα.

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Έλληνες διέθεταν 378 τριήρεις, που είχαν συγκεντρωθεί στον Κόλπο της Σαλαμίνας, ο οποίος σήμερα ονομάζεται Παλούκια, δυτικά του μικρού νησιού Άγιος Γεώργιος. Οι δε Πέρσες, που είχαν καταλάβει την Αττική, σύμφωνα με τον Αισχύλο, διέθεταν περί τα 1.000 πλοία, τα οποία είχαν προσορμιστεί σε κόλπους της Δυτικής Αττικής, ενώ οι Έλληνες –σύμφωνα με τον ίδιο τραγικό ποιητή– είχαν στη διάθεσή τους 300 τριήρεις. Οι Πέρσες, πιστεύοντας ότι οι Έλληνες θα προσπαθούσαν να διαφύγουν, μόλις νύχτωσε έστειλαν μια από τις τέσσερις Μοίρες του στόλου τους νότια της Σαλαμίνας, να εμποδίσει τη διαφυγή του ελληνικού στόλου. Άλλες δύο Μοίρες, από 250 πλοία η καθεμία, έπλεαν στο δίαυλο ανάμεσα στη Σαλαμίνα και την Αττική, περιπλέοντας αριστερά και δεξιά της νήσου Ψυττάλειας.

Το πρωί, οι δύο περσικές Μοίρες, με κουρασμένα πληρώματα, ύστερα από ολονύκτια κωπηλασία, προχώρησαν προς το νησί του Αγίου Γεωργίου, δίχως να αντιληφθούν τον ελληνικό στόλο που βρισκόταν στη Σαλαμίνα. Τα ελληνικά πλοία, με πληρώματα ξεκούραστα, ξεκίνησαν την αυγή, προς το στενό σημείο του διαύλου, πλάτους 1.200 μέτρων. Στο πλάτος αυτό, μόνον 80 τριήρεις θα μπορούσαν να τοποθετηθούν η μία δίπλα στην άλλη, σχηματίζοντας μια ενιαία γραμμή μετώπου. Τα υπόλοιπα πλοία ακολουθούσαν πιο πίσω. Καθώς οι δύο περσικές Μοίρες έπλεαν προς Βορρά, άκουσαν με έκπληξη τους Έλληνες, οι οποίοι έπλεαν προς το μέρος τους, να ψάλουν όλοι μαζί τον παιάνα του πολέμου:

«Ω παίδες Ελλήνων, ίτε ελευθερούτε πατρίδ’, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων. Νυν υπέρ πάντων αγών».

Ενώ το κέντρο και το αριστερό κέρας των Ελλήνων βρισκόταν απέναντί τους, εμποδίζοντας την πορεία του εχθρού, το δεξιό κέρας του ελληνικού στόλου, από τη γραμμή μετώπου άρχισε να προχωρά εμπρός, για να σχηματίσει γραμμή παραγωγής και να περιπλεύσει τον περσικό στόλο.

Οι Πέρσες αιφνιδιασμένοι παρέμειναν άπρακτοι αρχικά, επειδή δεν είχαν φανταστεί ότι οι Έλληνες θα αποφάσιζαν να πολεμήσουν. Σύντομα οι ελληνικές τριήρεις, ακολουθώντας τα πλοία του δεξιού κέρατος, έσπευσαν να ολοκληρώσουν τον κυκλωτικό ελιγμό κατά των εχθρικών πλοίων.

Ο ελιγμός αυτός αποσκοπούσε στην εφαρμογή της τακτικής του διέκπλου. Μολονότι δε τα πλοία των Ελλήνων ήταν πιο αργά των εχθρικών, αυτά είχαν κατορθώσει να ελιχθούν αξιοθαύμαστα, ενώ τα εχθρικά είχαν περιπέσει σε σύγχυση, αφού αδυνατούσαν να προχωρήσουν, αλλά και να κινηθούν ελεύθερα λόγω της στενότητας του χώρου.

Στη συνέχεια, ο αρχαίος ιστορικός αναφέρει ότι τα ελληνικά πλοία, ενεργώντας επιθέσεις με τα χαλκόστομα έμβολά τους, άρχισαν να σπάνε τα κουπιά των περσικών πλοίων και να τα εμβολίζουν στα πλάγια, με αποτέλεσμα αυτά να πλημμυρίσουν με νερό. Τα εχθρικά πλοία σύντομα αχρηστεύτηκαν ή βυθίστηκαν, παρασύροντας μαζί κωπηλάτες και πολεμιστές. Η ολοκληρωτική καταστροφή του εχθρικού στόλου είχε ως αποτέλεσμα να γεμίσει η θάλασσα πτώματα και τσακισμένα καράβια, ενώ οι ακτές και οι ξέρες καλύφθηκαν με πνιγμένους Πέρσες.

Ναυμαχία Ναυπάκτου

Ο Θουκυδίδης, κατά την περιγραφή των πολεμικών γεγονότων του Πελοποννησιακού πολέμου, αναφέρει ότι τον χειμώνα του 430 π.Χ. ο Φορμίων εστάλη από τους Αθηναίους με 20 πλοία στον Κορινθιακό κόλπο, εχρησιμοποίησε δε τη Ναύπακτο ως βάση για τον αποκλεισμό του κόλπου. Το 429 π.Χ., οι Κορίνθιοι και οι σύμμαχοί τους είχαν αποφασίσει να στείλουν μια Μοίρα πλοίων προς την Ακαρνανία για να εμποδίσουν τους Ακαρνάνες να ενωθούν με τους Αθηναίους.

Ενώ μάλιστα οι Κορίνθιοι και οι σύμμαχοί τους έπλεαν κατά μήκος της νότιας ακτής του κόλπου, έγιναν αντιληπτοί από τον Φορμίωνα, ο οποίος δεν κινήθηκε εναντίον τους όσο χρόνο ήταν αυτοί μέσα στον κόλπο, αλλά περίμενε να εξέλθουν διά να τους επιτεθεί σε ανοικτή θάλασσα.

Οι Κορίνθιοι και οι σύμμαχοί τους δεν ήταν προετοιμασμένοι για ναυμαχία, αλλά για χερσαίες στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ακαρνανία. Επειδή διέθεταν 47 πλοία, πίστευαν ότι ο Φορμίων δεν θα τολμούσε να τους επιτεθεί. Μόλις όμως βγήκαν από τον κόλπο, διαπίστωσαν ότι τα αθηναϊκά πλοία έπλεαν παράλληλα προς αυτούς και απέναντί τους, όταν δε άρχισαν να περνούν από την πλευρά της Πάτρας στην απέναντι στεριά, συνειδητοποίησαν ότι οι Αθηναίοι έπλεαν εναντίον τους. Τότε αποφάσισαν να ναυμαχήσουν στο μέσον της θάλασσας, που χωρίζει την Πελοπόννησο από την Στερεά.

Και οι μεν Πελοποννήσιοι παρέταξαν τις τριήρεις τους σε κύκλο, με τις πρώρες στραμμένες προς τα έξω και τις πρύμνες προς τα μέσα, ώστε να μην επιτρέψουν στους αντιπάλους να διενεργήσουν διέκπλουν, ενώ τοποθέτησαν τα μικρά πλοία μαζί με τα 5 που ήταν τα καλύτερα, στο κέντρο του κύκλου. Οι δε Αθηναίοι, έχοντας παρατάξει τα πλοία τους σε γραμμή παραγωγής «κατά μίαν ναυν», περιέπλεαν των αντιπάλων τους, αναγκάζοντάς τους να ενεργούν σύμπτυξη και να περιορίζονται συνεχώς σε μικρότερο χώρο. Αυτό συνέβαινε, επειδή οι Αθηναίοι έπλεαν γύρω τους, δίνοντας την εντύπωση ότι θα ενεργούσαν επίθεση από τη μια στιγμή στην άλλη.

Ωστόσο, ο Φορμίων είχε δώσει εντολή να μην επιτεθούν, διότι πίστευε ότι τα πολεμικά πλοία του εχθρού θα αναγκάζοντο να πλησιάσουν πολύ το ένα προς το άλλο και ότι αυτά που ήταν στο κέντρο θα επέφεραν ταραχή, επίσης ότι ο άνεμος, που φύσαγε συνήθως το πρωί από τον κόλπο προς τα έξω, θα διασπούσε την παράταξή τους. Όταν όμως ο άνεμος άρχισε να φυσά, όπως εξάλλου αναμενόταν, και τα πλοία των Πελοποννησίων, που είχαν εγκλωβιστεί, άρχισαν να συγκρούονται μεταξύ τους, οι επιβαίνοντες χρησιμοποίησαν κοντάρια για να απομακρύνουν το ένα από το άλλο.

Τότε, ο θόρυβος που προκλήθηκε κάλυψε τις διαταγές και τα παραγγέλματα των κελευστών, οι δε κωπηλάτες, επειδή ήταν άπειροι, αδυνατούσαν να υψώσουν τα κουπιά και να τα επαναφέρουν, με αποτέλεσμα τα πλοία να παραμένουν ακυβέρνητα. Σύμφωνα με την έκφραση του Θουκυδίδη: «Άνθρωποι άπειροι τοις κυβερνήταις απειθεστέρας τας ναυς παρείχον».

Ενώ συνέβαιναν αυτά, ο Φορμίων έδωσε το σύνθημα της επίθεσης, και οι Αθηναίοι πρώτα βύθισαν (καταδύουσι) μια στρατηγίδα και μετά άρχισαν να αχρηστεύουν (διέφθειρον) κάθε άλλο εχθρικό πλοίο, εναντίον του οποίου ενεργούσαν επίθεση για να το εμβολίσουν. Οι Πελοποννήσιοι, αδυνατούντες να προτάξουν αντίσταση, άρχισαν να φεύγουν, διωκόμενοι από τους Αθηναίους, οι οποίοι κατέλαβαν 12 πλοία και τους περισσότερους άνδρες που επέβαιναν σε αυτά. Για τη νίκη αυτή έστησαν τρόπαιο κοντά στο Αντίρριο.

Μετά την ήττα, ο πελοποννησιακός στόλος συγκεντρώθηκε στην Κυλλήνη. Εκεί, αφού πήρε ενισχύσεις, έπλευσε ξανά προς τον Κορινθιακό. Σκοπός, τώρα που αριθμούσε 77 τριήρεις, ήταν η καταστροφή του στόλου του Φορμίωνος ο οποίος είχε μόνον 20. Ενώ οι Πελοποννήσιοι είχαν προσορμισθεί κοντά στο Ρίο της Αχαΐας, ο Φορμίων προσορμίστηκε στο Ρίο το Μολυκρικό. Μετά από 6-7 ημέρες οι στρατηγοί των Πελοποννησίων αποφάσισαν να ναυμαχήσουν. Οι Πελοποννήσιοι απέπλευσαν τα ξημερώματα, έχοντας παρατάξει τα 77 πλοία τους σε τέσσερις γραμμές προς την κατεύθυνση του κόλπου, προηγουμένου του δεξιού κέρατος, στο οποίο τοποθέτησαν 20 από τα πιο γρήγορα πλοία τους. Τότε και ο Φορμίων έπλευσε παράλληλα προς τη στεριά με κατεύθυνση προς τη Ναύπακτο, η οποία δεν εφρουρείτο.

Όταν οι Πελοποννήσιοι διαπίστωσαν ότι τα 20 πλοία του Φορμίωνος έπλεαν μέσα στον κόλπο, το ένα πίσω από το άλλο, επιτέθηκαν κατά των 20 πλοίων των Αθηναίων και κατέλαβαν 9 από αυτά, ενώ τα υπόλοιπα 11 κατόρθωσαν να διαφύγουν. Οι Πελοποννήσιοι έδεσαν με σχοινιά μερικά από τα κενά πλοία, των οποίων οι ναύτες είχαν βγει στην στεριά και προσπάθησαν να τα ρυμουλκήσουν. Όμως, οι Μεσσήνιοι οπλίτες, που ήταν στην στεριά, αφού μπήκαν στα ρηχά νερά ανέβηκαν στα πλοία, μαχόμενοι δε στα καταστρώματα, έκοψαν τα σχοινιά και τα απελευθέρωσαν.

Στο μεταξύ, τα 20 ταχύπλοα πλοία του δεξιού κέρατος άρχισαν να καταδιώκουν τα 11 πλοία του Φορμίωνος, τα οποία έσπευσαν προς τη Ναύπακτο. Όλα τα αθηναϊκά πλοία εκτός ενός κατόρθωσαν να καταφύγουν στη Ναύπακτο, έστρεψαν δε τις πρώρες τους προς τον εχθρό για να αμυνθούν.

Όταν ένα πλοίο της Λευκάδος, το οποίο προηγείτο, καταδίωξε το πλοίο του Φορμίωνα, το οποίο είχε καθυστερήσει, αυτό κρύφτηκε πίσω από μια φορτηγίδα και την κατάλληλη στιγμή εμβόλισε το πλοίο που το καταδίωκε. Μετά την επιτυχία αυτή, οι κωπηλάτες μερικών πλοίων σταμάτησαν να κωπηλατούν αναμένοντας ενισχύσεις, ενώ άλλοι έριξαν τα πλοία τους σε αβαθή νερά. Τότε, τα πλοία του Φορμίωνα ενήργησαν αντεπίθεση, κατέλαβαν 6 εχθρικά πλοία και τους αφαίρεσαν και τα δικά τους πλοία που προσπαθούσαν να ρυμουλκήσουν.

Ναυμαχία Κυζίκου

Η ναυμαχία της Κυζίκου περιγράφεται από δύο αρχαίους συγγραφείς κυρίως. Το 410 π.Χ., ο ενισχυμένος στόλος των Αθηναίων, ο οποίος αριθμούσε 86 πλοία, κινήθηκε από τη Σηστό του Ελλησπόντου προς την Προκόννησο. Εκεί οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν ότι ο ναύαρχος των Λακεδαιμονίων Μίνδαρος και ο Πέρσης Φαρνάβαζος είχαν καταλάβει την Κύζικο.

Τότε οι Αθηναίοι αποβίβασαν μια στρατιωτική δύναμη στην περιοχή της Κυζίκου και μετά διαίρεσαν τον στόλο σε τρεις Μοίρες, υπό τον Θρασύβουλο, τον Θηραμένη και τον Αλκιβιάδη.

Ο Αλκιβιάδης, με μια Μοίρα αποτελούμενη από 20 τριήρεις, κατέπλευσε στην Κύζικο ώστε να προκαλέσει στα ανοικτά τον Μίνδαρο σε ναυμαχία, ενώ οι άλλοι δύο Αθηναίοι στρατηγοί, Θηραμένης και Θρασύβουλος, ηγούμενοι των δύο άλλων Μοιρών, τοποθετήθηκαν αριστερά και δεξιά του Αλκιβιάδη, καλυπτόμενοι δε από βροχή, βροντές και το σκοτάδι, περίμεναν κρυμμένοι στα γειτονικά ακρωτήρια, για να εμποδίσουν την οπισθοχώρηση του Μινδάρου. Όταν ο Μίνδαρος πληροφορήθηκε ότι μια αθηναϊκή Μοίρα, αποτελούμενη από 20 τριήρεις, είχε εμφανιστεί στ’ ανοικτά της Κυζίκου, κατέπλευσε με 80 πλοία εναντίον της, θεωρώντας την ως εύκολη λεία.

Αρχικά, ο Αλκιβιάδης, προσποιούμενος ότι οπισθοχωρεί τράπηκε σε φυγή, ενώ οι Πελοποννήσιοι τον κυνηγούσαν. Όταν οι Πελοποννήσιοι απομακρύνθηκαν από τις ακτές της πόλεως, οι τριήρεις του Αλκιβιάδη, εκτελώντας αναστροφή 180 μοιρών, κινήθηκαν κατά του Μινδάρου, ενώ οι άλλες δύο Μοίρες των Αθηναίων, εκτελώντας διπλό περίπλου, απέκλειαν την υποχώρησή του προς την Κύζικο. Τότε ο Μίνδαρος κινήθηκε προς την ακτή των Κλήρων, ελπίζοντας στην βοήθεια του Φαρνάβαζου. Μετά την αποβίβαση των Αθηναίων στη στεριά δόθηκε μάχη, στην οποία σκοτώθηκε ο Μίνδαρος. Οι Αθηναίοι, αφού έστησαν δύο τρόπαια, αποχώρησαν από την Κύζικο έχοντας μαζί τους και τα πλοία που είχαν καταλάβει, πλην των πλοίων των Συρακουσίων, οι οποίοι προτίμησαν να τα πυρπολήσουν αντί να τα παραδώσουν.

Η ναυμαχία στις Αργινούσες

Τις πληροφορίες για τη ναυμαχία στις Αργινούσες αντλούμε από τον Ξενοφώντα. Την άνοιξη του 406 π.Χ., ο Λύσανδρος παρέδωσε την αρχηγία του στόλου στον Καλλικρατίδα, ο οποίος πολιόρκησε τον Κόνωνα στη Μυτιλήνη.

Μόλις οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν τα συμβάντα, απέστειλαν βοήθεια 110 πλοίων. Αυτά, μαζί με τα πλοία των συμμάχων, συγκεντρώθηκαν στη Σάμο. Όταν ο Καλλικρατίδας πληροφορήθηκε ότι η βοήθεια βρισκόταν εκεί, αφού άφησε 50 πλοία υπό τον Ετεόνικο για να φρουρούν τον Κόνωνα, απέπλευσε με τα υπόλοιπα 120 για το ακρωτήριο Μαλέα της Λέσβου, όπου και δείπνησε.

Την ίδια ημέρα δείπνησαν και οι Αθηναίοι στις Αργινούσες, που βρίσκονται ανάμεσα στη Λέσβο και τις ακτές της Μικράς Ασίας. Ο Καλλικρατίδας, μόλις έμαθε ότι οι Αθηναίοι ευρίσκοντο απέναντί του, έπλευσε νύκτα για να επιπέσει εναντίον τους, όμως δυνατή βροχή και βροντές τον εμπόδισαν, με αποτέλεσμα να πλησιάσει τις Αργινούσες τα ξημερώματα. Οι Αθηναίοι απέπλευσαν πρώτα με το αριστερό τους κέρας ως εξής: Ο Αριστοκράτης, κατέχοντας το αριστερό κέρας, προηγείτο με 15 πλοία, ακολουθούσε ο Διομέδων με άλλα 15, πίσω δε από τον Αριστοκράτη ήταν ο Περικλής και πίσω από τον Διομέδοντα ο Ερασινίδης. Οι δύο τελευταίοι φαίνεται ότι είχαν υπό τη διοίκησή τους ανά 15 πλοία.

Πλησίον του Διομέδοντος ήταν παρατεταγμένοι οι Σάμιοι με 10 πλοία σε μια γραμμή, αμέσως μετά ήταν παρατεταγμένα τα 10 πλοία των Ταξιάρχων με τον ίδιο τρόπο, πίσω δε από αυτούς ήταν τα 3 πλοία των ναυάρχων και μερικά συμμαχικά. Στο δεξιό κέρας ήταν ο Πρωτομάχος με 15 πλοία και πλησίον του ο Θρασύλλος με άλλα 15.

Πίσω από τον Πρωτομάχο ήταν ο Λυσίας με 15 πλοία και πίσω από τον Θρασύλλο ο Αριστογένης με άλλα τόσα. Είχαν παραταχθεί με τον τρόπο αυτό για να μην επιτρέψουν τον διέκπλου του αντιπάλου, επειδή τα πλοία τους ήταν πιο αργά. Τα πλοία των Λακεδαιμονίων ήταν όλα διατεταγμένα σε μια γραμμή.

Φαίνεται ότι ο στόλος αυτός απετελείτο από οκτώ Μοίρες των 15 πλοίων, διότι εάν 120 πλοία τοποθετηθούν το ένα πίσω από το άλλο, τότε απαιτείται μια απόσταση 5 χλμ. Προφανώς ήταν με τον τρόπο αυτό διατεταγμένα, επειδή οι Λακεδαιμόνιοι απέβλεπαν στην τακτική του διέκπλου και του περίπλου, καθόσον τα πλοία τους ήταν ταχύτερα. Στο δεξιό κέρας ήταν επικεφαλής ο Καλλικρατίδας. Τον Πελοποννήσιο ναύαρχο συμβούλευσε ο Έρμων ο Μεγαρεύς να αποχωρήσει, επειδή οι τριήρεις των Αθηναίων ήταν περισσότερες.

Οι δύο στόλοι ναυμάχησαν για μεγάλο διάστημα, έως ότου ο Καλλικρατίδας έπεσε στη θάλασσα και χάθηκε, ενώ ο Πρωτομάχος με το δεξιό κέρας νίκησε το αριστερό των Λακεδαιμονίων. Τότε πολλοί Πελοππονήσιοι έφυγαν προς τη Χίο και άλλοι προς τη Φώκαια, ενώ οι Αθηναίοι επέστρεψαν στις Αργινούσες.

Οι Αθηναίοι απώλεσαν 25 πλοία μαζί με τα πληρώματά τους, ενώ οι Πελοποννήσιοι έχασαν τα 9 από τα 10 λακωνικά και οι σύμμαχοί τους περισσότερα από εξήντα.

1 σχόλιο :

  1. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΑΙΟ ΟΤΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΠΡΩΤΗ ΝΑΥΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΛΕΜΙΚΗ Η' ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΜΕ ΤΑΚΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΥΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ .

    ΑπάντησηΔιαγραφή