ποῦ φαέθων Ἅλιος, εἰ ταῦτ᾽ ἐφορῶν-
825 τες κρύπτουσιν ἕκηλοι;
ΗΛ. ἒ ἔ, αἰαῖ.
ΧΟ. ὦ παῖ, τί δακρύεις;
830 ΗΛ. φεῦ. ΧΟ. μηδὲν μέγ᾽ ἀΰσῃς.
ΗΛ. ἀπολεῖς. ΧΟ. πῶς;
ΗΛ. εἰ τῶν φανερῶς οἰχομέ-
νων εἰς Ἀΐδαν ἐλπίδ᾽ ὑπ-
835 οίσεις, κατ᾽ ἐμοῦ τακομέ-
νας μᾶλλον ἐπεμβάσῃ.
ΧΟ. οἶδα γὰρ ἄνακτ᾽ Ἀμφιάρεων [ἀντ. α]
χρυσοδέτοις ἕρκεσι κρυφθέντα γυναι-
κῶν καὶ νῦν ὑπὸ γαίας
840 ΗΛ. ἒ ἔ, ἰώ.
ΧΟ. πάμψυχος ἀνάσσει.
ΗΛ. φεῦ. ΧΟ. φεῦ δῆτ᾽· ὀλοὰ γὰρ
845 ΗΛ. ἐδάμη. ΧΟ. ναί.
ΗΛ. οἶδ᾽ οἶδ᾽· ἐφάνη γὰρ μελέ-
τωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει· ἐ-
μοὶ δ᾽ οὔτις ἔτ᾽ ἔσθ᾽· ὃς γὰρ ἔτ᾽
ἦν, φροῦδος ἀναρπασθείς.
ΧΟ. δειλαία δειλαίων κυρεῖς. [στρ. β]
850 ΗΛ. κἀγὼ τοῦδ᾽ ἴστωρ, ὑπερίστωρ,
πανσύρτῳ παμμήνῳ πολλῶν
δεινῶν στυγνῶν τ᾽ αἰῶνι.
ΧΟ. εἴδομεν ἃ θροεῖς.
ΗΛ. μή μέ νυν μηκέτι
855 παραγάγῃς, ἵν᾽ οὐ—
ΧΟ. τί φής; ΗΛ. πάρεισιν ἐλπίδων
ἔτι κοινοτόκων εὐπατρίδων τ᾽ ἀρωγαί.
860 ΧΟ. πᾶσι θνατοῖς ἔφυ μόρος. [ἀντ. β]
ΗΛ. ἦ καὶ χαλαργοῖς ἐν ἁμίλλαις
οὕτως, ὡς κείνῳ δυστάνῳ,
τμητοῖς ὁλκοῖς ἐγκῦρσαι;
ΧΟ. ἄσκοπος ἁ λώβα.
865 ΗΛ. πῶς γὰρ οὔκ; εἰ ξένος
ἄτερ ἐμᾶν χερῶν—
ΧΟ. παπαῖ. ΗΛ. κέκευθεν, οὔτε του
870 τάφου ἀντιάσας οὔτε γόων παρ᾽ ἡμῶν.
825 τες κρύπτουσιν ἕκηλοι;
ΗΛ. ἒ ἔ, αἰαῖ.
ΧΟ. ὦ παῖ, τί δακρύεις;
830 ΗΛ. φεῦ. ΧΟ. μηδὲν μέγ᾽ ἀΰσῃς.
ΗΛ. ἀπολεῖς. ΧΟ. πῶς;
ΗΛ. εἰ τῶν φανερῶς οἰχομέ-
νων εἰς Ἀΐδαν ἐλπίδ᾽ ὑπ-
835 οίσεις, κατ᾽ ἐμοῦ τακομέ-
νας μᾶλλον ἐπεμβάσῃ.
ΧΟ. οἶδα γὰρ ἄνακτ᾽ Ἀμφιάρεων [ἀντ. α]
χρυσοδέτοις ἕρκεσι κρυφθέντα γυναι-
κῶν καὶ νῦν ὑπὸ γαίας
840 ΗΛ. ἒ ἔ, ἰώ.
ΧΟ. πάμψυχος ἀνάσσει.
ΗΛ. φεῦ. ΧΟ. φεῦ δῆτ᾽· ὀλοὰ γὰρ
845 ΗΛ. ἐδάμη. ΧΟ. ναί.
ΗΛ. οἶδ᾽ οἶδ᾽· ἐφάνη γὰρ μελέ-
τωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει· ἐ-
μοὶ δ᾽ οὔτις ἔτ᾽ ἔσθ᾽· ὃς γὰρ ἔτ᾽
ἦν, φροῦδος ἀναρπασθείς.
ΧΟ. δειλαία δειλαίων κυρεῖς. [στρ. β]
850 ΗΛ. κἀγὼ τοῦδ᾽ ἴστωρ, ὑπερίστωρ,
πανσύρτῳ παμμήνῳ πολλῶν
δεινῶν στυγνῶν τ᾽ αἰῶνι.
ΧΟ. εἴδομεν ἃ θροεῖς.
ΗΛ. μή μέ νυν μηκέτι
855 παραγάγῃς, ἵν᾽ οὐ—
ΧΟ. τί φής; ΗΛ. πάρεισιν ἐλπίδων
ἔτι κοινοτόκων εὐπατρίδων τ᾽ ἀρωγαί.
860 ΧΟ. πᾶσι θνατοῖς ἔφυ μόρος. [ἀντ. β]
ΗΛ. ἦ καὶ χαλαργοῖς ἐν ἁμίλλαις
οὕτως, ὡς κείνῳ δυστάνῳ,
τμητοῖς ὁλκοῖς ἐγκῦρσαι;
ΧΟ. ἄσκοπος ἁ λώβα.
865 ΗΛ. πῶς γὰρ οὔκ; εἰ ξένος
ἄτερ ἐμᾶν χερῶν—
ΧΟ. παπαῖ. ΗΛ. κέκευθεν, οὔτε του
870 τάφου ἀντιάσας οὔτε γόων παρ᾽ ἡμῶν.
***
ΚΟΜΜΟΣΧΟΡ. Πού είναι του Δία οι κεραυνοί
κι ο λαμπρός Ήλιος, πού,
αν βλέπουν και τα κρύβουν όλ᾽ αυτά
χωρίς να κινηθούν;
ΗΛΕ. Αχ κι αχ! ΧΟΡ. Κόρη, γιατί στενάζεις; ΗΛΕ. Αχ!
830 ΧΟΡ. Λόγο μεγάλο να μην πεις.
ΗΛΕ. Θα με σκοτώσεις. ΧΟΡ. Και γιατί;
ΗΛΕ. Αν την καρδιά μου με κρυφές
ελπίδες να στηρίζεις θες
γι᾽ αυτούς που παν αγύριστα στον Άδη,
σα να μου βρίζεις, και βαριά,
του πόνου που με λιώνει το μαράζι.
ΧΟΡ. Μα ξέρω πως κι ο Αμφιάραος
ο βασιλιάς πήγε άφαντος
απ᾽ τα χρυσόδετα τα βρόχια
840 γυναίκας· μα όμως τώρα μες στη γη…
ΗΛΕ. Αχ κι αχ! ΧΟΡ. Σύψυχος βασιλεύει. ΗΛΕ. Αχ!
ΧΟΡ. Αλήθεια κι αχ. Γιατί η κακούργ᾽ αυτή…
ΗΛΕ. …επήγε σκοτωμένη. ΧΟΡ. Ναι.
ΗΛΕ. Το ξέρω· γιατί εκείνου φάνηκε
ο εκδικητής στο πένθος του·
για μένα πια κανένας δεν υπάρχει·
γιατί κι εκείνος πού ητανε,
μ᾽ αρπάχτηκε και πάει και πάει.
ΧΟΡ. Δυστυχισμένη, έχεις συφορές…
850 ΗΛΕ. Το ξέρω και το παραξέρω εγώ·
μέρα δε στέκει ουδέ στιγμή
τ᾽ άγριο το ρέμα που να μη
πάνω στην κεφαλή μου κατεβάσει
τις πιο φριχτές πιο μισητές
που ᾽ναι στον κόσμο συφορές.
ΧΟΡ. Το είδαμ᾽ εμείς γιατί θρηνείς.
ΗΛΕ. Τότε λοιπόν μην προσπαθείς
να με ξεσύρεις εκεί που… ΧΟΡ. Τί θες να πεις;
ΗΛΕ. …κάθε βοήθειας χάθηκαν ελπίδες
από αδερφούς μας ευπατρίδες.
860 ΧΟΡ. Για όλους μας είναι ο θάνατος.
ΗΛΕ. Μα τέτοιος, σαν που βρήκ᾽ εκείνο
τον άμοιρο, σε γρηγοραλογόδρομους
αγώνες, μέσα σε λουριά μπλεγμένο;
ΧΟΡ. Ακατανόητη συφορά. ΗΛΕ. Πώς όχι, αφού στα ξένα
κι από τα χέρια μου μακριά…
ΧΟΡ. Αλίμονο! ΗΛΕ. …μου χάθηκε χωρίς ταφή
870 και χωρίς θρήνους από μένα!