“Ξέρεις”, λέει, γράφοντας στον Λουκίλιο, “πως η Αρπάστη, η παλαβή δούλα της γυναίκας μου, έμεινε στο σπίτι μου σαν κληρονομικό βάρος· γιατί, από το χαρακτήρα μου, είμαι εχθρός αυτών των τεράτων και αν έχω διάθεση να γελάσω με κάποιον χαζό, δεν μου χρειάζεται να τον ψάξω αρκετά μακριά: γελάω με τον ίδιο μου τον εαυτό. Αυτή η χαζή έχασε ξαφνικά το φως της.
Σου διηγούμαι πράγμα περίεργο αλλά αληθινό: δεν αισθάνεται διόλου πως είναι τυφλή και πιέζει αδιάκοπα τον επιστάτη να την πάρει έξω, γιατί λέει πως το σπίτι μου είναι σκοτεινό.
Εκείνο που περιγελάμε σε αυτή τη γυναίκα, σε παρακαλώ να πιστέψεις πως συμβαίνει στον καθένα μας· κανείς δεν γνωρίζει πως είναι φιλάργυρος ή πως ορέγεται ξένα πράγματα.
Οι τυφλοί τουλάχιστον ζητούν έναν οδηγό. Εμείς ξεφεύγουμε από τον ίσιο δρόμο με τη δική μας συγκατάθεση. Δεν είμαι φιλόδοξος, λέμε, αλλά στη Ρώμη δεν μπορεί να ζήσει κανείς διαφορετικά· δεν είμαι σκορποχέρης, αλλά η πόλη απαιτεί μεγάλα έξοδα· δεν είναι λάθος μου να είμαι χολερικός ή φταίει η νιότη αν ακόμα δεν έχω φέρει σε λογαριασμό κάποιον οριστικό τρόπο ζωής. Ας μην ψάχνουμε έξω από εμάς για την αρρώστια μας· η αρρώστια είναι μέσα μας, φυτεμένη στα σωθικά μας. Και ακριβώς επειδή δεν αισθανόμαστε πως είμαστε άρρωστοι, η γιατρειά μας καθίσταται ακόμα πιο δύσκολη.
Αν από νωρίς δεν αρχίσουμε να φροντίζουμε τις πληγές μας, πότε άραγε θα καταφέρουμε να γιατρέψουμε και αυτές και τα κακά που τις προκαλούν; Ωστόσο, έχουμε ένα πολύ γλυκό γιατρικό, δηλαδή τη Φιλοσοφία, που προσφέρει την πιο γλυκιά γιατρειά. Τις άλλες γιατρειές τις απολαμβάνουμε μόνο όταν έχουν κάμει τη δουλειά τους· ετούτη μας προσφέρει χαρά μεμιάς”.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου