Πώς λοιπόν και επιτρέπουμε να συμβαίνει αυτό; Αυτό συμβαίνει, αν δεν απατώμαι, επειδή είμαστε θύματα μιας μεγάλης αυταπάτης. Χωρίς να το συνειδητοποιούμε εξομοιώνουμε την πνευματική εργασία με την χειρωνακτική.
Έχουν ήδη περάσει εκατόν πέντε χρόνια από τότε που ο θεμελιωτής της πολιτικής οικονομίας, ο Άνταμ Σμιθ, έκανε την ακόλουθη παρατήρηση: Αν, σ’ ένα εργοστάσιο καρφιτσών, ένας μόνον εργάτης ήταν επιφορτισμένος να ισιώνει το σύρμα, να το κόβει, να το λευκαίνει, να σχηματίζει την μύτη και την κεφαλή, μετά βίας θα κατασκεύαζε είκοσι καρφίτσες την ημέρα. Αν όμως η εργασία κατανεμηθεί σε δέκα εργάτες και ο καθένας τους επιφορτισθεί με μία μόνον ενέργεια, τότε οι εργάτες αυτοί θα παράγουν άνετα σαράντα οκτώ χιλιάδες καρφίτσες την ημέρα, δηλαδή τέσσερις χιλιάδες οκτακόσιες ο καθένας. Η βιομηχανία επιτυγχάνει θαυμαστά αποτελέσματα με την κατανομή της εργασίας. Ο κάθε εργάτης πρέπει να έχει μια «ειδικότητα», θα είναι δε τόσο ικανότερος όσο νωρίτερα την έχει επιλέξει.
Ο λόγος είναι ότι αυτό που απαιτείται από την χειρωνακτική εργασία είναι προπάντων το να είναι γρήγορη, δεν είναι δε γρήγορη παρά μόνον αν είναι μηχανική. Γιατί η μηχανή δουλεύει γρηγορότερα από τον άνθρωπο; Διότι διαιρεί την εργασία, διότι σε κάθε μέρος της εργασίας αντιστοιχεί ένας ειδικός μηχανισμός. Κι εμείς, που όταν δουλεύουμε με τα χέρια μας παίρνουμε ως μοντέλο την μηχανή, δεν έχουμε τίποτε καλύτερο να κάνουμε από το να κατανέμουμε την εργασία όπως την κατανέμει αυτή. Και θα δουλεύουμε εξίσου γρήγορα και εξίσου καλά όταν θα είμαστε κι εμείς, με την σειρά μας, μηχανές.
Τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά στον κόσμο του πνεύματος.
Κι ενώ δεν αποκτούμε την χειρωνακτική δεινότητα παρά υπό την προϋπόθεση ότι επιλέγουμε ένα ειδικό επάγγελμα και κάνουμε τους μυς μας να συστέλλονται σε μία μόνον επαναλαμβανόμενη κίνηση, δεν τελειοποιούμε, αντίθετα, κάποια από τις πνευματικές ικανότητές μας παρά υπό την προϋπόθεση ότι αναπτύσσουμε όλες τις άλλες. Από μόνη της, δεν μπορεί να κάνει τίποτα.
Χωρίστε την από το περιβάλλον της και δεν θα αργήσει να εξανεμιστεί, όμοια με τις χημικές εκείνες ουσίες που εξατμίζονται μόλις τις απομονώνουμε. Βέβαια, είναι πάντα μία αυτή που κυριαρχεί και που διακρίνουμε, όμως δεν στέκεται τόσο ψηλά παρά μόνον επειδή την στηρίζουν οι άλλες.
Θα την συγκρίνω με τον καλό εκείνο μουσικό που συναντούμε κάποιες φορές σε μια μέτρια ορχήστρα. Δεσπόζει και επιτυγχάνει να μην ακούμε παρά μόνον αυτόν. Ίσως όμως αποτύχει σ’ ένα σόλο, καθώς χρειάζεται την υποστήριξη από το σύνολο.
Αυτό ακριβώς, είναι που διακρίνει την ευφυΐα από το ένστικτο και τον άνθρωπο από το ζώο. Όλη η διαφορά του ζώου έγκειται σ’ αυτό, στο ότι είναι σαν τον ειδικό – κάνει πολύ καλά ό,τι κάνει, αλλά δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι άλλο.
Η μέλισσα, για να κατασκευάσει την κηρύθρα της, έχει επιλύσει ένα δύσκολο πρόβλημα τριγωνομετρίας. Θα επιλύσει όμως άλλα; Αυτός που δέχεται, όπως τολμά να υποστηρίζει ένας σύγχρονος φυσιοδίφης, ότι το ζώο κι εμείς καταγόμαστε από κοινό πρόγονο, δεν θα μπορεί άραγε να πει ότι η ευφυΐα μας έχει γίνει αυτό που είναι από τις ποικίλες συνήθειες που έχει σταδιακά αποκτήσει, ενώ η συνήθεια του ζώου έχει σιγά σιγά περιοριστεί και ατροφήσει στα στενά όρια μιας ειδικότητας;
Αφού, λοιπόν, η ποικιλία των ικανοτήτων μας είναι αυτό που μας διακρίνει, ας παραμείνουμε άνθρωποι.
Αν το μαθηματικό μυαλό συνίσταται στο να σκέφτεται κανείς σωστά και να εκφράζει με σαφήνεια αυτό που σκέφτεται, ποιος φιλόλογος δεν θα ήταν υποχρεωμένος να είναι και λίγο μαθηματικός; Είναι άραγε η φιλολογία κάτι άλλο από γεωμετρία χωρίς σχήματα, μεταφυσική χωρίς χονδροειδείς υπερβολές;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου