Αυτοί είναι οι πρώτοι στίχοι του ποιήματος με τίτλο ”Μελαγχολία τοῦ Ἰάσωνος Κλεάνδρου ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῇ· 595 μ.Χ.” του ποιητή Καβάφη, όπου και γίνεται ξεκάθαρη η αποστροφή του προς τα γηρατειά, καθώς με το πέρας του χρόνου εμφανίζονται μη αναστρέψιμες και αναπόφευκτες αλλαγές.
Η πολύπλοκη διαδικασία της γήρανσης
Πράγματι, κατά τα αρνητικά στερεότυπα, γήρανση σημαίνει κυρίως φθορά, απώλεια μνήμης, καθιστική ζωή και αργή σκέψη (Craig & Baucum, 2002).
Ωστόσο, η γήρανση αποτελεί πολύπλοκη διαδικασία, η οποία χρήζει περεταίρω ανάλυσης. Είναι φαινόμενο καθολικό (Craig & Dunn, 2007) και αναφέρεται στη σταδιακή σωματική και γνωστική φθορά και στην ανάπτυξη που παρουσιάζονται με την ηλικία.
Κατά τους γνωστικούς παράγοντες, παρουσιάζονται ατροφικές μεταβολές στο κεντρικό και περιφερειακό νευρικό σύστημα (Haug & Eggers, 1991). Παρατηρείται μικρότερη αλληλεπίδραση μεταξύ των νευρώνων και πιο αδύναμη ένταση συνάψεων (Martin, 2006). Παρότι αναφέρεται κατά τον Feldman πως σε κάποιες περιπτώσεις ενδέχεται να ελαττωθεί ο πληθυσμός νευρώνων, τονίζεται πως σε άλλες παρουσιάζεται ακόμη και μικρή αύξηση (2011).
Έρευνα που διεξήχθη στη Νέα Υόρκη, είχε δείγμα 28 ατόμων ηλικίας από 14 έως 28 ετών και κατέληξε στο συμπέρασμα πως o όγκος των νευρικών κυττάρων δεν μεταβάλλεται λόγω ηλικίας (Boldrini, Fulmore, Tartt, Simeon, Pavlova, Poposka, Rosoklija, Stankov, Arango, Dwork, Hen & Mann, 2018). Εν αντιθέσει, στη Ρωσία, οι Isaev, Stelmashook & Genrikhs υποστήριξαν πως κατά τη γήρανση, η νευρογένεση εξασθενεί σημαντικά (2019). Προτείνεται να διεξαχθούν περισσότερες έρευνες σε υγιείς εγκεφάλους παγκοσμίως, ώστε να διαπιστωθεί εάν όντως υπάρχουν στατιστικά σημαντικές μεταβολές στην νευρογένεση.
Σημειώνεται κατά μέσο όρο μείωση 6% στον όγκο του εγκεφάλου συγκριτικά με εκείνον ενός νέου ενήλικα και ενός ατόμου 70 ετών (Haug & Eggers, 1991), ενώ ο μετωπιαίος φλοιός φτάνει μείωση έως και 17% (Feldman, 2011).
Μελέτη στη Βαλτιμόρη πραγματοποίησε μαγνητική τομογραφία (MRI) σε 92 υγιή άτομα από 59 έως και 85 ετών, τρείς φορές, με την δεύτερη να ακολουθεί μετά από δύο χρόνια και την τελευταία μετά από τέσσερα. Φάνηκε σημαντική μείωση στον όγκο φαιάς και λευκής ουσίας και μερική απώλεια εγκεφαλικού ιστού (Resnick, Pham, Dzung, Kraut, Zonderman & Davatzikos, 2003). Προτείνεται η εξέταση σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων ετών.
Επίδραση στη μνήμη
Στην ίδια έρευνα αναφέρθηκε πως η μείωση ιστού σε ορισμένα σημεία του εγκεφάλου, όπως ο ιππόκαμπος, σχετίζεται με προβλήματα μνήμης (Resnick et al., 2003). Γενικότερα, συναντώνται προβλήματα στη μνήμη των ηλικιωμένων.
Κατά τη βραχύχρονη εργασιακή μνήμη εμφανίζονται κάποια προβλήματα κυρίως λόγω της μειωμένης εγκεφαλικής πλαστικότητας και παρατηρείται κάποια δυσκολία στην διατήρηση συγκέντρωσης (Martin, 2006).
Μια έρευνα στην Λουϊζιάνα χώρισε τέσσερις ηλικιακές ομάδες από 45 έως και άνω των 90 ετών αποσκοπώντας να εξετάσει την εργασιακή μνήμη στην καθεμία. Η μέθοδος εξέτασης περιείχε δοκιμασίες κανονικής και αντίστροφης μέτρησης ψηφίων, καθώς και μνημονικές. Οι δύο τελευταίες ομάδες, από 75 ετών και άνω δηλαδή, εμφάνισαν την πιο μειωμένη μνήμη, χωρίς όμως μεγάλη διαφορά από τους νεότερους (Elliott, Cherry, Brown, Smitherman, Jazwinski, Yu & Volaufova, 2011). Το αποτέλεσμα φαίνεται να συνάδει με τα λεγόμενα των Craig και Dunn, ότι η διαφορά όντως δεν είναι έντονη (2016).
Η μακρόχρονη επεισοδιακή μνήμη επίσης φαίνεται να φθείρεται (Craig & Dunn, 2007). Αυτό σημαίνει πως η ακρίβεια με την οποία ένας ηλικιωμένος θα περιγράψει μια προσωπική εμπειρία είναι αμφισβητούμενη, παρά τους ισχυρισμούς του (Craig & Dunn, 2007). Η ενεργή εμπειρία μέσω εξάσκησης της ενσυνειδητότητας φαίνεται να συμβάλλει στην βελτίωση αυτού του είδους μνήμης, σύμφωνα με μία μελέτη διάρκειας τεσσάρων εβδομάδων των Banducci, Daugherty, Biggan, Cooke, Voss, Noice, Noice και Kramer, όπου συμμετείχαν 179 ηλικιωμένοι με μέσο όρο ηλικίας περίπου τα 69 χρόνια (2017). Προτείνεται να πραγματοποιηθούν περισσότερες έρευνες αρκετά μεγαλύτερης διαρκείας, ούτως ώστε να φανεί εάν και κατά πόσο υπάρχει σημαντική διαφορά και σε άλλα είδη μνήμης.
Παρά το γεγονός ότι κατά τη γήρανση η σημασιολογική μνήμη παραμένει σχεδόν άθικτη (Craig & Dunn, 2007), οι ηλικιωμένοι εμφανίζουν μερική δυσκολία στην ανάκληση ονομάτων (Martin, 2006).
Κατά τους Veiel και Storandt, η επιβράδυνση επεξεργασίας πληροφοριών και αντίδρασης ενδέχεται να ευθύνεται για μερική φθορά στη μνήμη (2003). Κατά τη θεωρία της περιφερειακής επιβράδυνσης, η καθυστέρηση επεξεργασίας προκύπτει από το περιφερειακό νευρικό σύστημα (Feldman, 2011), ωστόσο, στην υπόθεση της γενικής επιβράδυνσης υποστηρίζεται πως καθυστερεί και το κεντρικό νευρικό σύστημα (Feldman, 2011).
Η διαταραχή της άνοιας
Παρατηρείται σε έρευνες πως μερικοί ηλικιωμένοι δυσκολεύονται στην ολοκλήρωση γνωστικών προκλήσεων, λόγω αυτής της καθυστέρησης στην επεξεργασία και την αντίδραση (Martin, 2006).
Αρκετά γνωστή και σχετική με τη μνήμη διαταραχή είναι η άνοια, καθώς περίπου το 50% των ατόμων άνω των 85 φαίνεται να πάσχει από κάποιου είδους άνοια. Η διαταραχή αυτή συνοδεύεται από δυσκολίες μάθησης, σταδιακή ανικανότητα αναγνώρισης οικείων προσώπων, αλλαγές στην προσωπικότητα, σύγχυση και δυσκολίες στην κίνηση (Martin, 2006). Οι συνηθέστεροι παράγοντες που την προκαλούν είναι τα εγκεφαλικά και η νόσος Alzheimer (Martin, 2006).
Τα εγκεφαλικά συχνά προκαλούν αγγειακή άνοια λόγω αθηροσκλήρωσης, η οποία φράζει με λιπώδη ιστό τις αρτηρίες, προκαλώντας ανεπαρκή παροχή αίματος στον εγκέφαλο (Libby, Buring, Badimon, Hansson, Sommer Bittencourt, Tokgözoğlu & Lewis, 2019).
Η νόσος Alzheimer δεν επιδέχεται θεραπείας και είναι αίτιο 100.000 θανάτων ετησίως στις ΗΠΑ (Feldman, 2011). Αναπτύσσεται σταδιακά και προσβάλει πρώτα την βραχυπρόθεσμη μνήμη και έπειτα τη μακρόχρονη. Εν τέλει, δεν υπάρχει δυνατότητα καθαρής ομιλίας και τα οικεία πρόσωπα δεν αναγνωρίζονται (Martin, 2006).
Αυτό φαίνεται να οφείλεται στην λανθασμένη παραγωγή της β-αμυλοειδούς, και καταλήγει σε φλεγμονή και νέκρωση νευρικών κυττάρων (Feldman, 2011). Οι κύριες εγκεφαλικές περιοχές που προσβάλλονται είναι ο υπομέλας τόπος, ο ιππόκαμπος, ο βασικός πυρήνας και ο συνειρμικός φλοιός (Martin, 2006).
Η αισθητηριακή μνήμη κατά τους Craig και Dunn είναι ελάχιστα πιθανό να εμφανίσει φθορά (2016). Φαίνεται πως κάποιοι ηλικιωμένοι συγκρατούν λιγότερες πληροφορίες συγκριτικά με τους νεαρούς ενήλικες (Craig & Dunn, 2016).
Επίδραση στην ακοή
Δυσκολίες στη μνήμη εμφανίζονται και λόγω μερικής απώλειας ακοής (Feldman, 2011), η οποία σημειώνεται σε μεγάλο ποσοστό των ηλικιωμένων. Συγκεκριμένα, έως ότου φτάσουν στην ηλικία των 74, το 40% των ανθρώπων πάσχει από κάποιου είδους βαρηκοΐα (McCormack & Fortnum, 2013). Συνήθως προκαλείται αλλοίωση και μείωση έντασης του ήχου, καθώς και αυτοφωνία.
Αξιόλογο είναι πως οι ηλικιωμένοι και κυρίως οι άνδρες, κατά τη γήρανση δυσκολεύονται να ακούσουν υψηλές συχνότητες (Bunch, 1929). Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται πρεσβυακοΐα και αποτελεί είδος βαρηκοΐας. Όπως είναι αναμενόμενο, αυτό προκαλεί προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις (Feldman, 2011). Προτείνεται σε μελλοντικές έρευνες η εστίαση σε άτομα με στενές σχέσεις με άτομα που έχουν φωνές υψηλής συχνότητας και την επίδραση της πρεσβυακοΐας τους σε αυτές τις σχέσεις, συγκριτικά με την επίδραση όσων έχουν στενές σχέσεις με πιο βαρύτονα άτομα.
Μια λύση για τα προβλήματα ακοής στην τρίτη ηλικία αποτελεί η χρήση ακουστικού βαρηκοΐας, η οποία συμβάλει στην αποστολή σημάτων στο κέντρο ακοής. Εκείνα προωθούν τις κοινωνικές συμπεριφορές, καθώς συνηθίζεται οι ηλικιωμένοι να αποφεύγουν τη συμμετοχή σε συζητήσεις, λόγω δυσκολίας στην ακοή (Feldman, 2011; McCormack & Fortnum, 2013). Τα σήματα επίσης βοηθούν τους ηλικιωμένους να προστατέψουν τους εαυτούς τους από κινδύνους, όπως οχήματα (Feldman, 2011).
Παρά τη χρησιμότητά τους, τα ακουστικά δεν είναι αρκετά δημοφιλή για τους ηλικιωμένους και τα χρησιμοποιεί μόνο το 20% των ατόμων από 55 έως 74 ετών που τα χρειάζονται (McCormack & Fortnum, 2013). Από τους συνηθέστερους λόγους απομάκρυνσης από τη χρήση των ακουστικών είναι η άγνοια της μεγάλης ηλικίας και της απώλειας ακοής (McCormack & Fortnum, 2013). Επιπλέον, κάποιοι θεωρούν πως δεν καλύπτει επαρκώς τις ανάγκες τους (McCormack & Fortnum, 2013).
Επίδραση σε όσφρηση και γεύση
Πέραν της ακοής, αποδυναμώνεται και η αίσθηση της όσφρησης. Κατά τους Boyce και Shone, περισσότερο από το 75% του πληθυσμού άνω των 80 ετών σημειώνει σημαντική μείωση στην όσφρηση (2006), η οποία μπορεί να οφείλεται είτε στην ελάττωση νευρικών ινών και οσφρητικών υποδοχέων (Boyce & Shone, 2006), είτε στην αποδυνάμωση του κεντρικού νευρικού συστήματος, που περιορίζει τις σχετικές με τον οσφρητικό βλεννογόνο νευρικές ώσεις (Boyce & Shone, 2006).
Η όσφρηση είναι στενά συνδεδεμένη με την αίσθηση της γεύσης. Εμφανίζει μείωση, η οποία είναι στατιστικά μικρότερη από εκείνη των άλλων αισθήσεων (Boyce & Shone, 2006). Μειώνονται η αισθητηριακή οξύτητα και ευαισθησία, ειδικά στις αλμυρές γεύσεις (Stevens & Cain, 2009). Το φαγητό λοιπόν, είναι λιγότερο γευστικό. Ένας λόγος απώλειας της γεύσης είναι ο μειωμένος αριθμός γευστικών κάλυκων κυρίως λόγω διαδικασιών όπως ορμονικών αλλαγών ή τραυματισμών στα σχετικά νεύρα ή από θεραπείες ραδιενέργειας (Schiffman, 1993). Αξίζει να σημειωθεί πως η απώλεια γεύσης ενδέχεται να εμφανίσει κάποια βελτίωση για τους ηλικιωμένους, οι οποίοι σταματούν να καπνίζουν (Craig & Dunn, 2016).
Ο συνδυασμός της αποδυναμωμένης γεύσης με την απώλεια όσφρησης οδηγεί στην ακόμη πιο αδύναμη γευστικότητα των γευμάτων. Μια βλαβερή συνέπεια που αναφέρεται από τους Craig και Dunn είναι η σημαντική αύξηση στην ποσότητα αλατιού στην διατροφή των ηλικιωμένων, η οποία στη συνέχεια καταλήγει να αυξάνει σημαντικά τα ποσοστά υπέρτασης (2016).
Επίδραση στην όραση
Εξαιρετική επιδείνωση κατά το γήρας παρουσιάζεται και στην όραση. Κατά τον Μπάκα, επιδεινώνεται η οπτική οξύτητα, μεταβάλλεται η χρωματική αντίληψη και μειώνεται η ευαισθησία των οπτικών πεδίων και της αντίθεσης (2020). Συνήθως ευθύνονται φυσιολογικές κατά τη γήρανση διαδικασίες, όπως η πρεσβυωπία, η ξηροφθαλμία και η μείωση των φωτοϋποδοχέων (Μπάκας, 2020). Υπολογίζεται πως μειώνονται από 3000 έως 5000 φωτοκύτταρα ετησίως (Panda-Jonas, Jonas & Jakobczyk-Zmija, 1995; Μπάκας, 2020).
Ο ψυχολογικός παράγοντας επηρεάζεται σημαντικά από τις παθήσεις οράσεως κατά τους Wahl, Becker, Burmedi και Schilling, οι οποίοι συνδύασαν αποτελέσματα από πολλές έρευνες (2004). Αναφέρεται πως προκαλείται κατάθλιψη και ελάττωση δραστηριοτήτων στην καθημερινότητα (2004).
Κρίσιμες για την τρίτη ηλικία θεωρούνται και παθήσεις όπως η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας, το γλαύκωμα, η ισχαιμική οπτική νευροπάθεια και ο καταρράκτης (Μπάκας, 2020).
Η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας αποτελεί το συνηθέστερο αίτιο τύφλωσης για άτομα άνω των 55 ετών (Feldman, 2011; Μπάκας, 2020). Αναλυτικότερα, προσβάλλεται το 10% των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών στις ανεπτυγμένες χώρες (Μπάκας, 2020). Ωστόσο το 1984, το ποσοστό έφτασε να είναι άνω του 80% (). Πρόκειται για ασθένεια κατά την οποία φθείρονται οι φωτοϋποδοχείς και το μελάγχρουν επιθήλιο επηρεάζοντας τη λειτουργία της κίτρινης περιοχής του ματιού, ονόματι ωχρά κηλίδα (Μπάκας, 2020).
Το γλαύκωμα εν συντομία είναι η αυξανόμενη πίεση στον οφθαλμό, λόγω συσσώρευσης υδατοειδούς υγρού και φαίνεται να είναι κληρονομικό (Kaimbo Wa Kaimbo, Buntinxb & Missotten, 2001; Feldman, 2011; Craig & Dunn, 2016). Κατατάσσεται στην πρώτη θέση ως συχνότερη αιτία οριστικής τύφλωσης και στη δεύτερη θέση μερικής τύφλωσης παγκοσμίως (Μπάκας, 2020).
Η ισχαιμική οπτική νευροπάθεια είναι η πιο κοινή νευροπάθεια πέραν του γλαυκώματος σε ενήλικες άνω των 50 ετών (Μπάκας, 2020) και προκαλεί μερική ή ολική αιφνίδια τύφλωση (Singh Hayreh, 1978).
Ο καταρράκτης αποτελεί ένδειξη ανώμαλης γήρανσης του οφθαλμού και σταδιακά καταλήγει είτε σε ολική είτε σε μερική θόλωση του φακού, εμποδίζοντας την είσοδο του φωτός (Craig & Dunn, 2016). Υπολογίζεται πως περίπου το 50% όσων ηλικιωμένων δεν έχουν χρήσιμη όραση, πάσχουν από καταρράκτη (Μπάκας, 2020).
Αξίζει να αναφερθεί πως ο συνδυασμός φθαρμένων αισθήσεων, ειδικά της όρασης, με την καθυστέρηση στην επεξεργασία, αποτελούν σοβαρούς λόγους για τους οποίους κάποιοι ηλικιωμένοι δε θα έπρεπε να οδηγούν (Craig & Baucum, 2016).
Ο ρόλος της εξάντλησης
Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί και η εξάντληση που συμβάλλει στην αργή επεξεργασία. Η εξάντληση οφείλεται στα προβλήματα ύπνου που αντιμετωπίζει περίπου το 50% των ατόμων άνω των 65 ετών (Craig & Dunn, 2016). Πολλοί κοιμούνται ελάχιστα και ελαφριά και κάποιες φορές αναπτύσσεται αϋπνία ή και υπνική άπνοια (Craig & Dunn, 2016).
Επίδραση γήρανσης στο δείκτη νοημοσύνης
Ενδιαφέρουσα είναι η ύπαρξη διχασμού ως προς το ενδεχόμενο πτώσης του δείκτη νοημοσύνης (IQ), κατά τη γήρανση. Πρόσφατες έρευνες φανερώνουν πως δεν οφείλεται στην ηλικία, αλλά στο φαινόμενο του Flynn, το οποίο κανονικά προκαλεί αύξηση του δείκτη νοημοσύνης, όμως έχει φανεί πως μπορεί να δράσει και με τον αντίθετο τρόπο (Dutton, van der Linden & Lynn, 2016). Στον αντίποδα, ο Martin ισχυρίζεται πως μετά την ηλικία των 65, σημειώνεται ραγδαία πτώση (2006).
Η κατάθλιψη
Όπως φαίνεται, οι φθορές που φέρει η γήρανση στο γνωστικό πεδίο προκαλούν δυσκολίες στην καθημερινότητα των ηλικιωμένων (Craig & Dunn, 2016) και αρκετά συχνά καταλήγουν στην ανάπτυξη κατάθλιψης (DiMatteo & Martin, 2019). Στις περισσότερες περιπτώσεις, με έγκαιρη διάγνωση και κατάλληλη θεραπεία, τα προβλήματα ελαττώνονται ή εξαλείφονται. Για κάποια προβλήματα δεν έχει βρεθεί ακόμα λύση, παρά μόνο καταπολέμηση των συμπτωμάτων, όπως στη νόσο Alzheimer (Martin, 2006).
Σημαντικός είναι ο ρόλος της ισορροπημένης διατροφής, της σωματικής άσκησης, της τακτικής σεξουαλικής επαφής και της οργανωμένης εξάσκησης του εγκεφάλου, καθώς φαίνεται να επιβραδύνουν τη διαδικασία της γήρανσης ή και την εκδήλωση συμπτωμάτων ασθενειών σχετιζόμενων με την ηλικία (Feldman, 2011).
Επίλογος
Προτείνεται σε μελλοντικές έρευνες να ληφθούν κάποιοι ή και όλοι οι προαναφερθέντες παράγοντες ταυτοχρόνως υπόψιν για συνδυαστικές έρευνες που θα μελετούν και θα συγκρίνουν τη μείωση γνωστικών δεξιοτήτων. Η διάρκεια είναι επίσης κρίσιμη στη μελέτη φθοράς κατά τη γήρανση. Συνιστάται, λοιπόν οι έρευνες να είναι περισσότερο μακροχρόνιες.
Μια πιο ειδική πρόταση έρευνας αφορά τα στάδια ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του Freud και η σύγκρισή τους με την μεταβολή στις αισθήσεις, στο σώμα και στις σεξουαλικές ορμόνες. Παραδείγματος χάρη, να ερευνηθεί εάν υπάρχει σύνδεση μεταξύ του στοματικού σταδίου και της ελάττωσης στη γεύση και τι συνέπειες έπονται.
Εν κατακλείδι, η γήρανση προκαλεί αναπόφευκτες μεταβολές στον ανθρώπινο οργανισμό. παρά την καθολικότητα του, το φαινόμενο δεν είναι αρκετά κατανοητό ακόμη. Φαίνεται πως με κάθε ανακάλυψη της επιστήμης πάνω στο θέμα, δημιουργούνται περισσότερες ερωτήσεις, οι οποίες εν συνεχεία προκαλούν την ανάδυση νέων θεωριών.
Ακόμη και σε θέματα ευρέως μελετημένα, υπάρχει διχασμός, όπως στην μεταβολή ή διατήρηση του όγκου νευρώνων λόγω της γήρανσης. Υπάρχουν πολλά στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν στις έρευνες, από καθημερινές συνήθειες έως και γενετικοί παράγοντες. Αποδεικνύεται συνεχώς πόσο περίπλοκο είναι το φαινόμενο, αλλά είναι βέβαιο πως στην συντριπτική πλειοψηφία εμφανίζονται φθορές.
ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ ΣΤΑ 50 ΦΙΛΕ ΜΟΥ, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΜΟΝΟ ΤΑ ΚΑΚΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΛΑ ΤΟΥ.... ΓΙΑΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΗΝ ΒΛΕΠΕΙΣ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΛΑ, ΤΑ ΚΑΘΙΚΙΑ ΟΜΩΣ ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΑΠΟ ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ ΜΑΚΡΥΑ !
ΑπάντησηΔιαγραφή