Κυριακή 14 Ιουλίου 2024

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΣΟΦΟΚΛΗΣ, ΑΝΤΙΓΟΝΗ

ΣΟΦ Αντ 1–99

Πρόλογος: Η Αντιγόνη ανακοινώνει στην Ισμήνη την πρόθεσή της να θάψει τον αδελφό της

Ο Πολυνείκης, που διεκδικούσε τον θρόνο που κατείχε ο Ετεοκλής, παρά τη συμφωνία τους να τον μοιράζονται διαδοχικά ανά χρόνο, εξεστράτευσε μαζί με τον πεθερό του και άλλους πέντε αργείους αρχηγούς εναντίον της Θήβας. Η κατάρα του πατέρα τους, του Οιδίποδα, επιβεβαιώθηκε και τα δύο αδέλφια αλληλοσκοτώθηκαν στη μεταξύ τους μονομαχία. Το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας η πιο δυναμική και δραστήρια από τις δύο κόρες του Οιδίποδα, η Αντιγόνη, καλεί την αδελφή της Ισμήνη έξω από το παλάτι και την πληροφορεί για τη διαταγή του θείου τους Κρέοντα, που είχε στο μεταξύ αναλάβει τη διακυβέρνηση της Θήβας, για την τύχη των νεκρών αδελφών τους.

ΑΝ. Ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα,
ἆρ’ οἶσθ’ ὅ τι Ζεὺς τῶν ἀπ’ Οἰδίπου κακῶν
ὁποῖον οὐχὶ νῷν ἔτι ζώσαιν τελεῖ;
Οὐδὲν γὰρ οὔτ’ ἀλγεινὸν οὔτ’ ἄτης ἄτερ
(5) οὔτ’ αἰσχρὸν οὔτ’ ἄτιμόν ἐσθ’, ὁποῖον οὐ
τῶν σῶν τε κἀμῶν οὐκ ὄπωπ’ ἐγὼ κακῶν.
Καὶ νῦν τί τοῦτ’ αὖ φασι πανδήμῳ πόλει
κήρυγμα θεῖναι τὸν στρατηγὸν ἀρτίως;
Ἔχεις τι κεἰσήκουσας; ἤ σε λανθάνει
(10) πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα τῶν ἐχθρῶν κακά;
ΙΣ. Ἐμοὶ μὲν οὐδεὶς μῦθος, Ἀντιγόνη, φίλων
οὔθ’ ἡδὺς οὔτ’ ἀλγεινὸς ἵκετ’ ἐξ ὅτου
δυοῖν ἀδελφοῖν ἐστερήθημεν δύο,
μιᾷ θανόντων ἡμέρᾳ διπλῇ χερί·
(15) ἐπεὶ δὲ φροῦδός ἐστιν Ἀργείων στρατὸς
ἐν νυκτὶ τῇ νῦν, οὐδὲν οἶδ’ ὑπέρτερον,
οὔτ’ εὐτυχοῦσα μᾶλλον οὔτ’ ἀτωμένη.
ΑΝ. Ἤιδη καλῶς, καί σ’ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν
τοῦδ’ οὕνεκ’ ἐξέπεμπον, ὡς μόνη κλύοις.
(20) ΙΣ. Τί δ’ ἔστι; δηλοῖς γάρ τι καλχαίνουσ’ ἔπος.
ΑΝ. Οὐ γὰρ τάφου νῷν τὼ κασιγνήτω Κρέων
τὸν μὲν προτίσας, τὸν δ’ ἀτιμάσας ἔχει;
Ἐτεοκλέα μέν, ὡς λέγουσι, σὺν δίκῃ
χρησθεὶς δικαίᾳ καὶ νόμῳ, κατὰ χθονὸς
(25) ἔκρυψε τοῖς ἔνερθεν ἔντιμον νεκροῖς,
τὸν δ’ ἀθλίως θανόντα Πολυνείκους νέκυν
ἀστοῖσί φασιν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ
τάφῳ καλύψαι μηδὲ κωκῦσαί τινα,
ἐᾶν δ’ ἄκλαυτον, ἄταφον, οἰωνοῖς γλυκὺν
(30) θησαυρὸν εἰσορῶσι πρὸς χάριν βορᾶς.
Τοιαῦτά φασι τὸν ἀγαθὸν Κρέοντα σοὶ
κἀμοί, λέγω γὰρ κἀμέ, κηρύξαντ’ ἔχειν,
καὶ δεῦρο νεῖσθαι ταῦτα τοῖσι μὴ εἰδόσιν
σαφῆ προκηρύξοντα, καὶ τὸ πρᾶγμ’ ἄγειν
(35) οὐχ ὡς παρ’ οὐδέν, ἀλλ’ ὃς ἂν τούτων τι δρᾷ,
φόνον προκεῖσθαι δημόλευστον ἐν πόλει.
Οὕτως ἔχει σοι ταῦτα, καὶ δείξεις τάχα
εἴτ’ εὐγενὴς πέφυκας, εἴτ’ ἐσθλῶν κακή.
ΙΣ. Τί δ’, ὦ ταλαῖφρον, εἰ τάδ’ ἐν τούτοις, ἐγὼ
(40) λύουσ’ ἂν εἴθ’ ἅπτουσα προσθείμην πλέον;
ΑΝ. Εἰ ξυμπονήσεις καὶ ξυνεργάσῃ σκόπει.
ΙΣ. Ποῖόν τι κινδύνευμα; ποῖ γνώμης ποτ’ εἶ;
ΑΝ. Εἰ τὸν νεκρὸν ξὺν τῇδε κουφιεῖς χερί.
ΙΣ. Ἦ γὰρ νοεῖς θάπτειν σφ’, ἀπόρρητον πόλει;
(45) ΑΝ. Τὸν γοῦν ἐμὸν καὶ τὸν σόν, ἢν σὺ μὴ θέλῃς,
ἀδελφόν· οὐ γὰρ δὴ προδοῦσ’ ἁλώσομαι.
ΙΣ. Ὦ σχετλία, Κρέοντος ἀντειρηκότος;
ΑΝ. Ἀλλ’ οὐδὲν αὐτῷ τῶν ἐμῶν μ’ εἴργειν μέτα.
ΙΣ. Οἴμοι· φρόνησον, ὦ κασιγνήτη, πατὴρ
(50) ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ’ ἀπώλετο,
πρὸς αὐτοφώρων ἀμπλακημάτων διπλᾶς
ὄψεις ἀράξας αὐτὸς αὐτουργῷ χερί·
ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνή, διπλοῦν ἔπος,
πλεκταῖσιν ἀρτάναισι λωβᾶται βίον·
(55) τρίτον δ’ ἀδελφὼ δύο μίαν καθ’ ἡμέραν
αὐτοκτονοῦντε τὼ ταλαιπώρω μόρον
κοινὸν κατειργάσαντ’ ἐπαλλήλοιν χεροῖν.
Νῦν δ’ αὖ μόνα δὴ νὼ λελειμμένα σκόπει
ὅσῳ κάκιστ’ ὀλούμεθ’, εἰ νόμου βίᾳ
(60) ψῆφον τυράννων ἢ κράτη παρέξιμεν.
Ἀλλ’ ἐννοεῖν χρὴ τοῦτο μὲν γυναῖχ’ ὅτι
ἔφυμεν, ὡς πρὸς ἄνδρας οὐ μαχουμένα·
ἔπειτα δ’ οὕνεκ’ ἀρχόμεσθ’ ἐκ κρεισσόνων
καὶ ταῦτ’ ἀκούειν κἄτι τῶνδ’ ἀλγίονα.
(65) Ἐγὼ μὲν οὖν αἰτοῦσα τοὺς ὑπὸ χθονὸς
ξύγγνοιαν ἴσχειν, ὡς βιάζομαι τάδε,
τοῖς ἐν τέλει βεβῶσι πείσομαι· τὸ γὰρ
περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα.
ΑΝ. Οὔτ’ ἂν κελεύσαιμ’ οὔτ’ ἄν, εἰ θέλοις ἔτι
(70) πράσσειν, ἐμοῦ γ’ ἂν ἡδέως δρῴης μέτα.
Ἀλλ’ ἴσθ’ ὁποῖά σοι δοκεῖ, κεῖνον δ’ ἐγὼ
θάψω· καλόν μοι τοῦτο ποιούσῃ θανεῖν.
Φίλη μετ’ αὐτοῦ κείσομαι, φίλου μέτα,
ὅσια πανουργήσασ’· ἐπεὶ πλείων χρόνος
(75) ὃν δεῖ μ’ ἀρέσκειν τοῖς κάτω τῶν ἐνθάδε.
Ἐκεῖ γὰρ αἰεὶ κείσομαι· σοὶ δ’ εἰ δοκεῖ,
τὰ τῶν θεῶν ἔντιμ’ ἀτιμάσασ’ ἔχε.
ΙΣ. Ἐγὼ μὲν οὐκ ἄτιμα ποιοῦμαι, τὸ δὲ
βίᾳ πολιτῶν δρᾶν ἔφυν ἀμήχανος.
(80) ΑΝ. Σὺ μὲν τάδ’ ἂν προὔχοι·, ἐγὼ δὲ δὴ τάφον
χώσουσ’ ἀδελφῷ φιλτάτῳ πορεύσομαι.
ΙΣ. Οἴμοι ταλαίνης ὡς ὑπερδέδοικά σου.
ΑΝ. Μὴ ’μοῦ προτάρβει· τὸν σὸν ἐξόρθου πότμον.
ΙΣ. Ἀλλ’ οὖν προμηνύσῃς γε τοῦτο μηδενὶ
(85) τοὔργον, κρυφῇ δὲ κεῦθε, σὺν δ’ αὔτως ἐγώ.
ΑΝ. Οἴμοι, καταύδα· πολλὸν ἐχθίων ἔσῃ
σιγῶσ’, ἐὰν μὴ πᾶσι κηρύξῃς τάδε.
ΙΣ. Θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις.
ΑΝ. Ἀλλ’ οἶδ’ ἀρέσκουσ’ οἷς μάλισθ’ ἁδεῖν με χρή.
(90) ΙΣ. Εἰ καὶ δυνήσῃ γ’· ἀλλ’ ἀμηχάνων ἐρᾷς.
ΑΝ. Οὐκοῦν, ὅταν δὴ μὴ σθένω, πεπαύσομαι.
ΙΣ. Ἀρχὴν δὲ θηρᾶν οὐ πρέπει τἀμήχανα.
ΑΝ. Εἰ ταῦτα λέξεις, ἐχθαρῇ μὲν ἐξ ἐμοῦ,
ἐχθρὰ δὲ τῷ θανόντι προσκείσῃ δίκῃ.
(95) Ἀλλ’ ἔα με καὶ τὴν ἐξ ἐμοῦ δυσβουλίαν
παθεῖν τὸ δεινὸν τοῦτο· πείσομαι γὰρ οὐ
τοσοῦτον οὐδὲν ὥστε μὴ οὐ καλῶς θανεῖν.
ΙΣ. Ἀλλ’ εἰ δοκεῖ σοι, στεῖχε· τοῦτο δ’ ἴσθ’, ὅτι
ἄνους μὲν ἔρχῃ, τοῖς φίλοις δ’ ὀρθῶς φίλη.

***
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ω αγαπημένη αυταδερφή μου Ισμήνη,
ξέρεις ποιο τάχ' απ' τα κακά, που ο Οιδίπους
μας άφησε κληρονομιά, να μένη
που ο Δίας να μην το 'στειλε στις δυο μας
που είμαστε ακόμα στη ζωή; Γιατί
κανένα πόνο και καμιά κατάρα,
καμιά ντροπή κι ούτε καμιά ατιμία
δεν είδα εγώ να λείψη απ' τις δικές σου
κι απ' τις δικές μου συφορές. Και τώρα
τί 'ναι αυτή πάλι η προσταγή, που λένε
πως ότι και διαλάλησε στη χώρα
και σ' όλους τους πολίτες ο άρχοντάς μας;
Ξέρεις κι άκουσες τίποτα; ή δεν έχεις
είδηση πάρη πως κακό ετοιμάζουν
για τους αγαπημένους μας οι εχθροί μας;

ΙΣΜΗΝΗ
Για μένα κανείς λόγος, Αντιγόνη,
μήτε καλός μήτε κακός δεν ήρθε
για φίλους μας, απ' όταν σε μια μέρα
χάσαμε οι δυο τούς δυο τούς αδερφούς μας,
που πέσανε απ' το χέρι ο ένας του άλλου·
κι αφού του Άργους σκορπίστηκε και πάει
τη νύχτ' αυτή ο στρατός, εγώ, δεν ξέρω
τίποτα παραπάνω, είτε αν πως είμαι
πιο ευτυχισμένη, ή πιο συφοριασμένη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ήμουνα βέβαιη και γι' αυτό ίσα ίσα
σ' έφερα εδώ έξω απ' της αυλής τις πύλες
για να τ' ακούσης μόνη.

ΙΣΜΗΝΗ
Μα τι τρέχει;
Δείχνεις πως κάτι βράζει μες στο νου σου.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Και μη δεν έχει ο Κρέοντας τον ένα
τον αδερφό μας με ταφή τιμήση,
ενώ άταφο καταφρονά τον άλλο;
Τον Έτεοκλή, όπως λεν, και με το δίκιο,
πρόσταξε να τον θάψουν, για να πάη
με τιμή στους νεκρούς του Κάτω κόσμου·
μα το άθλιο το κορμί του Πολυνείκη
στους πολίτες διαλάλησε, κανένας
στη γης να μη το κρύψη ούτε το κλάψη,
μα αθρήνητο και άταφο να τ' αφήσουν,
γλυκό για τα όρνια θησαυρό, που γύρω
καρτερούν λιμασμένα για θροφή τους.
Τέτοια ο καλός μας Κρέοντας για σένα
και για μένα ―ναι, λέω και για μένα―
διαλάλησε· και θά 'ρθη, λέγουν, τώρα
ξάστερα εδώ στη μέση να κηρύξη
για όσους δεν το 'χουν μάθη· και το πράμα
το παίρνει όχι έτσι αψήφιστα, μα αν κάποιος
τολμήση κάτι τέτοιο, θάνατος
απ' του λάου τις πέτρες μες στην πόλη
τον περιμένει. Έτσι λοιπόν αυτά ειναι.
Μα τώρα εσύ θα δείξης, αν εισ' άξιο
της γενιάς σου βλαστάρι, ή αν ενώ εισαι
από τέτοιους προγόνους, τους ντροπιάζεις.

ΙΣΜΗΝΗ
Μ' αν έτσι είναι, ώ ταλαίπωρη, το πράμα,
τί παραπάνω εγώ θενά προστέσω
αν βάλω ή αν δε βάλω χέρι;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Σκέψου
μαζί μου αν θα ενεργήσης και συμπράξης.

ΙΣΜΗΝΗ
Σε ποιο κίνδυνο λες; που πάει ο νους σου;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αν το χέρι αυτό μου εδώ βοηθήσης
το νεκρό να σηκώσωμε.

ΙΣΜΗΝΗ
Μα αλήθεια
να θάψης σκέφθηκες αυτόν, που η πόλη
απαγορεύει;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ναι, τον αδερφό μου
και τον δικό σου, αν εσύ δε θέλης·
γιατί κανένας δε θα πή για μένα
πως τον πρόδωσα εγώ.

ΙΣΜΗΝΗ
Δυστυχισμένη,
μ' όλο που το' χει ο Κρέοντας εμποδίση;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Κανέν' αυτός δικαίωμα δεν έχει
να με χωρίση απ' τους δικούς μου.

ΙΣΜΗΝΗ
Ωιμένα,
σκέψου, αδερφή μου, πόσο μισημένος
και γιομάτος ντροπές μάς χάθηκε ο
πατέρας μας, αφού απ' τις ανομίες του
που ήρθαν στο φως, ξερίζωσε μονάχος
με το ίδιο του το χέρι τις δυο του όψες.
Έπειτα εκείνη, που 'χε το διπλό
τ' όνομα μάννας και γυναίκας του,
με θηλειά στο λαιμό πήε ντροπιασμένη·
τέλος οι δυο αδερφοί μας σε μια μέρα
σκοτώθηκαν οι δόλιοι μεταξύ τους
δίνοντας θάνατο κοινό με χέρια
επάνω επανωτά ο ένας στον άλλο.
Και τώρα οι δυο μας πόχουμε απομείνη
σκέψου τι τέλος πιο κακό θα βρούμε,
αν το νόμο αψηφώντας πάμε ενάντια
σ' ό,τι έχει αποφασίση η εξουσία.
Κι απ' τ' άλλο, να ξεχνάς αυτό δεν πρέπει,
πρώτα, πως γεννηθήκαμε γυναίκες
να μην μπορή να τα βάζουμε με άντρες·
έπειτα, πως αυτοί που εξουσιάζουν
πιο δύναμη έχουν από μας, κι ανάγκη
να τους ακούμε και σ' αυτά και σ' άλλα
πιο σκληρότερ' ακόμα και από τούτα.
Εγώ λοιπόν αφού παρακαλέσω
τους κάτω απ' τη γη να συχωρήσουν,
αν υποτάσσωμαι έτσι στην ανάγκη,
θα υπακούσω σ' αυτούς που εξουσιάζουν,
γιατί να θέλης ό,τι ξεπερνά
τη δύναμη σου, καθαρή 'ναι τρέλλα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ούτε θα σε παρακαλούσα, μα ούτε
κι αν το' θελες ακόμα θα δεχόμουν
μ' ευχαρίστηση εγώ τη σύμπραξή σου·
μείνε με τις ιδέες σου εσύ, μα εκείνον
θα θάψω εγώ· γλυκός για μένα θα 'ναι,
σαν θα το κάμω, ο θάνατος· μαζί του,
σ' αγαπημένον πλάι αγαπημένη
θα κοίτωμαι, για τ' άγιο αυτό μου κρίμα·
γιατ' ειν' ο χρόνος πιο πολύς που πρέπει
στους κάτω πάρα στους εδώ ν' αρέσω,
αφού με κείνους θα 'μαι αιώνια· εσύ
μπορείς, αν θέλης, να περιφρονής
τα τίμια των θεών.

ΙΣΜΗΝΗ
Εγώ καθόλου
δεν τα περιφρονώ, μα και δε βλέπω,
πώς ενάντια μπορώ να πάω στην πόλη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Φέρν' εσύ αυτές τις πρόφασες, μα εγώ
να σκάψω τάφο του ακριβού αδερφού μου
πηγαίνω.

ΙΣΜΗΝΗ
Ω δυστυχία, τι φόβο πόχω
για σένα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ησύχασε και μη φοβάσαι
για μένα, τη δικιά σου να φροντίσης
ζωή να εξασφαλίσης.

ΙΣΜΗΝΗ
Κοίτα καν
μην πας κι αλλού το πής, μα κράτα
κρυφό το σχέδιό σου, και 'γώ το ίδιο.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Σκοτιά μου! πρόδωσέ το· πιο θα μού εισαι
εχθρή αν σωπάσης, παρ' αν το κηρύξης
σ' όλον τον κόσμο.

ΙΣΜΗΝΗ
Έχεις καρδιά θερμή
για πράματα ψυχρά.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Φτάνει που ξέρω
πώς σε κείνους που πρέπει θε ν' αρέσω.

ΙΣΜΗΝΗ
Ανίσως και πετύχης· μα ζητάς
τ' αδύνατα.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Λοιπόν μόνο αν δε θα' χω
δύναμη πια, τότε κι εγώ θα πάψω.

ΙΣΜΗΝΗ
Μα κι απαρχής να κυνηγά δεν πρέπει
τ' αδύνατα κανείς.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αν μιλάς έτσι,
και το μίσος θε να' χης το δικό μου
και μισημένη απ' τον νεκρό θενά εισαι
πλάι του, σαν πεθάνης, με το δίκιο.
Μ' άφις κι εμέ και την ανεμυαλιά μου
το κακό αυτό να πάθωμε· γιατί, όχι,
δεν έχω τέτοιο τίποτα να πάθω
που εγώ να μην πεθάνω τιμημένα.

ΙΣΜΗΝΗ
Αφού έτσι κρίνεις, πήγαινε· μα ξέρε
πως δίχως νου πηγαίνεις, όμως βέβαια
μ' αγάπη αληθινή στους φίλους φίλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου