Σάββατο 24 Απριλίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Αἴας (545-595)

545 ΑΙ. αἶρ᾽ αὐτόν, αἶρε δεῦρο· ταρβήσει γὰρ οὔ,
νεοσφαγῆ που τόνδε προσλεύσσων φόνον,
εἴπερ δικαίως ἔστ᾽ ἐμὸς τὰ πατρόθεν.
ἀλλ᾽ αὐτίκ᾽ ὠμοῖς αὐτὸν ἐν νόμοις πατρὸς
δεῖ πωλοδαμνεῖν κἀξομοιοῦσθαι φύσιν.
550 ὦ παῖ, γένοιο πατρὸς εὐτυχέστερος,
τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ὅμοιος· καὶ γένοι᾽ ἂν οὐ κακός.
καίτοι σε καὶ νῦν τοῦτό γε ζηλοῦν ἔχω,
ὁθούνεκ᾽ οὐδὲν τῶνδ᾽ ἐπαισθάνῃ κακῶν.
ἐν τῷ φρονεῖν γὰρ μηδὲν ἥδιστος βίος,
[τὸ μὴ φρονεῖν γὰρ κάρτ᾽ ἀνώδυνον κακόν,]
555 ἕως τὸ χαίρειν καὶ τὸ λυπεῖσθαι μάθῃς.
ὅταν δ᾽ ἵκῃ πρὸς τοῦτο, δεῖ σ᾽ ὅπως πατρὸς
δείξεις ἐν ἐχθροῖς οἷος ἐξ οἵου ᾽τράφης.
τέως δὲ κούφοις πνεύμασιν βόσκου, νέαν
ψυχὴν ἀτάλλων, μητρὶ τῇδε χαρμονήν.
560 οὔτοι σ᾽ Ἀχαιῶν, οἶδα, μή τις ὑβρίσῃ
στυγναῖσι λώβαις, οὐδὲ χωρὶς ὄντ᾽ ἐμοῦ.
τοῖον πυλωρὸν φύλακα Τεῦκρον ἀμφί σοι
λείψω τροφῆς ἄοκνον ἔμπα κεἰ τανῦν
τηλωπὸς οἰχνεῖ, δυσμενῶν θήραν ἔχων.
565 ἀλλ᾽, ἄνδρες ἀσπιστῆρες, ἐνάλιος λεώς,
ὑμῖν τε κοινὴν τήνδ᾽ ἐπισκήπτω χάριν,
κείνῳ τ᾽ ἐμὴν ἀγγείλατ᾽ ἐντολήν, ὅπως
τὸν παῖδα τόνδε πρὸς δόμους ἐμοὺς ἄγων
Τελαμῶνι δείξει μητρί τ᾽, Ἐριβοίᾳ λέγω,
570 ὥς σφιν γένηται γηροβοσκὸς εἰσαεί,
ἔστ᾽ ἂν μυχοὺς κίχωσι τοῦ κάτω θεοῦ,
καὶ τἀμὰ τεύχη μήτ᾽ ἀγωνάρχαι τινὲς
θήσουσ᾽ Ἀχαιοῖς μήτε λυμεὼν ἐμός.
ἀλλ᾽ αὐτό μοι σύ, παῖ, λαβὼν ἐπώνυμον,
575 Εὐρύσακες, ἴσχε διὰ πολυρράφου στρέφων
πόρπακος ἑπτάβοιον ἄρρηκτον σάκος·
τὰ δ᾽ ἄλλα τεύχη κοίν᾽ ἐμοὶ τεθάψεται.
ἀλλ᾽ ὡς τάχος τὸν παῖδα τόνδ᾽ ἤδη δέχου,
καὶ δῶμα πάκτου, μηδ᾽ ἐπισκήνους γόους
580 δάκρυε. κάρτα τοι φιλοίκτιστον γυνή.
πύκαζε θᾶσσον. οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ
θρηνεῖν ἐπῳδὰς πρὸς τομῶντι πήματι.
ΧΟ. δέδοικ᾽ ἀκούων τήνδε τὴν προθυμίαν.
οὐ γάρ μ᾽ ἀρέσκει γλῶσσά σου τεθηγμένη.
585 ΤΕΚ. ὦ δέσποτ᾽ Αἴας, τί ποτε δρασείεις φρενί;
ΑΙ. μὴ κρῖνε, μὴ ᾽ξέταζε· σωφρονεῖν καλόν.
ΤΕΚ. οἴμ᾽ ὡς ἀθυμῶ· καί σε πρὸς τοῦ σοῦ τέκνου
καὶ θεῶν ἱκνοῦμαι, μὴ προδοὺς ἡμᾶς γένῃ.
ΑΙ. ἄγαν γε λυπεῖς. οὐ κάτοισθ᾽ ἐγὼ θεοῖς
590 ὡς οὐδὲν ἀρκεῖν εἴμ᾽ ὀφειλέτης ἔτι;
ΤΕΚ. εὔφημα φώνει. ΑΙ. τοῖς ἀκούουσιν λέγε.
ΤΕΚ. σὺ δ᾽ οὐχὶ πείσῃ; ΑΙ. πόλλ᾽ ἄγαν ἤδη θροεῖς.
ΤΕΚ. ταρβῶ γάρ, ὦναξ. ΑΙ. οὐ ξυνέρξεθ᾽ ὡς τάχος;
ΤΕΚ. πρὸς θεῶν, μαλάσσου. ΑΙ. μῶρά μοι δοκεῖς φρονεῖν,
595 εἰ τοὐμὸν ἦθος ἄρτι παιδεύειν νοεῖς.

***
ΑΙ. Φέρ᾽ τον εδώ, να τον κρατήσω εγώ. Δεν θα τρομάξει
βλέποντας αυτό το μακελειό, με τα νωπά σφαγμένα ζώα,
αν πράγματι είναι ο δικός μου γιος.
Πρέπει να μάθει από νωρίς, σαν το πουλάρι ν᾽ ασκηθεί
στους άγριους τρόπους του πατέρα του, για να του μοιάσει
και στο φυσικό.
Γιε μου, τύχη καλύτερη σου εύχομαι εσένα
550 απ᾽ του πατέρα σου, στα άλλα ωστόσο αν του μοιάσεις,
δειλός δεν πρόκειται να βγεις.
Όμως και τώρα κάτι πάνω σου ζηλεύω,
που ακόμη δεν αισθάνεσαι καμιά απ᾽ αυτές τις συμφορές.
Όσο ακόμη το μυαλό δεν συναισθάνεται το βάσανο,
αυτά είναι τα καλύτερα χρόνια του βίου, ωσότου
μάθεις τί θα πει χαρά και λύπη.
Όταν ωστόσο φτάσεις στο σημείο αυτό, τότε
πρέπει να δείξεις στους εχθρούς ποιός είσαι,
αλλά και ποιός σε γέννησε.
Ως τότε όμως ζήσε ανέμελα, μ᾽ ό,τι τραβά
η ψυχούλα σου, καμάρι και χαρά της μάνας σου.
Από τους Αχαιούς, το ξέρω, δεν πρόκειται
560 κανένας να σε βρίσει κι άσχημα να σε βλάψει,
ακόμη κι αν δεν είμαι εγώ στο πλάι σου.
Άγρυπνο φύλακα, προστάτη ακάματο τον Τεύκρο
εγώ θ᾽ αφήσω, να σε φροντίζει που θα μεγαλώνεις,
έστω κι αν τώρα βρίσκεται αυτός μακριά, δοσμένος
στο κυνήγι των εχθρών του.
Αλλά και σεις, άντρες μου ναυτικοί κι ασπιδοφόροι,
ζητώ μια χάρη κι από σας, τη θέλησή μου
αυτή να μεταδώσετε σ᾽ εκείνον· τον γιο μου αυτός μαζί του
να τον πάρει, στο αρχοντικό μας να τον φέρει, κι εκεί
στον Τελαμώνα να τον παραδώσει και στην Ερίβοια,
570 τη μάνα μου, όπου τους δυο να τους γηροκομήσει,
ώσπου να φτάσει η μέρα να κατέβουν στα άδυτα του Άδη.
Όσο για τα δικά μου όπλα, ούτε οι άλλοι Αχαιοί
να γίνουν αθλοθέτες, ούτε να μπει στη μέση
ο εξολοθρευτής μου.
Το σάκος όμως, γιε μου, σου το παραδίνω εσένα,
να γίνει επώνυμό σου, Ευρυσάκη· άτρωτο σάκος
μ᾽ εφτά βοδίσιες στρώσεις, να το κρατάς γερά
απ᾽ το καλοδεμένο του λουρί και να το περιστρέφεις
—τ᾽ άλλα μου όπλα, θέλω μαζί μου να τα θάψετε.
Τώρα ωστόσο πάρε μέσα το παιδί, κι ασφάλισε
το δώμα, αντί να κλαις και να βογκάς εδώ μπροστά.
580 —το ᾽χει η γυναίκα φυσικό της να στενάζει.
Στα γρήγορα λοιπόν κλείσε την τέντα· γιατί ο σοφός γιατρός
δεν καταφεύγει κλαψουρίζοντας σε ξόρκια,
μπροστά σε μια πληγή που της χρειάζεται μαχαίρι.
ΧΟ. Με πιάνει φόβος που σ᾽ ακούω να μιλάς
με τέτοιο πάθος, καθόλου δεν μου αρέσουν
τα κοφτά σου λόγια.
ΤΕ. Αίαντα, κύρη μου, τί κρύβεις μέσα στο μυαλό σου;
τί πας να κάνεις;
ΑΙ. Σταμάτα να ρωτάς, μη θέλεις εξηγήσεις·
είναι πιο φρόνιμο κάποιος να συγκρατείται.
ΤΕ. Όμως με πιάνει απελπισία για σένα και για το παιδί·
και σ᾽ εξορκίζω στους θεούς, μη μας προδώσεις.
ΑΙ. Με παρασκότισες. Δεν πήρες είδηση πως πια
590 δεν είμαι οφειλέτης στους θεούς για τίποτα;
ΤΕ. Μη βλαστημάς.
ΑΙ. Μίλα καλύτερα σ᾽ αυτούς που ακούν.
ΤΕ. Εσύ δεν είσαι πρόθυμος ν᾽ ακούσεις;
ΑΙ. Είπες στο μεταξύ πάρα πολλά.
ΤΕ. Γιατί με πιάνει τρόμος, κύριέ μου.
ΑΙ. Τραβάτε τώρα μέσα, γρήγορα κλειστείτε.
ΤΕ. Για τον θεό, μαλάκωσε.
ΑΙ. Μου φαίνεται πως ξεμωράθηκες,
αν σου περνά από τον νου πως σήμερα μπορείς ν᾽ αλλάξεις
ακόμη και το φυσικό μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου