Η γέννηση της επιστήμης της ψυχολογίας
Καταρχάς, με τον όρο «Ψυχολογία», εννοούμε την «Επιστήμη που σκοπό έχει να περιγράψει και να εξηγήσει τη συμπεριφορά και τις νοητικές διεργασίες του ανθρώπου». Η γέννηση της Ψυχολογίας, ως Επιστήμης, τοποθετείται στο έτος 1879 μ.Χ., τον χρόνο, δηλαδή, που ο Γερμανός Ψυχολόγος Wilhelm Wundt ιδρύει το πρώτο εργαστήριο Πειραματικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, στη Γερμανία.
Ο προβληματισμός για τα ψυχολογικά φαινόμενα κατά την αρχαιότητα
Παρόλα αυτά, ο προβληματισμός για τα ψυχολογικά φαινόμενα αρχίζει, πολύ νωρίτερα, από Φιλοσόφους, κατά την περίοδο της Αρχαιότητας, έχοντας, με αυτόν τον τρόπο, φιλοσοφικές προσεγγίσεις των ψυχολογικών φαινομένων.
Η Ψυχολογία, κατά τη διάρκεια της Ιστορίας, αρχίζει να παίρνει επιστημονικό χαρακτήρα, με την ευρύτερη έννοια, όταν η παρατήρηση και η λογική ανάλυση αντικαθιστούν τη μαγική σκέψη στην περιγραφή και την αιτιολόγηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της νόησης. Αυτό αρχίζει να γίνεται από την περίοδο των Αρχαίων Ελλήνων Φιλοσόφων.
Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι, ιδίως, ο Δημόκριτος (5ος αιώνας π.Χ. – 4ος αιώνας π.Χ.), αλλά και ο Σοφιστής Πρωταγόρας (5ος αιώνας π.Χ.), καθώς και οι Φιλόσοφοι Πλάτωνας και Αριστοτέλης, αργότερα, βάζουν τα θεμέλια της φιλοσοφικής προσέγγισης της Ψυχολογίας.
Ο Πλάτωνας (5ος αιώνας π.Χ. – 4ος αιώνας π.Χ.) διατυπώνει μία δυϊστική ψυχολογία (δηλαδή, το γεγονός, ότι ο άνθρωπος αποτελείται από την ψυχή και το σώμα), η οποία είναι, απόλυτα, συμβατή με τη φιλοσοφική του θεωρία, περί ιδεών.
Πιο συγκεκριμένα, διαιρεί την ψυχή σε τρία (3) μέρη:
(α) το λογιστικό, το οποίο τοποθετεί στο κεφάλι / εγκέφαλο και σχετίζεται με τη νόηση, με τον νου, με τη σκέψη,
(β) το θυμοειδές, το οποίο τοποθετεί στο στήθος / καρδιά και σχετίζεται με τα συναισθήματα, περικλείοντας και τη βούληση και
(γ) το επιθυμητικό, το οποίο τοποθετεί στην κοιλιά / κοιλιακή χώρα και σχετίζεται με τις βιολογικές – ζωτικές επιθυμίες του ανθρώπου, όπως η επιθυμία για βρώση και πόση.
Όσο για το σώμα, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, αυτό είναι φθαρτό και χρησιμεύει, μόνο και μόνο, σαν «όχημα» της ψυχής.
Ο Αριστοτέλης (4ος αιώνας π.Χ.), αργότερα, διατυπώνει τις δικές του απόψεις στο πεδίο προσέγγισης και μελέτης των ψυχολογικών φαινομένων. Ο ίδιος προσπαθεί «να γεφυρώσει» το χάσμα σώματος και ψυχής που άνοιξε ο Πλάτωνας. Πιο συγκεκριμένα, ο Αριστοτέλης θεωρεί το σώμα, ως μία ύλη, η οποία έχει την ικανότητα, να κινείται από μόνη της, μία ικανότητα που της δίνει η ψυχή. Η ψυχή δεν μπορεί να υπάρχει, χωρίς το σώμα, αλλά και το σώμα δεν είναι, παρά το «όργανο» της ψυχής. Από την περίοδο του Αριστοτέλη, έως και την περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας (4ος αιώνας π.Χ. – 3ος αιώνας μ.Χ.), δεν υπάρχει ουσιαστικός επιστημονικός προβληματισμός που να έχει σχέση με την Ψυχολογία.
Η ψυχολογία κατά τους Μέσους Χρόνους
Κατά τους Μέσους Χρόνους (4ος αιώνας μ.Χ. – 15ος αιώνας μ.Χ.), ο επιστημονικός προβληματισμός που αφορά στην Ψυχολογία, σχετίζεται με θρησκευτικές αναφορές, όπως αυτές του Χριστιανισμού. Πιο συγκεκριμένα, τα νοητικά φαινόμενα και η συμπεριφορά του ανθρώπου συνδέονται με την ψυχή, η οποία θεωρείται, ως άυλη, ανεξάρτητη και αιώνια.
Μάλιστα, ο Ιερός Αυγουστίνος (Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, 354 μ.Χ. – 430 μ.Χ.) και αργότερα, ο Θωμάς Ακινάτης (Μεσαιωνικός Φιλόσοφος και Ρωμαιοκαθολικός Θεολόγος, 1225 μ.Χ. – 1274 μ.Χ.) διατυπώνουν χαρακτηριστικές απόψεις για την αθανασία της ψυχής και τη σχέση της με το σώμα, καθώς και εύστοχες παρατηρήσεις για τα ανθρώπινα συναισθήματα. Κατά την περίοδο της Αναγέννησης (15ος αιώνας μ.Χ. – 16ος αιώνας μ.Χ.), η ανάπτυξη της επιστημονικής αναζήτησης στον χώρο της Φυσικής δημιουργεί νέες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της Ψυχολογίας.
Φιλοσοφία και Ψυχολογία
Ο Φιλόσοφος Ρενέ Ντεκάρτ (16ος αιώνας μ.Χ. – 17ος αιώνας μ.Χ.), γνωστός και ως «Καρτέσιος», στη συνέχεια, δίνει ώθηση στη μελέτη των ψυχολογικών φαινομένων.
Αρχίζοντας από τη διατύπωση, ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να εμπιστεύεται τις αισθήσεις του, και ότι το μόνο για το οποίο μπορεί να είναι σίγουρος, είναι το γεγονός, ότι σκέφτεται (κατά την περίφημη φράση “cogito ergo sum”, δηλαδή, «σκέφτομαι, άρα, υπάρχω»), ο Ρ. Ντεκάρτ καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι η σκέψη δεν έχει ανάγκη υλικής υπόστασης. Χωρίζοντας, λοιπόν, τη σκέψη και κατ’ επέκταση, την ψυχή από το σώμα, ο Ρ. Ντεκάρτ προχωρά στο να προσφέρει την πρώτη θεωρία της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Επηρεασμένος κι από την Επιστήμη της Μηχανικής στον χώρο της Φυσικής, προτείνει μία μηχανική του σώματος. Βλέπει το σώμα, ως μία μηχανή, η οποία, όμως, ενεργοποιείται από τα πνεύματα της ψυχής, τα οποία – σύμφωνα με τον ίδιο – εδράζονται σε μία ειδική κοιλότητα του εγκεφάλου, την επίφυση.
Ο Φιλόσοφος Τόμας Χομπς (16ος αιώνας μ.Χ. – 17ος αιώνας μ.Χ.), αργότερα, αρνείται την ύπαρξη της ψυχής που δε βασίζεται στην ύλη. Ο ίδιος ήταν υλιστής, και το όνομά του συνδέθηκε με τον αθεϊσμό.
Ο Φιλόσοφος Τζον Λοκ (17ος αιώνας μ.Χ. – 18ος αιώνας μ.Χ.), με τη σειρά του, προτείνει ότι το ανθρώπινο μυαλό είναι ένας «λευκός χάρτης» (“tabula rasa”), κατά τη γέννηση, και ότι όλη η γνώση στον άνθρωπο προσλαμβάνεται, μέσω των αισθήσεων.
Ο Άγγλος Φυσιοδίφης Κάρολος Δαρβίνος (19ος αιώνας μ.Χ.) δημοσιεύει, κατά το έτος 1859, το βιβλίο του “The Origin of Species” (δηλαδή, «Η Καταγωγή των Ειδών»), στο οποίο περιγράφεται η θεωρία της εξέλιξης, μέσω του μηχανισμού της φυσικής επιλογής.
Η θεωρία αυτή είχε κι ως έναν βαθμό, συνεχίζει να έχει μία μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση θεωριών για τα ψυχολογικά φαινόμενα.
Η Ψυχολογία ως επιστήμη
Κατά τον 19ο αιώνα μ.Χ., από τους πιο σημαντικούς υποστηρικτές της ιδέας, ότι η Ψυχολογία είναι μία εμπειρική Επιστήμη, ανεξάρτητη από τη Φιλοσοφία, είναι ο Άγγλος Φιλόσοφος John Stuart Mill (1806 – 1873), ο Σκωτσέζος Φιλόσοφος και Ψυχολόγος Alexander Brain (1818 – 1903) και ο Άγγλος Φιλόσοφος και Κοινωνιολόγος Herbert Spencer (1820 – 1903). Αυτοί πιστεύουν ότι η Ψυχολογία έχει τη θέση της, ανάμεσα στις πειραματικές Επιστήμες κι όχι στη στοχαστική Φιλοσοφία.
Παρόλα αυτά, δε θεωρούνται, ως ιδρυτές της Ψυχολογίας, γιατί δεν ασχολούνται οι ίδιοι, με ψυχολογικές έρευνες, ούτε φροντίζουν να ιδρύσουν εργαστήρια Ψυχολογίας, όπως κάνει ο Wilhelm Wundt. Σε αντίθεση με τους Φιλοσόφους, ο Γερμανός Ερευνητής Wilhelm Wundt (1832 – 1920) εργάζεται, πειραματικά, στον χώρο της Ψυχολογίας και προσπαθεί να επινοήσει κατάλληλες μεθόδους για την ανάπτυξη της Ψυχολογίας, ως εμπειρικής Επιστήμης. Ιδρύει ο ίδιος, κατά το έτος 1879 μ.Χ., το πρώτο εργαστήριο Πειραματικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, στη Γερμανία, έχοντας, με αυτόν τον τρόπο, την επίσημη γέννηση της Ψυχολογίας, ως Επιστήμης. Από εκείνη τη χρονιά και έπειτα, παρατηρείται ραγδαία ανάπτυξη στην Επιστήμη της Ψυχολογίας.
Κατά το έτος 1885, ο Γερμανός Ψυχολόγος Hermann Ebbinghaus (1850 – 1909) αρχίζει τις πρώτες συστηματικές πειραματικές μελέτες της μνήμης, αρχίζοντας από τον εαυτό του, ως υποκείμενο μελέτης.
Το 1890, ο Αμερικανός Ψυχολόγος William James (1842 – 1910) στο βιβλίο του “Principles of Psychology” (δηλαδή, «Αρχές Ψυχολογίας»), στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, περιγράφει τις βάσεις του Λειτουργισμού, δηλαδή, της Θεωρητικής Σχολής στην Ψυχολογία, σύμφωνα με την οποία, ο σωστός τρόπος μελέτης των ψυχολογικών φαινομένων είναι, μέσω της εξέτασης, της προσαρμοστικής τους αξίας και της λειτουργικότητάς τους.
Το 1898, ο Αμερικανός Ψυχολόγος Edward Thorndike (1874 – 1949) παρουσιάζει τα πρώτα πειράματα, σχετικά με τη μάθηση στα ζώα – συνάγοντας, με αυτόν τον τρόπο, συμπεράσματα και για τους ανθρώπους – και διατυπώνει τον «νόμο του αποτελέσματος». Σύμφωνα με αυτόν, όταν ορισμένες πράξεις οδηγούν στην επιτυχία, τότε, η ευχαρίστηση που ακολουθεί, κάνει αυτές τις πράξεις να αποτυπώνονται. Αντιθέτως, όταν δεν υπάρχει ευχαρίστηση, τότε, οι πράξεις αυτές ξεχνιούνται.
Κατά το έτος 1900, τώρα, ο Αυστριακός Γιατρός και μετέπειτα, Ψυχολόγος Sigmund Freud (1856 – 1939) εκδίδει το βιβλίο του “The Interpretation of Dreams” (δηλαδή, «Η Ερμηνεία των Ονείρων») και παρουσιάζει τις ιδέες του, σχετικά με την Ψυχανάλυση. Η Ψυχανάλυση είναι η Θεωρητική Σχολή στην Ψυχολογία, σύμφωνα με την οποία, όλη η συμπεριφορά του ανθρώπου – από τις καθημερινές παραδρομές της γλώσσας, έως τις σοβαρές μορφές των νοητικών διαταραχών – διαμορφώνεται από ψυχολογικές διαδικασίες και ειδικά, από ασυνείδητες συγκρούσεις, που συμβαίνουν στον ανθρώπινο νου. Μάλιστα, σε περιπτώσεις ανθρώπων, οι οποίοι εμφανίζουν μία ποικιλία ασθενειών, χωρίς να υπάρχει, ωστόσο, κάποιο φανερό παθολογικό αίτιο, τα αίτια των νευρώσεων αυτών των ανθρώπων είναι τραυματικές εμπειρίες από το παρελθόν τους και κυρίως, από την παιδική τους ηλικία, τις οποίες οι άνθρωποι αυτοί έχουν απωθήσει από τη συνείδησή τους.
Κατά το έτος 1905, οι Γάλλοι Ψυχολόγοι Alferd Binet (1857 – 1911) και Theodore Simon (1873 – 1961) κατασκευάζουν τις πρώτες δοκιμασίες νοημοσύνης.
Έναν χρόνο, αργότερα, το 1906, ο Ρώσος Φυσιολόγος Ivan Pavlov (1849 – 1936) δημοσιεύει τα πρώτα αποτελέσματα των μελετών του, σχετικά με την εξαρτημένη μάθηση, γνωστή και ως «κλασική εξάρτηση». Σύμφωνα με αυτή, ένα ουδέτερο ερέθισμα (π.χ., ήχος κουδουνιού), όταν συνδέεται, επαναλαμβανόμενα, με ένα ανεξάρτητο ερέθισμα (π.χ., εμφάνιση τροφής, φαγητού σε τραπέζι), μπορεί να προκαλέσει μία εξαρτημένη αντίδραση στον άνθρωπο ή και στα ζώα (π.χ., έκκριση σιέλου από τους σιελογόνους αδένες για διευκόλυνση της πέψης), παρόμοια με το αρχικό αντανακλαστικό (π.χ., έκκριση σιέλου, απευθείας, με την εμφάνιση τροφής, φαγητού, χωρίς κάποιον ήχο κουδουνιού).
Το 1912, ο Αυστριακός – Ούγγρος Ψυχολόγος Max Wertheimer (1880 – 1943) εισάγει τη Μορφολογική Ψυχολογία (“Gestalt Psychology”), δηλαδή, τη Θεωρητική Σχολή στην Ψυχολογία, σύμφωνα με την οποία, η συνειδητή εμπειρία μπορεί να γίνει, καλύτερα, κατανοητή, ως ένα σύνολο και όχι, ως κάτι, που συγκροτείται από διάφορα επιμέρους στοιχεία. Μάλιστα, όσον αφορά σε φαινόμενα της αντίληψης, ο ανθρώπινος νους προσδίδει δομή / σχήμα / μορφή και νόημα στις αισθήσεις, σχηματοποιώντας τες σε αναλλοίωτα σύνολα.
Κατά το έτος 1929, ο Αμερικανός Ψυχολόγος Karl Lashley (1890 – 1958) δημοσιεύει το βιβλίο “Brain Mechanisms and Intelligence” (δηλαδή, «Εγκεφαλικοί Μηχανισμοί και Νοημοσύνη»).
Το 1938, ο Αμερικανός Ψυχολόγος Burrhus F. Skinner (1904 – 1990) δημοσιεύει το βιβλίο του “Operant Conditioning” (δηλαδή, «Λειτουργική Κατάσταση»), στο οποίο παρουσιάζει τις έρευνές του, σχετικά με τον μηχανισμό της «συντελεστικής εξάρτησης». Σύμφωνα με αυτόν, η ανεξάρτητη συμπεριφορά του ανθρώπου είναι στην πραγματικότητα μία ψευδαίσθηση. Κι αυτό, διότι ο άνθρωπος συμπεριφέρεται, με έναν ορισμένο τρόπο, επειδή, έτσι, έχει μάθει, μέσα από κάποιους κανόνες ορθής συμπεριφοράς, να συμπεριφέρεται, με τέτοιον τρόπο. Η εξάρτηση, δηλαδή, του ανθρώπου από κάποιους κανόνες ορθής συμπεριφοράς συντελεί στο να συμπεριφέρεται αυτός ο άνθρωπος, με έναν ορισμένο τρόπο. Η «καλή κοινωνία» είναι αυτή που βασίζεται στον έλεγχο της συμπεριφοράς των ανθρώπων.
Το 1949, ο Καναδός Ψυχολόγος Donald Hebb (1904 – 1985) στο βιβλίο του “The Organization of Behavior” (δηλαδή, «Η Οργάνωση της Συμπεριφοράς») παρουσιάζει μία θεωρία, η οποία «γεφυρώνει» το χάσμα, ανάμεσα στη Νευροφυσιολογία και την Ψυχολογία.
Κατά το έτος 1954, ο Ελβετός Ψυχολόγος Jean Piaget (1896 – 1980) δημοσιεύει το βιβλίο του “The Construction of Reality in the Child” (δηλαδή, «Η Κατασκευή της Πραγματικότητας στο Παιδί»), βάζοντας, έτσι, τις βάσεις της μελέτης, της γνωστικής ανάπτυξης του ανθρώπου από την παιδική ηλικία, ώς την ενήλικη ζωή.
Το 1957, ο Αμερικανός Γλωσσολόγος Noam Chomsky (γεννημένος, το έτος 1928) δημοσιεύει τη γλωσσολογική του θεωρία – με άμεση επίδραση στην Ψυχολογία – στο βιβλίο “Syntactic Structures” (δηλαδή, «Συντακτικές Δομές»). Σύμφωνα με τη θεωρία του Chomsky, η γλώσσα είναι ένα πολύπλοκο συμβολικό και παραγωγικό σύστημα που αποτελείται από κανόνες, η κατάκτηση των οποίων δεν μπορεί να εξηγηθεί, μέσω του μηχανισμού της εξάρτησης ή της μνήμης. Επιπλέον, μεγάλη προσοχή πρέπει να στραφεί στην εξήγηση της γλωσσικής ικανότητας του ανθρώπου και όχι, στην πρόβλεψη της γλωσσικής του συμπεριφοράς.
Το 1958, ο Αμερικανός Ψυχολόγος Herbert Simon (1916 – 2001) δημοσιεύει το βιβλίο “Elements of a Theory of Human Problem Solving” (δηλαδή, «Στοιχεία μίας Θεωρίας Επίλυσης Προβλημάτων του Ανθρώπου»).
Κατά το έτος 1979, ιδρύονται στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής το Περιοδικό “Cognitive Science” (δηλαδή, «Γνωσιακή Επιστήμη») και η Εταιρεία “Cognitive Science”, προωθείται η έρευνα, σχετικά με τις αναπαραστασιακές και υπολογιστικές ικανότητες του ανθρώπινου νου, και γίνεται η μετάβαση στην Ψυχολογία από τον Συμπεριφορισμό στη Γνωστική Ψυχολογία.
Ο Συμπεριφορισμός – ο οποίος εμφανίζεται από το 1930 και μετά – είναι η Θεωρητική Σχολή στην Ψυχολογία, σύμφωνα με την οποία, η ίδια η Επιστήμη της Ψυχολογίας πρέπει να οικοδομηθεί, πάνω στη μελέτη της παρατηρήσιμης συμπεριφοράς του ανθρώπου και όχι, πάνω στην ενασχόληση με τη συνείδηση και όλες τις άλλες υποκειμενικές, μη παρατηρήσιμες νοητικές λειτουργίες του ανθρώπου.
Η Γνωστική Ψυχολογία, από την άλλη – η οποία εμφανίζεται από το 1960 και μετά – είναι η Θεωρητική Σχολή στην Ψυχολογία, σύμφωνα με την οποία, η ίδια η Επιστήμη της Ψυχολογίας πρέπει να οικοδομηθεί, όχι μόνο, πάνω στη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αλλά και πάνω στη μελέτη των νοητικών διεργασιών του ανθρώπου (π.χ., αντίληψη, προσοχή, μνήμη, σκέψη, συνείδηση).
Κι αυτό οφείλει να γίνει, διότι το νοητικό σύστημα επεξεργασίας πληροφοριών, ουσιαστικά, επεξεργάζεται τις πληροφορίες – εξωτερικά ερεθίσματα από το κοινωνικό και το φυσικό περιβάλλον και προετοιμάζει τον άνθρωπο να συμπεριφερθεί, με έναν ορισμένο τρόπο. Η Γνωστική Ψυχολογία, μάλιστα, είναι, σήμερα, το κυρίαρχο θεωρητικό πλαίσιο για την ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της νόησης.
Με βάση όλα τα παραπάνω, γίνεται, εύκολα, αντιληπτό ότι τα ψυχολογικά φαινόμενα απασχόλησαν τους ανθρώπους από τα πολύ παλιά χρόνια, έως τις μέρες μας.
Μέσα από τις επιστημονικές έρευνες και μελέτες, η Ψυχολογία, κατά τη διάρκεια της Ιστορίας της, παρουσίασε και συνεχίζει να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθιστώντας, περισσότερο, κατανοητή την ίδια την ανθρώπινη φύση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου