Όταν μικρά παιδιά κάναμε κούνια, ή ώς μεγαλύτεροι κοιμίζαμε τα παιδιά μας στην κούνια τους, κουνώντας το κρεβατάκι τους πέρα δώθε, κι ακόμα στις σύγχρονες παιδικές χαρές όταν βλέπουμε τα παιδιά να κάνουν κούνια, χαμογελάμε με συγκίνηση αφού μας έρχονται στο νού ευχάριστες αναμνήσεις. Η Κούνια ή αιώρα όπως ονομάζεται σωστότερα, είναι ταυτισμένη με την ευχάριστη παιδική ηλικία. Όμως, ποτέ δεν έχουμε σκεφτεί, και πως να το σκεφτεί κανείς εάν δεν το γνωρίζει, η Αιώρα είναι ένα πανάρχαιο Ελληνικό παιχνίδι, με βαθιές ρίζες στο συμβολισμό και τη μυθολογία, η τελετουργία του οποίου συνδέεται με τη λατρεία του Διονύσου και τη μαγεία.
Και ακόμη, ότι η αιώρηση, το κούνημα, έχει αποτροπαϊκό χαρακτήρα. Πολύ πίσω στην προϊστορία, όταν οι ανθρώποι δεν διέθεταν τη γνώση που διαθέτουμε σήμερα, οι ενέργειες τους καλύπτονταν πάντοτε από συμβολισμούς και δεισιδαιμονίες που σήμερα μας φαίνονται είτε αφελείς είτε παράδοξες. Και είναι λογικό να μας φαίνονται παράδοξα τα παλαιά δρώμενα, αλλά νομίζω ότι όλα όσα συνέβαιναν κάθε άλλο παρά αφελή ήταν, δεδομένου ότι την εποχή εκείνη οι άνθρωποι ήσαν αμεσότερα συνδεδεμένοι με το περιβάλλον και τη φύση. Αυτή η αμεσότητα αντανακλάται στο παιχνίδι της Αιώρας, το οποίο στην πρωταρχική του μορφή κάθε άλλο παρά παιχνίδι ηταν.
Ένα στοιχείο χαρακτηριστικό της πολυπλοκότητας του παιχνιδιού είναι και οι πολλές ονομασίες του που υποδεικνύουν αφενός την προέλευση του απο το μύθο και το συμβολισμό, αφετέρου τη διαχρονικότητα του. Στην αρχαιότητα το συναντάμε με τις ονομασίες αιώρα, σειρά, εύδειπνος, αλήτις, σφενδόνη, πέταυρον, αιώρα ή βραχίονος αιώρα κρεμάστρα, ενώ σήμερα το γνωρίζουμε ώς κούνια. Το παιχνίδι ώς έκ τούτου δείχνει τη μεγάλη σημασία που απηχεί ψυχολογικά, κοινωνιολογικά και ιστορικά για το συγκεκριμένο χώρο, (αρχαία Ελλάδα), την επιρροή του σε άλλους λαούς (ρωμαϊκή περίοδος), τη διάσωση του στη βυζαντινή περίοδο και τη σημερινή του εμφάνιση, όπου δυστυχώς είναι αρκετά περιθωριοποιημένο, ενώ παραμένουν άγνωστες οι πτυχές της προέλευσης του.
Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη δώς της μπάτσα να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει… Άς δώσουμε κι εμείς ένα ράπισμα στις σελίδες της μυθολογίας και να μεταφερθούμε στην παλιά εποχή, όταν οι λαοί από τη συχνή επικοινωνία μεταξύ τους αντάλασσαν γνώσεις, έθιμα και συνήθειες, άλλοτε ειρηνικά και άλλοτε βίαια. Ο μύθος που αφορά την εμφάνιση της αιώρας, στον Ελληνικό χώρο σχετίζεται άμεσα με την εμφάνιση της αμπελουργίας και τη λατρεία του θεού Διόνυσου, και το όλο ιστορικό είναι ένα τραγικός μύθος. Σύμφωνα με αυτόν, ο αρχαίος ήρωας του Αττικού Δήμου της Ικαρίας, ονομαζόμενος Ικάριος, φιλοξένησε κάποιο βράδυ χωρίς να το γνωρίζει το θεό Διόνυσο, ο οποίος ευχαριστημένος απο τη φιλοξενία του Ικαριου τον δίδαξε πως να καλλιεργεί αμπέλια και να φτιάχνει κρασί. Ο Ικάριος ακολουθώντας τις οδηγίες του Διόνυσου φύτεψε αμπέλια και παρασκεύασε κρασί με το οποίο μέθυσε κάποιους βοσκούς, δίνοντας ους να το πιούν σκέτο, χωρίς νερό. Τους έδωσε δηλαδή να πιούν ”Άκρατον Οίνον“, σε αντίθεση με την πάγια τακτική των Ελλήνων, που την συναντάμε στη συνέχεια, να πίνουν τον οίνο νερωμένο, δηλαδή κρασί. Οι βοσκοί, μή γνωρίζοντας περί τίνος επρόκειτο, νόμισαν ότι τους φαρμάκωσε, ότι τους δηλητηρίασε και πάνω στην παραζάλη του μεθυσιού τον σκότωσαν και έκρυψαν το πτώμα του.
Η κόρη του Ικάριου Ηριγόνη ή Εριγόνη άρχισε να τον αναζητά, αλλά δυστυχώς δεν μπορούσε να βρεί τα ίχνη του επί πολύ καιρό. Τον ανακάλυψε όμως, με τη βοήθεια της σκύλας της, της πιστής Μοίρας, και αφού του πρόσφερε τις τελευταίες εξυπηρετήσεις, έθαψε το πτώμα και γεμάτη θλίψη αυτοκτόνησε, κρεμασμένη από τα κλαδιά του δέντρου, κάτω από το οποίο είχε θάψει τον πατέρα της. Πεθαίνοντας καταράστηκε τις νεαρές κόρες των Αθηναίων να έχουν την ίδια μοίρα. (Απολλόδωρος, βιβλιοθήκη, Γ' 14,7) Και πράγματι μετά την αυτοκτονία της Ηριγόνης πολλές παρθένες-κόρες των Αθηνών αυτοκτόνησαν με τον ίδιο τρόπο, χωρίς καμιά φανερή αιτία, παραφρονήσασαι η μία κατόπιν της άλλης, ”έν σειρά“, εξ' ου και η ονομασία Σειρά του παιχνιδιού. Ο μύθος υπονοεί εδώ ότι ο Διόνυσος οργισμένος από το φόνο του Ικάριου και την αυτοκτονία της Ηριγόνης, της οποίας το όνομα είναι σημαδιακό, θέλησε να τιμωρήσει τους Αθηναίους με το θάνατο των κορών τους. «…διά τοιαύτοις αιωρήσεως ώς τύπου δήθεν συμβόλου της αναρτήσεως της Ηριγόνης» (Χαρ. Ι. Βουλοδήμου, Περί του Ιδιωτικού βιβλίου των αρχαίων Ελλήνων τομ. Β, σελ. 99)
Μετά την ομαδική αυτοκτονία των παιδιών τους, σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, οι Αθηναίοι αποτάθηκαν στο μαντείο των Δελφών για το τι πρέπει να κάνουν, και εκείνο τους χρησμοδότησε ότι έπρεπε να θεσπίσει εορτή πρός τιμή του Ικάριου και της Ηριγόνης, ώστε να εξιλεωθούν και να αποτρέψουν τη θανατηφόρα οργή του Διόνυσου. (Απολλόδωρος, οπ. π. Επίσης, Αθηναίος, Δειπνοσοφιστές ΙΔ' , 10) Ουσιαστικά το μαντείο υποδείκνυε στους Αθηναίους την αποδοχή της Διονυσιακής λατρείς, εξαναγκάζοντας τους στην καθιέρωση ετήσιας γιορτής. Έτσι, θεσπίσθηκε γιορτή που ονομάσθηκε Αιώρα, έκ του αιωρούμαι (= κινούμαι υπό την ρίπην του ανέμου) που γιορταζόταν κατά την περίοδο που άρχιζαν να ωριμάζουν τα σταφύλια, πιθανότατα, όμως, κατά την ημέρα των χοών. Χοές ονομαζόταν η δεύτερη μέρα της λαμπρής Αθηναϊκής γιορτής των Ανθεστηρίων, που λάβαινε χώρα στις αρχές της Άνοιξης και διαρκούσε τρείς μέρες. Κάθε ημέρα είχε και την ονομασία της. Η πρώτη λεγόταν Πιθοίγια (οπότε ανοίγαν τους πύθους με το κρασί), η δεύτερη Χόες (γέμιζαν τα αγγεία χόες με κρασί και γινόταν κρασοκατάνυξη με στόλισμα των παιδιών, στα οποία επρόσφεραν δώρα) και η τρίτη Χύτροι (ήταν η μέρα που αφιερώνοταν στους νεκρούς και γίνονταν οι χύτρινοι αγώνες) (Λάμπρος Βρεττός, λεξικό τελετών αρχαίων Ελλήνων, σελ. 87 – 96) Στη διάρκεια της δεύτερης ημέρας των Χοών λάβαινε χώρα η γιορτή της Αιώρας, που ονομαζόταν και Εύδειπνος από τα πλούσια δείπνα που παρατιθόταν στη διάρκεια της. Επίσης, οι παρθένες των αθηνών κρεμούσαν στα κλαδιά των δέντρων μικρές κούκλες, αποκερί ή απο άργιλο, τις γνωστές πλαγγόνες, οι οποίες παρίσταναν τα κορίτσια που είχαν απαγχονιστεί.
Όπως σημειώνει ο Σπεράντσας, στη διάρκεια της γιορτής… ετελούντο θυσίαι και δείπνα, εξ' ου και Εύδειπνος προσωνομάσθη, και καθ' ην αι αττικαί παρθένοι ανεκινούντο είς αιώρας, προσάδουσαι ωδών της αλήτιν καλουμένων, ίσως ως εκ των περιπλανήσεων της Ηριγόνης, Αλήτις ονομάζετο και αυτή η εορτή, αγομένη κατ' έτος το θέρος, καθ' η των εποχών ήρχιζαν χρωματιζόμενοι και σταφυλά. Είς δε τα δείπνα παρεκάθωντο ιδίως πένητες, πρός σκοπόν να καθαγιασθεί η ευφορία του έτους. (Στέλιος Σπεράντσας, «αιώρα», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Μ.Ε.Ε. τομ. β, σελ. 940) Οι νεαρές Αθηναίες κουνιόντουσαν στις αιώρες πάνω στα κλαδιά των δέντρων κρεμούσα τις πλαγγόνες και οι ίδιες τραγουδούσαν το τραγούδι αλήτις, τραγούδι λυπητερό, που αναφερόταν στις περιπλανήσεις της Ηριγόνης. Σύμφωνα με μαρτυρία του Πολυδεύκη τα λόγια του τραγουδιού είχαν γραφτεί από τον ποιητή Θεόδωρο τον Κολοφώνιο. (Πολυδεύκης, Ονομαστικόν, Δ, 7,55. Επίσης Αθηναίος, ΙΔ, 10) Η ονομασία του τραγουδιού προέρχεται πράγματι απο τη λέξη ”αλήτις” που σημαίνει ”η περιπλανώμενη“, εξαιτίας της Ηριγόνης που περιπλανιώνταν για να βρεί τον πατέρα της. Το τραγούδι εξιστορούσε τα βάσανα της κατά τη διάρκεια των αυτών των περιπλανήσεων και εξαιτίας του τραγουδιού η γιορτή της αιώρας είχε και την ονομασία «Αλήτιδες ημέραι».
Να σημειωθεί ότι το έθιμο της γιορτής της αιώρας απλώθηκε σ' όλη την Ελλάδα, πέρασε τα σύνορα του Ελλαδικού χώρου και ρίζωσε στα ήθη και έθιμα των περισσοτέρων λαών της χερσονήσου του Αίμου, γεγονός που έγινε αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης. Αυτό αποδεικνύει την ευρύτερη αποδοχή της Διονυσιακής λατρείας στο χώρο των Βαλκανίων και στο σημείο αυτό να θυμίσω ότι η θράκη θεωρήθηκε ως η κατ”εξοχή χώρα όπου ρίζωσε η λατρεία του Διονύσου. Κατά την άποψη μου ο μύθος της αιώρας υποδεικνύει την αρχική δυσκολία, τη δυσπιστία των Αθηναίων να αποδεχτούν και να εντάξουν στις καθημερινές διαιτητικές τους συνήθειες ένα άγνωστο εώς τότε ποτό, τόν οίνο.Και ο μύθος κατά τον οποίο ο Ικάριος έδωσε στους βοσκούς ” άκρατο οίνο ” δηλαδή κρασί σκέτο, και αυτοί… ”γευσάμενοι του ποτού και χωρίς ύδατος δι' ηδονών αφειδώς ελκύσαντες πεφαρμάχθαι νομίσαντες απέκτεινον αυτόν“, δείχνει τις συνέπειες της οινοποσίας. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι ενώ η ρίζα του μύθου είναι σαφής, η επεξήγηση του παραμένει ασαφής. Από τις διαφορετικές εκδοχές της καταγωγής της Ηριγόνης ή Εριγόνης, δηλαδή της προελέυσης του ονόματος της υπάρχουν και διαφοροποιήσεις του λατρευτικού μύθου, που κατα τον Hunziker μπορεί να είναι και υποκατάστατο παλαιοτέρων αιματηρών θυσιών. Όταν το μαντείο χρηματοδοτεί ότι ρπέπει να θεσπισθεί η γιορτή αυτή χρονικά λαβαίνει χώρα όταν αρχίζουν να ωριμάζουν τα σταφύλια.
Όπως σημειώνει ο Βρεττός, … το κρέμασμα της Ηριγόνης στο δέντρο, καθώς και οι αιώρες των παρθένων με το κούνημα τους είναι τα νέα σταφύλια που κρέμονται στα κλήματα και αιωρούνται απο το φύσημα του αέρα. Την άμεση σχέση του παιχνιδιού με τη λατρεία του Διονύσου δηλώνει μια σκηνή σ' έναν ωραίο αττικό σκύφο, που βρέθηκε το 1846 στο Τσιούζι και σήμερα βρίσκεται στο μουσείο του Βερολίνου. Ένας στεφανωμένος Σάτυρος, πιστός ακόλουθος του Διονύσου, στέκεται πίσω απο μιάν αιώρα, στην οποία κάθεται μιά νέα και της δίνει ώθηση. Ο σάτυρος που σπρώχνει την κούνια, σημαδεύει το βακχικό χαρακτήρα της γιορτής, όπως σε πολλές άλλες ανάλογες παραστάσεις. Τα κορδονάκια που είναι τυλιγμένα στο κεφάλι του, καθώς και τα φύλλα που σχηματίζουν ακτινωτό στεφάνι είναι θρησκευτικά σύμβολα, μας λέει ο Hunziker. Πάνω απο τη νέα που αιωρίζεται διαβάζουμε τη λέξη ΑΛΗ, που είναι η αρχή της λέξης ΑΛΗΤΙΣ, η οποία ταυτίζεται με την Ηριγόνη, και της οποίας το όνομα έχει τελετουργική σημασία. Ετυμολογείται απο τις λέξεις έαρ και γεννώ, που σημαίνει γεννωμένη την Άνοιξη ή η κόρη της Άνοιξης και εκπροσωπεί κατά την ερμηνεία του μύθου, την άμπελο, η δε πρός τιμήν της αγόμενη εορτή ανήκει επί την κατηγορία των Διονυσιακών και αγροτικών εορτών.
Συμβολική επίσης, είναι και η παρουσία του σκύλου ή σκύλας Μοίρα με τη βοήθεια της οποίας η Ηριγόνη βρήκε το πτώμα του πατέρα της. ”Μοίρα”… είναι αυτή που σπινθηροβολεί, που λάμπει, δηλαδή ο αστερισμός του Κυνός (σκύλου), ο αστερισμός του Σειρίου όπως λέγεται. Προηγουμένως αναφέρθηκα σε μιά ακραία άποψη του Hunziker σχετικά με τη γιορτή της αιώρας. Αυτά που σημειώνει είναι αρκετά ενδιαφέροντα: ”Όπως διαπιστώνουμε, είναι μόνο το όνομα Εριγόνη που παραμένει σταθερό. Τα υπόλοιπα στοιχεία του θρύλου ποικίλλου ή είναι αβέβαια. Εριγόνη πάει να πεί κόρη της Άνοιξης. Στοιχεία βρίσκουμε επίσης, στην Ελληνική μυθολογία για ένα γιό της Εριγόνης και του Διόνυσου, που ονομάζεται Στάφυλος”. Η Εριγόνη δεν είναι λοιπόν τίποτε άλλο απο την προσωποποίηση αυτή καθαυτή της άμπελου, την ώρα που φυτρώνει και η γιορτή που γινόταν προς τιμήν της κατατάσσεται στις πολυπληθείς Διονυσιακές και αγροτικές γιορτές. Η συνήθεια να κρεμούν κούνιες (αιώρες), άπ' όπου πήρε το όνομά της, αποτέλεσε το δίχως άλλο την καταγωγή του θρύλου που αναφέραμε. Όσο για την πραγματική σημασία του εθίμου, οι περισσότεροι συγγραφείς συμφωνώντας σε αυτό με τη θρυλική πιστεύουν ότι αναγνωρίζουν μιάν εξιλαστήρια τελετή, που αντικατέστησε τις αιματηρές θυσίες.
Είναι ο καθαρμός με τον αέρα που περιλαμβάνετε στις βακχικές λατρείες, μαζί με τον καθαρμό με το νερό και τον καθαρμό με τη φωτιά. Έχουμε ήδη παρατηρήσει πως ο θρύλος δεν προηγήθηκε από τη λατρεία, παρά πως της χρωστάει αντίθετα την καταγωγή του. Ας μας επιτραπεί, λοιπόν, να προτείνουμε μιά διαφορετική εξήγηση. Σύμφωνα με τον αγροτικό χαρακτήρα ολόκληρης της γιορτής, η συγκεκριμένη τελετή έπρεπε να έχει σχέση με τις προσδοκίες που ο καλλιεργητής εξέφραζε με αυτή την ευκαιρία να έχει μιά καλή χρονιά με πλούσια σοδειά. Το δέντρο, κατά τις πεποιθήσεις των αρχαίων, ήταν το κυρίως σύμβολο κάθε ευφορίας και γενικά της πηγής της ζωής. Είναι λοιπόν πιθανόν πως οι Ελληνικές αιώρες, όπως επίσης, αναφέρεται και για την oscilla των Ρωμαίων, συνδεόταν με αυτή την πίστη, που τους απέδιδε γονιμοποιητική ικανότητα. Ένα γεγονός που ενισχύει αυτή την παρατήρηση είναι ότι η γιορτή τελείωνε με ένα πλούσιο γεύμα που διανεμόταν κυρίως στους φτωχούς και ονομαζόταν Εύδειπνο. Μιά ανάλογη γιορτή γινόταν στους Δελφούς και ονομαζόταν Χαρίλα.Το παιχνίδι αιώρα κατασκευάζεται με μονό ή πολλαπλό σχοινί που το κρεμάμε από γερό κλαδί δέντρου ή κάποια οριζόντια δοκό, είτε απο το ύπερθυρο της πόρτας είτε απο αλλού, όπου είναι δυνατό, δίνοντας του το σχήμα ενός U. Αυτός ή αυτή που αιωρείται κρατά με τα χέρια του τα δύο κάθετα σχοινιά και με σχετικές ωθήσεις των ποδιών και του σώματος του επιτυγχάνει να το κάνει να διαγράψει ημικυκλική τροχιά. Άν το παιχνίδι παίζεται από δυό ή τρία παιδιά, το ένα αιωρείται, ενώ τα άλλα του δίνουν τις σχετικές ωθήσεις από την πίσω πλευρά. Η ταχύτητα και το μέγεθος της τροχιάς της αιώρας πρέπει να ελέγχεται αφού είναι πολύ εύκολο να μετατραπεί σε οδυνηρό ατύχημα. Συνήθως, στο σημείο όπου κάθεται το παιδί τοποθετείται γύρω-γύρω από το σχοινί ένα παχύ ύφασμα ώς πρόχειρη μορφή καθίσματος. Αιώρα Πέταυρον Στην παραλλαγή της αιώρας που γνωρίζουμε ώς Πέταυρον, την πρόχειρη μορφή καθίσματος έχει αντικαταστήσει μιά σανίδα λεπτή και μακριά, κατάλληλη και γερά προσαρμοσμένη πάνω στα σχοινιά.
Η σανίδα αυτή ονομαζόταν πέταυρον εξ ου και η ονομασία αυτή της αιώρας. Αυτή η μορφή αιώρας κάνει το παιχνίδι πολύ ποιό ευχάριστο, αλλά του δίνει, επίσης, τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί ώς γυμναστικό όργανο. ”Ώς γυμνατικόν όργανον η αιώρα αποτελείται εξ' ορθογωνίου τετραπλεύρου σανίδος, μήκους 30-40 εκ. και πάχους 3εκ., ήτις κρέμαται οριζοντίως ύπερθεν του εδάφους είς ύψος 4-60 εκ., δια τεσσάρων σχοινιών, προσδεδεμένων επιμελώς είς εκάστην γωνίαν της σανίδος ανά δύο τα τέσσαρα τούτα σχοινία ενούνται μικρόν ανωτέρω και συγκροτούν δύο μόνον παράλληλα σχοινία, εξαρτώμενα δια κρίκων απο της εγκάρσιας γέφυρας του Γυμναστηρίου, εξ' ης εξαρτώνται και άλλα όργανα, το τραπέζιον, οι κρίκοι, αί κλίμακες κ.λπ. Επί του οργάνου τούτου, καθ' ον χρόνον αιωρείται ελαφρώς, ανέρχεται ο μέλλων να γυμνασθεί και κρατών τα σχοινία, δια καταλλήλων κινήσεων των ποδών και των χειρών αυξάνει το πλάτος της αιωρήσεως, εκτελών άμα διαφόρους ασκήσεις ισορροπίας κ.λπ.”. Όπως γνωρίζουμε από αρχαία κείμενα, το παιχνίδι του αιωρισμού ώς άσκηση το συνιστούσαν αρκετοί ιατροί, όπως π.χ. ο Αντίλλος, σημειόνωντας ότι έπρεπε να παίζεται προσεκτικά.Αυτό το απλό σανίδι της αιώρας, το πέταυρον, με την πάροδο του χρόνου έγινε πιό σύνθετο. Μετατράπηκε σε σκίμποδο (σκαμνάκι) το οποίο έφερε καλλιτεχνικές διακοσμήσεις, όπως γίνεται φανερό από διάφορες αναπαραστάσεις σε αγγεία, σήμερα στο μουσείο του Λούβρου ή στο μουσείο του Βερολίνου.
Στην πιό εξεζητημένη του μορφή μπροστά στο σκίμποδο υπήρχε μικρό υποπόδιο, που χρησίμευε στο να ανεβαίνουν ευκολότερα οι γυναίκες κυρίως πάνω στη σανίδα (πέταυρον) ή στο σκίμποδο. Από την Ελλάδα το παιχνίδι έγινε άμεσα αποδεκτό από τους Ρωμαίους, κυρίως τις Ρωμαίες που το αγάπησαν ιδιαίτερα και το αποκαλούσαν ”Oscillatio“. ”Οι Λατίνοι κατά τας εορτάς του τρυγητού, τας αγαμένας πρός τιμήν του Βάκχου, ηωρούντο επί σχοινίων αναρτηθέντων από πεύκων. Αι ρωμαίοι δέσποιναι πολύ ηρέσκοντο είς την αιώρησιν, ως σημειοί και ο Mercuriali εν τω συγγράματι του ”De arte gymnastica“, εν ω παραθέτει και εικόνα δεσποίνης καθήμενης επί αιώρας και ανακινουμένης υπό δύο θεραπαίνιδων“. Παρά τη μεγάλη διάδοση της αιώρας με σανίδι (πέταυρον), πολλοί θεωρούν το σανίδι αυτό μόνο ώς βοήθημα των ακροβατών και όχι ως παιχνίδι. Πάντως, ο Ιουβενάλης σημειώνει ότι ήταν παιχνίδι ειδικά των γυναικών. Στη σύγχρονη εποχή κάποιοι συγγραφείς ταυτίζουν το πέταυρον με τη σημερινή τραμπάλα κάτι που είναι λάθος, αφού το παιχνίδι αυτό (ή τραμπάλα) αντιστοιχεί σε μιά άλλη μορφή αιωρισμού εντελώς διαφορετικού από την αιώρα, της οποίας δε γνωρίζουμε κάποια ιδιαίτερη ονομασία.
Διαθέτουμε πάντως αναπαράσταση του παιχνιδιού αυτού που είναι ακριβώς ίδιο με την σημερινή τραμπάλη. Πάνω σε μια σταθερή βάση τοποθετούσαν μιά δοκό, στην άκρη της οποίας καθόντουσαν ή στεκόντουσαν δύο άτομα, που ανέβαιναν ή κατέβαιναν αλληλοδιαδόχως. Επρόκειτο για ένα παιχνίδι ισορροπίας ιδιαίτερα διασκεδαστικό, όπως συμβαίνει και σήμερα, το οποίο αρκετοί ταυτίζουν με μιά μορφή αιωρισμού γνωστή ώς αιώρα ή βραχιόνιος. Αιώρα Ή Βραχιόνιος Το παιχνίδι που γνωρίζουμε ώς αιώρα ή βραχιόνιο είναι παιχνίδι αιωρισμού διαφορετικό από την αιώρα, αφού δεν χρησιμοποιεί καθόλου σχοινιά, συσχετιζόμενο, όμως, με αυτή αφού χρησιμοποιεί μιά μεγάλη σανίδα που οι αρχαίοι ονόμαζαν πέταυρον. Παράλληλα, η αιώρα ή βραχίονας είναι γυμναστικό όργανο. Το παιχνίδι γνώρισε μεγάλη διάδοση τόσο στον Ελληνικό κόσμο όσο και στο Ρωμαϊκό, το βρίσκουμε στο βυζάντιο με την ίδια ονομασία, και διασώζεται ως σήμερα με τη γνωστή ονομασία τραμπάλα. Η αρχαία μορφή του παιχνιδιού είχε ώς εξής. Βαθιά στο χώμα φυτευόταν ένας παχύς ξύλινος στύλος, περίπου 3 μέτρα.
Στο χώμα φυτευότα εώς 1 μέτρο και στερεωνόταν στη βάση του πολύ καλά. Στην κορυφή του στύλου τοποθετείτο, μεταλλική συνήθως καλύπτρα που στο κέντρο της είχε έναν κατακόρυφο άξονα, αρκετά παχύ σε διάμετρο (συνήθως λίγο μικρότερο από τη διάμετρο του στύλου). Πάνω στην καλύπτρα τοποθετείτο οριζόντια μιά ξύλινη δοκός, που στο κέντρο της είχε οπή, η οποία αντιστοιχούσε στη διάμετρο του άξονα της καλύπτρας. Υποθέτω ότι και αυτή η οπή πρέπει να είχε μεταλλική επένδυση, ώστε να ελλατώνονται οι φθορές απο την τριβή. Η οριζόντια δοκός είχε μήκος 3 μ. περίπου και μπορούσε να ταλαντεύεται ελεύθερα πάνω στον άξονα του στύλου, ενώ στα δυό της άκρα έφερε λαβές. Απο τις λαβές αυτές αιωρούντο οι δύο παίκτες, παίζοντας και γυμναζόμενοι ταυτόχρονα δίνοντας ωθήσεις με τα πόδια τους, ενώ εναλλάξ, ο ένας κατέβαινε λυγίζοντας τα γόνατα του ή ανέβαινε ωθούμενος από λάκτισμα στο έδαφος «Επί του οργάνου τούτου εκτελούνται διάφοροι ασκήσεις των ποδών, των χειρών και της οσφύως εν τω κενώ αλλ η κάθοδος δέον να γίνηται μετά μεγάλης προσοχής, μηδέποτε του ετέρου των γυμναζομένων αφήνοντος των λαβών, εν ω ο ετέρος αιωρείται ακόμη».
Το παιχνίδι, όμως, σε διαφορετική μορφή παιζόταν όπως και σήμερα, γεγονός που επιβεβαιώνεται απο παράσταση ερυθρόμορφης αττικής υδρίας από την Απουλία του 440-420 π.χ. επονομαζόμενης ως υδρίας του ”ζωγράφου του νάνου“. Εμφανίζει δύο νέες κοπέλες να τραμπαλίζονται όρθιες στα άκρα της τραμπάλας, ενώ στο κέντρο ένας ιπτάμενος ερωτιδέας τις παρακολουθεί. Προφανώς οι δύο παραλλαγές της τραμπάλας παιζόντουσαν ταυτόχρονα, η μιά ώς παιδικό παχνίδι σε ελεύθερες συγκεντρώσεις παιδιών, κυρίως κοριτσιών όμως, δεδομένου ότι όλες οι απεικονίσει αιωρισμού αναπαριστούν κοπέλλες που αιωρίζονται, ενώ η αρχική τραμπάλα, ώς γυμναστικό κυρίως όργανο, θα υπήρχε σε συγκεκριμένους χώρους π.χ. Γυμναστήρια. Μάλλον οι Ρωμαίοι έπαιζαν και τις δυό μορφές του παιχνιδιού, γεγονός που υποθέτουμε αλλά δεν μπορούμε να τεκμηριώσουμε. Το ίδιο ισχυεί και για τη βυζαντινή περίοδο, για την οποία δε διαθέτουμε το παραμικρό στοιχείο, εκτός των ελαχίστων που σημειώνει ο Φ. Κουκουλές: «Άλλη παιδία των παιδαρίων ήταν και η κρεμάστρα αιώρα, η νύν κούνια, ώς κατά τον Ε” αιώνα αναφέρει ο Νείλος ο ασκητής» .Διαπιστώνουμε ότι ο Κουκούλες στο απόσπασμα αυτό αναφέρεται στην παρουσία του παιχνιδιού αιώρα στο βυζάντιο. Δεν παρέχονται στοιχεία για τις παραλλαγές του, πέταυρον και αιώρα βραχιόνιος, που σήμερα γνωρίζουμε με αρκετές ονομασίες, όπως τράμπα, τραμπάλλα, νταναζελαβίτσα κ.λπ, ενώ ο Λουκόπουλος το ονομάζει δραμπάλα, παραθέτοντας και ωραία περιγραφή του: ”το παίζουν δυό παιδιά σε ανοιχτό μέρος, όπου φτιάχνουν τη δραμπάλα”. Είναι σαφής, λοιπόν, ο διαχρονικός χαρακτήρας του παιχνιδιού αιώρα που η σύγχρονη παρουσία του δηλώνει σαφέστατα ότι στο χρόνο και το χώρο έν προκειμένω, η παράδοση που ξεκίνησε από τη Μινωϊκή Κρήτη γύρω στο 1.700 π.χ. διατηρείται ακόμα η ίδια. Αυτό σημαίνει ότι το παιχνίδι παίζεται από τον ίδιο λαό και με τους ίδιους τρόπους και ας λένε οι διάφοροι Φαλμεράγερ ότι ο Ελληνικός λαός έσβησε από το χάρτη, ότι οι Σλάβοι πλημμύρισαν την Ελλάδα και μας εξαφάνισαν και άλλα παρόμοια, τα οποία με μεγάλη προθυμία ενστερνίζονται διάφορα ανθελληνικά κέντρα.
Φαίνεται, όμως ότι ο αιωρισμός είναι πανάρχαιο παγκόσμιο φαινόμενο και δε θα ήθελα να κλείσω το άρθρο χωρίς να παρουσιάσω τις τόσο σημαντικές απόψεις που διατυπώνονται γι' αυτό από τον Σ. Σπετάντσα: ”την συνήθειαν της αιωρήσεως ευρίσκομεν και παρά τοις αρχαίοις Ινδοίς. Οι Ινδοί κατά την εορτήν Ντολαγιάτρα, την οποίαν ήγον κατά τα μέσα Μαρτίου προς τιμήν του Κρίσνα-Βισνού, εκινούντο και αυτοί εις αιώρες και το άγαλμα του θεού εκίνουν τρις της ημέρας (πρωίαν, μεσημβρίαν και εσπέραν), Επίσης, κατά την εορτήν της Μαχαμπαράτας, η οποία ήγετο κατά τας θερινάς τροπάς, ανήρχετο επί αιώρας ο ιερεύς και απο ταύτη απήγγελε σχετικόν θρησκευτικόν άσμα. Σήμερον το έθιμον της αιώρας ευρίσκεται εν χρήση περί πλήστοις λαοίς και διά λόγους θρησκευτικούς και διά λόγους παιδιάς. Παρά τω Ελληνικώ λαώ είθισται κατά τας ημέρας του Πάσχα ή του Αγίου Γεωργίου, ενιαχού δε και κατά τας Απόκρεω, να αναρτώσιν από των δέντρων ή απο των δοκών των οικιών σχοινίνας αιώρας, απο των οποίων αιωρούνται παιδία και κοράσια άδοντα συγχρόνως διάφορα άσματα. Παρά Βουλγάροις, κατά τας αυτάς εορτάς νέοι, γέροντες και παιδία λικνίζονται είς τας αιώρας και άδουν ιδιαίτερον άσμα, αφηγούμενον την αρπαγήν της Γκροστάνγκας υπό του ηλίου. Επίσης, κατά τας ημέρας του πάσχα οι Λιθουανοί στήνουν αιώρας, πιστεύοντες ότι ούτω προάγεται η βλάστησις, κατά δε τας θερινάς τροπάς άδουν άσμα σχετιζόμενον πρός την αιώραν. Παρά τοις Εσθονοίς το έθιμον τελείται κατά τας θερινάς τροπάς, παρά δε τοις Ρώσοις κατά τας εορτάς του Πάσχα και του Αγίου Γεωργίου.
Οι σημερινοί Ινδοί πιστεύουν ότι στήνοντες αιώρας προάγουν την ευδοκίμησιν της ορύζης ή εμποδίζουν την σήψιν των συγκομισθέντων καρπών ή εξασφαλίζουν πλουσίαν αλιείαν. Εν Βόρνεο οι μάγοι αναρτώσιν αιώρας προ του οίκου του ασθενούς και κινούντες αυταί πιστεύουσιν ότι εκδιώκουσιν ούτη τη νόσον. Όσον αφορά την αρχή του εθίμου τούτου, το οποίο έχει τόσον ευρείαν διάδοσιν, επικρατεί ασυμφωνία μεταξύ των ερμηνευτών. Τινές παραδέχονται ότι παρ' αρχαίοις το έθιμο της αιώρας αποτελεί εξαγνιστικήν τελετήν, η οποία αντικατέστησεν αιματηράς θυσίας, ίσως δε και ανθρωποθυσίας. Είς την αιώρησιν διαβλέπουν πράξιν εξαγνισμού δια του αέρος. Κατ' άλλους η τελετή αυτή, αγροτικού χαρακτήρος ούσα, συνδέεται προς τας ελπίδας και την επιθυμίαν του καλλιεργητού, όπως η γόνιμον το έτος, και άφθονος η συγκομιδή. Το δέντρον, κατά την πίστιν των Αρχαίων, είναι το κυριώτερον σύμβολον πάσης γονιμότητος και η πηγή της ζωής καθόλου. Κατά τρίτην τέλος εκδοχήν το έθιμον είναι ηλιακής προελεύσεως (ο ήλιος εν τη Ριγβέδα καλείται μεταφορικώς αιώρ) και αποτελεί μαγικήν απομίμησιν της αιωρήσεως του ηλίου, σκοπούσε την υποβοήθησιν αυτού προς συμπλήρωσιν της ανόδου του, εξ ου εξαρτάται και η προαγωγή της βλαστήσεως. Πάσαι αι γνώμαι αυταί είναι εξ ίσου πιθαναί και ισοσθενείς. Ώς βέβαιον δύναται να θεωρηθεί μόνον ότι το έθιμον εγεννήθη εν μέσω των ινδοευρωπαϊκών λαών και σχετίζεται προς την ενιαύσιον λατρείαν“ .Ένα απλό παιχνίδι, που κάθε άλλο παρά απλό και παιχνίδι είναι. Απο τα βάθη της προϊστορίας συνεχίζουν να μας δραστηροποιούν κυτταρικές μνήμες, απόηχοι γεγονότων που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε, ενταφιασμένες στο συλλογικό ασυνείδητο των ανθρώπων. Και κάτι αντίστοιχο έχει συμβεί και με ένα άλλο πολύ-πολύ σημαντικό παιχνίδι, την κούκλα που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν πλαγγών.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ , ΟΥΤΕ ΥΠΗΡΞΑΝ ΠΟΤΕ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΙΚΟΙ ΛΑΟΙ . ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ ΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΩΝ ΠΕΡΙΤΜΗΜΕΝΩΝ . ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΕΥΡΗΜΑ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΠΑΡΑΦΙΛΟΛΟΓΊΑΣ , ΟΥΤΕ Αγγείο , ΟΥΤΕ ΜΝΗΜΕΙΟ ,
ΑπάντησηΔιαγραφή