Ο Όμηρος και ο Μπίλλυ Μποπ έσκαβαν σε ένα χαντάκι κάτω από τον καυτό ήλιο του Μισσισιπί. Βλέποντας το αφεντικό να κάθεται στη σκιά από πάνω τους και να δροσίζεται, ο Όμηρος ακούμπησε κάτω το φτυάρι του και είπε:
«Πώς γίνεται αυτός να είναι εκεί πάνω και εμείς να είμα στε εδώ κάτω;»
«Δεν ξέρω», απάντησε ο Μπίλλυ Μποπ Ο Όμηρος πλησίασε το αφεντικό και το ρώτησε. «Πώς γίνεται αφεντικό εσύ να στέκεσαι εδώ πάνω και εμείς να δουλεύουμε εκεί κάτω;»
Το αφεντικό απάντησε: «Επειδή εγώ είμαι έξυπνος» «Τί είναι “έξυπνος”» ρώτησε ο Όμηρος.
«Εδώ», του είπε το αφεντικό, ακουμπώντας το χέρι του σε ένα δένδρο, «Θα σου δείξω. Προσπάθησε να χτυπήσεις το χέρι μου».
Ο Όμηρος σήκωσε το χέρι του και το τίναξε με φόρα. Όμως το αφεντικό του τράβηξε απότομα το χέρι του μακριά και έτσι το χέρι του Όμηρου χτύπησε επάνω στο δένδρο.
«Ωωωωχ!» έβγαλε μια κραυγή πόνου. Το αφεντικό του απάντησε με ψυχραιμία: «Τώρα είσαι και εσύ έξυπνος». Ο Όμηρος επέστρεψε στο χαντάκι. Ο Μπίλλυ Μποπ τον ρώτησε τί συνέβη και ο Όμηρος είπε: «Τώρα είμαι και εγώ έξυπνος».
«Τί ακριβώς εννοείς;»
Ο Όμηρος είπε στον άλλον: «Θα σου δείξω». Κοίταξε ολόγυρα ψάχνοντας για κάποιο δένδρο, και καθώς δεν έβλεπε κάποιο, έβαλε το χέρι του μπροστά στο πρόσωπο του. «Εδώ», του είπε: «Προσπάθησε να χτυπήσεις το χέρι μου….»
Οι καταστάσεις μεταβάλλονται, τα δένδρα δεν υπάρχουν πλέον, αλλά έχεις διδαχθεί μια καθιερωμένη ρουτίνα και δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο. Εξακολουθείς να επαναλαμβάνεις τη ρουτίνα σου, και η ζωή δεν έχει καμμία υποχρέωση να ταιριάξει με τη ρουτίνα σου. Θα πρέπει εσύ να ταιριάξεις με τη ζωή.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου