‘’Φοβάμαι Γέροντα’’
‘’ Τι φοβάσαι;’’
‘’ Φοβάμαι τα πάντα.’’
‘’Δηλαδή;’’
‘’Φοβάμαι τις φωνές. Φοβάμαι τις γρήγορες ομιλίες. Φοβάμαι τους ανθρώπους που χαμογελούν ψεύτικα.’’
‘’Τι σκέφτεσαι να κάνεις;’’
‘’Σκέφτομαι να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα.’’
‘’ Μα η ζωή είναι δώρο που σου δίνεται μια φορά.’’
‘’Το ξέρω αλλά φοβάμαι.’’
Τότε ο γέροντας του έδωσε ένα χαρτί.
‘’Τι είναι αυτό;’’
‘’ Το βρήκα πριν πολλά χρόνια σε ένα νεκροταφείο. Μου έδωσε το κουράγιο να ξεπεράσω μια σπάνια αρρώστια. Από τότε το δίνω σε ανθρώπους που έχουν τα ίδια προβλήματα με εσένα.’’
‘’Τι πρόβλημα έχω;’’
‘’Θα σου πω όταν θεραπευτείς.’’
Ο γέροντας βγήκε από τη σκηνή. Ο άντρας πήρε το χαρτί με τα χέρια του να τρέμουν. Άρχισε να διαβάζει προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα του.
‘’Σε ένα χώρο που υπάρχουν νεκροί, που αργά ή γρήγορα θα τους συναντήσω και εγώ, θα σας πω τις φορές που γεννήθηκα ξανά. Δεν ξέρω αν είναι πολλές ή λίγες, αλλά είναι αληθινές.
Γεννιέμαι κάθε φορά που ξημερώνει μια καινούρια μέρα. Γεννιέμαι όταν ακουμπάω το χέρι ενός ετοιμοθάνατου και είναι ακόμα ζεστό. Γεννιέμαι όταν τα χωράφια είναι υγρά μετά από μια βροχή και έτοιμα να ανθίσουν. Γεννιέμαι όταν οι ιδέες κάποιων ανθρώπων, αναζωπυρώνονται με τα χρόνια όλο και περισσότερο.
Γεννιέμαι κάθε φορά που οι πόρτες των διαμερισμάτων παραμένουν ανοιχτές και με ένα πιάτο φαί στη πόρτα. Γεννιέμαι όταν συνειδητοποιώ πως δεν είναι μακριά το τέλος αλλά ούτε και η αρχή για να ένα καινούργιο ξεκίνημα. Το ένα μπλέκεται στο άλλο χωρίς να καταλαβαίνεις τη διαφορά.
Γεννιέμαι κάθε φορά που το όχι μου είναι πιο δυνατό από την πλειοψηφία και ανακαλύπτω τη διαφορετικότητα μου. Γεννιέμαι καθώς συνειδητοποιώ πως οι αλυσίδες που με έχουν δεμένο, δεν είναι τόσο δυνατές όσο νόμιζα.
Γεννιέμαι βλέποντας ανθρώπους να φυτεύουν ξανά δέντρα σε ένα καμένο δάσος. Ίσως γιατί ξέρω πως αν δε καταστρέφεις, δε μπορείς να ανθίσεις πουθενά”.
Ο άντρας βγήκε έξω από τη σκηνή. Ο γέροντας κοιτούσε το γαλανό ουρανό ατάραχος.
‘’Το διάβασα γέροντα.’’
‘’Και τι κατάλαβες;’’
’Ότι θέλω να ξαναγεννηθώ αλλά δε μπορώ.’’
‘’Γιατί;’’
‘’Βλέπω τοίχους παντού. Νιώθω εγκλωβισμένος.’’
‘’Έλα μαζί μου.’’
‘’Φοβάμαι πως δεν υπάρχει χώρος να περπατήσω.’’
‘’Δρόμοι υπάρχουν μόνο για αυτούς που θέλουν να περπατήσουν.’’
‘’Και που θα σε βγάλουν;’’
‘’Όλοι οι δρόμοι σε βγάζουν κάπου, αρκεί να τους περπατήσεις ως το τέλος. Έλα μαζί μου.’’
Άρχισαν να περπατάνε σε μεγάλη ανηφόρα που οδηγούσε στην κορυφή του βουνού. Γύρω τους υπήρχαν δέντρα, χώμα και το άγγιγμα ενός κρύου αέρα που τους ανατρίχιαζε. Κάθε βήμα του άντρα, ήταν πιο σταθερό από το προηγούμενο. Έπειτα από λίγο, έφτασαν σε ένα σταυροδρόμι.
‘’Θα μου πεις τι πρόβλημα είχα;’’
‘’Είναι ευχάριστο που χρησιμοποιείς παρελθόν.’’
‘’Δε κατάλαβα γιατί το έκανα αυτό.’’
‘’Το έκανες γιατί θεραπεύτηκες.’’
‘’Τι είχα;’’
‘’Μπέρδεψες το φοβάμαι με το φοβούνται και το δε μπορούν με το δε μπορώ. Προχώρα.’’
Τότε o άντρας κοίταξε γύρω του. Ο ένας δρόμος οδηγούσε στην πόλη και ο άλλος στη κορυφή του βουνού.
‘’Ποιο δρόμο να ακολουθήσω γέροντα;’’
‘’Τον πιο δύσκολο γιε μου. Αυτός αξίζει.’’
‘’Είναι δύσκολο.’’
‘’Είναι ο προορισμός σου.’’
”Έπειτα ο άντρας κίνησε να φύγει. Προτού κάνει δυο βήματα, ο γέροντας του φώναξε.
‘’Πέταξε όσο πιο ψηλά μπορείς, πριν γίνεις χώμα. Αυτό αξίζει.’’
Ο άντρας σε λίγο χάθηκε…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου