3.4.3. Η χαλκοτεχνία: Αγγεία και αγάλματα
Η τέχνη της χύτευσης του χαλκού ήταν γνωστή στην Ελλάδα από πολύ παλιά. Είδαμε ότι ήδη από τα γεωμετρικά χρόνια κατασκευάζονταν μεγάλα αγγεία αλλά και αγαλμάτια από χαλκό, που αφιερώνονταν σε ιερά, ιδιαίτερα στην Ολυμπία. Τα αγαλμάτια αυτά είναι χυτά και μάλιστα συμπαγή, δηλαδή ολόχυτα, φτιαγμένα με βάση ένα κέρινο πρόπλασμα, που το τοποθετούσαν μέσα σε μανδύα από πυρίμαχο πηλό με ανοίγματα και τα θέρμαιναν ώσπου να λιώσει το κερί και να φύγει· στη συνέχεια έχυναν λιωμένο μέταλλο στο κενό που είχε δημιουργηθεί, περίμεναν να κρυώσει και έβγαζαν το αγαλμάτιο σπάζοντας το πήλινο περίβλημα. Με τον τρόπο αυτό μπορούσαν να κατασκευαστούν μόνο μικρού μεγέθους έργα. Ήδη όμως από τα μέσα περίπου του 7ου αιώνα π.Χ. οι Έλληνες εφάρμοζαν και την κοίλη χύτευση, που ήταν από παλιά γνωστή στην Ανατολή. Έτσι γινόταν οικονομία στο μέταλλο και ήταν δυνατή η κατασκευή μεγάλων χάλκινων έργων. Στην πιο απλή εκδοχή της ονομάζεται άμεση χύτευση. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιεί έναν πυρήνα από πηλό, που έχει τα κύρια χαρακτηριστικά του τελικού έργου· επάνω στον πυρήνα τοποθετούνταν ένα φύλλο κεριού, στο οποίο ο γλύπτης έδινε την τελική μορφή του γλυπτού πριν το καλύψει με πήλινο μανδύα. Η συνέχεια της κατεργασίας ήταν η ίδια· θέρμαιναν δηλαδή τον πηλό, ώσπου να λιώσει και να φύγει το κερί, και στη συνέχεια έχυναν το λιωμένο μέταλλο. Ήταν επίσης γνωστή η τεχνική της σφυρηλάτησης χάλκινων ελασμάτων, η οποία χρησιμοποιούνταν κυρίως για την κατασκευή μεγάλων αγγείων, όπως οι τρίποδες.
Στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. η χαλκοπλαστική γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία (Ελλάδος περιήγησις 8.14.8), εφευρέτες της χύτευσης των κοίλων εσωτερικά χάλκινων αγαλμάτων ήταν οι περίφημοι Σάμιοι αρχιτέκτονες και τεχνίτες Ροίκος και Θεόδωρος, για τους οποίους έχουμε ήδη μιλήσει. Ήδη από το δεύτερο τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ. αυξάνεται σημαντικά η παραγωγή χάλκινων αγαλματίων που εικονίζουν άνδρες (στο σχήμα του κούρου), γυναίκες (στο σχήμα της κόρης) και μορφές ζώων ή μυθικών όντων. Τα αγαλμάτια αυτά συχνά ήταν αφιερώματα σε ιερά, αντίστοιχα με τα μεγάλα αγάλματα, αλλά πολύ φθηνότερα· σε αρκετές περιπτώσεις όμως διακοσμούσαν χρηστικά αντικείμενα, όπως καθρέφτες, ή μεγάλα χάλκινα αγγεία, κυρίως κρατήρες και υδρίες.
Εργαστήρια χαλκοπλαστικής που κατασκεύαζαν τέτοια έργα υπήρχαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, καθώς και σε ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας. Η προσεκτική μελέτη των χάλκινων αγαλματίων έδωσε στους αρχαιολόγους τη δυνατότητα να ξεχωρίσουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των κυριότερων εργαστηρίων (της Κορίνθου, της Λακωνίας, της Αθήνας, της Σάμου κ.ά.). Τέτοια εργαστήρια μπορούσαν, ωστόσο, να δημιουργηθούν και μακριά από τα μεγάλα κέντρα, όπου υπήρχε η ανάλογη ζήτηση. Έτσι είναι πιθανόν ότι πολλά από τα χάλκινα αγαλμάτια που βρέθηκαν στο ιερό του Δία στη Δωδώνη της Ηπείρου είναι έργα Κορίνθιων τεχνιτών, που είχαν εγκατασταθεί σε κάποια αποικία της δυτικής Ελλάδας. Τέτοια παραδείγματα είναι ένα αγαλμάτιο ιππέα, που χρονολογείται πριν από τα μέσα του 6ου αιώνα (γύρω στο 570 π.Χ.) και φαίνεται ότι δεν ήταν μόνο του, αλλά είχε και ταίρι (κάτι που σημαίνει ότι εικονίζει πιθανόν έναν από τους Διοσκούρους) και ένα αγαλμάτιο του Δία που κραδαίνει με το δεξί χέρι τον κεραυνό και χρονολογείται περίπου μισό αιώνα αργότερα (530-520 π.Χ.). Τα περισσότερα από τα χάλκινα αγαλμάτια είναι αφιερώματα απλών ανθρώπων χωρίς μεγάλες καλλιτεχνικές αξιώσεις, όπως ένα αγαλμάτιο από αγροτικό ιερό της Αρκαδίας, που εικονίζει έναν βοσκό με τον κοντό του χιτώνα, τα παπούτσια του και τον σκούφο του να κρατάει ένα μοσχάρι στους ώμους, τοπικό έργο των χρόνων 530-520 π.Χ. Υπάρχουν όμως και έργα υψηλής ποιότητας, όπως ένας αρκετά μεγάλος κούρος (ύψος 0,40 m) στους Δελφούς με περιδέραιο στον λαιμό, κατασκευασμένος στα ίδια περίπου χρόνια, πιθανότατα από λακωνικό εργαστήριο.
Αλλά το μέτρο της ικανότητας των Ελλήνων χαλκουργών της αρχαϊκής εποχής μάς το δίνουν τα μεγάλα χάλκινα αγγεία, από τα οποία δυστυχώς σώζονται ελάχιστα. Το σημαντικότερο από αυτά, ο κρατήρας του Vix, βρέθηκε πολύ μακριά από τον ελληνικό κόσμο, στο Mont Lassois της βόρειας Βουργουνδίας (στην ανατολική Γαλλία), στον τάφο ενός τοπικού Κέλτη ηγεμόνα, και φυλάσσεται στο Μουσείο του Châtillon-sur-Seine, μιας μικρής πόλης κοντά στις πηγές του Σηκουάνα. Ο κρατήρας του Vix (σ. 124) είναι το μεγαλύτερο αγγείο που έχει σωθεί από την Αρχαιότητα και οι διαστάσεις του είναι πραγματικά εντυπωσιακές: ύψος 1,64 m, μέγιστη διάμετρος 1,27 m, διάμετρος στο χείλος 1 m· το βάρος του είναι 208,6 κιλά. Επάνω στο στόμιο εφαρμόζει ένα κάλυμμα βάρους 14 κιλών, που ήταν σουρωτήρι (ἠθμός), όπως δείχνουν οι πολλές μικρές τρύπες που διατάσσονται ακτινωτά σε πέταλα γύρω από έναν κύκλο. Στο κέντρο του καλύμματος υπάρχει, ένα αγαλμάτιο κόρης ύψους 0,19 m. Ο λαιμός και το σώμα του αγγείου έχουν κατασκευαστεί από ένα μόνο σφυρηλατημένο έλασμα χαλκού με μέγιστο πάχος μόλις 5 χιλιοστά. Η διακόσμηση στον ώμο και στη βάση αποτελείται από εγχάρακτα γλωσσωτά κοσμήματα. Το χείλος αποτελείται από δύο χυτά τμήματα διακοσμημένα με γλώσσες και σπειρομαίανδρο. Αλλά το πιο αξιόλογο μέρος του διακόσμου είναι οι οπλίτες και τα τέθριππα άρματα στον λαιμό, καθώς και οι δύο λαβές. Τα στοιχεία αυτά χυτεύθηκαν χωριστά και στερεώθηκαν στο αγγείο με καρφιά σε θέσεις σημειωμένες με γράμματα του αλφαβήτου. Οι ελικωτές λαβές στηρίζονται σε μορφές Γοργόνων, που τα πόδια τους απολήγουν σε κεφάλια φιδιών, ενώ μικρότερα φίδια τυλίγονται γύρω από τους βραχίονές τους. Στον κενό χώρο ανάμεσα στις λαβές και τον λαιμό του αγγείου υπάρχουν δύο όρθια λιοντάρια, που πατούν επάνω σε ελάσματα. Η ποιότητα της εργασίας και η ακρίβεια της συναρμολόγησης προκαλούν θαυμασμό.
Ο κρατήρας του Vix συνδυάζει χαρακτηριστικά του κορινθιακού και του λακωνικού εργαστηρίου και είναι πιθανότατα έργο Ελλήνων τεχνιτών εγκατεστημένων σε κάποια αποικία της Κάτω Ιταλίας. Για τη χρονολόγησή του έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις· μπορούμε πάντως να τοποθετήσουμε το έργο με σχετική ασφάλεια στο τρίτο τέταρτο του 6ου αιώνα (550-525 π.Χ.). Για τη σημασία και την αξία του κρατήρα αρκεί να αναλογιστούμε ότι ταξίδεψε από το νότιο άκρο της Ιταλικής Χερσονήσου ως την άνω κοιλάδα του Σηκουάνα, περνώντας πιθανότατα από τις ορεινές διαβάσεις των Άλπεων, για να καταλήξει ως δώρο ή ως αντάλλαγμα στα χέρια ενός Κέλτη ηγεμόνα. Την εποχή αυτή οι Κέλτες ήλεγχαν, όπως φαίνεται, τον δρόμο του κασσιτέρου, ενός μετάλλου απαραίτητου για τα κράματα του χαλκού, που ερχόταν από τα βρετανικά νησιά (τις Κασσιτερίδες νήσους). Γνωρίζουμε από τον Ηρόδοτο για έναν μεγάλο και πολύτιμο χάλκινο κρατήρα, που πρέπει να τον φανταστούμε όμοιο με αυτόν του Vix και ακόμη μεγαλύτερο, τον οποίο είχαν στείλει οι Λακεδαιμόνιοι δώρο στον Κροίσο, αλλά είχε καταλήξει στη Σάμο (Ηρόδοτος 1.70):
«Γι᾽ αυτόν λοιπόν τον λόγο οι Λακεδαιμόνιοι δέχτηκαν τη συμμαχία, και γιατί ο Κροίσος αυτούς ξεχώρισε ανάμεσα απ᾽ όλους τους Έλληνες και τους διάλεξε για φίλους. Έτσι ήταν έτοιμοι να τον βοηθήσουν, όταν θα τους το μηνούσε, ενώ παράλληλα έφτιαξαν έναν κρατήρα χάλκινο, που από την έξω μεριά τον γέμισαν γύρω στα χείλη με παραστάσεις κάθε λογής, μεγάλον να χωρά τριακόσιους αμφορείς, και του τον έστειλαν, θέλοντας να τον προσφέρουν του Κροίσου αντιχάρισμα. Αυτός ο κρατήρας δεν έφτασε ποτέ στις Σάρδεις, για δύο, διαφορετικούς όπως τους λεν, λόγους: οι Λακεδαιμόνιοι λένε πως ταξιδεύοντας ο κρατήρας για τις Σάρδεις, όταν έφτασε στα νερά της Σάμου, τον πήραν είδηση οι Σάμιοι και ορμώντας με τα μακριά τους καράβια τον άρπαξαν. Οι ίδιοι όμως οι Σάμιοι λένε ότι, επειδή καθυστέρησαν οι Λακεδαιμόνιοι που συνόδευαν τον κρατήρα και πληροφορήθηκαν πως και οι Σάρδεις και ο Κροίσος είχαν πέσει στα χέρια του Κύρου, πούλησαν τον κρατήρα στη Σάμο, και κάποιοι άγνωστοι που τον αγόρασαν τον αφιέρωσαν στο ναό της Ήρας. Και ίσως εκείνοι που τον πούλησαν, όταν έφτασαν στη Σπάρτη, είπαν πως τους τον άρπαξαν οι Σάμιοι.»
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου