Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους Τύραννος (463-512)

ΧΟ. τίς ὅντιν᾽ ἁ θεσπιέπει- [στρ. α]
α Δελφὶς εἶπε πέτρα
465 ἄρρητ᾽ ἀρρήτων τελέσαν-
τα φοινίαισι χερσίν;
ὥρα νιν ἀελλάδων
ἵππων σθεναρώτερον
φυγᾷ πόδα νωμᾶν.
ἔνοπλος γὰρ ἐπ᾽ αὐτὸν ἐπενθρῴσκει
470 πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας,
δειναὶ δ᾽ ἅμ᾽ ἕπονται
Κῆρες ἀναπλάκητοι.

ἔλαμψε γὰρ τοῦ νιφόεν- [ἀντ. α]
τος ἀρτίως φανεῖσα
475 φάμα Παρνασσοῦ τὸν ἄδη-
λον ἄνδρα πάντ᾽ ἰχνεύειν.
φοιτᾷ γὰρ ὑπ᾽ ἀγρίαν
ὕλαν ἀνά τ᾽ ἄντρα καὶ
πετραῖος ὁ ταῦρος,
μέλεος μελέῳ ποδὶ χηρεύων,
480 τὰ μεσόμφαλα γᾶς ἀπονοσφίζων
μαντεῖα· τὰ δ᾽ αἰεὶ
ζῶντα περιποτᾶται.

δεινὰ μὲν οὖν, δεινὰ ταράσ- [στρ. β]
σει σοφὸς οἰωνοθέτας,
485 οὔτε δοκοῦντ᾽ οὔτ᾽ ἀποφά-
σκονθ᾽· ὅ τι λέξω δ᾽ ἀπορῶ.
πέτομαι δ᾽ ἐλπίσιν οὔτ᾽ ἐν-
θάδ᾽ ὁρῶν οὔτ᾽ ὀπίσω.
τί γὰρ ἢ Λαβδακίδαις
490 ἢ τῷ Πολύβου νεῖ-
κος ἔκειτ᾽ οὔτε πάροιθέν
ποτ᾽ ἔγωγ᾽ οὔτε τανῦν πω
ἔμαθον, πρὸς ὅτου δὴ
βασάνῳ ‹πεῖραν ἔχων›
495 ἐπὶ τὰν ἐπίδαμον
φάτιν εἶμ᾽ Οἰδιπόδα Λαβδακίδαις
ἐπίκουρος ἀδήλων θανάτων.

ἀλλ᾽ ὁ μὲν οὖν Ζεὺς ὅ τ᾽ Ἀπόλ- [ἀντ. β]
λων ξυνετοὶ καὶ τὰ βροτῶν
εἰδότες· ἀνδρῶν δ᾽ ὅτι μάν-
500 τις πλέον ἢ ᾽γὼ φέρεται,
κρίσις οὐκ ἔστιν ἀληθής·
σοφίᾳ δ᾽ ἂν σοφίαν
παραμείψειεν ἀνήρ.
ἄλλ᾽ οὔποτ᾽ ἔγωγ᾽ ἄν,
505 πρὶν ἴδοιμ᾽ ὀρθὸν ἔπος, μεμ-
φομένων ἂν καταφαίην.
φανερὰ γὰρ ἐπ᾽ αὐτῷ
πτερόεσσ᾽ ἦλθε κόρα
ποτέ, καὶ σοφὸς ὤφθη
510 βασάνῳ θ᾽ ἁδύπολις· τῷ ἀπ᾽ ἐμᾶς
φρενὸς οὔποτ᾽ ὀφλήσει κακίαν.

***
ΧΟΡ. Ποιός είναι τάχα ο άγνωστος [στρ. α]
που κρύβεται μες στο χρησμό του Δελφικού
του Βράχου; αυτός που τέλεσε τ᾽ ανείπωτα,
τ᾽ ανομολόγητα με χέρι ματωμένο;
Είναι καιρός να πάρει
της εξορίας την οδό γοργά,
όπως γοργά της θύελλας τ᾽ αλόγατα καλπάζουν.
Πάνοπλος ο υιός του Διός τον διώκει
470 με του πυρός την αστραπή
κι αλάθευτες ακολουθούν σα λαγωνίκες
οι Ερινύες τρομερές.

Στην κορυφή του χιονισμένου Παρνασσού [αντ. α]
πρόβαλε λόγος λαμπερός μιας αποκάλυψης
κι όλοι ζητούν τον άγνωστο, τον άφαντο
μυρίζοντας τα χνάρια του παντού.
Σαν την άδικη λουφάζει την κατάρα στα δάση,
στα βράχια και στα σπήλαια, σαν ταύρος μοναχός,
της συμφοράς το πόδι σέρνοντας πεντάρφανο.
480 Κοιτάει να γλιτώσει το χρησμό·
χρησμό που ζωντανός αιώνια
στην κεφαλή του γύρω-γύρω θα πετάει.

Με τάραξε βαθιά, με τρόμαξεν [στρ. β]
ο σοφός μαντευτής των σημείων.
Ν᾽ αμφιβάλλω ή να πιστέψω;
Απορώ· να μιλήσω διστάζω.
Σκοτάδι μπρος και πίσω, παντού.
Με της ελπίδας τα φτερά πετώ.
Δεν άκουσα ποτέ να μιλάνε για μίσος,
πρόσφατο και παλιό,
ανάμεσα στους Λαβδακίδες
490 και στου Πολύβου τον υιό.
Πού νά ᾽βρω πειστικά τεκμήρια
τη φήμη να κλονίσω του Οιδίποδος
στην πόλη; πώς να συνδράμω να βρεθεί
ο άγνωστος φονιάς του Λαβδακίδη;

Ο Ζευς κι ο Απόλλων σοφοί, [αντ. β]
αυτοί μονάχα τη θνητή γνωρίζουν φύση.
Θνητός κι ο μάντης, γιατί να ξέρει
500 από μένα πιο πολλά; δεν είναι λογικό.
Στον άνθρωπο μόνον η φρόνιμη γνώση.
νικά τη φρόνιμη γνώση.
Αν δεν αποδειχτούν αλήθειες
οι μαντείες του, αρνούμαι τη μομφή του.
Όταν εκείνος μες στο φως αντάμωσε
τη φτερωτή παρθένα, σοφός αποκαλύφτηκε
510 κι η πόλη τον αγάπησε παράφορα.
Ο νους να το χωρέσει δεν μπορεί
πως εγκλημάτησε ποτές του.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου