Στο πρώτο του έργο, τη Θεογονία, ο Ησίοδος περιγράφει πώς οι Μούσες τον επισκέφτηκαν στις πλαγιές του Ελικώνα, όπου έβοσκε τα πρόβατά του, πώς έκοψαν και του δώσαν ένα «θαυμαστό κλαρί από δάφνη», πώς του χάρισαν «θεόπνευστη φωνή» να ανιστορεί «όσα θα γίνουν και όσα έγιναν» και του ανάθεσαν να εξυμνεί το γένος των αθάνατων θεών, με πρώτες και τελευταίες κάθε φορά τις ίδιες. Βιογραφικές πληροφορίες μάς παρέχει και το δεύτερο έπος, το Έργα και ημέρες. Μαθαίνουμε ότι ο ποιητής γεννήθηκε και έζησε σε άγονο τόπο, στην Άσκρα της Βοιωτίας.[1] Ο πατέρας του καταγόταν από την Κύμη της Αιολίας, επιχείρησε να πλουτίσει με το θαλασσινό εμπόριο, απότυχε και τελικά εγκαταστάθηκε στην Άσκρα ως αγρότης. Μετά τον θάνατό του, ο Ησίοδος διαφώνησε με τον αδελφό του, τον Πέρση, στη μοιρασιά των κτημάτων η διαφορά τους έφτασε στο δικαστήριο και ο Ησίοδος επιχείρησε με το δεύτερο έργο του, το Έργα και ημέρες, να νουθετήσει τόσο τον Πέρση όσο και τους άρχοντες που θα τους έκριναν.
Υπακούοντας στις θεϊκές εντολές, ο Ησίοδος ξεκινά τη Θεογονία με ένα μεγάλο ύμνο στις Μούσες και στη συνέχεια εκθέτει τη γενεαλογία των θεών από τις πρώτες αρχές (το Χάος, τη Γη, τα Τάρταρα και τον Έρωτα) ως την τελική επικράτηση των Ολύμπιων και τον καθορισμό της κοσμικής τάξης από τον αρχηγό τους, τον Δία. Η θεογονία, όπως περιγράφεται, αποτελεί συνάμα και κοσμογονία, καθώς πολλοί αρχαιοελληνικοί θεοί αντιστοιχούσαν σε φυσικά στοιχεία και φαινόμενα. Έτσι, για παράδειγμα, «από το Χάος γεννήθηκαν το Έρεβος και η μαύρη Νύχτα· και πάλι από τη Νύχτα γεννήθηκαν ο Αιθέρας και η Ημέρα» (123-4)· ή «η Τηθύς γέννησε τους ποταμούς: τον Νείλο και τον Αλφειό και τον Ηριδανό» (337-8). Στις γενεαλογίες εντάσσονται και θεότητες που εμείς θα τις θεωρούσαμε απλές προσωποποιήσεις, αλλά για τους αρχαίους αποτελούσαν θεϊκές οντότητες. Έτσι, για παράδειγμα, «η Στύγα, κόρη του Ωκεανού, γέννησε τον Ζήλο, τη Νίκη, το Κράτος [= Δύναμη] και τη Βία» (383-5) και «η Έριδα, κόρη της Νύχτας, τον Μόχθο, τη Λησμοσύνη, την Πείνα, τους Πόνους, τις Μάχες, τους Φόνους, τους Τσακωμούς, τις Κατηγόριες, τα Ψέματα» και άλλα κακά (226-32).
Στη συνέχεια της Θεογονίας ο Ησίοδος παρουσιάζει τις περιπτώσεις όπου θεές έσμιξαν με θνητούς και γέννησαν «παιδιά παρόμοια με θεούς» (π.χ. τον Αχιλλέα, γιο της Θέτιδας και του Πηλέα· τον Αινεία, γιο της Αφροδίτης και του Αγχίση κλπ.). Θα περιμέναμε να παρουσιαστούν και οι περιπτώσεις όπου ένας θεός έσμιξε με θνητή· και πραγματικά, δεν αποκλείεται ο Ησίοδος να είχε καλύψει και αυτό το θέμα, είτε ως άμεση, σήμερα χαμένη, συνέχεια της Θεογονίας είτε σε ένα ξεχωριστό έργο γνωστό στους νεότερους με τον τίτλο Γυναικών κατάλογος. Ωστόσο, τα αποσπάσματα που μας σώζονται είναι δύσκολο, μερικές φορές και αδύνατο, να αποδοθούν όλα στον Ησίοδο.[2]
Όσο και να βοηθήσουν οι Μούσες, δεν είναι εύκολο να εκθέσει κανείς με τάξη και συνέπεια τη γενεαλογία, τη φύση και τη δράση των θεών μιας θρησκείας σαν την αρχαία ελληνική. Ο ποιητής δεν έφτανε να διαθέτει φαντασία και συστηματική σκέψη· απαραίτητο ήταν να γνωρίζει και την παράδοση: τη ζωντανή θρησκευτική παράδοση που συνεχιζόταν στις δοξασίες και τη λατρεία της εποχής του, όσο και τη λογοτεχνική θεολογική παράδοση που είχαν διαμορφώσει προγενέστεροι του ποιητές - ποιητές όχι μόνο σαν τον Όμηρο αλλά και σαν αυτούς που αργότερα, στα αρχαϊκά χρόνια, θα κρύβονται πίσω από τις μυθικές μορφές του Ορφέα, του Μουσαίου κ.ά..
Στον συντηρητικό χώρο της Βοιωτίας και στη γειτονιά των Δελφών ο Ησίοδος είχε κάθε δυνατότητα να γνωρίσει και να μελετήσει την ελληνική θρησκευτική παράδοση σε βάθος. Πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι στα έργα του συναντούμε και στοιχεία (μύθους, σχήματα, θέματα) που πιθανότατα προέρχονται από την Ανατολή.[3] Βέβαια, οι εμπορικές επαφές και οι πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στους λαούς της ανατολικής Μεσογείου δεν έλειψαν ποτέ. Ανατολικά στοιχεία μπορεί να είχαν ενσωματωθεί στην ελλαδική παράδοση κιόλας από τα προελληνικά χρόνια, ή αργότερα στην εποχή των Μυκηναίων, ή και ακόμα αργότερα, μετά τη μετανάστευση ελληνικών πληθυσμών στη Μικρασία, απ᾽ όπου, θυμίζουμε, καταγόταν η οικογένεια του ποιητή.[4]
Τα Έργα και ημέρες έχουν ποικίλο περιεχόμενο. Ο ποιητής συστήνει στον αδελφό του μια φίλεργη και συμμαζεμένη αγροτική ζωή. Τις γενικόλογες βιοσοφικές συμβουλές συνοδεύουν αναλυτικές και συγκεκριμένες οδηγίες για τις αγροτικές εργασίες, την οικιακή οικονομία και άλλα ειδικά θέματα, ακόμα και τη ναυσιπλοΐα. Μαζί τους μια σειρά από ηθικές διδασκαλίες, μυθολογικές αφηγήσεις και ο πρώτος γνωστός μας αλληγορικός μύθος με ζώα. Στο τελευταίο μέρος του έπους (764-824) ο ποιητής απαριθμεί ποιες μέρες του μήνα έχουν ορίσει οι θεοί ως κατάλληλες ή ακατάλληλες για το ένα ή το άλλο έργο. Στον συνδυασμό τους όλα αυτά δίνουν την εντύπωση μιας ανέμελης συνειρμικής ακολουθίας· μόνο με πολλή προσοχή μπορεί κανείς να διακρίνει πίσω από τη φαινομενική αταξία έναν αδρό αρχαϊκό σχεδιασμό.
Ιδεολογικά προσέχουμε τη μεγάλη σημασία που έδωσε ο Ησίοδος στη θεϊκή δικαιοσύνη. Η θεά Δίκη είναι κόρη του Δία και της Θέμιδας, αδελφή της Ευνομίας και της Ειρήνης (Θεογονία 901-3)· καθισμένη δίπλα στον Δία, συνεργάζεται μαζί του να ανταμειφτούν όσοι τιμούν τη δικαιοσύνη και να τιμωρηθούν όσοι παραβαίνουν το δίκιο και αφήνουν μέσα τους να θεριέψει η ύβρη. Αξιοπρόσεκτος είναι και ο έπαινος της εργασίας («ντροπή δεν είναι η δουλειά· το καθησιό ντροπιάζει», Έργα 311), καθώς και η εικόνα της αρετής, που οι θεοί την τοποθέτησαν στο τέρμα ενός απότομου ανήφορου, και πρέπει πολύ να ιδρώσει ο άνθρωπος για να τη φτάσει (Έργα 289-92).
Η ποιητική δράση του Ησιόδου τοποθετείται γύρω στα 700 π.Χ. Εκεί, στη στροφή από την Ομηρική στην Αρχαϊκή εποχή, μας οδηγούν και η επική του γλώσσα, που κυμαίνεται ανάμεσα στην παραδοσιακή τυποποίηση και τη θεληματική ποικιλία, η διφορούμενη στάση του απέναντι στους βασιλιάδες, που πότε τους μεγαλύνει και πότε τους κατηγορεί, κ.ά. Ότι για τη σύνθεση των επών του χρησιμοποίησε τη γραφή πρέπει να θεωρηθεί βέβαιο.
-------------------
1. Στους στ. 650-5 μαθαίνουμε ότι μία μόνο φορά ταξίδεψε, από την Αυλίδα ως τη Χαλκίδα, να πάρει μέρος στους επιτάφιους μουσικούς αγώνες για τον Αμφιδάμαντα, όπου και νίκησε τον Όμηρο.
2. Το μεγαλύτερο, γνωστό με το όνομα Ἀσπὶς Ἡρακλέους, πρέπει να γράφτηκε τον 6ο π.Χ. αιώνα από έναν ποιητή που θέλησε να μιμηθεί τον Ησίοδο. Στον Ησίοδο αποδίδονται και μερικά άλλα, χαμένα σήμερα, έργα, όπως οι Χείρωνος Ὑποθῆκαι, η Ἀστρονομία, η Μελαμπόδεια, κλπ.
3. Ακόμα και η διδακτική ποίηση στο σύνολο της θα μπορούσε να έχει μεσανατολικές ρίζες. Από τη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο μας είναι γνωστά διδακτικά ποιητικά έργα που ανάγονται στην τρίτη χιλιετία π.Χ.
4. Ο ασύμμετρα μεγάλος ύμνος στη θεά Εκάτη (Θεογονία 404-52) μας οδηγεί να υποψιαστούμε ότι από οικογενειακή παράδοση ο Ησίοδος τιμούσε ιδιαίτερα αυτή τη μικρασιατική θεά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου