Αφού απόλαυσε τη νίκη στην Τροία, ο πολυμήχανος Οδυσσέας άνοιξε πανιά και έφτασε σε ένα νησί. Όταν, πεινασμένος, άκουσε πρόβατα να βελάζουν, οδήγησε τους άνδρες τους προς τα εκεί. Βρήκαν μια μεγάλη σπηλιά γεμάτη προμήθειες και αφού χόρτασαν αποκοιμήθηκαν. Ξύπνησαν όμως αιφνιδιασμένοι από έναν πελώριο άνδρα με ένα τεράστιο μάτι. Ήταν ο Κύκλωπας Πολύφημος, που οδηγούσε το μεγάλο κοπάδι του στη σπηλιά. Το τέρας εξοργίστηκε επειδή τον είχαν κλέψει οι άνδρες αφού άρπαξε δυο Έλληνες, τους κομμάτιασε πάνω σε βράχια και έφαγε τα υπολείμματά τους. Κατόπιν σφράγισε το στόμιο της σπηλιάς με μια πελώρια πέτρα και έπεσε για ύπνο.
Όταν ο Κύκλωπας ξύπνησε, καταβρόχθισε άλλους δυο άνδρες και αφού κύλησε την πέτρα και έβγαλε τα πρόβατά του, έκλεισε ξανά την είσοδο. Όσο το τέρας έλειπε, ο Οδυσσέας και οι άνδρες του κατασκεύασαν ένα αιχμηρό παλούκι και όταν ο Κύκλωπας επέστρεψε ο Οδυσσέας του πρόσφερε δυνατό κρασί και τον μέθυσε. Όταν ρώτησε το όνομα του Οδυσσέα, εκείνος του απάντησε ότι ήταν ο «Κανένας». Όταν ο Κύκλωπας αποκοιμήθηκε, ο Οδυσσέας πήρε το παλούκι, το πύρωσε σε φωτιά και το έχωσε μέσα στο μάτι του Πολύφημου. Εκείνος ούρλιαξε από τον πόνο, αλλά οι άλλοι Κύκλωπες δεν τον βοήθησαν επειδή επέμενε ότι το είχε κάνει ο «Κανένας». Το επόμενο πρωί ο τυφλωμένος Κύκλωπας οδήγησε έξω τα πρόβατά του, αγνοώντας ότι ο Οδυσσέας και οι άνδρες του ήταν δεμένοι κάτω από τις κοιλιές του. Ο Οδυσσέας αποκάλυψε στον έξαλλο Πολύφημο το αληθινό του όνομα μόνο όταν είχε πλέον ξανοιχτεί στη θάλασσα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου