Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Αἴας (1185-1222)

1185 ΧΟ. τίς ἄρα νέατος ἐς πότε λή- [στρ. α]
ξει πολυπλάγκτων ἐτέων ἀριθμός,
τὰν ἄπαυστον αἰὲν ἐμοὶ δορυσσοή-
των μόχθων ἄταν ἐπάγων
1190 τάνδ᾽ ἀν᾽ εὐρυεδῆ Τροίαν,
δύστανον ὄνειδος Ἑλλάνων;

ὄφελε πρότερον αἰθέρα δῦ- [ἀντ. α]
ναι μέγαν ἢ τὸν πολύκοινον Ἅιδαν
1195 κεῖνος ἁνὴρ, ὃς στυγερῶν ἔδειξεν ὅ-
πλων Ἕλλασιν κοινὸν Ἄρη.
ὦ πόνοι πρόγονοι πόνων.
κεῖνος γὰρ ἔπερσεν ἀνθρώπους.

ἐκεῖνος οὔτε στεφάνων [στρ. β]
1200 οὔτε βαθειᾶν κυλίκων
νεῖμεν ἐμοὶ τέρψιν ὁμιλεῖν,
οὔτε γλυκὺν αὐλῶν ὄτοβον
δύσμορος οὔτ᾽ ἐννυχίαν
τέρψιν ἰαύειν·
1205 ἐρώτων δ᾽
ἐρώτων ἀπέπαυσεν, ὤ-
μοι. κεῖμαι δ᾽ ἀμέριμνος οὕ-
τως, ἀεὶ πυκιναῖς δρόσοις
τεγγόμενος κόμας, λυγρᾶς
1210 μνήματα Τροίας.

καὶ πρὶν μὲν αἰὲν νυχίου [ἀντ. β]
δείματος ἦν μοι προβολὰ
καὶ βελέων θούριος Αἴας·
νῦν δ᾽ οὗτος ἀνεῖται στυγερῷ
1215 δαίμονι. τίς μοι, τίς ἔτ᾽ οὖν
τέρψις ἐπέσται;
γενοίμαν
ἵν᾽ ὑλᾶεν ἔπεστι πόν-
του πρόβλημ᾽ ἁλίκλυστον, ἄ-
1220 κραν ὑπὸ πλάκα Σουνίου,
τὰς ἱερὰς ὅπως προσεί-
ποιμεν Ἀθάνας.

***
ΧΟ. Πότε και ποιός ύστατος αριθμός θα σταματήσει
της μακρινής μου περιπλάνησης τα χρόνια;
Που δίχως τελειωμό κι ανάπαυλα σωριάζουν
πάνω μου τα βάρη ενός τυφλού πολέμου,
1190 στον κάμπο τον απέραντο της Τροίας
—όνειδος για τους Έλληνες βαρύ.

Ας είχε προλάβει να χαθεί στα ύψη
του μεγάλου αιθέρα, ή στον ξενιστή για όλους
Άδη να χωθεί, εκείνος που έμαθε τους Έλληνες
πώς να σηκώνουν όπλα μισητά του επάρατου πολέμου.
Ω πόνοι, πόνων πρόγονοι,
γιατί εκείνος τους ανθρώπους σκλάβωσε.

Εκείνος και σ᾽ εμένα αρνήθηκε της συντροφιάς
την τέρψη, μήτε στεφάνια να μοιράζομαι
1200 και κούπες του κρασιού βαθιές, μήτε τον ήχο
τον γλυκό ν᾽ ακούω των αυλών, μήτε και την απόλαυση
να χαίρομαι της νύχτας σε ζεστό κρεβάτι.
Τον έρωτα, τον έρωτα μου στέρησε,
αλίμονο. Και τώρα πέφτω αφρόντιστος
να κοιμηθώ, η παγωμένη πάχνη μουσκεύει
κάθε νύχτα τα μαλλιά μου — θύμηση
1210 αλησμόνητη της ανελέητης Τροίας.

Είχα ως τώρα να μου παραστέκεται,
στον φόβο του ύπνου, στα βέλη της ημέρας,
ο γενναίος Αίας. Τώρα που εκείνος
στη δαιμονική του μοίρα παραδόθηκε,
ποιά, πες μου ποιά μου απόμεινε χαρά.
Α, να μπορούσα να βρεθώ στον δασωμένο
κάβο, που τον φιλεί η θάλασσα,
1220 στους πρόποδες όπου πλατύς ο βράχος
του Σουνίου υψώνεται, συντροφικό χαιρετισμό
να στείλω στην ιερή Αθήνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου