Ο Ιησούς είναι ο άνθρωπος της εποχής του, αλλά και ο διαλεχτός της νέκυιας των ποιητών.
Ξεψύχησε κυκλωμένος από τις ίδιες σκέψεις καλιακούδες, που θα είχε κάμει ο καθένας από κείνους τους έξι χιλιάδες δούλους του Σπάρτακου, όταν τους είχε σταυρώσει εκατό χρόνια παλαιότερα ο Κράσσος στο δρόμο από την Καπούη για τη Ρώμη.
Στα λόγια του «ίνα τί με έγκατέλιπες;» βλέπω ένα συντριμμό χωρίς όρια. Το πιο αξιοθρήνητο ναυάγιο της υπαρκτικής βίωσης του ανθρώπου.
Αν γινότανε τρόπος να ξαναγυρίσει σήμερα κοντά μας, και έβλεπε τη χάρη με την οποία τον έχρισε η ιστορία, θα χαιρότανε.
Γιατί θά 'βρισκε πως την άξιζε τέτοια τιμή από τους ελάχιστους εκείνους που κατανοούν το δράμα του.
Επειδή έζησε ζωντανός το θάνατο του. Στην ίδια τροχιά του Οδυσσέα και του Αινεία.
Όμως, στα εκατοντάδες εκατομμύρια που τον λατρεύουν σήμερα σα θεό, τους χριστιανούς καθώς τους λένε, θα είχε να ειπεί.
Αυτός, ο φάγος και οινοπότης:
- Μα εγώ δεν είμαι χριστιανός, βρε σαφρακιάρηδες. Κι εσείς μοιάζετε σε μένα, όσο μοιάζει ο ρυπαρός ιπποπόταμος στο περήφανο άλογο με το κατάλευκο δέρμα και τα κατάμαυρα μάτια.
Όλους εσάς δεν ήρθα να σώσω. Να σας καταγγείλω ήρθα, και να σας φραγγελώσω.
Το μυαλό σας, την ψευτιά σας, την αχρεία ψυχή, και τις δολερές σας πράξεις.
Αυτά είχα στο νου μου, την ώρα που τίναζα τα αστροπελέκια με τα απανωτά «ουαί» για τη φαρισαϊκή ηθική σας.
Με αστραπές τρεκλές, με βροντή και με λάμψη εμαστίγωσα την υποκρισία σας.
Και σεις με κάματε σημαία στα ψεύδη και σάλπιγγα στις πομπές σας.
Γιατί όλοι σας, από τον πάπα της Ρώμης και τον πατριάρχη της Πόλης, από το σοφό θεολόγο και το φοροφυγά επίτροπο της ενορίας ως τον τουρλωτό καθηγούμενο του μοναστηριού, είσαστε ίδιοι οι τάφοι που παράσταινα.
Γιομάτοι ακαθαρσίες, μύγα κουλουμωτή, και σάπια κόκαλα.
Και τούτο το τέρας των τεράτων δύο χιλιάδες χρόνους τώρα.
Το σέρνετε και χαράζετε την τροχιά της ιστορίας, όπως οι Τρώες που έσερναν εκείνο το ξύλινο άλογο με χαχανητά και αλληλούια από τα τείχη στην πόλη. Χωρίς να ξέρουν ότι ετοίμαζαν το χαμό τους.
Σας βλέπω χωσμένους στα ερείπια της ιστορίας, που οι ίδιοι στο όνομα μου θα την γκρεμίσετε.
Διπλοεντέληνοι και παχυμουλαράτοι.
Κακά σας έμαθε, όποιος σας είπε ότι σας φέρνω ειρήνη.
Ρομφαία και μαχαίρια σας έφερα.
Και το μεγάλο πόλεμο στον εαυτό σας πρώτα, και ύστερα στους υποκριτές του κόσμου.
Καμωθήκατε πως δεν καταλάβατε αυτά που σας είπα.
Όμως τα λόγια μου ήσαν κρυστάλλινα και καθαρά σαν τα μάτια μου.
Εκείνος που είναι να τραβήξει το δρόμο μου, είπα, θα σηκώσει τον ιδικό του σταυρό.
Άλλο πέρασμα δεν υπάρχει.
Ούτε άλλη ερμηνεία στα λόγια μου.
Μα εσείς διακωμωδήσατε την τραγωδία.
Ανοίξατε πόρτα εκεί που δεν υπάρχει.
Την οδηγία μου την κατεβάσατε στη λασπουριά και στα έλη σας.
Όπου κοάζετε και βουτάτε με τους βαθράκους.
Εγώ να σηκώσω τις δικές σας αμαρτίες;
Για ποιο λόγο τάχα, χαραμήδες;
Το χρώσταγα στην αμάθεια, στην οκνηρία, στο βόλεμα σας;
Στο λιανό άντερο και στο χοντρό σας;
Ναι. Είναι αλήθεια πως σας ζήτησα ν' αγαπάτε τους άλλους.
Αλλά πώς ημπορείτε, θεομπαίχτες, ν' αγαπάτε τους άλλους, αν δεν πάψετε πρώτα ν' αγαπάτε τον εαυτό σας;
Που ο καθένας σας πιστεύει πως είναι ο άξονας, που γύρω του κινείται η γη και η ιστορία;
Με παραχαράξατε ως το τελευταίο μου κύτταρο.
Και διδάξατε πονηρά ότι ανέβηκα στο σταυρό, για να σας λυτρώσω.
Όχι. Εκείνος που είναι να σωθεί, που σημαίνει εκείνος που διάλεξε τη ζωή της αρετής και του δίκιου, θα τραβήξει αναπόφευγα για το δικό του λόφο και το δικό του όρος.
Τέλος, κιοτήδες και κάλπηδες.
Αγιορείτες, μαδεμλίνοι, δομηνικανοί, σαβουρώματα.
Τέλος. Αρκετά στο όνομα μου σταυρώσατε το ανθρώπινο γένος!
Ο Ιησούς, ποιητής με λάμψη που τυφλώνει, είναι ο μέγας Ουτοπικός.
Λησμόνησε τα πόδια, και ζήτησε τους ανθρώπους με φτερά.
Οι άγγελοι όμως κατοικούν στον ουρανό. Σαν ξεπέσουν στη γης, γίνουνται διάβολοι.
Νομενκλατούρες, μαλαματαίοι, αρχιδιαμάντες, και πρωτοκλασάτοι φτωχοδιάβολοι.
Δημήτρης Λιαντίνης, Γκέμμα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου