Η φιλοσοφία του δικαίου ασχολείται με τις γενικές αρχές και την εφαρμογή του δικαίου. Την ενδιαφέρει η εσωτερική φύση του δικαίου σε σχέση με την αλήθεια, τα ήθη και τα έθιμα, και κυρίως η γνώση του αρχετύπου της δικαιοσύνης. Χάρη στη βοήθεια κάποιων από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του δικαίου που γνώρισε η ιστορία, μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα από πού πηγάζει αυτό που ονομάζουμε Φυσικό Δίκαιο. Εξάλλου, δεν μπορούμε να γνωρίσουμε κάτι σε βάθος, χωρίς να ξέρουμε τη φιλοσοφία του.
Δίκαιο και ηθική
Η Φιλοσοφία του Δικαίου σχετίζεται άμεσα με την ηθική, η οποία μελετά τα ανθρώπινα καθήκοντα του άνθρωπου, τι δηλαδή οφείλει να πράξει ένας άνθρωπος και τι να αποφύγει. Στην αρχική τους πηγή, δίκαιο και ηθική είναι υποστάσεις της ανθρωπινής συνείδησης και αυτονομίας, με τη διαφορά ότι η ηθική λειτουργεί ιδίως στον εσωτερικό μας κόσμο, ενώ το δίκαιο στην κοινωνία. Το δίκαιο προϋποθέτει συνείδηση του καθήκοντος, αυτού που πρέπει να γίνει για το κοινό καλό. Για χιλιάδες χρόνια τα όρια της ηθικής και του δικαίου ήταν δυσδιάκριτα και ουσιαστικά ταυτίζονταν. Δίκαιο και ηθική διαχωρίζονται μόλις κατά τους τελευταίους αιώνες, γεγονός με μάλλον δυσμενείς συνέπειες για τις ανθρώπινες κοινωνίες. Ας μην ξεχνάμε ότι σήμερα η διαφθορά-έλλειψη ηθικής θεωρείται το μεγαλύτερο πρόβλημα παγκοσμίως, ενώ ένας ολοκληρωτικός διαχωρισμός ηθικής και δικαίου θα είχε ολέθριες συνέπειες στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Το δίκαιο είναι το σύνολο εκείνων των προσταγμάτων που απορρέουν από την ανθρώπινη συνείδηση με σκοπό την πραγμάτωση και τη συντήρηση της κοινωνικής ενότητας και επιβάλλονται ως κοινός κανόνας που διέπει τις σχέσεις του ηθικού κόσμου. Χωρίς τις υποχρεώσεις αυτές, η κοινωνία δεν θα μπορούσε να προχωρήσει. Το δίκαιο συνδέει τους ανθρώπους, κανονίζει τις μεταξύ τους σχέσεις, έστω και αν τα ανθρώπινα πάθη, τα συμφέροντα, ή οι λανθασμένες αντιλήψεις απειλούν να μας αποπλανήσουν. Για τον λόγο αυτό παρουσιάζεται η ανάγκη το δίκαιο να μπορεί να επιβληθεί με τρόπο εξαναγκαστικό. Περνάμε επομένως από τη φάση των ηθών και του εθίμου σε αυτήν των νόμων μίας οργανωμένης κοινωνίας, οι οποίοι στην αρχαιότητα είχαν θεϊκή προέλευση, ακριβώς επειδή ήταν αποτύπωση των ηθικών επιταγών.
Είναι όμως συχνό και το φαινόμενο, δίκαιο και ηθική να συγκρούονται. Η σύγκρουση αυτή είναι ουσιαστικά μία αντίφαση και οφείλεται περισσότερο στον ανθρώπινο εγωισμό και απληστία. Πραγματικά ο νόμος θεσπίζει ή οφείλει να θεσπίζει ό,τι η ηθική επιτάσσει. Στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή, η κόρη του Οιδίποδα, Αντιγόνη προσπαθεί να θάψει τον νεκρό αδελφό της Πολυνείκη, παρά την αντίθετη εντολή του βασιλιά της Θήβας, Κρέοντα, θέτοντας την τιμή των θεών και την αγάπη για τον αδερφό της υπεράνω των νόμων των ανθρώπων. Η άρνηση του Κρέοντα φέρνει την οργή των ολύμπιων θεών. Ο Κρέοντας χάνει πρώτα τον γιό του Αίμονα, μετά τη σύζυγό του Ευρυδίκη και τελικά αυτοεξορίζεται. Το σαφές μήνυμα του έργου είναι ότι οι ηθικοί κανόνες οφείλουν πάντα να υπερισχύουν των ανθρώπινων νόμων, όταν οι τελευταίοι γίνονται άδικοι και καταπιεστικοί.
Πλάτωνος Πολιτεία και Νόμοι
Ο Πλάτωνας, στην ιδανική «Πολιτεία» ταυτίζει τη δικαιοσύνη με την ευδαιμονία. Θεωρεί ότι δίκαιος είναι αυτός που γνωρίζει πραγματικά τι είναι η δικαιοσύνη, την οποία ταυτίζει με το να αναλαμβάνει ο καθένας το έργο που πραγματικά του αρμόζει. Επομένως, η θέση που αναλαμβάνει ο καθένας μέσα στην κοινωνία, θα πρέπει να σχετίζεται αποκλειστικά και μόνο με τις ικανότητές του, διαχωρίζοντας του πολίτες στις κοινωνικές τάξεις των αρχόντων, των επίκουρων και των λοιπών πολιτών. Με τον τρόπο αυτό θεμελιώνει την ύπαρξη της δικαιοσύνης τόσο μέσα στην κοινωνία, όσο και μέσα στον άνθρωπο, όπου η κάθε ανθρώπινη όψη (ο Πλάτων χωρίζει την ανθρώπινη ψυχή σε τρία μέρη, το λογιστικό, το θυμοειδές και το επιθυμητικό), πρέπει να μπει στη θέση της και οι ανώτερες ιδέες και ιδιότητες να κυβερνούν τα κατώτερα πάθη και αδυναμίες. Επομένως, η αρετή-δικαιοσύνη κατακτάται από τη γνώση του αγαθού, των ανώτερων στοιχείων που υπάρχουν σε κάθε άνθρωπο, σε συνδυασμό με την τιθάσευση των επιθυμιών και των ενστίκτων από τον νου.
Στους «Νόμους», ο Πλάτωνας εξηγεί ότι επειδή οι άρχοντες – φιλόσοφοι είναι εξαιρετικά σπάνιοι, είναι αναγκαία η απρόσωπη εξουσία των νόμων. Οι νόμοι ρυθμίζουν το συνήθως συμβαίνον, είναι γενικοί και πρέπει να συνοδεύονται από πειθώ, ώστε οι πολίτες να τους κατανοούν και να συμμορφώνονται με αυτούς, κάνοντας έτσι το θετό δίκαιο προϊόν του ορθού λόγου.
Τη συλλογιστική του Πλάτωνα συνεχίζει ο Αριστοτέλης, που θεωρεί ότι βασική υπευθυνότητα του πολιτικού είναι να θεσπίζει δίκαιους νόμους, ενώ διδάσκει ότι η πολιτική είναι μία ηθική διδασκαλία περί των συλλογικών αγαθών και του τρόπου κατάκτησής τους. Η δικαιοσύνη είναι η ανώτερη αρετή και σημαίνει αφενός να ζούμε σύμφωνα με όσα υποδεικνύει η ηθική, αφετέρου να μην αδικούμε τους άλλους ανθρώπους (λόγω πλεονεξίας, άνισης μεταχείρισης κλπ), διαταράσσοντας την ισορροπία. Σε μία κοινωνία η δικαιοσύνη εκφράζεται μέσα από την υπερίσχυση του συλλογικού έναντι του ατομικού, αλλά και όταν οι θεσμοί προωθούν την ανάπτυξη των αρετών και της ευδαιμονίας των πολιτών.
Διαφωτισμός και Φυσικό Δίκαιο
Την περίοδο του Διαφωτισμού, η φιλοσοφία του δικαίου αναπτύσσεται, ως ξεχωριστός κλάδος (17ος αιώνας μ.Χ.) από τους ρασιοναλιστές, ένα φιλοσοφικό σύστημα το οποίο εμπιστεύεται περισσότερο τη σκέψη παρά τις αισθήσεις. Επαναδιατυπώνεται η ιδέα ότι το δίκαιο είναι κάτι το φυσικό και ότι τα άτομα είναι φύσει ελεύθερα και ικανά να συμβάλλονται εκουσίως, ενώ το κράτος αναλαμβάνει να εγγυηθεί τα δικαιώματα αυτά. Ένα από τα χαρακτηριστικά του φυσικού δικαίου είναι ότι δεν εξαρτάται από τις γνώμες των ανθρώπων. Στη θεωρία της Σχολής του νεώτερου φυσικού δικαίου, το φυσικό δίκαιο άφορα στη φυσική κατάσταση του άνθρωπου, όπως ήταν πριν από τη δημιουργία των κοινωνικών θεσμών και του πολιτισμού.
Το Κοινωνικό Συμβόλαιο
Στο Κοινωνικό Συμβόλαιο (αρχικός τίτλος Περί του Κοινωνικού Συμβολαίου, ή Αρχές του Πολιτικού Δικαίου, εκδ. 1762) του Jean-Jacques Rousseau, ο συγγραφέας αναρωτιέται εάν μπορεί να υπάρξει μια νόμιμη πολιτική εξουσία, για να καταλήξει στο ότι «η ισχύς δεν δημιουργεί δίκαιο, και ότι δεν οφείλουμε υπακοή παρά μόνο στις έννομες δυνάμεις». Επομένως, δεν υπάρχει κανένα καθήκον για υποταγή και υπακοή σε μια δύναμη που δεν είναι νόμιμη. Με την εφαρμογή του κοινωνικού συμβολαίου, όλοι θα είναι ελεύθεροι γιατί θα έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, ενώ επιβάλλονται οι αναγκαίοι περιορισμοί σε κάθε δικαίωμα. Από τη μία υπάρχει ο κυρίαρχος λαός, που αποτελείται από ολόκληρο τον πληθυσμό (άνδρες και γυναίκες, μία θέση αρκετά επαναστατική για την εποχή) και αντιπροσωπεύει τη γενική βούληση, ενώ από την άλλη πλευρά είναι η κυβέρνηση που ασχολείται με την εφαρμογή των νόμων. Όταν η κυβέρνηση ξεπεράσει τα όρια που θέτει ο λαός, είναι αποστολή του λαού να καταργήσει μια τέτοια κυβέρνηση.
Το Κοινωνικό Συμβόλαιο ενέπνευσε πολιτικές μεταρρυθμίσεις και επαναστάσεις στην Ευρώπη, ειδικά στη Γαλλία, αμφισβητώντας την μέχρι τότε αντίληψη ότι οι μονάρχες κυβερνούσαν ελέω Θεού. Ο Rousseau ισχυρίζεται ότι μόνο οι πολίτες είναι κυρίαρχοι και έχουν αυτό το πανίσχυρο δικαίωμα.
Ο Νομικός φορμαλισμός του Kant
Οι παραπάνω αντιλήψεις διαφοροποιούνται από τον Ε. Kant, ο οποίος υποστήριξε ότι «…μόνον ο άνθρωπος ως έλλογο ον μπορεί να βρει τον σκοπό της ύπαρξής του στον εαυτό του», επομένως το δίκαιο είναι προϊόν του ορθού λόγου. Για τον Kant, το δίκαιο σχετίζεται άμεσα με την ηθική, η οποία είναι η αρχή της ατομικότητας του προσώπου ως ηθικού υποκειμένου. Θεωρεί ότι η υποχρέωση είναι η αναγκαιότητα μιας ελεύθερης πράξης που πρέπει να γίνει, αναφερόμενος στο καθήκον της συμμόρφωσης με τον νόμο.
Στον Kant η υπακοή στον νόμο είναι επιβεβλημένη, ανεξαρτήτως της ορθότητάς του, αρκεί να είναι νόμος, μία αντίληψη που μας θυμίζει λίγο τον Σωκράτη, ο οποίος αποδέχθηκε την άδικη καταδίκη του σε θάνατο. Ο νομικός φορμαλισμός του Kant είναι τόσο κατηγορηματικός ώστε δεν επιτρέπει την αμφισβήτηση των πρωτείων του θετικού δικαίου. Ωστόσο, η θέση αυτή είναι αντίθετη με την επικρατούσα αντίληψη στην αρχαιότητα, όπου το φυσικό δίκαιο πρέπει απαραίτητα να συμφωνεί με το θετό (νόμοι του κράτους). Το φυσικό δίκαιο στον Kant είναι μια υπόσχεση δικαίου πού απορροφάται από το κρατικό δίκαιο και επομένως, κάθε αντίσταση ή αντίθεση στη νομοθεσία είναι για τον Kant παραβίαση του νόμου.
Ως φιλοσοφία του δικαίου η Καντιανή θεωρία δεν επικεντρώνεται στο πόσο αγαθή είναι η πράξη, αλλά στην ελευθερία του άνθρωπου και στη συμμόρφωσή του με τον νόμο. Το δε δίκαιο είναι η αρχή της ανθρώπινης συνύπαρξης.
Η ελευθερία του ατόμου του Hegel
Το αντικείμενο της Φιλοσοφίας του Δικαίου είναι για τον Hegel μια έρευνα για την ορθή κατανόηση της έννοιας «ελευθερία» και η πραγμάτωσή της μέσα από τους θεσμούς. Η μετάβαση στην αληθινή ελευθερία πραγματοποιείται στο πολιτικό σύστημα στο πλαίσιο της «θεσμοσύνης» (δηλαδή της ηθικής κοινότητας που μετουσιώνεται στην οικογένεια, την αστική κοινωνία και το κράτος), οπότε το άτομο υποτάσσεται μεν στο σύνολο, διατηρεί όμως την ατομική του ελευθερία, καθώς η θεσμοσύνη υπερισχύει των κοινωνικοπολιτικών συστημάτων.
Το κράτος δεν νομιμοποιείται από τη λαϊκή ετυμηγορία, αλλά από την αναγνώριση πως τα δικαιώματα και η ευημερία των πολιτών διαφυλάσσονται στην πράξη από το κράτος και τους νόμους του και ότι η ευημερία της κοινωνίας είναι ο αυτοσκοπός του κράτους, επομένως ο Hegel απορρίπτει τις θεωρίες του κοινωνικού συμβολαίου του Rousseau.
Από τη σύντομη παράθεση των ανωτέρω, είναι εμφανές πόσο πολύ κάποιες από τις παραπάνω αντιλήψεις έχουν επηρεάσει όχι μόνο τη σημερινή νομοθεσία, αλλά και τις ζωές μας γενικότερα. Υπάρχει όντως ένα φυσικό δίκαιο ή μήπως πρόκειται για ένα είδος περιορισμού της κρατικής αυθαιρεσίας; Οφείλουμε να υπακούμε στους νόμους του κράτους, έστω και αν είναι άδικοι; Τι είναι τα κοινό περί δικαίου αίσθημα που βρίσκεται στην καρδιά του καθενός και γιατί ο αγώνας για τη δικαιοσύνη συνεχίζεται ακόμα και σήμερα; Στην προσπάθεια των ανθρώπων να απαντήσουν στα παραπάνω ερωτήματα, αλλά και να στηρίξουν ή αποδομήσουν κάποιες από τις θέσεις που εκθέσαμε, έχουν γραφτεί μερικές από τις πιο σημαντικές σελίδες της ιστορίας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου