Ἀλλὰ μήν, ἔφη φάναι ὑπολαβόντα Φαῖδρον τὸν Μυρρινούσιον, ἔγωγέ σοι εἴωθα πείθεσθαι ἄλλως τε καὶ ἅττ᾽ ἂν περὶ ἰατρικῆς λέγῃς· νῦν δ᾽, ἂν εὖ βουλεύωνται, καὶ οἱ λοιποί. [176e] ταῦτα δὴ ἀκούσαντας συγχωρεῖν πάντας μὴ διὰ μέθης ποιήσασθαι τὴν ἐν τῷ παρόντι συνουσίαν, ἀλλ᾽ οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν.
Ἐπειδὴ τοίνυν, φάναι τὸν Ἐρυξίμαχον, τοῦτο μὲν δέδοκται, πίνειν ὅσον ἂν ἕκαστος βούληται, ἐπάναγκες δὲ μηδὲν εἶναι, τὸ μετὰ τοῦτο εἰσηγοῦμαι τὴν μὲν ἄρτι εἰσελθοῦσαν αὐλητρίδα χαίρειν ἐᾶν, αὐλοῦσαν ἑαυτῇ ἢ ἂν βούληται ταῖς γυναιξὶ ταῖς ἔνδον, ἡμᾶς δὲ διὰ λόγων ἀλλήλοις συνεῖναι τὸ τήμερον· καὶ δι᾽ οἵων λόγων, εἰ βούλεσθε, ἐθέλω ὑμῖν εἰσηγήσασθαι.
[177a] Φάναι δὴ πάντας καὶ βούλεσθαι καὶ κελεύειν αὐτὸν εἰσηγεῖσθαι. εἰπεῖν οὖν τὸν Ἐρυξίμαχον ὅτι Ἡ μέν μοι ἀρχὴ τοῦ λόγου ἐστὶ κατὰ τὴν Εὐριπίδου Μελανίππην· οὐ γὰρ ἐμὸς ὁ μῦθος, ἀλλὰ Φαίδρου τοῦδε, ὃν μέλλω λέγειν. Φαῖδρος γὰρ ἑκάστοτε πρός με ἀγανακτῶν λέγει Οὐ δεινόν, φησίν, ὦ Ἐρυξίμαχε, ἄλλοις μέν τισι θεῶν ὕμνους καὶ παίωνας εἶναι ὑπὸ τῶν ποιητῶν πεποιημένους, τῷ δὲ Ἔρωτι, τηλικούτῳ ὄντι καὶ τοσούτῳ θεῷ, μηδὲ ἕνα πώποτε τοσούτων [177b] γεγονότων ποιητῶν πεποιηκέναι μηδὲν ἐγκώμιον; εἰ δὲ βούλει αὖ σκέψασθαι τοὺς χρηστοὺς σοφιστάς, Ἡρακλέους μὲν καὶ ἄλλων ἐπαίνους καταλογάδην συγγράφειν, ὥσπερ ὁ βέλτιστος Πρόδικος —καὶ τοῦτο μὲν ἧττον καὶ θαυμαστόν, ἀλλ᾽ ἔγωγε ἤδη τινὶ ἐνέτυχον βιβλίῳ ἀνδρὸς σοφοῦ, ἐν ᾧ ἐνῆσαν ἅλες ἔπαινον θαυμάσιον ἔχοντες πρὸς ὠφελίαν, καὶ ἄλλα τοιαῦτα [177c] συχνὰ ἴδοις ἂν ἐγκεκωμιασμένα— τὸ οὖν τοιούτων μὲν πέρι πολλὴν σπουδὴν ποιήσασθαι, Ἔρωτα δὲ μηδένα πω ἀνθρώπων τετολμηκέναι εἰς ταυτηνὶ τὴν ἡμέραν ἀξίως ὑμνῆσαι· ἀλλ᾽ οὕτως ἠμέληται τοσοῦτος θεός. ταῦτα δή μοι δοκεῖ εὖ λέγειν Φαῖδρος. ἐγὼ οὖν ἐπιθυμῶ ἅμα μὲν τούτῳ ἔρανον εἰσενεγκεῖν καὶ χαρίσασθαι, ἅμα δ᾽ ἐν τῷ παρόντι πρέπον μοι δοκεῖ εἶναι ἡμῖν τοῖς παροῦσι κοσμῆσαι τὸν θεόν. εἰ οὖν [177d] συνδοκεῖ καὶ ὑμῖν, γένοιτ᾽ ἂν ἡμῖν ἐν λόγοις ἱκανὴ διατριβή· δοκεῖ γάρ μοι χρῆναι ἕκαστον ἡμῶν λόγον εἰπεῖν ἔπαινον Ἔρωτος ἐπὶ δεξιὰ ὡς ἂν δύνηται κάλλιστον, ἄρχειν δὲ Φαῖδρον πρῶτον, ἐπειδὴ καὶ πρῶτος κατάκειται καὶ ἔστιν ἅμα πατὴρ τοῦ λόγου.
Οὐδείς σοι, ὦ Ἐρυξίμαχε, φάναι τὸν Σωκράτη, ἐναντία ψηφιεῖται. οὔτε γὰρ ἄν που ἐγὼ ἀποφήσαιμι, ὃς οὐδέν φημι ἄλλο ἐπίστασθαι ἢ τὰ ἐρωτικά, οὔτε που Ἀγάθων καὶ [177e] Παυσανίας, οὐδὲ μὴν Ἀριστοφάνης, ᾧ περὶ Διόνυσον καὶ Ἀφροδίτην πᾶσα ἡ διατριβή, οὐδὲ ἄλλος οὐδεὶς τουτωνὶ ὧν ἐγὼ ὁρῶ. καίτοι οὐκ ἐξ ἴσου γίγνεται ἡμῖν τοῖς ὑστάτοις κατακειμένοις· ἀλλ᾽ ἐὰν οἱ πρόσθεν ἱκανῶς καὶ καλῶς εἴπωσιν, ἐξαρκέσει ἡμῖν. ἀλλὰ τύχῃ ἀγαθῇ καταρχέτω Φαῖδρος καὶ ἐγκωμιαζέτω τὸν Ἔρωτα.
Ταῦτα δὴ καὶ οἱ ἄλλοι πάντες ἄρα συνέφασάν τε καὶ [178a] ἐκέλευον ἅπερ ὁ Σωκράτης. πάντων μὲν οὖν ἃ ἕκαστος εἶπεν, οὔτε πάνυ ὁ Ἀριστόδημος ἐμέμνητο οὔτ᾽ αὖ ἐγὼ ἃ ἐκεῖνος ἔλεγε πάντα· ἃ δὲ μάλιστα καὶ ὧν ἔδοξέ μοι ἀξιομνημόνευτον, τούτων ὑμῖν ἐρῶ ἑκάστου τὸν λόγον.
Ἐπειδὴ τοίνυν, φάναι τὸν Ἐρυξίμαχον, τοῦτο μὲν δέδοκται, πίνειν ὅσον ἂν ἕκαστος βούληται, ἐπάναγκες δὲ μηδὲν εἶναι, τὸ μετὰ τοῦτο εἰσηγοῦμαι τὴν μὲν ἄρτι εἰσελθοῦσαν αὐλητρίδα χαίρειν ἐᾶν, αὐλοῦσαν ἑαυτῇ ἢ ἂν βούληται ταῖς γυναιξὶ ταῖς ἔνδον, ἡμᾶς δὲ διὰ λόγων ἀλλήλοις συνεῖναι τὸ τήμερον· καὶ δι᾽ οἵων λόγων, εἰ βούλεσθε, ἐθέλω ὑμῖν εἰσηγήσασθαι.
[177a] Φάναι δὴ πάντας καὶ βούλεσθαι καὶ κελεύειν αὐτὸν εἰσηγεῖσθαι. εἰπεῖν οὖν τὸν Ἐρυξίμαχον ὅτι Ἡ μέν μοι ἀρχὴ τοῦ λόγου ἐστὶ κατὰ τὴν Εὐριπίδου Μελανίππην· οὐ γὰρ ἐμὸς ὁ μῦθος, ἀλλὰ Φαίδρου τοῦδε, ὃν μέλλω λέγειν. Φαῖδρος γὰρ ἑκάστοτε πρός με ἀγανακτῶν λέγει Οὐ δεινόν, φησίν, ὦ Ἐρυξίμαχε, ἄλλοις μέν τισι θεῶν ὕμνους καὶ παίωνας εἶναι ὑπὸ τῶν ποιητῶν πεποιημένους, τῷ δὲ Ἔρωτι, τηλικούτῳ ὄντι καὶ τοσούτῳ θεῷ, μηδὲ ἕνα πώποτε τοσούτων [177b] γεγονότων ποιητῶν πεποιηκέναι μηδὲν ἐγκώμιον; εἰ δὲ βούλει αὖ σκέψασθαι τοὺς χρηστοὺς σοφιστάς, Ἡρακλέους μὲν καὶ ἄλλων ἐπαίνους καταλογάδην συγγράφειν, ὥσπερ ὁ βέλτιστος Πρόδικος —καὶ τοῦτο μὲν ἧττον καὶ θαυμαστόν, ἀλλ᾽ ἔγωγε ἤδη τινὶ ἐνέτυχον βιβλίῳ ἀνδρὸς σοφοῦ, ἐν ᾧ ἐνῆσαν ἅλες ἔπαινον θαυμάσιον ἔχοντες πρὸς ὠφελίαν, καὶ ἄλλα τοιαῦτα [177c] συχνὰ ἴδοις ἂν ἐγκεκωμιασμένα— τὸ οὖν τοιούτων μὲν πέρι πολλὴν σπουδὴν ποιήσασθαι, Ἔρωτα δὲ μηδένα πω ἀνθρώπων τετολμηκέναι εἰς ταυτηνὶ τὴν ἡμέραν ἀξίως ὑμνῆσαι· ἀλλ᾽ οὕτως ἠμέληται τοσοῦτος θεός. ταῦτα δή μοι δοκεῖ εὖ λέγειν Φαῖδρος. ἐγὼ οὖν ἐπιθυμῶ ἅμα μὲν τούτῳ ἔρανον εἰσενεγκεῖν καὶ χαρίσασθαι, ἅμα δ᾽ ἐν τῷ παρόντι πρέπον μοι δοκεῖ εἶναι ἡμῖν τοῖς παροῦσι κοσμῆσαι τὸν θεόν. εἰ οὖν [177d] συνδοκεῖ καὶ ὑμῖν, γένοιτ᾽ ἂν ἡμῖν ἐν λόγοις ἱκανὴ διατριβή· δοκεῖ γάρ μοι χρῆναι ἕκαστον ἡμῶν λόγον εἰπεῖν ἔπαινον Ἔρωτος ἐπὶ δεξιὰ ὡς ἂν δύνηται κάλλιστον, ἄρχειν δὲ Φαῖδρον πρῶτον, ἐπειδὴ καὶ πρῶτος κατάκειται καὶ ἔστιν ἅμα πατὴρ τοῦ λόγου.
Οὐδείς σοι, ὦ Ἐρυξίμαχε, φάναι τὸν Σωκράτη, ἐναντία ψηφιεῖται. οὔτε γὰρ ἄν που ἐγὼ ἀποφήσαιμι, ὃς οὐδέν φημι ἄλλο ἐπίστασθαι ἢ τὰ ἐρωτικά, οὔτε που Ἀγάθων καὶ [177e] Παυσανίας, οὐδὲ μὴν Ἀριστοφάνης, ᾧ περὶ Διόνυσον καὶ Ἀφροδίτην πᾶσα ἡ διατριβή, οὐδὲ ἄλλος οὐδεὶς τουτωνὶ ὧν ἐγὼ ὁρῶ. καίτοι οὐκ ἐξ ἴσου γίγνεται ἡμῖν τοῖς ὑστάτοις κατακειμένοις· ἀλλ᾽ ἐὰν οἱ πρόσθεν ἱκανῶς καὶ καλῶς εἴπωσιν, ἐξαρκέσει ἡμῖν. ἀλλὰ τύχῃ ἀγαθῇ καταρχέτω Φαῖδρος καὶ ἐγκωμιαζέτω τὸν Ἔρωτα.
Ταῦτα δὴ καὶ οἱ ἄλλοι πάντες ἄρα συνέφασάν τε καὶ [178a] ἐκέλευον ἅπερ ὁ Σωκράτης. πάντων μὲν οὖν ἃ ἕκαστος εἶπεν, οὔτε πάνυ ὁ Ἀριστόδημος ἐμέμνητο οὔτ᾽ αὖ ἐγὼ ἃ ἐκεῖνος ἔλεγε πάντα· ἃ δὲ μάλιστα καὶ ὧν ἔδοξέ μοι ἀξιομνημόνευτον, τούτων ὑμῖν ἐρῶ ἑκάστου τὸν λόγον.
***
[176c] Κι ο άλλος είπε: «Θα ᾽ναι δώρο απ᾽ τον ουρανό, καταπώς φαίνεται, για μένα και τον Αριστόδημο και τον Φαίδρο και τούτους εδώ, αν εσείς, τα πιο γερά ποτήρια, κάνετε πίσω· γιατί εμείς πάντοτε είμαστε ελαφρών βαρών. Βέβαια τον Σωκράτη δεν τον βάζω στο λογαριασμό· γιατί και το ένα και το άλλο είναι του χεριού του, κι έτσι θα βρει τη βολή του είτε το ένα είτε το άλλο κάνουμε. Λοιπόν, επειδή βλέπω ότι κανένας απ᾽ τους παρόντες δεν έχει διάθεση να πιει πολύ κρασί, ίσως δε θα γινόμουν τόσο ανιαρός, λέγοντας τί πραγματικά είναι το μεθύσι. Γιατί πιστεύω [176d] ότι με την ιατρική τούτο τουλάχιστο ξεκαθάρισα, ότι η μέθη βλάπτει σοβαρά τον άνθρωπο· έτσι, ούτε ο ίδιος μου θα είχα τη διάθεση να πιω πάνω απ᾽ το μέτρο ούτε θα το συμβούλευα σε άλλον, ένα περισσότερο την ώρα που από την προηγούμενη κιόλας μέρα νιώθει βαρύ το κεφάλι του».Το λόγο πήρε ο Φαίδρος από το δήμο του Μυρρινούντα και είπε: «Το βέβαιο είναι ότι συνήθως εγώ πείθομαι στα λόγια σου, ιδιαίτερα όταν αναφέρεσαι σε θέματα ιατρικής· αλλά τώρα, αν έχουν μυαλό, να σ᾽ ακούσουν κι οι άλλοι». [176e] Λοιπόν, ακούοντας αυτά όλοι συμφώνησαν να μην κάνουν τη συνεστίαση αυτής της βραδιάς κρασοκατάνυξη, αλλά να πίνουν έτσι, για να περάσουν ευχάριστα.
Το λόγο πήρε ο Ερυξίμαχος: «Μια και πάρθηκε η απόφαση να πίνει ο καθένας κατά τη βούλησή του και να μην ασκηθεί καμιά βία, κάνω λοιπόν την επόμενη πρόταση: ν᾽ αφήσουμε την αυλητρίδα, που μπήκε στην αίθουσα τώρα δα, να πάει στο καλό — να παίζει τη φλογέρα για το κέφι της ή, αν προτιμά, για τις γυναίκες του σπιτιού· κι εμείς, για σήμερα, να συνεχίσουμε τη συνεστίασή μας με ομιλίες· τώρα, γύρω από τί θα περιστρέφονται οι ομιλίες μας, είμαι πρόθυμος να κάνω την πρότασή μου».
[177a] Όλοι λοιπόν είπαν ότι όχι μόνο δέχονται, αλλά και τον παρακαλούν να κάνει την πρότασή του. Είπε λοιπόν ο Ερυξίμαχος ότι: «Η ομιλία μου αρχίζει όπως η Μελανίππη του Ευριπίδη, δηλαδή:
Ο μύθος που θ᾽ ακούσετε, δεν είν᾽ δικός μου, όχι!
αλλ᾽ αυτουνού, του Φαίδρου.
Πράγματι, κάθε τόσο ο Φαίδρος μού λέει αγαναχτισμένος: “Ερυξίμαχε, τονίζει, δεν είναι εξοργιστικό, οι ποιητές μας να έχουν συνθέσει ύμνους και παιάνες σε κάποιους άλλους θεούς, όμως για τον Έρωτα, έναν τόσο αρχαίο και τόσο μεγάλο θεό, από τους τόσους και τόσους [177b] ποιητές που εμφανίστηκαν, κανείς να μην έχει κάνει κανένα εγκωμιαστικό ποίημα; Κι απ᾽ την άλλη, δες τί γίνεται με τους χαρισματικούς σοφιστές μας· συνθέτουν βέβαια εγκώμια σε πεζό λόγο για τον Ηρακλή, όπως ο έξοχος Πρόδικος — και τέλος πάντων, τούτο δεν εντυπωσιάζει και τόσο, αλλά νά, έπεσε στα χέρια μου σύγγραμμα ενός σοφού, που περιεχόμενό του ήταν το αλάτι: του αφιερωνόταν εξαίσιο εγκώμιο για τη χρησιμότητά του· και θα μπορούσες να δεις κι άλλα, ένα σωρό, [177c] παρόμοια πράματα να εγκωμιάζονται — λοιπόν, να εκδηλώνεται ένας τόσο μεγάλος ζήλος για παρόμοια πράματα, και για τον Έρωτα ως σήμερα κανένας άνθρωπος να μη φιλοτιμήθηκε να κάνει ύμνο που να του αξίζει! Σε τέτοιο βαθμό να έχει παραμεληθεί τόσο μεγάλος θεός!”. Φρονώ λοιπόν ότι έχει δίκιο σ᾽ αυτά ο Φαίδρος. Εγώ λοιπόν από τη μια επιθυμώ να διοργανώσουμε έρανο για το θεό και να τον καλοκαρδίσουμε, κι από την άλλη μ᾽ αυτή τη συγκυρία θεωρώ ότι θα δώσουμε καλή εντύπωση εμείς που παραβρισκόμαστε με το να ομορφοστολίσουμε τον θεό. Λοιπόν, αν [177d] και σεις συμφωνείτε, θα μπορούσαμε να περάσουμε ευχάριστα την ώρα μας με ομιλίες· δηλαδή η άποψή μου είναι ν᾽ αναλάβει ν᾽ απαγγείλει ομιλία — εγκώμιο του Έρωτα όσο γίνεται πιο όμορφο — ο καθένας μας με τη σειρά του, απ᾽ τ᾽ αριστερά προς τα δεξιά· την αρχή να κάνει ο Φαίδρος, πρώτος αυτός, μια και πλαγιάζει στο πρώτο ανάκλιντρο και ταυτόχρονα του ανήκει η πατρότητα του θέματος».
«Ερυξίμαχε, είπε ο Σωκράτης, κανένας δε θα ρίξει αρνητική ψήφο στην πρότασή σου. Γιατί βέβαια ούτε εγώ θα ᾽φερνα αντίλογο, που το μόνο που παραδέχομαι ότι κατέχω καλά είναι τα όσα έχουν να κάνουν με τον έρωτα ούτε, υποθέτω, ο Αγάθων και [177e] ο Παυσανίας, κι ούτε βέβαια ο Αριστοφάνης, που δεν καταπιάνεται με τίποτ᾽ άλλο εκτός απ᾽ τον Διόνυσο και την Αφροδίτη, ούτε κανένας άλλος από τους κυρίους που έχω μπροστά στα μάτια μου. Πάντως εμείς που ξαπλώνουμε στο τελευταίο ανάκλιντρο βρισκόμαστε σε μειονεκτική θέση· αλλά, αν όσοι προηγούνται από μας μιλήσουν ικανοποιητικά κι ωραία, δε θέλουμε τίποτε παραπάνω. Αλλά —κι όλα να ᾽ρθουν δεξιά! — ας κάνει την αρχή ο Φαίδρος κι ας πλέξει το εγκώμιο του Έρωτα».
Λοιπόν και οι άλλοι, όλοι τους, συμφώνησαν μ᾽ αυτά και [178a] επανέλαβαν την προτροπή του Σωκράτη. Τώρα, ούτε ο Αριστόδημος συγκράτησε στο σύνολό τους όλα όσα είπε ο καθένας τους κι ούτε εγώ απ᾽ τη μεριά μου συγκρατώ τα όσα εκείνος διηγόταν στο σύνολό τους· αλλά όσα συγκράτησα καλύτερα και εκείνων που έκρινα αξιομνημόνευτες τις ομιλίες θα σας μεταφέρω, του καθενός με τη σειρά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου