2. -εινός
§ 317. Ως μετονοματικό επίθημα (π.χ. παιδ-νός 'παιδιάστικος' Όμ. από το παιδ-) το -νο- ενώθηκε με την απόληξη -εσ- των ουδέτερων θεμάτων σε s σχηματίζοντας το ιων.-αττ. -εινός (αιολ. -εννος):
ἀλγεινός 'οδυνηρός' (από τους τραγικούς και εξής) από το ἄλγος, και μάλλον σύμφωνα μ' αυτό ἐρατεινός 'χαριτωμένος, ποθητός' (Όμ.) = ἐρατός, και ὑγιεινός 'ιαματικός' (Πλάτωνας, Ξεν.) από το ὑγιής·
ἐλεεινός 'αξιολύπητος' (Όμ.) από το ὁ ἔλεος (αρχικά θέμα σε s, όπως αποδεικνύει το νηλεής 'άσπλαχνος' παρά το ομ. ἐλεῆσαι· μετά την κλασική εποχή και πάλι τὸ ἔλεος)·
ὀρεινός (κλασ.) από το ὄρος·
Το φαεινός 'φωτεινός' (Όμ., φαεννός στη λυρική ποίηση) από το φάος - φῶς συναιρέθηκε στα αττικά σε φᾱνός· έτσι αποκαταστάθηκε η σχέση φῶς -φανός, που είχε γίνει δυσδιάκριτη, εν μέρει χάρη στο αναλογικό φωτεινός (Ξεν.) από το φωτ-· ακόμη και το αντώνυμο 'σκοτεινός' ακολούθησε την αναλογία: το σκοτεινός εμφανίζεται στις αρχές της κλασικής εποχής ταυτόχρονα με το πέρασμα από το ὁ σκότος στο τὸ σκότος (κατά τὸ φῶς· πρβ. § 204).
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου