6.3.4. Επιτύμβια, αναθηματικά και ψηφισματικά ανάγλυφα
Η ολοκλήρωση ή η διακοπή των μεγάλων οικοδομικών έργων στην Ακρόπολη της Αθήνας δημιούργησε νέα δεδομένα στον χώρο της τέχνης γενικότερα, καθώς πολυάριθμοι αρχιτέκτονες, γλύπτες, ζωγράφοι (πρέπει να θυμόμαστε ότι όλα τα αρχαία γλυπτά ήταν χρωματισμένα) και άλλοι ειδικευμένοι τεχνίτες, όχι μόνο Αθηναίοι αλλά και ξένοι, που, σύμφωνα με όσα είπαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, είχαν συρρεύσει στην Αθήνα για να δουλέψουν στην Ακρόπολη και κυρίως στον Παρθενώνα, δεν είχαν πλέον σταθερή απασχόληση και ήταν αναγκασμένοι να αναζητήσουν αλλού εργασία. Αν και, όπως είδαμε πιο πάνω, η κατασκευή ναών και αγαλμάτων σε άλλα δημόσια κτήρια και ιερά της Αθήνας και της Αττικής συνέχισε να προσφέρει εργασία σε αρκετούς από αυτούς, οι υπόλοιποι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να ξενιτευτούν και να δοκιμάσουν την τύχη τους μακριά από την Αττική, ή να στραφούν σε ιδιωτικές παραγγελίες. Προς την τελευταία αυτή κατεύθυνση φαίνεται ότι βοήθησε και το αθηναϊκό κράτος, επιτρέποντας ξανά την κατασκευή μαρμάρινων επιτύμβιων αναγλύφων, που είχαν απαγορευτεί στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., σε μια προσπάθεια να περιοριστεί η επίδειξη του πλούτου και της επιρροής των αριστοκρατικών οικογενειών. Τα νέα επιτύμβια ανάγλυφα, που εμφανίζονται μετά το 430 π.Χ., δεν προβάλλουν την υψηλή κοινωνική θέση των νεκρών, αλλά τους τοποθετούν μέσα στο οικογενειακό ή το φιλικό τους περιβάλλον. Ως προς τη μορφή τα ανάγλυφα αυτά είναι στήλες με τονισμένο τον άξονα του ύψους, που επιστέφονται με κυμάτιο και ταινία, ανθέμιο ή αέτωμα. Με το πέρασμα του χρόνου όμως εμφανίζονται και πληθαίνουν τα παραδείγματα με αρχιτεκτονική πλαισίωση, η οποία αποτελείται από παραστάδες και αέτωμα. Ένα από τα πρωιμότερα αττικά επιτύμβια ανάγλυφα της νέας αυτής κατηγορίας είναι η στήλη του νεαρού Ευφήρου στο Μουσείο του Κεραμεικού, που εικονίζεται ως έφηβος στον δρόμο για το γυμνάσιο με τη στλεγγίδα στο χέρι. Εξαιρετικής ποιότητας έργο των χρόνων γύρω στο 420 π.Χ. είναι μια επιτύμβια στήλη νέου από τη Σαλαμίνα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου εμφανίζονται δύο ζώα με τα οποία ο νεκρός έπαιζε πιθανότατα όσο ζούσε: τον βλέπουμε να απλώνει το χέρι προς ένα κλουβί, στο οποίο υπήρχε ένα πουλί, ενώ επάνω σε έναν μικρό πεσσό κάθεται μια γάτα. Στο οικιακό περιβάλλον μας μεταφέρει η στήλη της Ηγησούς από το νεκροταφείο του Κεραμεικού, που χρονολογείται πιθανότατα γύρω στο 410 π.Χ.: εδώ η νεκρή εικονίζεται καθιστή να κοιτάζει ένα δαχτυλίδι, που το έχει πάρει από μια πυξίδα, την οποία κρατάει ανοιχτή μπροστά της μια νεαρή υπηρέτρια.
Μια άλλη κατηγορία γλυπτών που βλέπουμε να εμφανίζονται ολοένα και συχνότερα στην Αττική από το 430 π.Χ. και έπειτα είναι τα αναθηματικά ανάγλυφα. Τα έργα αυτά είναι ορθογώνιοι μαρμάρινοι πίνακες με ανάγλυφες παραστάσεις, που έχουν τονισμένο τον οριζόντιο άξονα και επίστεψη ή πλαισίωση όμοια με των επιτύμβιων αναγλύφων· τοποθετούνταν μέσα στα ιερά, κατά κανόνα επάνω σε ψηλές πεσσόμορφες βάσεις, για να φαίνονται από μακριά. Τα πρότυπα των αναθηματικών αναγλύφων ήταν πιθανότατα ξύλινοι πίνακες με ζωγραφιστές παραστάσεις, από τους οποίους έχουν σωθεί ελάχιστα δείγματα. Και στις δύο περιπτώσεις το θεματολόγιο των παραστάσεων είναι το ίδιο: εικονίζονται οι θεότητες που λατρεύονται στο ιερό, είτε μόνες τους είτε μαζί με τους αναθέτες. Δεν είναι τυχαίο ότι αναθηματικά ανάγλυφα συναντούμε πολύ συχνά σε ιερά ηρώων και θεών της φύσης, προς τους οποίους οι άνθρωποι αισθάνονταν μεγαλύτερη οικειότητα, γιατί πίστευαν ότι ήταν πιο πρόθυμοι να τους συμπαρασταθούν από ό,τι οι θεοί του Ολύμπου, ή θεών ιατρών όπως ο Ασκληπιός. Συχνά οι αναθέτες τέτοιων αναγλύφων είχαν ιδιαίτερη σχέση με το ιερό στο οποίο τα αφιέρωναν.
Χαρακτηριστικά είναι δύο ανάγλυφα που βρέθηκαν στην περιοχή του Νέου Φαλήρου, στον δρόμο που οδηγεί από την Αθήνα στον Πειραιά, κοντά στις εκβολές του Κηφισού. Εκεί υπήρχε ένα ιερό αφιερωμένο σε διάφορες θεότητες, ανάμεσα στις οποίες αξίζει να αναφέρουμε τον ποτάμιο θεό Κηφισό, τον Ερμή, τις Νύμφες (που ήταν θεότητες της φύσης και των τρεχούμενων νερών), τον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Μαζί λατρευόταν και ένα ζευγάρι τοπικών ηρώων από το γένος των Εχελιδών, ο Έχελος και η Ιασίλη. Το ένα ανάγλυφο, που χρονολογείται γύρω στο 410 π.Χ., το έστησε, σύμφωνα με την επιγραφή που το συνοδεύει, μια γυναίκα με το όνομα Ξενοκράτεια ως δώρο στον Κηφισό, ζητώντας του να φροντίσει την ανατροφή του μικρού γιου της Ξενιάδη. Στην αριστερή πλευρά του αναγλύφου διακρίνονται ο Απόλλων, καθισμένος στον Δελφικό τρίποδα και με τον ομφαλό κάτω από τα πόδια του, και δίπλα του η αδελφή του Άρτεμη. Μπροστά τους, στο πρώτο επίπεδο, βλέπουμε την Ξενοκράτεια, μικρότερη από τις θεϊκές μορφές, με το δεξί χέρι υψωμένο σε στάση προσευχής, και απέναντι της τον Κηφισό, που εικονίζεται ως νεαρός άνδρας. Ανάμεσά τους βλέπουμε τον μικρό Ξενιάδη, που στρέφεται ανυπόμονα προς τον Κηφισό, τραβώντας του το ιμάτιο. Οι υπόλοιπες μορφές του αναγλύφου είναι θεϊκές, αλλά δεν μπορούν να αναγνωριστούν με βεβαιότητα, εκτός από τον ποτάμιο θεό Αχελώο, που εικονίζεται στο δεξί άκρο της παράστασης με σώμα ταύρου και κεφάλι ανθρώπου με κέρατα. Ο Αχελώος, ο μεγαλύτερος ποταμός της Ελλάδας, θεωρούνταν ο πρώτος από τους ποτάμιους θεούς.
Το άλλο ανάγλυφο από το ιερό κοντά στις εκβολές του Κηφισού χρονολογείται και αυτό γύρω στο 410 π.Χ., επιστέφεται με αέτωμα και έχει παραστάσεις και στις δύο όψεις, ώστε μπορούμε να το ονομάσουμε αμφίγλυφο. Στη μία όψη εικονίζονται έξι όρθιες μορφές, όλες τους θεότητες που λατρεύονταν στο ιερό. Στα αριστερά βλέπουμε την Άρτεμη, ντυμένη με κοντό χιτώνα που φτάνει ως τα γόνατα, και απέναντι της δύο γενειοφόρους, με ιμάτιο που καλύπτει το κάτω μέρος του σώματός τους. Για την ταυτότητα του πρώτου, που είναι πιθανότατα ένας τοπικός ήρωας, δεν έχουμε στοιχεία· ο δεύτερος όμως είναι ένας ποτάμιος θεός, όπως δείχνουν τα κέρατα ταύρου στο κεφάλι του, και μπορούμε να τον ταυτίσουμε με τον Κηφισό. Στο δεξιό τμήμα του αναγλύφου εικονίζονται τρεις Νύμφες, θεότητες των τρεχούμενων νερών. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι η μορφή του Κηφισού βρίσκεται στο κέντρο της παράστασης και εικονίζεται κατενώπιον, και λειτουργεί ως σύνδεσμος ανάμεσα στις δύο άλλες ομάδες προσώπων, καθώς τείνει το δεξί του χέρι πίσω από το σώμα του ήρωα που διαλέγεται με την Άρτεμη, ενώ στρέφει το κεφάλι προς τη Νύμφη που στέκεται στα αριστερά του. Στην άλλη πλευρά εικονίζεται μια σκηνή απαγωγής: ένας νεαρός άνδρας έχει ανεβάσει επάνω στο τέθριππο άρμα που οδηγεί μια νέα γυναίκα, την οποία κρατάει σφιχτά με το αριστερό του χέρι, ενώ μπροστά στα άλογα βλέπουμε τον γυμνό Ερμή, που στρέφεται προς το ζευγάρι και οδηγεί το άρμα σε έναν ανηφορικό δρόμο. Ο νεαρός απαγωγέας είναι ο τοπικός ήρωας Έχελος, που παίρνει μαζί του την Ιασίλη, αποφασισμένος να την κάνει γυναίκα του. Στο ανάγλυφο αυτό οι θεότητες εμφανίζονται μέσα στο ιερό όπως θα τις φαντάζονταν οι πιστοί που το επισκέπτονταν. Ο αναθέτης λεγόταν Κηφισόδωρος και, όπως δείχνει το όνομά του, η οικογένειά του πρέπει να είχε ιδιαίτερη σχέση με τη λατρεία του Κηφισού.
Στην τελευταία τριακονταετία του 5ου αιώνα π.Χ., ταυτόχρονα με την επανεμφάνιση των επιτύμβιων αναγλύφων στην Αττική, εμφανίζεται μια νέα κατηγορία αναγλύφων, εκείνα που κοσμούν το επάνω μέρος των μαρμάρινων στηλών στις οποίες χαράσσονταν επιγραφές με το κείμενο σημαντικών ψηφισμάτων, δηλαδή αποφάσεων του Δήμου των Αθηναίων. Η συνήθεια να κοσμούνται οι επιγραφές με ανάγλυφα εξαπλώθηκε και σε άλλες περιοχές, αλλά τα περισσότερα παραδείγματα, και μάλιστα με μεγάλη διαφορά, προέρχονται από την Αττική. Οι παραστάσεις των αναγλύφων αυτών, που τα ονομάζουμε ψηφισματικά, εικονογραφούν με συμβολικό τρόπο το περιεχόμενο του ψηφίσματος. Τέτοιο παράδειγμα είναι το ανάγλυφο που επιστέφει μια στήλη από την Ελευσίνα με ψήφισμα του έτους 421/420 π.Χ. για την κατασκευή γέφυρας στους Ρειτούς, επάνω στην Ιερά Οδό που πήγαινε από την Αθήνα στην Ελευσίνα. Στην αριστερή πλευρά του αναγλύφου εικονίζονται οι δύο θεές της Ελευσίνας, η Δήμητρα και η Κόρη (ή Περσεφόνη) με τις δάδες στα χέρια, και στα δεξιά η Αθηνά, πολιούχος θεά της Αθήνας, με κράνος και δόρυ (που αποδιδόταν με χρώμα). Απέναντι στην Αθηνά στέκεται ένας νέος άνδρας ντυμένος με ιμάτιο, που είναι ο Τριπτόλεμος, ο γιος του μυθικού βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού (βλ. πιο πάνω, κεφ. 6, ενότητα 6.3.3). Ο Τριπτόλεμος δίνει το δεξί του χέρι στην Αθηνά, ανταλλάσσει δηλαδή μαζί της χαιρετισμό. Με τον συμβολικό αυτό τρόπο δηλώνεται ότι η παραδοσιακά στενή σύνδεση της Αθήνας με την Ελευσίνα έγινε ακόμη στενότερη με την κατασκευή της γέφυρας.
Τα ψηφισματικά ανάγλυφα, αν και τις περισσότερες φορές είναι έργα απλά, χωρίς μεγάλες καλλιτεχνικές αξιώσεις, έχουν σημαντική αξία για τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής πλαστικής, επειδή είναι ασφαλώς χρονολογημένα από τα ψηφίσματα που συνοδεύουν. Μας προσφέρεται έτσι η δυνατότητα, βάζοντας τα γλυπτά αυτά σε χρονολογική σειρά, να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της πλαστικής κατά την περίοδο που καλύπτουν, τα χρόνια δηλαδή από το 430 π.Χ. περίπου ως τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου