Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Τρῳάδες (1118-1155)

ΧΟ. ἰὼ ἰώ,
καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι
χθονὶ συντυχίαι. λεύσσετε Τρώων
1120 τόνδ᾽ Ἀστυάνακτ᾽ ἄλοχοι μέλεαι
νεκρόν, ὃν πύργων δίσκημα πικρὸν
Δαναοὶ κτείναντες ἔχουσιν.
ΤΑ. Ἑκάβη, νεὼς μὲν πίτυλος εἷς λελειμμένος
λάφυρα τἀπίλοιπ᾽ Ἀχιλλείου τόκου
1125 μέλλει πρὸς ἀκτὰς ναυστολεῖν Φθιώτιδας·
αὐτὸς δ᾽ ἀνῆκται Νεοπτόλεμος, καινάς τινας
Πηλέως ἀκούσας συμφοράς, ὥς νιν χθονὸς
Ἄκαστος ἐκβέβληκεν, ὁ Πελίου γόνος.
οὗ θᾶσσον οὕνεκ᾽ ἢ χάριν μονῆς ἔχων,
1130 φροῦδος, μετ᾽ αὐτοῦ δ᾽ Ἀνδρομάχη, πολλῶν ἐμοὶ
δακρύων ἀγωγός, ἡνίκ᾽ ἐξώρμα χθονός,
πάτραν τ᾽ ἀναστένουσα καὶ τὸν Ἕκτορος
τύμβον προσεννέπουσα. καί σφ᾽ ᾐτήσατο
θάψαι νεκρὸν τόνδ᾽, ὃς πεσὼν ἐκ τειχέων
1135 ψυχὴν ἀφῆκεν Ἕκτορος τοῦ σοῦ γόνος,
φόβον τ᾽ Ἀχαιῶν, χαλκόνωτον ἀσπίδα
τήνδ᾽, ἣν πατὴρ τοῦδ᾽ ἀμφὶ πλεύρ᾽ ἐβάλλετο,
μή νιν πορεῦσαι Πηλέως ἐφ᾽ ἑστίαν,
μηδ᾽ ἐς τὸν αὐτὸν θάλαμον, οὗ νυμφεύσεται
1140 μήτηρ νεκροῦ τοῦδ᾽ Ἀνδρομάχη, λύπας ὁρᾶν,
ἀλλ᾽ ἀντὶ κέδρου περιβόλων τε λαΐνων
ἐν τῇδε θάψαι παῖδα· σὰς δ᾽ ἐς ὠλένας
δοῦναι, πέπλοισιν ὡς περιστείλῃς νεκρὸν
στεφάνοις θ᾽, ὅση σοι δύναμις, ὡς ἔχει τὰ σά·
1145 ἐπεὶ βέβηκε, καὶ τὸ δεσπότου τάχος
ἀφείλετ᾽ αὐτὴν παῖδα μὴ δοῦναι τάφῳ.
ἡμεῖς μὲν οὖν, ὅταν σὺ κοσμήσῃς νέκυν,
γῆν τῷδ᾽ ἐπαμπισχόντες ἀροῦμεν δόρυ·
σὺ δ᾽ ὡς τάχιστα πρᾶσσε τἀπεσταλμένα.
1150 ἑνὸς μὲν οὖν μόχθου σ᾽ ἀπαλλάξας ἔχω·
Σκαμανδρίους γὰρ τάσδε διαπερῶν ῥοὰς
ἔλουσα νεκρὸν κἀπένιψα τραύματα.
ἀλλ᾽ εἶμ᾽ ὀρυκτὸν τῷδ᾽ ἀναρρήξων τάφον,
ὡς σύντομ᾽ ἡμῖν τἀπ᾽ ἐμοῦ τε κἀπὸ σοῦ
1155 ἐς ἓν ξυνελθόντ᾽ οἴκαδ᾽ ὁρμήσῃ πλάτην.

***
Έρχεται ο Ταλθύβιος με στρατιώτες· φέρνουν το νεκρό Αστυάναχτα και μια μεγάλη ασπίδα.
ΚΟΡ. Τρισαλί!
Συμφορές που γοργά μια την άλλη ακλουθούν
για τη χώρα.
1120 Τον Αστυάναχτα δείτε, Τρωαδίτισσες άμοιρες· νά,
μ᾽ ασπλαχνιά οι Δαναοί
τον πετάξαν σα δίσκο απ᾽ τους πύργους ψηλά
και νεκρό μάς τον φέρνουνε τώρα.
ΤΑΛ. Εκάβη, ένα καράβι έμεινε μόνο·
στη Φθία μ᾽ αυτό θα μεταφέρουν όσα
του Νεοπτόλεμου λάφυρα είν᾽ ακόμα·
έφυγε ο ίδιος· του ήρθε ένα μαντάτο
για τον Πηλέα τον πάππο του· απ᾽ τη χώρα
τον έδιωξε, λέει, ο Άκαστος, ο γιος
του Πελία· και χωρίς καιρό να χάσει
1130 ξεκίνησε· μαζί του κι η Αντρομάχη.
Δάκρυα στα μάτια μού ήρθαν, σαν την είδα
να φεύγει, για τον τόπο της θρηνώντας,
να χαιρετά τον τάφο του Έχτορά της.
Για το παιδί, νά, το δικό σου εγγόνι,
που ξεψύχησε ως έπεσε απ᾽ το κάστρο,
ζήτησε απ᾽ το Νεοπτόλεμο μια χάρη:
ν᾽ αφήσει να το θάψουν· κι είπε ακόμα
τη χάλκινην ασπίδ᾽ αυτή, το σκιάχτρο
των Αχαιών, που του παιδιού ο πατέρας
μ᾽ αυτή προφυλαγότανε στις μάχες,
να μην τη στείλει στου Πηλέα το σπίτι·
1140 να μην της δώσει, λέει, κι αυτή την πίκρα,
στο θάλαμο, όπου νύφη θα την πάει,
να ᾽χει μπροστά της τέτοιο θέαμα· μόνο
του παιδιού νεκροσέντουκο να γίνει
αντίς για κέδρο, αντίς για τάφου πλάκα·
στην αγκαλιά σου να το βάλουμε είπε,
με πέπλα και στεφάνια —κι όσο βέβαια
μπορείς στην τωρινή περίστασή σου—
το νεκρό του κορμάκι να στολίσεις·
κείνη έφυγε· του αφέντη της η βία
δεν την άφησε η ίδια να το θάψει.
Μόλις το νεκροστόλισμα τελειώσεις,
στον τάφο εμείς το βάζουμε, κι αμέσως
θα κάμουμε πανιά· ώστε μην αργήσεις.
1150 Από έναν κόπο σ᾽ έχω εγώ απαλλάξει·
του Σκάμαντρου ως διαβαίναμε το ρέμα,
έπλυνα το νεκρό με τα νερά του
και τις πληγές καθάρισα. Και τώρα
να σκάψω πάω και λάκκο να του ανοίξω·
ας κάμουμε λοιπόν το χρέος μας τώρα
κι οι δυο μας βιαστικά, κι έτσι το πλοίο
για την πατρίδα πια να ξεκινήσει.
Φεύγει με μερικούς από τους συνοδούς του.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου