Η θεωρία ότι σκοπός της ζωής είναι η ικανοποίηση κάθε ανθρώπινης επιθυμίας διατυπώθηκε για πρώτη φορά καθαρά από τον καιρό του Αρίστιππου, από φιλόσοφους του δέκατου έβδομου και δέκατου όγδοου αιώνα. Ήταν μια θεωρία που εμφανίστηκε, όπως ήταν φυσικό, όταν το «κέρδος» έπαψε να σημαίνει «κέρδος για την ψυχή» (όπως αργότερα στον Spinoza), αλλά κατέληξε να σημαίνει το υλικό, χρηματικό κέρδος.
Αυτό έγινε στην περίοδο που η μεσαία τάξη πέταξε όχι μόνο τις πολιτικές της αλυσίδες, αλλά απέρριψε και όλους τους δεσμούς αγάπης και αλληλεγγύης, πιστεύοντας ότι το να υπάρχεις μόνο για τον εαυτό σου αποτελεί τη μοναδική αιτία της ύπαρξης σου. Για τον Hobbes, η ευτυχία είναι η συνεχής πρόοδος από τη μια μορφή απληστίας (cupiditas) στην άλλη. Ο La Mettrie συστήνει ακόμα και ψυχοφάρμακα που μπορούν να δώσουν τουλάχιστο μια ψευδαίσθηση ευτυχίας. Για τον de Sade η ικανοποίηση των άγριων ενστίκτων είναι νόμιμη, ακριβώς γιατί υπάρχουν και αναζητούν απεγνωσμένα ικανοποίηση. Αυτοί ήταν οι στοχαστές που έζησαν την εποχή της τελικής νίκης της αστικής τάξης. Η μη φιλοσοφική πρακτική της αριστοκρατίας έγινε πρακτική και θεωρία της αστικής τάξης.
Πολλές ηθικές θεωρίες αναπτύχθηκαν από το δέκατο όγδοο αιώνα και μετά. Μερικές απ’ αυτές δεν ήταν τίποτε άλλο από μορφές του ηδονισμού με μια επίφαση αξιοπρέπειας, όπως ο χρησιμοθηρισμός. Άλλες αποτελούσαν αυστηρά αντιηδονιστικά συστήματα, όπως αυτά των Kant, Marx, Thoreau και Schweitzer.
Η σημερινή εποχή όμως, από το τέλος περίπου του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, έχει επιστρέψει στην πρακτική και τη θεωρία του ριζοσπαστικού ηδονισμού. Η ιδέα της απεριόριστης απόλαυσης αποτελεί μια περίεργη αντίθεση στο ιδανικό της πειθαρχημένης εργασίας.
Παρόμοια αντίθεση υπάρχει ανάμεσα στην αποδοχή μιας καταπιεστικής ηθικής της εργασίας και στο ιδανικό της τέλειας απραξίας στο υπόλοιπο της ημέρας και στις διακοπές. Η ατέλειωτη αλυσίδα παραγωγής και η γραφειοκρατική ρουτίνα από τη μια, η τηλεόραση, το αυτοκίνητο και το σεξ από την άλλη, κάνουν δυνατή την ύπαρξη αυτού του αντιφατικού συνδυασμού. Η καταναγκαστική δουλειά μόνη της θα μπορούσε να οδηγήσει τους ανθρώπους στην τρέλα, κάτι που θα μπορούσε να το κάνει και η πλήρης απραξία. Μόνο με το συνδυασμό και των δύο μπορούν να ζήσουν. Πέρα απ’ αυτό, και οι δύο αυτές αντιφατικές τάσεις ανταποκρίνονται σε μια οικονομική αναγκαιότητα: ο καπιταλισμός του εικοστού αιώνα στηρίζεται στην υπερκατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται από μία ομαδική δουλειά ρουτίνας.
Οι θεωρητικοί συλλογισμοί αποδείχνουν ότι ο ριζοσπαστικός ηδονισμός δε μπορεί να οδηγήσει στην ευτυχία και εξηγούν τους λόγους γιατί δε μπορεί να το κάνει, έχοντας σαν δεδομένο την ανθρώπινη φύση. Αλλά ακόμα και χωρίς θεωρητική ανάλυση, τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεση μας δείχνουν ξεκάθαρα ότι αυτό το είδος του «κυνηγητού της ευτυχίας» δε συνεπάγεται και ευδαιμονία. Είμαστε μια κοινωνία ασύλληπτα δυστυχισμένων ανθρώπων: μοναχικοί, αγχώδεις, καταπιεσμένοι, καταστροφικοί, εξαρτημένοι, —άνθρωποι που νιώθουμε ευχαρίστηση όταν σκοτώνουμε την ώρα μας, που τόσο σκληρά προσπαθούμε να εξοικονομήσουμε.
Το δικό μας πείραμα είναι το μεγαλύτερο κοινωνικό πείραμα που έχει γίνει ποτέ και προσπαθεί να βρει μια απάντηση στο ερώτημα αν η ηδονή (σαν μια παθητική επιρροή σε αντίθεση με την ενεργητική επίδραση, την ευδαιμονία και τη χαρά) μπορεί να είναι μια ικανοποιητική απάντηση στο πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης. Για πρώτη φορά στην ιστορία η ικανοποίηση της ορμής για ηδονή δεν είναι, μόνο το προνόμιο μιας μειοψηφίας αλλά είναι δυνατή για τον περισσότερο πληθυσμό της ανθρωπότητας. Το πείραμα έχει ήδη δώσει αρνητική απάντηση στο πρόβλημα.
Η δεύτερη ψυχολογική αρχή της βιομηχανικής εποχής, ότι δηλαδή η επιδίωξη του ατομικού εγωισμού συνεπάγεται αρμονία, ειρήνη, αύξηση του ατομικού πλούτου, είναι εξίσου θεωρητικά λαθεμένη. Η πλάνη της μπορεί πάλι ν’ αποδειχτεί, από τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεση μας. Γιατί θα πρέπει ν’ αληθεύει αυτή η αρχή, που μόνο ο David Ricardo, ένας από τους μεγάλους κλασικούς οικονομολόγους, την απέρριψε; Το γεγονός ότι είμαι εγωιστής αναφέρεται όχι μόνο στη συμπεριφορά μου αλλά και στο χαρακτήρα μου. Αυτό σημαίνει ότι θέλω τα πάντα για τον εαυτό μου, ότι, νιώθω ευχαρίστηση με το να κατέχω κι όχι να μοιράζομαι, ότι πρέπει να γίνω άπληστος γιατί αν ο σκοπός μου είναι το έχει, τότε όσο περισσότερα είμαι, τόσο περισσότερα έχω, ότι πρέπει να αισθάνομαι ανταγωνιστικά απέναντι σε όλους τους άλλους: τους πελάτες μου που θέλω να ξεγελάσω, τους ανταγωνιστές μου που θέλω να καταστρέψω, τους εργάτες μου που θέλω να εκμεταλλευτώ. Δε μπορώ ποτέ να είμαι ικανοποιημένος γιατί δεν υπάρχει τέλος στις επιθυμίες μου. Πρέπει να ζηλεύω αυτούς που έχουν περισσότερα και να φοβάμαι αυτούς που έχουν λιγότερα. Αλλά θα πρέπει να καταπιέζω όλα αυτά τα συναισθήματα για να παρουσιάζομαι (και στους άλλους και στον εαυτό μου) σαν ένα χαμογελαστό, λογικό, ειλικρινές και ευγενικό ανθρώπινο πλάσμα, τέτοιο που ο καθένας υποκρίνεται ότι είναι.
Το πάθος της κατοχής σίγουρα θα οδηγήσει σε μια ατέλειωτη ταξική πάλη. Αυτό που ισχυρίζονται οι κομμουνιστές, ότι δηλαδή το σύστημα τους θα δώσει τέλος στην ταξική πάλη καταργώντας τις τάξεις, είναι μύθος, γιατί το σύστημα τους στηρίζεται στην αρχή της απεριόριστης κατανάλωσης σαν σκοπό της ζωής. Όσο ο καθένας θα θέλει να έχει περισσότερα, θα υπάρχουν ταξικοί σχηματισμοί, θα υπάρχει ταξική πάλη, και σε παγκόσμια κλίμακα δε θ’ αποφευχθεί ο παγκόσμιος πόλεμος. Η απληστία και η ειρήνη αλληλοαποκλείονται.
Ο ριζοσπαστικός ηδονισμός και ο απεριόριστος εγωκεντρισμός δε θα εμφανίζονταν σαν οι κύριες αρχές της οικονομικής συμπεριφοράς, αν δεν είχε γίνει μια ριζική αλλαγή στη διάρκεια του δέκατου όγδοου αιώνα. Στην κοινωνία του Μεσαίωνα, όπως και σε πολλές άλλες αρκετά αναπτυγμένες αλλά και πρωτόγονες κοινωνίες, η οικονομική συμπεριφορά καθοριζόταν από τις ηθικές αρχές. Έτσι, για τους σχολαστικούς θεολόγους, οι οικονομικές κατηγορίες, όπως η τιμή και η ατομική ιδιοκτησία, αποτελούσαν μέρος της ηθικής θεολογίας. Είναι γνωστό, ότι οι θεολόγοι χρησιμοποιούσαν τυπολογίες για να προσαρμόσουν τον ηθικό τους κώδικα στις νέες οικονομικές απαιτήσεις (για παράδειγμα, η αξιολόγηση από τον Θωμά Ακινάτο της έννοιας της «δίκαιης τιμής»). Παρόλα αυτά, η οικονομική συμπεριφορά παρέμενε βασικά ανθρώπινη και γι αυτό ήταν υποταγμένη στις αξίες της ανθρωπιστικής ηθικής. Μέσα από μια σειρά γεγονότα ο καπιταλισμός του δέκατου όγδοου αιώνα επέφερε μια ριζική αλλαγή: η οικονομική συμπεριφορά διαχωρίστηκε από την ηθική και τις ανθρώπινες αξίες. Πραγματικά, η οικονομική μηχανή θεωρήθηκε ότι ήταν μια αυτόνομη οντότητα, ανεξάρτητη από τις ανάγκες και τη θέληση του ανθρώπου. Ήταν ένα σύστημα που λειτουργούσε μόνο του και σύμφωνα με τους δικούς του νόμους. Η εξαθλίωση των εργατών καθώς και η καταστροφή ενός όλο και μεγαλύτερου αριθμού μικρών επιχειρήσεων, για χάρη της ανάπτυξης ολοένα και μεγαλύτερων εταιριών, ήταν μια οικονομική αναγκαιότητα ίσως λυπηρή, αλλά που θα ‘πρεπε κανείς να τη δεχτεί σα να ήταν το αποτέλεσμα ενός φυσικού νόμου.
Η ανάπτυξη αυτού του οικονομικού συστήματος δεν καθοριζόταν πια από το ερώτημα: Τι είναι καλό για τον Άνθρωπο; αλλά από το ερώτημα: Τι είναι καλό για την ανάπτυξη τον συστήματος; Κάποιος προσπάθησε ν’ αποκρύψει την οξύτητα αυτής της διαμάχης, κάνοντας την υπόθεση πώς ό,τι ήταν καλό για την ανάπτυξη του συστήματος (ή ακόμα και μιας μόνο μεγάλης εταιρίας), ήταν το ίδιο καλό και για τους ανθρώπους. Αυτή η υπόθεση στηρίχτηκε σε μία άλλη βοηθητική, που ήταν η εξής: αυτές οι συγκεκριμένες ιδιότητες, που το σύστημα απαιτούσε από τους ανθρώπους — εγωκεντρισμό, ιδιοτέλεια και απληστία — ήταν σύμφυτες με την ανθρώπινη φύση· έτσι, όχι μόνο το σύστημα αλλά και η ίδια η ανθρώπινη φύση τις υποκινούσαν. Οι κοινωνίες, όπου ο εγωκεντρισμός, η ιδιοτέλεια και η απληστία ήταν άγνωστα στοιχεία, θεωρούνταν «πρωτόγονες» και τα μέλη τους «άτομα απλοϊκά». Οι άνθρωποι αρνούνταν να παραδεχτούν ότι αυτά τα χαρακτηριστικά, που γέννησαν τη βιομηχανική κοινωνία δεν ήταν έμφυτα, αλλά προϊόντα κοινωνικών περιστάσεων. Ένας άλλος όχι λιγότερο σημαντικός παράγοντας είναι ότι οι σχέσεις των ανθρώπων με τη φύση έγιναν εχθρικές. Έχουμε γίνει, «εξαμβλωματικά τέρατα της φύσης», που ενώ από τις ίδιες τις συνθήκες της ύπαρξης μας ζούμε μέσα σ’ αυτήν, με το χάρισμα της λογικής μας την ξεπερνάμε. Έτσι προσπαθήσαμε να λύσουμε το υπαρξιακό μας πρόβλημα εγκαταλείποντας τη Μεσσιανική αντίληψη της αρμονίας ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, κατακτώντας τη φύση και μετασχηματίζοντας τη σύμφωνα με τους σκοπούς μας, μέχρι που αυτή η κατάκτηση άρχισε να γίνεται συνώνυμη με την καταστροφή. Το πνεύμα κατάκτησης και εχθρότητας μας έχει τυφλώσει σε τέτοιο βαθμό, που δε μπορούμε να δούμε ότι οι φυσικές πηγές είναι περιορισμένες και μπορεί τελικά να εξαντληθούν. Τότε η φύση θα ρίξει πίσω τα βέλη της ενάντια στην ανθρώπινη αρπακτικότητα.
Η βιομηχανική κοινωνία δείχνει μια περιφρόνηση για τη φύση – όπως και για όλα τα πράγματα που δεν είναι μηχανοποιημένα και για τους ανθρώπους που δεν είναι κατασκευαστές μηχανών (δηλαδή για τις έγχρωμες φυλές, με εξαίρεση τελευταία τους Γιαπωνέζους και τους Κινέζους). Οι άνθρωποι νιώθουν σήμερα μια έλξη για το μηχανικό, το άψυχο, την παντοδύναμη μηχανή που οδηγεί σταθερά στην καταστροφή.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου