Συνοψίζοντας τα μέχρι τώρα δεδομένα στη διερεύνηση της αρετής ο Αριστοτέλης καταλήγει: «Αρετή είναι εκείνη η έξη της ψυχής που μας οδηγεί να πράττουμε τα άριστα, και με αυτήν βρισκόμαστε σε άριστη κατάσταση εν σχέσει προς το ύψιστο αγαθό, που δεν είναι άλλο από το σύμφωνο με τον ορθό λόγο, δηλαδή το μέσον το υποκειμενικό ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη» (1222a 7-11).
Το συμπέρασμα είναι σαφές: «Από αυτά συμπεραίνουμε ότι η ηθική αρετή αποτελεί υποκειμενική μεσότητα για τον καθένα μας και έχει να κάνει με το μέσον στην ηδονή και τη λύπη αλλά και σε όσα προκαλούν ηδονή και λύπη. Και άλλοτε θα συντηρήσουμε τη μεσότητα στις ηδονές (όπως και την υπερβολή ή την έλλειψη), άλλοτε στις λύπες, και άλλοτε και στις δύο. Διότι αυτός που υπερβάλλει στο ευχάριστο, υπερβάλλει στην ηδονή, και αυτός που υπερβάλλει στο λυπηρό, υπερβάλλει στο αντίθετό της» (1222a 12-18).
Με δυο λόγια, η αναζήτηση της αρετής έχει να κάνει με την αέναη εκπλήρωση της μεσότητας σε θέματα που αφορούν την ευχαρίστηση ή τη λύπη. Ο εθισμός, που μετατρέπεται σε μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα (καθένας είναι αυτά που συνηθίζει να πράττει) θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις ανθρώπινες επιλογές. Αυτός είναι και ο λόγος που κάθε άνθρωπος πρέπει από τη μικρή ηλικία να εθιστεί στις ποιοτικές πράξεις, ώστε στη ζωή του να βρίσκει χαρά με ποιοτικά πράγματα. Αν δε συμβεί αυτό, και ο εθισμός αφορά πράξεις χωρίς ποιότητα, τότε ο άνθρωπος θα βρίσκει χαρά από την ευτέλεια, πράγμα αντίθετο με την αρετή.
Οι έξεις δε σηματοδοτούν από θέση αρχής την αρετή, αφού τόσο ο ενάρετος όσο και ο ευτελής είναι προϊόντα του εθισμού τους. Η ψυχή δεν έχει τη δυνατότητα να διασφαλίσει από θέση αρχής την ποιότητα. Γι’ αυτό πρέπει να μεριμνήσει ο άνθρωπος: «Με δεδομένο, τώρα, ότι δεν υπάρχει κάποιο ήθος της ψυχής (έξη) που κάνει τον κάτοχό του να αποκτά ορισμένη ποιότητα χαρακτήρα, τέτοια που άλλοτε να ρέπει προς την υπερβολή και άλλοτε προς την έλλειψη, είναι αναγκαίο, όπως αυτά είναι αντίθετα τόσο μεταξύ τους όσο και με το μέσον, έτσι και οι έξεις να είναι αντίθετες τόσο μεταξύ τους όσο και με την αρετή» (1222a 21-25).
Όμως, οι στρεβλές έξεις που εναντιώνονται στην αρετή, αν και καταδικάζονται συνολικά ως ευτελείς συνήθειες που διαπλάθουν αντίστοιχα τον ανθρώπινο χαρακτήρα, δεν εξισώνονται. Ακόμη και στην ευτέλεια υπάρχει διαβάθμιση. Δεν είναι όλοι το ίδιο δειλοί ή θρασείς, το ίδιο τσιγκούνηδες ή σπάταλοι. Το μέγεθος καθορίζεται ανάλογα με το πόσο πολύ βρίσκονται προς την υπερβολή ή την έλλειψη, ποια είναι δηλαδή η απόσταση που τους χωρίζει από το μέσο. Το κριτήριο που θα το καταδείξει αυτό είναι, ασφαλώς, ο ορθός λόγος.
Ο Αριστοτέλης σημειώνει: «συμβαίνει ανά περίπτωση άλλοτε να είναι πιο φανερές όλες οι αντιθέσεις, άλλοτε όμως φαίνεται πιο πολύ η αντίθεση κάποιου προς την υπερβολή και άλλοτε προς την έλλειψη. Και η αιτία αυτής της αντίθεσης είναι το πόσο διαφοροποιείται μια έξη από το μέσον ή πόσο το προσεγγίζει, και άλλοτε μεταβαίνει κανείς πιο γρήγορα από την υπερβολή στη μεσότητα, ενώ άλλοτε από την έλλειψη· έτσι, θεωρείται πιο αντίθετος προς τη μεσότητα όποιος απέχει περισσότερο από αυτήν» (1222a 26-33).
Όμως, πέρα από την απόσταση που έχει μια ευτελής συμπεριφορά από το μέσον, η οποία θα καταδείξει και το μέγεθος της ευτέλειας, υπάρχουν περιπτώσεις που έχει σημασία το αν κανείς σφάλλει από την πλευρά της υπερβολής ή της έλλειψης: «Στη σωματική άσκηση η υπερβολή είναι πιο υγιεινή από την έλλειψη και εγγύτερη στη μεσότητα· ενώ στη διατροφή η έλλειψη πιο υγιεινή από την υπερβολή» (1222a 34-36).
Με άλλα λόγια, έχει σημασία σε κάθε περίπτωση αν κάποιος υπερβάλλει ή ελλείπει, αφού άλλοτε είναι προτιμητέα η υπερβολή και άλλοτε η έλλειψη: «Άρα και η επιλογή μιας στάσης ζωής με αγάπη για τη γυμναστική είναι πιο υγιεινή, ανάλογα με το πώς διαφοροποιείται: άλλοτε είναι πιο υγιεινές οι πιο κοπιώδεις ασκήσεις, άλλοτε οι πιο στατικές· οπωσδήποτε πάντως, αντίθετος προς τον άνθρωπο του μέτρου και του λογικού είναι και στις δύο περιπτώσεις όποιος δεν ασκείται καθόλου ή όποιος ρίχνεται στην απόλαυση του φαγητού και δεν πεινάει ποτέ» (1222a 37-42).
Εν τέλει, η ίδια η φύση ορίζει την υποκειμενικότητα στην έννοια του μέτρου: «Όλα αυτά συμβαίνουν, διότι η φύση δεν απέχει από το μέσον με τον ίδιο ακριβώς τρόπο σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά είμαστε λιγότερο φιλόπονοι και πιο επιρρεπείς στις απολαύσεις. Το ίδιο ισχύει και για την ψυχή» (1222a 43-45).
Κατά κανόνα η υπερβολή απομακρύνει τους ανθρώπους από τη μεσότητα σε ζητήματα απολαύσεων και η έλλειψη σε ζητήματα φιλοπονίας: «Θεωρούμε αντίθετη στο μέτρο εκείνη την έξη στην οποία σφάλλουμε πιο πολύ ή οι πιο πολλοί (ενώ η αντίθετή της μας διαφεύγει σαν να μην υπάρχει, αφού είναι τόσο ασθενική που δεν αντιλαμβανόμαστε). Παράδειγμα: την οργή λέμε αντίθετη στην πραότητα, και τον οργίλο στον πράο. Κι όμως, συναντάται υπερβολή και στο να είναι κάποιος ήπιος και με τάση στην καταλλαγή, και έτσι να μην οργίζεται ακόμα και όταν τον χαστουκίζουν. Αυτοί, όμως, οι άνθρωποι είναι λίγοι, ενώ οι πάντες ρέπουν πιο πολύ στην οργή» (1222a 45-48 και 1222b 1-5).
Το ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων έχει την τάση της υπερβολής (ή της έλλειψης) σε συγκεκριμένα ζητήματα καταδεικνύει ότι η ανθρώπινη φύση είναι πιο επιρρεπής σε ορισμένα ερεθίσματα. Αυτό, όμως, δεν απαλλάσσει από την ευθύνη. Σε μια κοινωνία παχύσαρκων δε στερείται ευθύνης αυτός που παχαίνει διαρκώς με τη δικαιολογία ότι έτσι κάνουν και οι άλλοι. Αντίθετα, θα έλεγε κανείς ότι δίνεται το έναυσμα της μεγαλύτερης προσοχής, ώστε να αποφευχθεί το λάθος των περισσότερων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, όσο πιο σύνηθες είναι το σφάλμα, τόσο μεγαλύτερη επιείκεια συγκεντρώνει (ανάλογα, βέβαια, και με το βαθμό που βλάπτει -αν βλάπτει- τους άλλους).
Ωστόσο, το γεγονός ότι σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να προτιμηθεί η υπερβολή από την έλλειψη (ή το αντίθετο) δεν αναιρεί την ανωτερότητα του μέσου. Σε κάθε περίπτωση, το μέσον είναι το άριστον και η κατά περίσταση προτίμηση της υπερβολής ή της έλλειψης έχει να κάνει με την ωφέλεια της μικρότερης βλαπτικότητας κι όχι με την καθαυτό έννοια της ωφέλειας που επέρχεται με την πραγμάτωση της ορθής πράξης: «Οπωσδήποτε, όμως, η άριστη έξη είναι η μεσότητα. Συνεπώς, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι αρετές, είτε όλες είτε οι πιο πολλές από αυτές, αποτελούν μεσότητες» (1222b 16-18).
Η ευθύνη του ανθρώπου κρίνεται αναμφίβολη από τη στιγμή που είναι στο χέρι του ο καθορισμός του μέσου και η επιθυμία εκπλήρωσης των επιταγών που ορίζει η πραγμάτωσή του. Εκείνος που δεν το ακολουθεί παρασυρόμενος στα άκρα της υπερβολής ή της έλλειψης δεν μπορεί να επικαλεστεί την άγνοια. Τόσο ο ακρατής όσο και ο δειλός έχουν πλήρη επίγνωση της συμπεριφοράς τους. Το ζήτημα έγκειται στην αδυναμία του χαρακτήρα τους να πράξουν το σωστό.
Από κει και πέρα, σε κάποιες πολύ ειδικές περιπτώσεις, που κάποιος μπορεί να βρεθεί πραγματικά σε άγνοια για το πώς να τις διαχειριστεί, εκτός του ότι θα αντιμετωπιστεί με επιείκεια (οι ακραίες περιπτώσεις επιφέρουν τη συμπόνια σχεδόν αντανακλαστικά), υπάρχει πάντα το πεδίο της φρόνησης που θα καθορίσει το μέσον ακόμη και στις δυσκολότερες περιστάσεις. Είναι οι καταστάσεις που καταδεικνύεται ο αληθινά συνετός, ο άνθρωπος δηλαδή που βρίσκει και ακολουθεί τη μεσότητα ακόμη και στις δυσχερέστερες συνθήκες.
Το ζήτημα της ανθρώπινης ευθύνης θα καταδειχθεί επιπλέον και με την επίκληση των αρχών: «Αποτελούν όλες οι ουσίες –όπως το επιβάλλει η φύση– ένα είδος αρχών· γι’ αυτό και η καθεμιά μπορεί να γεννάει πολλά όμοιά της, π.χ. ο άνθρωπος γεννά ανθρώπους, και –μιλώντας γενικευτικά– το κάθε ζώο γεννά ζώα, και το φυτό φυτά» (1222b 19-23).
Ως αρχές ορίζονται οι αναπόδραστες φυσικές επιταγές ή οι αδιαπραγμάτευτες αποδείξεις τις λογικής, όπως ότι ο άνθρωπος γεννά ανθρώπους ή ότι οι γωνίες του τριγώνου έχουν συνολικά 180 μοίρες. Ο Αριστοτέλης, όμως, δε θα σταθεί εδώ: «Πέρα από αυτά, ειδικά ο άνθρωπος αποτελεί αρχή ορισμένων πράξεων, ιδιότητα μοναδική ανάμεσα στα ζωντανά όντα, αφού αναφερόμενοι στα ζώα δεν μπορούμε να μιλάμε για πράττειν» (1222b 23-25).
Η έννοια της πράξης με τη σημασία της συνειδητής επιλογής αφορά μόνο τον άνθρωπο, ως αρχή που (επίσης) τον διαφοροποιεί από τα ζώα. Ένα ζώο είναι δύσκολο να κατηγορηθεί για κάποια ενέργειά του, αφού η έλλειψη συνείδησης λειτουργεί αθωωτικά. (Το μαθησιακό πεδίο των ζώων που τα καθιστά υπεύθυνα για μια συμπεριφορά είναι περιορισμένο σε βαθμό που να θεωρείται ανάξιο λόγου αν συγκριθεί με τις αξιώσεις που εγείρονται από την ανθρώπινη συμπεριφορά).
Αυτό που μένει είναι να οριστούν οι κυρίαρχες αρχές: «Όσες, τώρα, από τις αρχές έχουν την ιδιότητα να προκαλούν με τη δική τους κίνηση ορισμένες μεταβολές ονομάζονται κυρίαρχες αρχές» (1222b 26-27).
Με άλλα λόγια, κυρίαρχες αρχές είναι εκείνες που ενεργώντας είναι σε θέση να επιφέρουν μεταβολές, δηλαδή νέες καταστάσεις της πραγματικότητας, που θα υφίστανται τις δικές τους αρχές. Από αυτή την άποψη, δε θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη κυρίαρχη αρχή από την ίδια την ιδέα του θεού: «Η λέξη ακριβολογεί ειδικά για τις αρχές που επιβάλλουν υποχρεωτικά το είδος των μεταβολών που προέρχονται από αυτές, και υπό αυτή την έννοια ο θεός αποτελεί απόλυτα κυρίαρχη αρχή» (1222b 28-29).
Ο διαχωρισμός των κινούμενων από τις ακίνητες αρχές έχει να κάνει με τη διαφοροποίηση των αρχών που αφορούν την ανθρώπινη συμπεριφορά από το πεδίο της απόλυτης λογικής που σχετίζεται (για παράδειγμα) με τα μαθηματικά. Για να το πούμε αλλιώς οι κινούμενες αρχές αφορούν το επιθυμητικόν μέρος της ψυχής (λόγον-άλογον) που καθορίζει τον ανθρώπινο χαρακτήρα, ενώ οι ακίνητες το λόγον έχον μέρος της ψυχής που είναι υπεύθυνο αποκλειστικά για την ανάπτυξη των διανοητικών αρετών.
Ο Αριστοτέλης γράφει: «Σε ακίνητες αρχές όπως είναι οι μαθηματικές αρχές, δεν υπάρχει αυτή η κυριαρχικότητα, αν και αναφερόμαστε σε αυτήν κατ’ αναλογία προς τις κινούμενες αρχές. Στα μαθηματικά, βέβαια, αν μεταβαλλόταν η αρχή, θα μεταβαλλόταν και όλα μα όλα τα πορίσματα, μολονότι αυτά δεν αλλάζουν στην ουσία τους όταν το ένα ή το άλλο αναιρεθεί. Μεταβολή επέρχεται μόνο όταν μεταβληθεί η αρχική υπόθεση βάσει της οποίας επέρχονται τα πορίσματα» (1222b 29-35).
Σε αντίθεση με τα μαθηματικά, που ως ακίνητη αρχή δε μεταβάλλονται παρά μόνο όταν μεταβληθεί η πρότερη αρχή τους που στηρίζει όλους τους συλλογισμούς, η ανθρώπινη συμπεριφορά όχι μόνο είναι σε θέση να μεταβληθεί ανά πάσα στιγμή, αλλά ταυτόχρονα πρέπει συνεχώς να προσαρμόζεται (μεταβάλλεται) σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Το δεδομένο ότι οι ανθρώπινες πράξεις όχι μόνο μεταβάλλονται, αλλά ταυτόχρονα μεταβάλλουν τον κόσμο (ο κόσμος μεταβάλλεται από την ακατάπαυστη ανθρώπινη επενέργεια) τις καθιστά αρχές όχι μόνο κινούμενες αλλά και κυρίαρχες. Κι αυτή η αδιαπραγμάτευτη διάδραση κάνει τις ευθύνες ακόμη πιο επιτακτικές.
Αυτός είναι και ο λόγος που η πράξη είναι κίνηση, ως μεταβολή από μια κατάσταση σε μια άλλη, που ενδέχεται να πάρει συλλογικές διαστάσεις. Ο Αριστοτέλης θα φτάσει στην ουσία του θέματος: «Ο άνθρωπος με δεδομένο ότι η πράξη είναι κίνηση, αποτελεί αρχή συγκεκριμένων μεταβολών. Και επειδή η αρχή –όπως συμβαίνει και στους άλλους τομείς– είναι αιτία όσων υπάρχουν ή γίνονται λόγω αυτής, πρέπει να νοηθεί με τον τρόπο που το κάνουμε στις αποδείξεις» (1222b 36-39).
Η συνάφεια που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στις αρχές των μαθηματικών που μεταβάλλονται μονάχα εφόσον μεταβληθούν τα αρχικά τους δεδομένα (ακίνητες αρχές) και της ανθρώπινης συμπεριφοράς που μεταβάλλεται αέναα (κινούμενη αρχή) επικαλείται από τον Αριστοτέλη όχι για να υποστηριχθεί η ταύτιση των δύο αυτών αρχών αλλά για να γίνει σαφέστερος ο τρόπος της μεταβολής τους: «Εάν πάρουμε ως δεδομένο ότι το τρίγωνο έχει άθροισμα γωνιών δύο ορθές και υποχρεωτικά το τετράγωνο έχει τέσσερις, τότε σίγουρα αιτία τού να έχει το τετράγωνο τέσσερις είναι ότι το τρίγωνο έχει δύο» (1222b 39-42).
Η έννοια της αιτίας τίθεται με τρόπο απολύτως καθοριστικό, αφού θα υποδείξει αδιαπραγμάτευτα το αποτέλεσμά της. Το ότι το τρίγωνο έχει δύο ορθές γωνίες αναγκάζει το τετράγωνο να έχει τέσσερις. Αν επέλθει μεταβολή στο πρώτο πεδίο (το τρίγωνο), τότε αναγκαστικά θα μεταβληθεί και το δεύτερο (τετράγωνο): «Αν, λοιπόν, υπάρξει μεταβολή στο τρίγωνο, μεταβάλλεται υποχρεωτικά και το τετράγωνο· εάν, π.χ., το τρίγωνο έχει τρεις, τότε το τετράγωνο έξι· και αν τέσσερις, τότε οκτώ. Αλλά αν δεν υπάρξει μεταβολή και το τρίγωνο μείνει ίδιο, τότε υποχρεωτικά μένει ίδιο και το τετράγωνο» (1222b 42-46).
Κι αυτή ακριβώς είναι η έννοια της αρχής και της αιτίας: «Εφόσον δεν υπάρχει κάποιο άλλο αίτιο για το ότι το τρίγωνο έχει δύο ορθές, τότε αυτό θα αποτελεί αρχή και αίτιο για τα επόμενα» (1222b 49-51). Πρόκειται για την πρώτη αρχή και την πρώτη αιτία που θα καθορίσει και τις υπόλοιπες. Εφόσον αυτή δεν αλλάξει, τότε και τα υπόλοιπα θα μείνουν αμετάβλητα κατά τον ίδιο τρόπο που αν δεν αλλάζει το άθροισμα των γωνιών του τριγώνου, το τετράγωνο θα παραμείνει ως έχει.
Οι ακίνητες αρχές (όπως το άθροισμα των γωνιών του τριγώνου) έχουν την τάση να μη μεταβάλλονται και γι’ αυτό είναι ακίνητες αρχές: «με δεδομένο ότι ορισμένα όντα ενδέχεται να βρίσκονται στη μία κατάσταση ή την αντίθετή της, τότε υποχρεωτικά κάτι τέτοιο θα ισχύει και για τις αρχές τους. Διότι αυτό που συμβαίνει υποχρεωτικά, ανάγεται και σε κάτι υποχρεωτικό» (1222b 51-52 και 1223a 1-2).
Όσα όμως αφορούν τον άνθρωπο είναι πολύ περισσότερα και η συμπεριφορά του ανθρώπου αποτελεί αρχή για απείρως πολλαπλάσια ενδεχόμενα: «τα πράγματα του κόσμου μας ενδέχεται να συμβούν με τον έναν τρόπο ή τον αντίθετό του, και αυτά που εξαρτώνται από τον άνθρωπο είναι πολλά, και ο άνθρωπος γι’ αυτά αποτελεί αρχή. Ώστε για τις πράξεις για τις οποίες ο άνθρωπος αποτελεί αρχή και μάλιστα κυρίαρχη, είναι φανερό ότι ενδέχεται είτε να γίνουν είτε να μη γίνουν, και από τον άνθρωπο εξαρτάται το να γίνουν και το να μη γίνουν, αφού η ύπαρξη και η ανυπαρξία τους είναι απολύτως στο δικό του χέρι. Και για όσα εξαρτώνται από αυτόν, αν θα τα κάνει ή δε θα τα κάνει, ο άνθρωπος ο ίδιος αποτελεί το αίτιό τους» (1223a 3-9).
Το δεδομένο ότι ο άνθρωπος αποτελεί αρχή «και μάλιστα κυρίαρχη», η οποία μπορεί να επηρεάσει πολλά (όπως το άθροισμα των γωνιών του τριγώνου επηρεάζουν το αντίστοιχο του τετραγώνου) καθιστά την ευθύνη του τεράστια. Μιλώντας με σύγχρονους όρους θα έλεγε κανείς ότι η τύχη όλων των όντων εξαρτάται από τη συμπεριφορά του. Το ύψιστο της ευθύνης αυτής κάνει ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη της αρετής, όπως ορίζεται από το μέτρο της λογικής. Τα πράγματα που μπορούν να γίνουν και αυτά που μπορούν να αποφευχθούν είναι πλήρως στο χέρι του.
Ο δρόμος της αρετής, όπως και εκείνος της κακίας έχουν ως αίτιο τον άνθρωπο και μόνο αυτόν. Σχετίζονται με την εκούσια συμπεριφορά του, ως απολύτως συνειδητές επιλογές. Και φυσικά η διάθεση αποφυγής των ευθυνών είναι απόδειξη δειλίας: «Όλοι λοιπόν συμφωνούμε ότι για όσα είναι εκούσια και σύμφωνα με την προαίρεση του ανθρώπου, αυτός αποτελεί αίτιο· αντίθετα, για όσα είναι εκούσια, δεν είναι αίτιος ο άνθρωπος. Αίτιος είναι, ολοφάνερα, για όσα επέλεξε με τη θέλησή του. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι η αρετή και η κακία θα ανήκουν στα εκούσια» (1223a 20-25).
Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου