…ἔχει ἄλλωστε προσφυῶς λεχθεῖ ὅτι ἡ βία εἶναι το θηλυκό τοῦ βίος
Ἡ φράση, ἄν και ἀνολοκλήρωτη (το οὐδέτερο εἶναι το βιός· ὅποιος στό βίο χρησιμοποιεῖ βία, ἀποκτάει βιός), ἠχεῖ ὡς εὐφυολόγημα, ἐνδεχομένως καί εὐτελές, ἀποτελεῖ ὅμως βαθύτατη καί τραγική διαπίστωση. Ἕνας βί-ος χωρίς βί-α θά ἦταν ἄνευρος, ἀ-β ί- ω τ ο ς, ἐκτός πού θα ὁδηγοῦσε τήν κοινωνία σέ λήθαργο. Θά ἀποτελοῦσε βέβαια ἀσυγχώρητη καί δόλια ἀπερισκεψία, ἱκανή μόνο γιά ἐλλοχεύοντες ἀ ρ χ ι - μ α ν τ ρ ί - τ ε ς, ἔνστολους ἤ μή, λαϊκούς ἤ ρασοφόρους, νά ἐκληφθεῖ ὅτι ἐκθειάζεται ἐδῶ ἡ βία – ὁ γράφων μάλιστα τή βδελύσσεται ὑπέρ πάντα ἄλλον καί τιμᾶ μέ σεβασμό τούς ἀρνητές της· ἐπειδή ὅμως ἡ πραγματικότητα πραγματοποιεῖται συνήθως ἐρήμην τῶν προθέσεων καί τῶν ἰδεῶν τῶν ἀνθρώπων (τό εἶχε διαπιστώσει ὁ Ἐπίκτητος συνιστώντας νά ἀλλάξουμε τίς ἰδέες γιά τά πράγματα: ταράσσει τούς ἀνθρώπους οὐ τά πράγματα, ἀλλά τά περί τῶν πραγμάτων δόγματα, ἐνῶ ὁ Marx διατύπωσε διαμετρικά ἀντίθετη ἄποψη γιά τή δύναμη τῶν ἰδεῶν καί τή βία, ἀμφίβολης ὅμως ἐπαληθευσιμότητας, γιατί τό χαρακτηριστικό της βίας εἶναι ἡ οἰκουμενικότητά της καί τό μυστικό της ὅτι ἀνανεώνεται διαρκῶς σέ κάθε πραγματικότητα, ἔστω καί νέα πραγματικότητα, ἀκόμα καί μαρξιστική, ὡς ἐπαναστατική βεβαίως ἐδῶ), εὔκολα διαπιστώνεται ὅτι ὁ βίος τίκτει ἀ ν ε ρ ώ τ η τ α καί τή βία σέ ὅλη της τήν πολυχρωμία, πολυμορφία καί ποικιλωνυμία: λευκή, μαύρη, ὑλική, ἠθική, πνευματική, ψυχολογική, ἐπαναστατική..., ὅπως χτίζει καί τά τείχη, κι αὐτά ἀ ν ε π α ι σ θ ή τ ω ς, κατά τόν ποιητή.
Τή βία, ὅπως καί τόν πόλεμο, διδάσκαλο τῆς βίας, δέν τά προπαγανδίζει κανείς ἤ ἔστω λίγοι, πάντως πολύ λιγότεροι ἐκείνων, πού μάχονται γιά τήν εἰρήνη· ἐν τούτοις ἀποτελοῦν στυγνό καί καθημερινό ἐφιάλτη, ἐνῶ ἡ εἰρήνη, παρά τά ἐγκώμια τοῦ Ἀριστοφάνη καί τούς ἀγώνες τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων, ὅπου γῆς, ἀποτελεῖ δυστυχῶς ὅραμα δυσπρόσιτο, πού ἀπομακρύνεται ὁλοένα καί περισσότερο ἀπό τόν Ἀνθρώπινο ὁρίζοντα.
Ὁ Marx καί ὁ Engels ἐπιφυλάσσουν στή βία, τήν ἐπαναστατική ἐννοεῖται, καί ρόλο ἐμβρυουλκοῦ τῆς Ἐλευθερίας καί τῆς Ἁρμονίας, τῆς ἄρσεως δηλ. τῆς οἰκονομικῆς καί κοινωνικῆς ἀνισότητας καί τῆς ἐγκαθιδρύσεως μίας ἀταξικῆς κοινωνίας, κοινωνίας, κατά τά φαινόμενα, τῆς ἀνωνυμίας, ὅπου μόνο ἡ ἐξουσία θά εἶναι ἐπώνυμη καί θά ἀποτελεῖ ἀντικείμενο νομῆς καί καταχρήσεως ἀπό τους ὁμόρρυθμους ἑταίρους, ἐνῶ οἱ «πολίτες», ἐν ὀνόματί τῆς μονολιθικότητας, τῆς ὁμοφωνίας τοῦ κοιμητηρίου – ὑπαινιγμός τοῦ ἰδίου τοῦ Marx γιά τή μονολιθικότητα - θά εὐφημοῦν ἤ θά ἐπευφημοῦν, γνωρίζοντας «τί κούφια λόγια ἤτανε αὐτές οἱ βασιλεῖες», πάλι κατά τόν ποιητή.
Ἀλλά καί ὁ Πλάτων, σοφός μέγας καί Μονοφυσίτης τοῦ «ἀγαθοῦ» καί τοῦ «ἀληθοῦς», ἐξορίζοντας ἀπό τήν Πολιτεία του τούς ποιητές, χωρίς νά φείδεται καί αὐτοῦ τοῦ Ὁμήρου, χάρη στόν ὁποῖο ὑπῆρξε καί ὁ ἴδιος καί οἱ Ἕλληνές, ὡς Ἕλληνες βεβαίως, διώχνοντας τό ἐπιθυμητικόν καί τό θυμοειδές καί κρατώντας τό λογιστικόν, τό Λόγο, ᾦ δεῖ πειστέον, ἕως ἄν τις ἡμᾶς ἄλλῳ καλλίονι πείσῃ, ἐπεφύλασσε στό σύστημα τῆς διαπαιδαγωγητικῆς του δικτατορίας σπουδαία θέση στή βία, ἰσοδύναμη ἐκείνης τῆς πειθοῦς. Ὀνειρευόταν, εὐτυχῶς πού μόνο τό ὀνειρευόταν, ἕνα πολίτευμα, στό ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι δέν θά εἶχαν τίποτε δικό τους παρά μόνο τό σῶμα (μηδέν ἴδιον ἐκτῆσθαι πλήν τό σῶμα, τά δ’ ἄλλα κοινά), ἀκόμα καί τά μάτια καί τ’ αὐτιά θά ἔπρεπε «νά βλέπουν καί νά ἀκοῦνε τά ἴδια πράγματα», δήλ. τίποτα. Ὀνειρευόταν καί ἀνεχόταν πολιτική δραστηριότητα κοιμητηρίου, καί ὅλα αὐτά θά ἐπιτυγχάνονταν πειθοῖ ἡ βίᾳ ἤ πειθοῖ τέ καί βίᾳ, μέ ἀποτελεσματικότατα δηλ. ἐργαλεῖα πολιτικῆς πρακτικῆς.
Ἡ βία, ἅπαξ καί γεννηθεῖ, ἀναπαράγεται ἀπό τοῦ αὐτομάτου, ὅπως θά ἔλεγε κι ὁ Θουκυδίδης γιά τή φωτιά βέβαια, χωρίς ἐπιβήτορα, καί ἡ ὕπαρξή της θά προκαλεῖ πάντα τήν ἄρνησή της, ὅπως τό βέλος τήν ἀσπίδα. Ἡ ἐπιγενόμενη ὅμως βία, γιά νά ἄρει τήν προηγούμενη, πρέπει νά εἶναι περισσότερο ἀποτελεσματική, δήλ. β ι α ι ό τ ε ρ η. Ἡ ἀντιπαράταξη τῆς ἀγάπης στή βία τῆς βίας, παρ’ ὅλες τίς ἀγαθές προθέσεις τῶν εἰσηγητῶν της, ἀπό τό Χριστό ὡς τόν Γκάντι, διαψεύστηκε οἰκτρότατα ἀπό τήν καθημερινή πραγματικότητα καί ἀπόδειξη γι’ αὐτό ἡ οἰκουμενικότητα καί ἡ κυριαρχία της βίας: τό μέγιστο μέρος τῆς Οἰκουμένης εἶναι ντυμένο στό χακί, ἐνῶ τό ὑπόλοιπο στενάζει ὑπό ἄλλες, ποικιλώνυμες στολές. Τό κακό λοιπόν καταπολεμεῖται ἀπό τό μεῖζον κ α κ ό, τ ό χειρότερο, ἀδιάφορο ἄν αὐτό, τό χειρότερο, ἐμφανίζεται ὡς καλύτερο – εἶναι ὁ μόνος τρόπος νά παγιδεύει τά θύματα τῆς βίας, ἀλλιῶς θά ἦταν καί ἀποκρουστικό καί ἀναποτελεσματικό. Ἔτσι ἐξηγεῖται τό ὅτι ἐπικρατεῖ, σέ συνοπτική βέβαια θεώρηση τοῦ κόσμου καί ὄχι μ ε ρ ι κ ή, πάντα τό χειρότερο, γιά τό ὁποῖο, λόγω ὑπερβολικῆς ἀδράνειας, μέ τή σημασία πού ἔχει ὁ ὅρος στή Φυσική ἐπιστήμη, ἀπαιτεῖται μεγαλύτερη δύναμη γιά νά ἐντοπισθεῖ και νά ἐκτοπισθεῖ, δηλ. μεῖζον κακό...!
Ή παροιμιώδης φράση τοῦ ἀρχαίου Σπαρτιάτη βασιλιά ἀπόλωλεν, ὦ Ἡράκλεις, ἀνδρός ἀρετά (χάθηκε, Ἡρακλῆ, τοῦ ἄντρα ἡ παλικαροσύνη), ὅταν πρώτη φορά εἶδε καταπελτικό βέλος, παρακινεῖ τον γράφοντα στήν ἀκόλουθη σκέψη: ἡ ἀρετή, ἡ ἀνδρεία ἐν προκειμένω, ἀποσπᾶται ἀπό τόν φορέα της, τόν ἀνθρωπο, και γίνεται ἐξάρτημα, μόριο τοῦ δημιουργήματος της νοητικής του ἐπίνοιας. Τό ἴδιο συμβαίνει μᾶλλον καί μέ τήν ἠθική ἀρετή, εἰδικότερα σήμερα, πού τό εἶναι τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ὑποκατασταθεῖ ἀπό τό ἔ χ ε ι ν, πού ὁ ἄνθρωπος εἶναι μόνο ὅταν ἔ χ ε ι, καί, έπειδή τείνει διαρκώς νά ἔ χ ε ι καί μ ά λ ι σ τ α π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ α, δέν είναι ποτέ ἤ μᾶλλον εἶναι κλάσμα τοῦ ἑαυτοῦ του, δ έ ν ἰ σ ο ῦ τ α ι μέ τόν ἑ α υ τ ό του, εἶναι και γίνεται μέρα μέ τή μέρα καί πιό μ ι σ - ε ρ ό ς, ἀκρωτηριασμένος δηλ. ώς προς τό οὐσιαστικότερο στοιχεῖο του, ἀλλά καί ἔ μ π λ ε ω ς μ ί σ - ο υ ς !
Αὐτό σημαίνει ὅτι μόνο ἡ παραίτηση τοῦ ἀνθρώπου άπό τά μηχανικά του δημιουργήματα, αὐτά πού τοῦ προσπορίζουν δύναμη ἀμήχανη τουλάχιστον, μπορεῖ νά ὁδηγήσει τήν ἀρετή, καί ὡς ἀνδρεία καί ὡς ἠθική πλήρωση, στά μέτρα του καί ὄχι στά μέτρα τῶν δυνατοτήτων του. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως σεμνύνεται γιά τά δημιουργήματα καί τά ὅπλα του — τά ἐπιδεικνύει ἄλλωστε περήφανα στίς παρελάσεις!, καί δέν πρόκειται νά παραιτηθεῖ ποτέ ἀπ’ αὐτά, ἀλλά θά τά χρησιμοποιεῖ ἐπιτείνοντας ἤ ἄλλάζοντας τίς μορφές τῆς βίας, ὅπως φαίνεται στις ἔκρυθμες κυρίως καταστάσεις. Ἐκτός αὐτοῦ, τά ὅπλα του καλύπτουν καί ποικίλες ἄλλες ἀνάγκες ἐγγενεῖς καί ἀναπαλλοτρίωτες, καί ὡς ζώου καί ὡς ἀνθρωπίνου ὄντος, δυστυχώς.
Δεδομένου λοιπόν ὅτι ὁ βίος τίκτει τή βία, δεδομένης δηλ. τῆς μητρότητας τῆς βίας, ἀπορητέον πῶς τίκτεται ὁ βίος. Μήπως ὅπως ἡ Ἀδράστεια, ἡ Ἀνάγκη τῶν ἀρχαίων, πλάσμα ἀρρενόθηλυ, masculofemina, μήπως αὐτοαναπαράγεται σάν αὐγό πού κυοφορεῖ καί κυοφορεῖται συγχρόνως, κυούμενον καί κύον ὠόν, τυφλά καί ἀνεξέλεγκτα μέ τήν ἁπλή καί γνωστή καταγωγική πράξη, τόσο οἰκεία ἄλλωστε καί στά ζῶα, πού ἀποτελεῖ τό θεμέλιό τῆς ἀναπαραγωγῆς καί ἐμμέσως καί τῆς παραγωγικότητας; Καί ἡ πράξη αὐτή ἀπό ἔνστικτο ἤ ἐπιθυμία; Κι αὐτά; Ἐδῶ ὅμως παύει κατά τόν γράφοντα νά ὑφίσταται τό πρόβλημα ὡς πρόβλημα - ἕνα πρόβλημα τίθεται, ὅταν εἶναι δεδομένοι καί οἱ ὅροι γιά τήν ἐπίλυσή του - καί ἀναδύεται ὡς αἴνιγμα αὔταρκες καί ἀεί ἀπορούμενον, στό ὁποῖο ὡς ἀπάντηση μόνο μία προσεγγιστική εἰκασία μπορεῖ νά δοθεῖ, ἕνα νέο δήλ. αἴνιγμα, ἐνῶ τό προηγούμενο θά λανθάνει διαρκῶς καί περισσότερο στό χῶρο ὅπου βλάστησε, στό βυθό του, μέχρι νά ἀναδυθεῖ ἐκ νέου σφριγηλό στό φῶς, ὁπότε θά πρέπει νά ἐγείρουμε πάλι τόν Οἰδίποδα, α ἰ ν ι γ μ ά τ ω ν λ ύ τ η, ἀπό τόν ὕπνο του, γιά νά ξαναχάσει τό φῶς του, ἑλληνικά βέβαια καί τούτη τή φορά!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου