Η ατονία του πνεύματος συνδέεται σταθερά με την ατονία της αισθαντικότητας και της διεγερσιμότητας, ένα ποιόν που καθιστά κάποιον λιγότερο δεκτικό για πόνους και θλίψεις κάθε είδους κι έντασης.
Από την άλλη πλευρά, ακριβώς απ’ αυτήν την ατονία του πνεύματος προέρχεται εκείνη η εσωτερική κενότητα που αποτυπώνεται σε αμέτρητα πρόσωπα και που προδίδεται από την διαρκώς ζωηρή προσοχή για όλα, ακόμη και για τα πιο ασήμαντα συμβάντα του εξωτερικού κόσμου, κενότητα που αποτελεί την πηγή της ανίας και ποθεί διακαώς να θέσει σε κίνηση το πνεύμα και το θυμικό με οποιοδήποτε μεσοαστών δε εκλογή του μέσου δεν είναι καθόλου απαιτητική, όπως πιστοποιείται από την ευτέλεια των διασκεδάσεων στις όποιες οι άνθρωποι καταφεύγουν, ομοίως δε από το είδος της κοινωνικότητας και των συζητήσεων τους κι εξίσου και από το πλήθος των ανθρώπων που στέκονται στην πόρτα τους η στο παράθυρό τους χαζεύοντας.
Απ’ αυτήν την κενότητα, εκπηγάζει η μανία για συντροφιά, διασκέδαση, ψυχαγωγία και πολυτέλεια κάθε είδους, η όποια παρασύρει πολλούς στην σπατάλη και κατόπιν στην ένδεια. Από τούτο το παραστράτημα, τίποτε δεν προφυλάσσει καλύτερα απ’ ότι ο εσωτερικός πλούτος, ο πλούτος του πνεύματος, καθώς αυτός αφήνει τόσο λιγότερο χώρο στην ανία όσο περισσότερο έκτακτος είναι.
Η αστείρευτη μάλιστα ικμάδα των σκέψεων, το παιχνίδισμά τους το διαρκώς ανανεούμενο από τα ποικίλα φαινόμενα του εσωτερικού κι εξωτερικού κόσμου, η δύναμη και η ορμή για νέους και διαφορετικούς πάντα συνδυασμούς σκέψεων τοποθετούν το εκτατό μυαλό, εξαιρουμένων στιγμών χαλάρωσης, εκτός της επικράτειας της ανίας.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η υψηλή ευφυΐα έχει ως άμεση προϋπόθεση της μία αυξημένη ευαισθησία και ως ρίζα της μία σφοδρή βούληση, άρα και πάθος. Από την σύζευξη της με τις ιδιότητες αυτές, προκύπτει μία πολύ μεγαλύτερη ένταση όλων των συγκινήσεων και μία αυξημένη ευαισθησία για τους ψυχικούς, ακόμη και για τους σωματικούς πόνους, καθώς μάλιστα και μία μεγαλύτερη επίσης ανυπομονησία σχετικά με όλα τα εμπόδια και προσκόμματα- στην δε επίταση των χαρακτηριστικών αυτών συνεισφέρει τα μέγιστα η οφειλόμενη στην ισχυρή φαντασία ζωηρότητα όλων των νοητικών παραστάσεων, ακόμη και των αποκρουστικών.
Τα λεχθέντα -τηρουμένων των αναλογιών- ισχύουν για όλες τις διαβαθμίσεις πού καλύπτουν το αχανές διάστημα ανάμεσα στον πιο αποχαυνωμένο ηλίθιο και στην πιο έκτακτη μεγαλοφυΐα.
Κατά συνέπεια, ο καθένας βρίσκεται, αντικειμενικά όπως επίσης και υποκειμενικά, τόσο κοντά στην μία πηγή των δεινών τού ανθρώπινου βίου όσο μακριά βρίσκεται από την άλλη- κι επομένως, η φυσική του ροπή τον καθοδηγεί απ’ αυτή την άποψη να προσαρμόζει το αντικειμενικό στο υποκειμενικό, να λαμβάνει, άρα, τις μεγαλύτερες προφυλάξεις κατά της πηγής εκείνης των δεινών στην οποία είναι περισσότερο επιρρεπής.
Ό άνθρωπος με πλούσιο πνεύμα πασχίζει προφανώς γι’ αναλγησία, αταραξία, ηρεμία και σχόλη, επιζητεί άρα έναν βίο ήσυχο, ολιγαρκή, όμως απαρακώλυτο και, κατά συνέπεια, αφού γνωρίσει αρκετά αυτούς πού καλούνται «άνθρωποι», θα επιλέξει τον αποτραβηγμένο βίο, και μάλιστα, σε περίπτωση ιδιαίτερης ευφυΐας, την μοναχικότητα- και τούτο επειδή, βέβαια, όσο περισσότερα έχει κανείς καθ’ εαυτόν τόσο λιγότερα χρειάζεται έξωθεν και τόσο λιγότερα μπορούν να σημαίνουν οι άλλοι γι’ αυτόν.
Για τον λόγο τούτο, τα έκτακτα πνευματικά χαρίσματα οδηγούν στην αντικοινωνικότητα. ’Εάν η ποιότητα της συντροφιάς μπορούσε να υποκατασταθεί από την ποσότητά της, τότε θ’ άξιζε τον κόπο να ζει κανείς σ’ ευρύ κοινωνικό κύκλο. Όμως, δυστυχώς, ένας σωρός εκατό ελεεινών παλιάτσων δεν ισοδυναμεί μ’ έναν γνωστικό άνθρωπο.
Ό άνθρωπος, αντίθετα, του άλλου άκρου, μόλις η ένδεια του επιτρέψει να πάρει μία ανάσα, θ’ αναζητήσει πάση θυσία διασκέδαση και συντροφιά αρκούμενος σ’ οτιδήποτε και μη αποφεύγοντας τίποτε άλλο περισσότερο απ’ ότι τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς στην μοναχικότητα, ως την κατάσταση εκείνη στην όποια ο καθένας έχει αποσυρθεί στον εαυτό του, γίνεται εμφανές τι έχει ο καθένας καθ’ εαυτόν και τότε ο περιβεβλημένος με πορφυρά βλάξ, βαριαναστενάζει υπό το αφόρητο βάρος της ατομικότητας του, ενώ ο υπερχαρισματικός γεμίζει και ζωντανεύει με το πνεύμα του και το πιο έρημο και πληκτικό μέρος.
Για τον λόγο αυτόν, είναι αληθής η ρήση του Σενέκα: “Κάθε ηλιθιότητα υποφέρει από υπερκορεσμό για τον εαυτό της” όπως, επίσης, αληθεύει και το απόφθεγμα του Ιησού Σειράχ: “Ο βίος του μωρού είναι δεινότερος από τον θάνατο”
Συνολικά, λοιπόν, καταλήγει κανείς στην διαπίστωση ότι ο βαθμός κοινωνικότητας κάθε ανθρώπου βρίσκεται σε ευθεία αναλογική σχέση με το πόσο πνευματικά ενδεής και γενικά φαύλος είναι, καθώς στην ζωή δεν έχει κανείς και πολλές επιλογές πέραν από εκείνη μεταξύ μοναχικότητας και φαυλότητας.
Arthur Schopenhauer, Αφορισμοί για την πρακτική σοφία της ζωής
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου