“Δεν αναιρούμε μια ηδονή με αναθέματα, την απορροφούμε, την αντικαθιστούμε με μια μεγαλύτερη. Ο καταναλωτισμός σας αηδιάζει όπως σας αηδιάζουν κι εκείνα τα βόδια που συνωθούνται στα σούπερ μάρκετ και τα πολυκαταστήματα; Επινοήστε άλλες χαρές, δημιουργήστε καινούριους πειρασμούς! Αλλά, για όνομα του θεού, πάψτε να γκρινιάζετε!” -Σαρλ Φουριέ
«Υπάρχουν πλάσματα που η ευτυχία πέφτει μανιασμένα επάνω τους σαν να ήταν δυστυχία, και πράγματι αυτό είναι». -Φρανσουά Μιυριάκ
Οι Επιστήμες της Μακαριότητας
«Όταν σηκωνόμαστε το πρωί, μπορούμε να επιλέξουμε αν θα έχουμε καλή ή κακή διάθεση. Η δυνατότητα επιλογής υφίσταται πάντα. Ο Λίνκολν έλεγε πως οι άνθρωποι μπορούν να είναι τόσο ευτυχισμένοι ή τόσο δυστυχισμένοι όσο έχουν αποφασίσει οι ίδιοι να είναι. Να επαναλαμβάνετε στον εαυτό σας: Τα πάντα πάνε θαυμάσια, η ζωή είναι ωραία, επιλέγω την ευτυχία. Να γίνετε ο δημιουργός της ίδιας σας της ευτυχίας, να κάνετε την ευτυχία σας καθήκον σας. Καταρτίστε μια λίστα με θετικές και ευχάριστες σκέψεις και να τις επαναλαμβάνετε πολλές φορές την ημέρα».
Νόρμαν Βίνσεντ Πηλ, “Η δύναμη της θετικής σκέψης” Edition Voie positive, Marabout, 1990.
Το 1929, ο Φρόιντ, δημοσιεύοντας το “Πολιτισμός πηγή δυστυχίας” διακηρύσσει την ευτυχία αδύνατη: για να μπορέσει το άτομο να ζήσει μέσα στην κοινωνία, οφείλει να εγκαταλείψει τις ολοένα αυξανόμενες επιθυμίες του, μια και ο κάθε πολιτισμός οικοδομείται πάνω στην απάρνηση των ενστίκτων. Κι αφού η δυστυχία μάς απειλεί από παντού, ενεδρεύει μες στο σώμα μας, μες στη φύση, στις σχέσεις μας με τους άλλους, ο Φρόιντ καταλήγει στο ακόλουθο συμπέρασμα: «Στο σχέδιο της “δημιουργίας” δεν λέει πουθενά πως ο άνθρωπος πρέπει να είναι ευτυχισμένος. Αυτό που αποκαλούμε ευτυχία, με την αυστηρή έννοια του όρου, απορρέει από την μάλλον ξαφνική ικανοποίηση μιας ανάγκης που έχει φτάσει στο ψηλότερο σημείο έντασης, και που από την φύση της δεν είναι δυνατή παρά μόνο κάτω από την μορφή ενός επεισοδιακού φαινομένου».
Πέρα από χιμαιρική, μόλις πενήντα χρόνια αργότερα, η ευδαιμονία έγινε σχεδόν υποχρεωτική. Κι αυτό επειδή στο μεταξύ έγινε μια διπλή επανάσταση. Από την μια, ο καπιταλισμός πέρασε από το σύστημα της παραγωγής, που βασιζόταν στην αποταμίευση και την εργασία, στο σύστημα της κατανάλωσης που προϋποθέτει ανάλωση και σπατάλη. Πρόκειται για μια καινούρια στρατηγική που προσαρτά την ευχαρίστηση αντί να την αποκλείει, σβήνει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στην οικονομική μηχανή και τις ορμές μας καθιστώντας τες κινητήρες ανάπτυξης. Αλλά, κυρίως, το δυτικό άτομο χειραφετήθηκε από τα σιδερένια δεσμά της συλλογικότητας, από το πρώτο — αυταρχικό — στάδιο των δημοκρατιών για να κατακτήσει την πλήρη αυτονομία του.
Στο εξής, όντας «ελεύθερος» δεν έχει πια δυνατότητα επιλογής: μια και τα εμπόδια στον δρόμο της Εδέμ έχουν εξαφανιστεί, είναι κατά κάποιον τρόπο «καταδικασμένος» να είναι ευτυχισμένος ή, για να το πούμε διαφορετικά, δεν έχει να τα βάλει παρά μόνο με τον εαυτό του αν δεν το καταφέρει.
Επειδή, στον εικοστό αιώνα, η ιδέα της ευτυχίας ακολουθεί δυο δρόμους: ενώ στις δημοκρατικές χώρες μεταφράζεται σε έναν πόθο για ξέφρενες απολαύσεις, αλλού, στον κομμουνιστικό κόσμο, ναυαγεί μες στο καθεστώς της επιβεβλημένης σε όλους ευδαιμονίας. Πόσοι λάκκοι δεν σκάφτηκαν εν ονόματι της επιδίωξης του Καλού, για να γίνουν οι άνθρωποι καλύτεροι παρά την θέλησή τους; Στρατευμένη στην υπηρεσία ενός πολιτικού οράματος, η ευτυχία έγινε ένα άσφαλτο όργανο ομαδικών σφαγών. Μπροστά στις ακτινοβόλες πόλεις του μέλλοντος, καμιά θυσία, καμιά εκκαθάριση από τα ανθρώπινα μιάσματα δεν ήταν αρκετά μεγάλη. Το υποσχόμενο ειδύλλιο μεταμορφώθηκε σε φρίκη.
Εδώ δεν θα πραγματευτούμε αυτή την γνωστή στους πάντες αποχαλίνωση του ολοκληρωτισμού, μήτε τον οργουελικού τύπου καταναγκασμό, ή το συγκινησιακό μπούκωμα των ανθρώπων όπως το φαντάστηκε ο Χάξλεϊ (μόλο που πολλά χαρακτηριστικά των κοινωνιών μας θυμίζουν τον Θαυμαστό καινούριο κόσμο ή το 1984). Θα μελετήσουμε κυρίως ένα άλλο διατακτικό που χαρακτηρίζει την ατομικιστική εποχή και που σχετίζεται με την τελειοποίηση του εαυτού. Είναι λες και η προσταγή, παύοντας να μιλάει την γλώσσα του νόμου, της προσπάθειας, αποφάσισε να μας καλλωπίσει, να μας συμπαρασταθεί λες και ένα είδος φύλακα αγγέλου συνοδεύει τον καθένα μας ψιθυρίζοντας του στο αυτί: προπάντων μην ξεχνάς να είσαι ευτυχισμένος. Οι αντιουτοπίες εξεγείρονταν ενάντια σε έναν υπερβολικά τέλειο κόσμο ρυθμισμένο σαν ένα ρολόι, στο εξής, φέρουμε το ρολόι εντός μας.
Οι Προαποφασισμένες Αγαλλιάσεις
Με ποιον διεστραμμένο μηχανισμό ένα ακριβοαποκτημένο δικαίωμα έγινε νόμος και η χθεσινή απαγόρευση σημερινός κανόνας; Αυτό συνέβη επειδή ολόκληρη η θρησκεία της ευτυχίας εμψυχώνεται από την ιδέα της κυριαρχίας: θα είμαστε οι κυρίαρχοι του πεπρωμένου μας όπως και των ηδονών μας, ικανοί να τις δημιουργήσουμε και να τις έχουμε όποτε θέλουμε. Ιδού η ευτυχία τοποθετημένη πλάι στην τεχνική και την επιστήμη μες στη λίστα των προμηθεϊκών κατορθωμάτων, πρέπει να την παράγουμε και να την επιδεικνύουμε.
Πράγμα που, στην διάρκεια του εικοστού αιώνα, το υποστηρίζει ένα ολόκληρο διανοητικό νεφέλωμα που δεν παύει να επαναλαμβάνει με χίλιους δυο τρόπους το ίδιο πιστεύω: η ικανοποίηση είναι θέμα θέλησης. Στην Γαλλία, για παράδειγμα, έχουμε τον φιλόσοφο Αλαίν που στις “Ομιλίες”, έργο που το έγραψε στο διάστημα 1911-1925, και που υπήρξε αναμφισβήτητο μπεστ σέλερ από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του, ταυτίζει την χαρά με την φυσική άσκηση και την μελαγχολία με τους χυμούς του σώματος. Ενάντια στις ιερεμιάδες και την δυσθυμία, πρέπει να «ορκιστούμε να είμαστε ευτυχισμένοι» και να διδάξουμε αυτή την τέχνη στα παιδιά. Οι άνθρωποι που αποφασίζουν να είναι χαρούμενοι και να μην γκρινιάζουν ποτέ, θα ανταμειφθούν.
Όποιες και αν είναι οι περιστάσεις, ξινίλες στο στομάχι, βροχερός καιρός, άδειο πορτοφόλι, «είναι καθήκον μας απέναντι στους άλλους να είμαστε ευτυχισμένοι».
Αυτή η θεληματική ευτυχία του Αλαίν ανήκει μάλλον στην τέχνη των καλών τρόπων και της ευγένειας: «Είναι ευγενικό να είσαι χαρούμενος» (Μαρία Κιουρί), να μην απλώνεις τις δυστυχίες σου μπροστά στον άλλον, να έχεις ευχάριστη έκφραση έτσι ώστε να διατηρείς μια ευπρόσδεκτη κοινωνικότητα. Αυτή η ευγένεια του ευχάριστου προσφέρεται περισσότερο για κανόνες καλής συμπεριφοράς παρά για μια ιδεολογία.
Ο Αντρέ Ζιντ, πάλι, μες στις Γήινες τροφές (1897) προβάλλει ένα ολόκληρο μανιφέστο των απολαύσεων της σάρκας και των αισθήσεων και κηρύσσει μια ηθική του πάθους, που θέτει την επιθυμία πάνω από την πλησμονή, την δίψα πάνω από το ξεδίψασμα, την διαθεσιμότητα πάνω από την κατοχή. Αλλά στις Νέες τροφές (1935) αυτός ο στρατευμένος αισθησιαρχικός υποστηρίζει αυτό που θα γίνει το πιστεύω της εποχής μας: η ευτυχία ως δικαίωμα, το σύνθημα μιας γενιάς «που ανηφορίζει προς την ζωή πάνοπλη από χαρά».
«Σε κάθε πλάσμα οφείλεται ένα μερίδιο ευτυχίας ανάλογο με όση οι αισθήσεις και η καρδιά του μπορούν να αντέξουν. Αν μου στερήσουν έστω και το ελάχιστο από αυτήν, με έχουν κλέψει».
Τέλος, έχουμε την έκρηξη του Μάη του ’68 που κηρύττει την απελευθέρωση όλων των επιθυμιών. Ένα χρόνο πριν είχε προηγηθεί το βιβλίο ενός σιτουασιονιστή, του Ραούλ Βανεγκέμ, η Πραγματεία για το σαβουάρ βιβρ προς χρήση των νέων γενεών, όπου ο συγγραφέας πέτυχε το κατόρθωμα να προαναγγείλει και να συνθέσει το πνεύμα εκείνης της περιόδου. Στο έργο αυτό που κοχλάζει από έξαρση και πάθος, ο Βανεγκέμ καυτηριάζει την φυτοζωία στην οποία έχει αφεθεί η ανθρωπότητα εξαιτίας μιας ετοιμοθάνατης και κερδοσκοπικής κοινωνίας. Ενάντια σε αυτήν την δουλεία, κηρύσσει την ελεύθερη ομοσπονδία των υποκειμενικοτήτων, που μόνη αυτή θα επιτρέψει «την μέθη των δυνατοτήτων, τον ίλιγγο όλων των απολαύσεων που θα είναι κτήμα όλων των ανθρώπων».
Αφήνοντας στην άκρη την προτροπή του για εγκλήματα και λουτρά αίματος με σκοπό τον αφανισμό των εκμεταλλευτών και των «διοργανωτών της πλήξης», οφείλουμε στον Βανεγκέμ μερικά από τα ωραιότερα σλόγκαν του Μάη: «Δεν θέλουμε έναν κόσμο όπου η εγγύηση πως δεν θα πεθάνουμε από πείνα ανταλλάσσεται με την βεβαιότητα πως θα πεθάνουμε από πλήξη», ή αυτή η παθητική κραυγή, «Γεννηθήκαμε για να μην γεράσουμε ποτέ, να μην πεθάνουμε ποτέ».
Είναι αξιοσημείωτο πως ο Βανεγκέμ, διεκδικώντας την κληρονομιά του Σαντ, του Φουριέ, του Ρεμπώ και των σουρεαλιστών, εκφράζει μια βολονταριστική άποψη περί ζωής: σύμφωνα με αυτόν, η ένταση κερδίζεται με τον ανήλεο αγώνα ανάμεσα στο πνεύμα της υποταγής και τις δυνάμεις της ελευθερίας. Δεν υπάρχουν ημίμετρα, πρέπει να επιδοθούμε σε έναν διπλό αγώνα ενάντια στον σκλάβο που έχουμε μέσα μας και ενάντια στους πολλαπλούς κυρίους που θέλουν να μας υποδουλώσουν. Ή η ζωή ακέραια ή η απόλυτη ήττα. Αλίμονο σε αυτόν που εγκαταλείπει στον δρόμο την βιαιότητα του και τις θεμελιακές απαιτήσεις του σε κάθε απάρνηση, η αντίδραση δεν ετοιμάζει τίποτα άλλο παρά τον ολικό θάνατό μας».
Οι πρωταγωνιστές του Μάη του ’68, καθώς και ο ίδιος ο Βανεγκέμ, απέρριπταν με αηδία την λέξη ευτυχία που μύριζε μικροαστική σαχλοσύνη, ακούσιες χαρές του καταναγκασμού, ψυχολογία του παζαριού. Όπως έκαναν πριν από αυτούς οι μπίτνικ και οι χίπηδες, διαμαρτύρονταν ενάντια σε μια (κομφορμιστική ευδαιμονία των χρόνων του 50, ενσαρκωμένη στο αμερικάνικο όνειρο, σε μια οικογένεια συγκεντρωμένη γύρω από ένα αυτοκίνητο ή ένα εξοχικό σπίτι, στην συμμαχία της συζυγικότητας με το ηλεκτρικό ψυγείο κάτω από το εκστατικό χαμόγελο της διαφήμισης. Αυτό που ο Χένρυ Μίλλερ, σε ένα κείμενο ασυνήθιστης βιαιότητας ενάντια στην Αμερική, είχε αποκαλέσει το 1954 «ο κλιματισμένος εφιάλτης».
Όμως η ιστορία έκλεισε και πάλι πονηρά το μάτι καθώς το συνηθίζει, και αυτή η εξέγερση υπέρ της επιθυμίας απολιθώθηκε με την σειρά της σε ένα καινούριο δόγμα ευτυχίας: η απόρριψη δεν αφορούσε τόσο την ίδια την ευτυχία όσο τον υπερβολικά περιοριστικό καθορισμό των κατηγορημάτων της. Έτσι ανανεώσαμε το περιεχόμενό της δίχως να την σκοτώσουμε και, όπως συμβαίνει συχνά, οι κυριότεροι εχθροί του συστήματος αποδείχθηκαν οι καλύτεροι σύμμαχοί του…
Όμως η δεκαετία του ’60 ενεργοποιεί και μια αυταπάτη που προέρχεται κατευθείαν από τον Διαφωτισμό: πως η αρετή και η ηδονή, η ηθική και τα ένστικτα μπορούν να συνυπάρξουν για να οδηγήσουν τον άνθρωπο προς το Καθήκον, δίχως κανέναν κόπο. Η ευτυχία και ο Νόμος είναι συμβατά, πιστεύει ο αισιόδοξος ορθολογισμός του 18ου αιώνα. Αυτός που έχει επιθυμίες δεν γίνεται να είναι ένοχος, αναφωνούν τα χρόνια ’60 – ’70, η αμαρτία γεννιέται μόνο από τις απαγορεύσεις. Αυτή ήταν η χίμαιρα μιας εποχής που θεώρησε όλες τις τάσεις εξίσου σεβαστές και πίστεψε στην αρμονική τους.
Ως προς τον τρόπο με τον οποίο ο φυσικός νόμος συγχωνεύεται με την ηθική επιταγή, (Ρομπερ Μωζύ). Τότε δεν υπήρχε μήτε η παραμικρή υποψία πως μια τέτοια θεοποίηση του κυρίαρχου καπρίτσιου, της αθώας επιθυμίας που μόνη αυτή αποφασίζει για το καλό και το κακό, θα μπορούσε να δικαιολογήσει τις χειρότερες ωμότητες, πράγμα που ο Ντε Σαντ, πιο διορατικός από τους σύγχρονους ελευθέριους, το είχε αντιληφθεί πολύ καλά. Σε αυτό πρέπει επίσης να προσθέσουμε εκείνη την υπέρτατη και γκροτέσκα ελπίδα (που με τη μια ή την άλλη μορφή την προέβαλαν ο Γκροντέκ, ο Ράιχ και ο Μαρκούζε) σύμφωνα με την οποία η ηδονή και ο οργασμός παραμένουν τα καλύτερα μέσα για να ανατρέψουμε την κοινωνία αλλά και για να αποφύγουμε τον θάνατο και τα γηρατειά που, καθώς αναφέρει κι ο Βανεγκέμ, δεν πηγάζουν καθόλου από την φύση αλλά από μια «γιγάντια κοινωνική μαγγανεία».
Αυτό που αρχίζει με τον Αλαίν και φτάνει στο αποκορύφωμά του με το τέλος του αιώνα μας, είναι η ιδέα πως περνάμε από την ευτυχία ως δικαίωμα στην ευτυχία σαν επιταγή. Είμαστε οι κληρονόμοι αυτών των αντιλήψεων μόλο που δεν έχουμε συγκρατήσει καμιά τους κατά γράμμα, αφού έχουν κρυσταλλωθεί σε μια συλλογική νοοτροπία που σήμερα την έχουμε όλοι μας. Όχι μόνο η ηδονή, η υγεία και η σωτηρία έχουν γίνει συνώνυμα, μια και εφεξής το σώμα είναι ο αξεπέραστος ορίζοντας, αλλά και το σώμα γίνεται ύποπτο από την στιγμή που δεν είναι ακτινοβόλο. Γιατί έτσι καταπατείται το ταμπού που απαιτεί από τον καθένα μας να επιθυμεί την μέγιστη πραγμάτωσή του.
Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει πως στον 20ό αιώνα υπήρξαν κι άλλες, πιο ζοφερές, βιοθεωρίες, ο υπαρξισμός και οι φιλοσοφίες της αγωνίας — δίχως να λάβουμε υπόψη και την λογοτεχνία — που κράτησαν ζωντανή μια τραγική άποψη περί ζωής. Όμως αυτές οι θεωρίες ήταν όλες τους λίγο πολύ θεωρίες της απελευθέρωσης, της μοναξιάς του ανθρώπου που φτιάχνει ο ίδιος τον νόμο για τον εαυτό του, δίχως Θεούς. Και το τέλος του αιώνα μας, σύμφωνα με μια τάση που παρατηρείται ήδη στον 19ο αιώνα, έθεσε την ελευθερία στην υπηρεσία της ευτυχίας και δεν έκανε το αντίστροφο, θεωρώντας την ευτυχία σαν την αποθέωση μιας ολόκληρης απελευθερωτικής πορείας.
Ο Μπενζαμέν Κονστάν το επισημαίνει ήδη όταν ορίζει την ελευθερία των Μοντέρνων σαν την «ασφάλεια μες στις ιδιωτικές απολαύσεις» και την άγρια διαφύλαξη της ατομικής ελευθερίας. Για πολύ καιρό αντέτασσαν το ιδανικό της ευτυχίας κόντρα στο αστικό ιδεώδες της επιτυχίας, και να που η ίδια αυτή ευτυχία έγινε ένα από τα συστατικά της επιτυχίας. Στα χρόνια του 50, ο Αλμπέρ Καμί μπορούσε ακόμα να υποστηρίζει την ξέφρενη λατρεία της ηδονής και το αέναο πανηγύρι της ζωής, ενάντια στη σταλινική βουλγκάτα και την επίσημη γαλλική σεμνοτυφία.
Είκοσι χρόνια αργότερα, αυτή η λατρεία γίνεται ένα διαφημιστικό σλόγκαν. Στο εξής -τι τρομερό προνόμιο!- οφείλω στον εαυτό μου την ευτυχία όσο μου την οφείλουν και οι άλλοι. Αυτό το δικαίωμα του οποίου είμαι ο βασικός εγγυητής, με πιστώνει με μια εξουσία επάνω στον ίδιο τον εαυτό μου, που μπορεί να με ενθουσιάζει αλλά και να με βαραίνει σαν ένα φορτίο: αν η μαγεία εξαρτάται μόνο από την δική μου απόφαση, είμαι ο μόνος υπεύθυνος για τις ατυχίες μου. Συνεπώς, για να είμαι καλά, αρκεί να το θελήσω, αρκεί να ορίσω ή να προγραμματίσω κατά το γούστο μου την ευδαιμονία μου;
Μη Αναιρέσιμες Απολαύσεις.
Γιατί η κριτική της καταναλωτικής κοινωνίας κατέληξε τόσο γρήγορα (από τα χρόνια του εξήντα και μετά) στον θρίαμβο του καταναλωτισμού; Επειδή τα συνθήματα που ακούστηκαν τότε: «Τα πάντα, αμέσως», «Θάνατος στην πλήξη», «Ζωή δίχως νεκρό χρόνο και απόλαυση δίχως εμπόδια», μπορούσαν να εφαρμοστούν περισσότερο στον χώρο του εμπορίου παρά στον χώρο του έρωτα και της ζωής. Ενώ νόμιζαν πως ανέτρεπαν την κατεστημένη τάξη, ευνοούσαν με κάθε καλή πίστη την διάδοση του παγκόσμιου μερκαντιλισμού. Τα πράγματα πρέπει να είναι αμέσως προσιτά μες στην τάξη της πείνας και της δίψας, ενώ η καρδιά και η επιθυμία έχουν τους δικούς τους ιδιαίτερους ρυθμούς, τους διαλείποντες χρόνους τους.
Η πρόθεση ήταν αναρχική, αλλά το αποτέλεσμα διαφημιστικό: δεν απελευθέρωσαν τόσο τη λίμπιντο όσο την όρεξή μας για αγορές δίχως όρια, την ικανότητά μας να αρπάζουμε ασυγκράτητοι όλα τα αγαθά. Τι ωραία που είναι η εικόνα του επαναστάτη που γίνεται υπάλληλος, διερευνητής στην υπηρεσία του κεφαλαίου, πράγμα που έκαναν τελικά το εργατικό κίνημα, ο μαρξισμός και η ριζοσπαστική αριστερά που, κριτικάροντας ένα ελάττωμα του συστήματος, του επέτρεπαν να επιδιορθώνεται ανέξοδα. Οπως κι εκείνοι οι χίπηδες που ανακάλυψαν τις πιο τουριστικές περιοχές στην Ασία, την Αφρική και τον Ειρηνικό, τριάντα χρόνια πριν από όλον τον υπόλοιπο κόσμο, ενώ το μόνο τους κίνητρο ήταν η επιθυμία της φυγής και της απομόνωσης.
Η παραδοξότητα του να κριτικάρεις τον καταναλωτισμό, μια πολυτέλεια χαϊδεμένων παιδιών. Το γοητευτικό σε αυτόν είναι πως προσφέρει ένα απλό, ανεξάντλητο, προσιτό σε όλους μας ιδανικό, αρκεί να μπορούμε να πληρώσουμε. Δεν απαιτεί από σένα τίποτα άλλο πέρα από το να έχεις την επιθυμία και να καταβάλεις το χρηματικό αντίτιμο. Μπουκώνεσαι, παραχοντραίνεις σαν μωρό που το έχουν παραταΐσει. Ό,τι και να σκεφτόμαστε για το θέμα, μας διασκεδάζει πάρα πολύ, αφού, όπως γίνεται και με την μόδα, υιοθετούμε με πάθος αυτό που μας προτείνουν, λες και το έχουμε διαλέξει οι ίδιοι.
Το ξέρουμε κι απ’ τον Σαρλ Φουριέ: δεν αναιρούμε μια ηδονή με αναθέματα, την απορροφούμε, την αντικαθιστούμε με μια μεγαλύτερη. Ο καταναλωτισμός σας αηδιάζει όπως σας αηδιάζουν κι εκείνα τα βόδια που συνωθούνται στα σούπερ μάρκετ και τα πολυκαταστήματα; Επινοήστε άλλες χαρές, δημιουργήστε καινούριους πειρασμούς! Αλλά, για όνομα του θεού, πάψτε να γκρινιάζετε!
Ενας Ευσπλαχνικός Καταναγκασμός
Η απελευθέρωση των ηθών είναι μια πολύ αλλόκοτη περιπέτεια και, όσο κι αν την έχουμε μάθει για τα καλά, δεν παύουμε να την επαναλαμβάνουμε, να ξαναγευόμαστε την πικρή της μεταστροφή. Επί αιώνες το σώμα καταπιέστηκε, συντρίφτηκε στο όνομα της πίστης ή των συμβάσεων, σε σημείο που να γίνει, στην Δύση, το σύμβολο της ανατροπής των καθιερωμένων. Αλλά τώρα που απελευθερώθηκε, παρατηρείται ένα περίεργο φαινόμενο: αντί να χαρούν την απόλαυση με πλήρη αθωότητα, οι άνθρωποι μετέθεσαν την απαγόρευση μες στην καρδιά της απόλαυσης.
Η απόλαυση, αγωνιώντας για τον εαυτό της, έστησε μόνη της ένα δικαστήριο και αυτοκαταδικάζεται, όχι πια εν ονόματι κάποιου θεού ή της αιδημοσύνης, αλλά για την ανεπάρκειά της: δεν είναι ποτέ αρκετά ισχυρή, αρκετά ικανοποιητική. Η ευτυχία και η ηθική, οι άλλοτε άσπονδες εχθρές, τώρα έχουν αλληλοσυγχωνευτεί, σήμερα είναι ανήθικο να μην είσαι ευτυχισμένος, το Υπερεγώ έχει εγκατασταθεί μες στο φρούριο της Ευτυχίας και το διοικεί με σιδερένια πυγμή. Η ενοχή πήρε τέλος για χάρη ενός μαρτυρίου δίχως τέλος. Η ηδονή πέρασε από την κατάσταση της υπόσχεσης στην κατάσταση του προβλήματος. Το ιδανικό του καταναγκασμού το διαδέχθηκε το ιδανικό της πληρότητας, για να γίνει κι αυτό με τη σειρά του καταναγκασμός της πληρότητας!
Ο καθένας μας, όντας υπεύθυνος για την ενεργητικότητά του, για την καλή του διάθεση, δεν χρειάζεται πια να απαρνιέται πράγματα αλλά να προσαρμόζεται προς μια τάση για τελείωση, που απορρίπτει κάθε αδράνεια. Η καθιερωμένη τάξη έχει πάψει να μας καταδικάζει ή να μας υποβάλλει σε στερήσεις, αλλά μας υποδείχνει τους δρόμους της πραγμάτωσης με μια αληθινά μητρική φροντίδα. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε αυτή τη γενναιοδωρία σαν μια απελευθέρωση. Εδώ πρόκειται για έναν φιλάνθρωπο πειθαναγκασμό που προκαλεί την δυσφορία από την οποία προσπαθεί κατόπιν να μας απαλλάξει.
Οι στατιστικές που δημοσιοποιεί, τα πρότυπα που προβάλλει δημιουργούν μια καινούρια ράτσα ενόχων, δεν είναι πια οι συβαρίτες ή οι ελευθέριοι, αλλά οι θλιμμένοι, οι γκρινιάρηδες, οι καταθλιπτικοί. Η ευτυχία δεν είναι πια καλή τύχη, μια γιορταστική στιγμή μες στη μονοτονία της καθημερινότητας, είναι το πεπρωμένο μας, η μοίρα μας. Όταν το ευκταίο γίνεται πιθανό, εντάσσεται αυτομάτως στην κατηγορία του αναγκαίου. Εκπληκτική ταχύτητα, με την οποία το εδεμικό του χθες γίνεται το συνηθισμένο του σήμερα. Πρόκειται για μια ηθική της συνεχούς μάχης που διαποτίζει την καθημερινή ζωή και αφήνει πίσω της πολυάριθμους χαμένους και εξουθενωμένους.
Γιατί υπάρχει ένας επαναπροσδιορισμός της κοινωνικής θέσης, που δεν στηρίζεται μόνο με τον πλούτο ή την εξουσία αλλά και με την εμφάνιση: δεν αρκεί να είσαι πλούσιος, πρέπει να δείχνεις σε φόρμα, μια καινούρια μορφή διάκρισης και αξιολόγησης που δεν είναι λιγότερο αυστηρή από εκείνη που γίνεται με βάση το χρήμα. Υπάρχει μια ολόκληρη ηθική το να δείχνουμε πως νιώθουμε άνετα, που μας κατευθύνει κυριαρχικά και που την στηρίζουν, μες στη χαμογελαστή τους μέθη, η διαφήμιση και τα καταναλωτικά προϊόντα.
«Γίνετε ο καλύτερος φίλος σας, κερδίστε την εκτίμηση του εαυτού σας, να σκέφτεστε θετικά, τολμήστε να ζήσετε αρμονικά», η πληθώρα των βιβλίων πάνω σε αυτό τα θέμα μάς δημιουργεί την υποψία πως το πράγμα δεν είναι και τόσο εύκολο. Η ευτυχία μαζί με το εμπόριο του πνευματικού, δεν συνιστά μόνο την πιο μεγάλη βιομηχανία της εποχής μας, είναι επίσης, δίχως αμφιβολία, η καινούρια ηθική επιταγή: γι’ αυτό και η κατάθλιψη γίνεται όλο και πιο διαδεδομένη, και η κάθε εξέγερση ενάντια σε αυτόν τον γλοιώδη ηδονισμό παραπέμπει αμέσως στην δυστυχία και την απελπισία.
Να λοιπόν που είμαστε ένοχοι επειδή νιώθουμε ωραία, κι αυτό είναι ένα κακό για το οποίο οφείλουμε να απολογηθούμε τόσο στους άλλους όσο και μπροστά στο εσωτερικό μας δικαστήριο. Κι έτσι έχουμε αυτές τις περιβόητες δημοσκοπήσεις, αντάξιες των χωρών του πρώην κομμουνιστικού μπλοκ, όπου τα πρόσωπα που ρωτιούνται από ένα περιοδικό δηλώνουν ευτυχισμένα σε ποσοστό 90%! Κανείς δεν τολμάει να ομολογήσει πως μερικές φορές δεν είναι, από τον φόβο της κοινωνικής του υποτίμησης.
Αλλόκοτη αντίφαση της θεωρίας των ηδονών όταν γίνεται στρατευμένη: παίρνει από τις απαγορεύσεις την καταπιεστικότατη κι απλώς της αλλάζει κατεύθυνση. Σύμφωνα με αυτήν την στρατευμένη θεωρία, πρέπει να μεταμορφώσουμε την αβέβαιη αναμονή της ευδαιμονίας σε έναν όρκο πως θα εμφανιστεί οπωσδήποτε, να μετατρέψουμε την δυσκολία της ύπαρξης σε αέναη γλυκύτητα. Αντί να δεχθεί πως η ευτυχία είναι μια τέχνη της εμμεσότητας, που έρχεται ή δεν έρχεται μέσα από δευτερεύοντες στόχους, μας την προτείνει σαν έναν άμεσα προσιτό στόχο, και μάλιστα βάσει συνταγών.
Όποια κι αν είναι η ακολουθούμενη μέθοδος, ψυχική, σωματική, χημική, πνευματική ή πληροφορική (υπάρχουν άνθρωποι που δεν βλέπουν το Διαδίκτυο απλώς σαν ένα χρήσιμο εργαλείο, αλλά σαν ένα καινούριο Γκράαλ, σαν την υλοποίηση της πλανητικής δημοκρατίας), το βασικό δεδομένο είναι πάντα το ίδιο: η ευχαρίστησή σας είναι στο χέρι σας, αρκεί να προσπαθήσετε μέσω μιας «θετικής στάσης», μιας «ηθικής αγωγής» που θα σας οδηγήσει ως αυτήν.
Εκπληκτική ανατροπή της θέλησης που επιχειρεί να εγκαθιδρύσει το προτεκτοράτο της πάνω σε ψυχικές καταστάσεις, πάνω σε συναισθήματα που παραδοσιακά δεν ανήκουν στη δικαιοδοσία της. Εξαντλείται προσπαθώντας να αλλάξει εκείνο που δεν εξαρτάται από αυτήν (με κίνδυνο να αφήσει κατά μέρος εκείνο που μπορεί να αλλάξει). Μη αρκούμενη στην ένταξή της μέσα στο γενικό πρόγραμμα του Κράτους-Πρόνοια και του καταναλωτισμού, η ευτυχία έγινε επίσης κι ένα σύστημα εκφοβισμού των πάντων από τους πάντες, ένα σύστημα του οποίου είμαστε ταυτόχρονα τα θύματα και οι συνένοχοι. Εκείνοι που υφίστανται αυτή την τρομοκρατία δεν έχουν παρά μόνο μια διέξοδο για να απαντήσουν στην επίθεση: να κάνουν, κι αυτοί με την σειρά τους, τους άλλους να ντρέπονται για τις ελλείψεις και τις αδυναμίες τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου