ΠΛ Γοργ 491a–492c
Η ασυνέπεια του Καλλικλή στον ορισμό των "κρειττόνων" και"βελτιόνων" – Η φύση, κατά τον Καλλικλή, υπαγορεύει την ικανοποίηση κάθε επιθυμίας
Στο τρίτο μέρος του διαλόγου αυτού συζητούν ο Καλλικλής και ο Σωκράτης. Ο πρώτος επιχειρηματολόγησε υπέρ του φυσικού δικαίου, το οποίο ταύτισε με το "δίκαιο του ισχυροτέρου" (βλ. και ΠΛ Γοργ 482c–483c). Ο Σωκράτης, για να του απαντήσει, εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι μιλώντας για τους ισχυρούς ο συνομιλητής του χρησιμοποίησε αδιακρίτως τις λέξεις κρείττονες και βελτίονες , πριν αναγκαστεί να δηλώσει ότι ως τέτοιους θεωρούσε τους φρονιμωτέρους. Ο φιλόσοφος, λοιπόν, υποστήριξε ότι ο γιατρός ή ο υποδηματοποιός ως φρονιμώτεροι από όσους δεν κατέχουν τις συγκεκριμένες γνώσεις θα έπρεπε να θεωρηθούν κρείττονες και βελτίονες, προκαλώντας την αντίδραση του συνομιλητή του.
[491a] ΚΑΛ. Νὴ τοὺς θεούς, ἀτεχνῶς γε ἀεὶ σκυτέας τε καὶ
κναφέας καὶ μαγείρους λέγων καὶ ἰατροὺς οὐδὲν παύῃ, ὡς
περὶ τούτων ἡμῖν ὄντα τὸν λόγον.
ΣΩ. Οὐκοῦν σὺ ἐρεῖς περὶ τίνων ὁ κρείττων τε καὶ
φρονιμώτερος πλέον ἔχων δικαίως πλεονεκτεῖ; ἢ οὔτε ἐμοῦ
ὑποβάλλοντος ἀνέξῃ οὔτ’ αὐτὸς ἐρεῖς;
ΚΑΛ. Ἀλλ’ ἔγωγε καὶ πάλαι λέγω. πρῶτον μὲν τοὺς
κρείττους οἵ εἰσιν οὐ σκυτοτόμους λέγω οὐδὲ μαγείρους, ἀλλ’
[491b] οἳ ἂν εἰς τὰ τῆς πόλεως πράγματα φρόνιμοι ὦσιν, ὅντινα ἂν
τρόπον εὖ οἰκοῖτο, καὶ μὴ μόνον φρόνιμοι, ἀλλὰ καὶ ἀνδρεῖοι,
ἱκανοὶ ὄντες ἃ ἂν νοήσωσιν ἐπιτελεῖν, καὶ μὴ ἀποκάμνωσι
διὰ μαλακίαν τῆς ψυχῆς.
ΣΩ. Ὁρᾷς, ὦ βέλτιστε Καλλίκλεις, ὡς οὐ ταὐτὰ σύ τ’
ἐμοῦ κατηγορεῖς καὶ ἐγὼ σοῦ; σὺ μὲν γὰρ ἐμὲ φῂς ἀεὶ
ταὐτὰ λέγειν, καὶ μέμφῃ μοι· ἐγὼ δὲ σοῦ τοὐναντίον, ὅτι
οὐδέποτε ταὐτὰ λέγεις περὶ τῶν αὐτῶν, ἀλλὰ τοτὲ μὲν τοὺς
[491c] βελτίους τε καὶ κρείττους τοὺς ἰσχυροτέρους ὡρίζου, αὖθις
δὲ τοὺς φρονιμωτέρους, νῦν δ’ αὖ ἕτερόν τι ἥκεις ἔχων·
ἀνδρειότεροί τινες ὑπὸ σοῦ λέγονται οἱ κρείττους καὶ οἱ
βελτίους. ἀλλ’, ὠγαθέ, εἰπὼν ἀπαλλάγηθι τίνας ποτὲ λέγεις
τοὺς βελτίους τε καὶ κρείττους καὶ εἰς ὅτι.
ΚΑΛ. Ἀλλ’ εἴρηκά γε ἔγωγε τοὺς φρονίμους εἰς
τὰ τῆς πόλεως πράγματα καὶ ἀνδρείους. τούτους γὰρ
[491d] προσήκει τῶν πόλεων ἄρχειν, καὶ τὸ δίκαιον τοῦτ’
ἐστίν, πλέον ἔχειν τούτους τῶν ἄλλων, τοὺς ἄρχοντας τῶν
ἀρχομένων.
ΣΩ. Τί δέ; αὑτῶν, ὦ ἑταῖρε, τί; ἦ τι ἄρχοντας ἢ ἀρχο-
μένους;
ΚΑΛ. Πῶς λέγεις;
ΣΩ. Ἕνα ἕκαστον λέγω αὐτὸν ἑαυτοῦ ἄρχοντα· ἢ τοῦτο
μὲν οὐδὲν δεῖ, αὐτὸν ἑαυτοῦ ἄρχειν, τῶν δὲ ἄλλων;
ΚΑΛ. Πῶς ἑαυτοῦ ἄρχοντα λέγεις;
ΣΩ. Οὐδὲν ποικίλον ἀλλ’ ὥσπερ οἱ πολλοί, σώφρονα
ὄντα καὶ ἐγκρατῆ αὐτὸν ἑαυτοῦ, τῶν ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν
[491e] ἄρχοντα τῶν ἐν ἑαυτῷ.
ΚΑΛ. Ὡς ἡδὺς εἶ· τοὺς ἠλιθίους λέγεις τοὺς σώφρονας.
ΣΩ. Πῶς γὰρ [οὔ]; οὐδεὶς ὅστις οὐκ ἂν γνοίη ὅτι οὐ τοῦτο
λέγω.
ΚΑΛ. Πάνυ γε σφόδρα, ὦ Σώκρατες. ἐπεὶ πῶς ἂν
εὐδαίμων γένοιτο ἄνθρωπος δουλεύων ὁτῳοῦν; ἀλλὰ τοῦτ’
ἐστὶν τὸ κατὰ φύσιν καλὸν καὶ δίκαιον, ὃ ἐγώ σοι νῦν παρ-
ρησιαζόμενος λέγω, ὅτι δεῖ τὸν ὀρθῶς βιωσόμενον τὰς μὲν
ἐπιθυμίας τὰς ἑαυτοῦ ἐᾶν ὡς μεγίστας εἶναι καὶ μὴ κολάζειν,
[492a] ταύταις δὲ ὡς μεγίσταις οὔσαις ἱκανὸν εἶναι ὑπηρετεῖν δι’
ἀνδρείαν καὶ φρόνησιν, καὶ ἀποπιμπλάναι ὧν ἂν ἀεὶ ἡ ἐπι-
θυμία γίγνηται. ἀλλὰ τοῦτ’ οἶμαι τοῖς πολλοῖς οὐ δυνατόν·
ὅθεν ψέγουσιν τοὺς τοιούτους δι’ αἰσχύνην, ἀποκρυπτόμενοι
τὴν αὑτῶν ἀδυναμίαν, καὶ αἰσχρὸν δή φασιν εἶναι τὴν ἀκο-
λασίαν, ὅπερ ἐν τοῖς πρόσθεν ἐγὼ ἔλεγον, δουλούμενοι τοὺς
βελτίους τὴν φύσιν ἀνθρώπους, καὶ αὐτοὶ οὐ δυνάμενοι
ἐκπορίζεσθαι ταῖς ἡδοναῖς πλήρωσιν ἐπαινοῦσιν τὴν σωφρο-
[492b] σύνην καὶ τὴν δικαιοσύνην διὰ τὴν αὑτῶν ἀνανδρίαν. ἐπεὶ
ὅσοις ἐξ ἀρχῆς ὑπῆρξεν ἢ βασιλέων ὑέσιν εἶναι ἢ αὐτοὺς τῇ
φύσει ἱκανοὺς ἐκπορίσασθαι ἀρχήν τινα ἢ τυραννίδα ἢ δυνα-
στείαν, <τί ἂν> τῇ ἀληθείᾳ αἴσχιον καὶ κάκιον εἴη σωφρο-
σύνης καὶ δικαιοσύνης τούτοις τοῖς ἀνθρώποις, οἷς ἐξὸν
ἀπολαύειν τῶν ἀγαθῶν καὶ μηδενὸς ἐμποδὼν ὄντος, αὐτοὶ
ἑαυτοῖς δεσπότην ἐπαγάγοιντο τὸν τῶν πολλῶν ἀνθρώπων
νόμον τε καὶ λόγον καὶ ψόγον; ἢ πῶς οὐκ ἂν ἄθλιοι γεγονότες
[492c] εἶεν ὑπὸ τοῦ καλοῦ τοῦ τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς σωφροσύνης,
μηδὲν πλέον νέμοντες τοῖς φίλοις τοῖς αὑτῶν ἢ τοῖς ἐχθροῖς,
καὶ ταῦτα ἄρχοντες ἐν τῇ ἑαυτῶν πόλει; ἀλλὰ τῇ ἀληθείᾳ,
ὦ Σώκρατες, ἣν φῂς σὺ διώκειν, ὧδ’ ἔχει· τρυφὴ καὶ ἀκο-
λασία καὶ ἐλευθερία, ἐὰν ἐπικουρίαν ἔχῃ, τοῦτ’ ἐστὶν ἀρετή
τε καὶ εὐδαιμονία, τὰ δὲ ἄλλα ταῦτ’ ἐστὶν τὰ καλλωπίσματα,
τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα ἀνθρώπων, φλυαρία καὶ οὐδενὸς
ἄξια.
***
ΚΑΛ. Ναι μα τους θεούς, διαρκώς έχεις να κάμης με υποδηματοποιούς και βαφείς και μαγείρους και ιατρούς και δεν παύεις να ομιλής περί αυτών, ως εάν η συζήτησις να γίνεται περί τούτων.
ΣΩ. Δεν θα μου είπης τέλος πάντων εις ποίον είδος πραγμάτων ο ισχυρότερος και νοημονέστερος έχει το δικαίωμα να έχη περισσότερα των άλλων; Μέχρι της στιγμής ούτε το λέγεις, ούτε δέχεσαι τας υποβολάς μου.
ΚΑΛ. Μα είναι πολλή ώρα που το λέγω. Και πρωτ' απ' όλα, όταν ομιλώ περί των ικανωτέρων, δεν εννοώ ούτε τους υποδηματοποιούς, ούτε τους μαγείρους, αλλ' εκείνους οι οποίοι είναι έμπειροι εις τα πολιτικά πράγματα, κατά ποίον τρόπον δύναται να διοίκηση καλώς η πολιτεία, και όχι μόνον έμπειροι, αλλά και ανδρείοι, ικανοί όντες όσα σκεφθούν και να τα εκτελούν και να μη αποκάμνουν διά δειλίαν ψυχής προ των δυσκολιών τον έργου.
ΣΩ. Βλέπεις, φίλτατέ μου Καλλικλή, ότι ούτε συ με κατηγορείς διά τα αυτά πράγματα, ούτε και εγώ σε; Διότι συ ισχυρίζεσαι ότι εγώ επαναλαμβάνω πάντοτε τα ίδια πράγματα και με κατακρίνεις διά τούτο· εγώ δε αντιθέτως οφείλω να είπω ότι συ ποτέ δεν λέγεις επί του αυτού αντικειμένου το ίδιον πράγμα, αλλά την μίαν φοράν λέγεις ότι οι καλύτεροι και οι ικανώτεροι είναι οι ισχυρότεροι, άλλην φοράν οι νοημονέστεροι και τώρα πάλιν έρχεσαι με άλλο νέον: μερικούς ανδρειοτέρους ονομάζεις ικανωτέρους και καλυτέρους. Μα, φίλε μου, για να τελειώνωμεν μια για πάντα, ποίοι τέλος πάντων δύνανται να είναι εκείνοι τους οποίους ονομάζεις «καλυτέρους» και «ικανωτέρους»;
ΚΑΛ. Σου το επαναλαμβάνω: οι έμπειροι εις την διακυβέρνησιν της πολιτείας και εν ταυτώ ανδρείοι. Διότι ούτοι αρμόζει να διοικούν τας πόλεις και τούτο είναι το δίκαιον, να έχουν ούτοι περισσότερα των άλλων, οι άρχοντες δηλ. των αρχομένων.
ΣΩ. Άρχουν ούτοι του εαυτού των, φίλε μου; ή πώς εννοείς άρχοντας και αρχόμενους;
ΚΑΛ. Πώς εννοείς;
ΣΩ. Εννοώ ο καθένας να άρχη ο ίδιος του εαυτού του (να εξουσιάζη τον εαυτόν του), ή τούτο κατά σέ δεν ενδιαφέρει και πολύ, αλλά μόνον να άρχη των άλλων (να εξουσιάζη τους άλλους);
ΚΑΛ. Πώς εννοείς να άρχη του εαυτού του;
ΣΩ. Τίποτε το απλούστερον, αλλά καθώς το εννοεί όλος ο κόσμος: εννοώ να είναι χρηστοήθης, εγκρατής και ικανός να κυριαρχή των εν εαυτώ ηδονών και επιθυμιών.
ΚΑΛ. Πόσον αστείος είσαι !… Τους ηλιθίους ονομάζεις σώφρονας.
ΣΩ. Έτσι αι!… Καθένας θα ημπορούσε να καταλάβη ότι καθόλου δεν εννοώ παρόμοιον πράγμα.
ΚΑΛ. Και πολύ φυσικά, φίλε μου Σωκράτη, διότι πώς είναι δυνατόν να είναι ευδαίμων ο άνθρωπος που θα ήτο δούλος εις οτιδήποτε. Αλλά τούτο είναι το κατά φύσιν καλόν και δίκαιον, το οποίον εγώ αμέσως θα σου εξηγήσω με παρρησίαν: Ο μέλλων να ζη ορθώς πρέπει να αφήνη ελευθέρας τας επιθυμίας του, όσον και αν είναι μεγάλαι, να τας αφήνη ελευθέρας και να μη τας περιορίζη· και την ιδίαν ανδρείαν και φρόνησιν να μεταχειρίζεται ίνα υποβοηθή αυτάς και να παρέχη εις αυτάς πάντοτε ικανοποίησιν εις παν ό,τι προστάττουν. Αλλά τούτο, νομίζω, δεν είναι δυνατόν εις τους πολλούς· και διά τούτο ψέγουν εκείνους οι οποίοι ζουν όπως εγώ λέγω (τους ανικάνους να ικανοποιούν τας επιθυμίας των), εξ εντροπής αποκρύπτοντες την ιδίαν αδυναμίαν των· διά τούτο διακηρύττουν ότι η ακολασία είναι αισχρόν πράγμα και, καθώς εγώ προηγουμένως έλεγον, επιζητούν να υποδουλώσουν τους καλυτέρους κατά την φύσιν ανθρώπους· και επειδή αυτοί οι ίδιοι δεν έχουν την δύναμιν να δώσουν ένα πλήρες ξεθύμασμα εις τα πάθη των, επαινούν την σωφροσύνην και την δικαιοσύνην εξ αιτίας της ανανδρίας των. Διότι πράγματι εις όσους εξ αρχής συνέπεσε να είναι ή βασιλόπαιδες ή αυτοί εκ φύσεως ήσαν ικανοί να αποκτήσουν εξουσίαν τινά ή τυραννίδα ή δυναστείαν, τι μά την αλήθειαν αισχρότερον ή χειρότερον θα ήτο διά τους ανθρώπους τούτους από την σωφροσυνην· ούτοι, ενώ είναι δυνατόν να απολαύουν των αγαθών, χωρίς κανείς να δύναται να τους εμποδίζη, θα ώφειλον μόνοι των να καταστούν δούλοι των νόμων και των λόγων και των ψόγων των πολλών ανθρώπων; Και δεν θα ήσαν πραγματικώς δυστυχείς, εάν υπετάσσοντο εις τούτον τον ψευδή νόμον της σωφροσύνης και της δικαιοσύνης και δεν ηδύναντο να ευεργετήσουν τους φίλους των εν συγκρίσει προς τους εχθρούς και μάλιστα, ενώ έχουν την εξουσίαν εις την πόλιν των; Αλλά κατά την αλήθειαν, Σωκράτη, την οποίαν συ λέγεις ότι επιδιώκεις, ιδού πώς έχει το ζήτημα: ηδυπάθεια, ακολασία και αχαλίνωτος ελευθερία, αν κανείς έχη τα προς τούτο μέσα, τούτο είναι αρετή και ευδαιμονία· όλα δε τα άλλα, αι παρά το φυσικόν δίκαιον συμβάσεις των ανθρώπων, είναι υποκρισίαι και φλυαρίαι, χωρίς καμίαν αξίαν.
ΚΑΛ. Ναι μα τους θεούς, διαρκώς έχεις να κάμης με υποδηματοποιούς και βαφείς και μαγείρους και ιατρούς και δεν παύεις να ομιλής περί αυτών, ως εάν η συζήτησις να γίνεται περί τούτων.
ΣΩ. Δεν θα μου είπης τέλος πάντων εις ποίον είδος πραγμάτων ο ισχυρότερος και νοημονέστερος έχει το δικαίωμα να έχη περισσότερα των άλλων; Μέχρι της στιγμής ούτε το λέγεις, ούτε δέχεσαι τας υποβολάς μου.
ΚΑΛ. Μα είναι πολλή ώρα που το λέγω. Και πρωτ' απ' όλα, όταν ομιλώ περί των ικανωτέρων, δεν εννοώ ούτε τους υποδηματοποιούς, ούτε τους μαγείρους, αλλ' εκείνους οι οποίοι είναι έμπειροι εις τα πολιτικά πράγματα, κατά ποίον τρόπον δύναται να διοίκηση καλώς η πολιτεία, και όχι μόνον έμπειροι, αλλά και ανδρείοι, ικανοί όντες όσα σκεφθούν και να τα εκτελούν και να μη αποκάμνουν διά δειλίαν ψυχής προ των δυσκολιών τον έργου.
ΣΩ. Βλέπεις, φίλτατέ μου Καλλικλή, ότι ούτε συ με κατηγορείς διά τα αυτά πράγματα, ούτε και εγώ σε; Διότι συ ισχυρίζεσαι ότι εγώ επαναλαμβάνω πάντοτε τα ίδια πράγματα και με κατακρίνεις διά τούτο· εγώ δε αντιθέτως οφείλω να είπω ότι συ ποτέ δεν λέγεις επί του αυτού αντικειμένου το ίδιον πράγμα, αλλά την μίαν φοράν λέγεις ότι οι καλύτεροι και οι ικανώτεροι είναι οι ισχυρότεροι, άλλην φοράν οι νοημονέστεροι και τώρα πάλιν έρχεσαι με άλλο νέον: μερικούς ανδρειοτέρους ονομάζεις ικανωτέρους και καλυτέρους. Μα, φίλε μου, για να τελειώνωμεν μια για πάντα, ποίοι τέλος πάντων δύνανται να είναι εκείνοι τους οποίους ονομάζεις «καλυτέρους» και «ικανωτέρους»;
ΚΑΛ. Σου το επαναλαμβάνω: οι έμπειροι εις την διακυβέρνησιν της πολιτείας και εν ταυτώ ανδρείοι. Διότι ούτοι αρμόζει να διοικούν τας πόλεις και τούτο είναι το δίκαιον, να έχουν ούτοι περισσότερα των άλλων, οι άρχοντες δηλ. των αρχομένων.
ΣΩ. Άρχουν ούτοι του εαυτού των, φίλε μου; ή πώς εννοείς άρχοντας και αρχόμενους;
ΚΑΛ. Πώς εννοείς;
ΣΩ. Εννοώ ο καθένας να άρχη ο ίδιος του εαυτού του (να εξουσιάζη τον εαυτόν του), ή τούτο κατά σέ δεν ενδιαφέρει και πολύ, αλλά μόνον να άρχη των άλλων (να εξουσιάζη τους άλλους);
ΚΑΛ. Πώς εννοείς να άρχη του εαυτού του;
ΣΩ. Τίποτε το απλούστερον, αλλά καθώς το εννοεί όλος ο κόσμος: εννοώ να είναι χρηστοήθης, εγκρατής και ικανός να κυριαρχή των εν εαυτώ ηδονών και επιθυμιών.
ΚΑΛ. Πόσον αστείος είσαι !… Τους ηλιθίους ονομάζεις σώφρονας.
ΣΩ. Έτσι αι!… Καθένας θα ημπορούσε να καταλάβη ότι καθόλου δεν εννοώ παρόμοιον πράγμα.
ΚΑΛ. Και πολύ φυσικά, φίλε μου Σωκράτη, διότι πώς είναι δυνατόν να είναι ευδαίμων ο άνθρωπος που θα ήτο δούλος εις οτιδήποτε. Αλλά τούτο είναι το κατά φύσιν καλόν και δίκαιον, το οποίον εγώ αμέσως θα σου εξηγήσω με παρρησίαν: Ο μέλλων να ζη ορθώς πρέπει να αφήνη ελευθέρας τας επιθυμίας του, όσον και αν είναι μεγάλαι, να τας αφήνη ελευθέρας και να μη τας περιορίζη· και την ιδίαν ανδρείαν και φρόνησιν να μεταχειρίζεται ίνα υποβοηθή αυτάς και να παρέχη εις αυτάς πάντοτε ικανοποίησιν εις παν ό,τι προστάττουν. Αλλά τούτο, νομίζω, δεν είναι δυνατόν εις τους πολλούς· και διά τούτο ψέγουν εκείνους οι οποίοι ζουν όπως εγώ λέγω (τους ανικάνους να ικανοποιούν τας επιθυμίας των), εξ εντροπής αποκρύπτοντες την ιδίαν αδυναμίαν των· διά τούτο διακηρύττουν ότι η ακολασία είναι αισχρόν πράγμα και, καθώς εγώ προηγουμένως έλεγον, επιζητούν να υποδουλώσουν τους καλυτέρους κατά την φύσιν ανθρώπους· και επειδή αυτοί οι ίδιοι δεν έχουν την δύναμιν να δώσουν ένα πλήρες ξεθύμασμα εις τα πάθη των, επαινούν την σωφροσύνην και την δικαιοσύνην εξ αιτίας της ανανδρίας των. Διότι πράγματι εις όσους εξ αρχής συνέπεσε να είναι ή βασιλόπαιδες ή αυτοί εκ φύσεως ήσαν ικανοί να αποκτήσουν εξουσίαν τινά ή τυραννίδα ή δυναστείαν, τι μά την αλήθειαν αισχρότερον ή χειρότερον θα ήτο διά τους ανθρώπους τούτους από την σωφροσυνην· ούτοι, ενώ είναι δυνατόν να απολαύουν των αγαθών, χωρίς κανείς να δύναται να τους εμποδίζη, θα ώφειλον μόνοι των να καταστούν δούλοι των νόμων και των λόγων και των ψόγων των πολλών ανθρώπων; Και δεν θα ήσαν πραγματικώς δυστυχείς, εάν υπετάσσοντο εις τούτον τον ψευδή νόμον της σωφροσύνης και της δικαιοσύνης και δεν ηδύναντο να ευεργετήσουν τους φίλους των εν συγκρίσει προς τους εχθρούς και μάλιστα, ενώ έχουν την εξουσίαν εις την πόλιν των; Αλλά κατά την αλήθειαν, Σωκράτη, την οποίαν συ λέγεις ότι επιδιώκεις, ιδού πώς έχει το ζήτημα: ηδυπάθεια, ακολασία και αχαλίνωτος ελευθερία, αν κανείς έχη τα προς τούτο μέσα, τούτο είναι αρετή και ευδαιμονία· όλα δε τα άλλα, αι παρά το φυσικόν δίκαιον συμβάσεις των ανθρώπων, είναι υποκρισίαι και φλυαρίαι, χωρίς καμίαν αξίαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου