Πέμπτη 13 Μαΐου 2021

ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ: Επίνικοι (5.121-5.160)

. . . . . ὤ]λεσε μοῖρ᾽ ὀλοά [στρ. δ]
. . . . . .]ς· οὐ γάρ πω δαΐφρων
παῦσεν] χώλον ἀγροτέρα
Λατοῦς θυγάτηρ· περὶ δ᾽ αἴθωνος δορᾶς
125 μαρνάμεθ᾽ ἐνδυκέως
Κουρῆσι μενεπτολέμοις·
ἔνθ᾽ ἐγὼ πολλοῖς σὺν ἄλλοις
Ἴφικλον κατέκτανον
ἐσθλών τ᾽ Ἀφάρητα, θοοὺς μάτρωας· οὐ γὰρ
130 καρτερώθυμος Ἄρης
κρίνει φίλον ἐν πολέμῳ,
τυφλὰ δ᾽ ἐκ χειρῶν βέλη
ψυχαῖς ἔπι δυσμενέων φοι-
τᾷ θάνατών τε φέρει
135 τοῖσιν ἂν δαίμων θέλῃ.

ταῦτ᾽ οὐκ ἐπιλεξαμένα [αντ. δ]
Θεστίου κούρα δαΐφρων
μάτηρ κακώποτμος ἐμοὶ
βούλευσεν ὄλεθρον ἀτάρβακτος γυνά,
140 καῖέ τε δαιδαλέας
ἐκ λάρνακος ὠκύμορον
φιτρὸν ἐξαύσασα· τὸν δὴ
Μοῖρ᾽ ἐπέκλωσεν τώτε
ζωᾶς ὅρον ἁμετέρας ἔμμεν. τύχον μὲν
145 Δαϊπύλου Κλύμενον
παῖδ᾽ ἄλκιμον ἐξεναρί-
ζων ἀμώμητον δέμας,
πύργων προπάροιθε κιχήσας·
τοὶ δὲ πρὸς εὐκτιμέναν
150 φεῦγον ἀρχαίαν πώλιν

Πλευρῶνα· μίνυθεν δέ μοι ψυχὰ γλυκεῖα· [επωδ. δ]
γνῶν δ᾽ ὀλιγοσθενέων,
αἰαῖ· πύματον δὲ πνέων δάκρυσα τλά[μων,
ἀγλαὰν ἥβαν προλείπων.»
155 φασὶν ἀδεισιβώαν
Ἀμφιτρύωνος παῖδα μοῦνον δὴ τώτε
τέγξαι βλέφαρον, ταλαπενθέος
πώτμον οἰκτίροντα φωτώς·
καί νιν ἀμειβώμενος
160 τᾶδ᾽ ἔφα· «θνατοῖσι μὴ φῦναι φέριστον»

***
Μα αφάνισε [στρ. δ]
κι άλλους, και περισσότερους, μια μοίρα ολέθρου· ακόμα
η οργή δεν είχε μαλακώσει
της κυνηγήτρας θυγατέρας
ως τότε της Λητώς, κι εμείς
μάχη όλο πείσμα στήσαμε με τους αντρείους Κουρήτες
για το τομάρι το έξοχο του κάπρου·
στη μάχη σκότωσα πολλούς·
κοντά στους άλλους, δυο αδερφούς
130 της μάνας μου, τον Ίφικλο
και τον Αφάρητα· ο σκληρός
Άρης, σαν είναι πόλεμος, δεν ξεχωρίζει φίλους·
τα βέλη από τα χέρια μας τυφλά πετούν και πέφτουν
απάνω στους αντίπαλους, κι ο θάνατος θα βρει
όποιον ο θεός θελήσει.

Του Θέστιου [αντ. δ]
η κόρη ωστόσο, η μάνα μου, δεν τα λογάριασε έτσι·
βαθιά στη σκοτεινή ψυχή της
η κακορίζικη γυναίκα
140 ύφανε δίχως δισταγμό
τον όλεθρό μου· ένα δαυλό, που κάποτε είπε η Μοίρα
πως όσο αυτός, τόσο κι εγώ θα ζούσα,
τον παίρνει από την πλουμιστή
κασέλα της και στη φωτιά
τον ρίχνει. Εγώ ξαρμάτωνα
την ώρ᾽ αυτή τον Κλύμενο,
λεβέντη γιο του Δηίπυλου, νεαρό χωρίς ψεγάδι·
στα τείχη εμπρός τον είχα βρει· γιατί προς την Πλευρώνα,
την πόλη την καλόχτιστη, την πόλη την παλιά,
150 κυνηγημένοι φεύγαν.

Τότες ένιωσα η γλυκιά η ζωή να σβήνει [επωδ. δ]
και να φεύγει, αλίμονό μου, η δύναμή μου,
και με τη στερνή πνοή
δάκρυα μου ᾽ρθανε του δύστυχου στα μάτια
που έχανα τα εξαίσια νιάτα.»
Για την τύχη του βαριόμοιρου αγοριού
ο Ηρακλής, αυτός ο ατρόμητος στη μάχη,
στην ψυχή του ένιωσε πόνο και για πρώτη
και στερνή φορά του δάκρυσαν τα μάτια,
όπως έχουνε να πουν· κι έτσι απαντά
160 και του λέει: «θνατοῖσι μὴ φῦναι φέριστον»

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου