Είναι δυο σκόπελοι κι ο ένας απ’ αυτούς φτάνει μεσούρανα, μαύρα σύννεφα σκεπάζουν την κορφή του, έτσι που ούτε στο κατακαλόκαιρο δεν κάνει αιθρία- εκεί πάνω άνθρωπος δεν θα μπορούσε ν’ ανεβεί, ακόμα κι αν είχε είκοσι πόδια και άλλα τόσα χέρια, γιατί είναι πέτρα γλιστερή, σαν λαξεμένη- καταμεσής σ’ αυτό το σκόπελο είναι σπηλιά, όπου το βάθος της ούτε το βέλος του τοξότη δεν το φτάνει- εκεί μέσα μένει η Σκύλλα, που αλυχτάει φοβερά, τέρας που και θεός δεν το απαντάει δίχως φόβο- έχει δώδεκα ποδάρια, υψωμένα στον αέρα, έξι λαιμούς με μάκρος ασυνήθιστο, και ο καθένας τους στηρίζει μια φρικαλέα κεφαλή και κάθε στόμα έχει τριπλά σαγόνια, απ’ όπου στάζει μαύρος θάνατος- κρυμμένη μέσα στο βάραθρο αφήνει τα κεφάλια να προβάλλουν κι αρπάζει έτσι δελφίνια και σκυλόψαρα κι άλλα μεγάλα κήτη- κι απ’ τα καράβια που περνούν αρπάζει πάντα απ’ το κατάστρωμα τόσα παλικάρια όσα είναι και τα στόματά της.
Συνεχίζοντας η Κίρκη τις πληροφορίες της, λέει στον Οδυσσέα ότι ο άλλος σκόπελος δεν είναι τόσο ψηλός όσο ο πρώτος, αλλά έχει μια αγριοσυκιά κι αποκάτω της κάθεται η Χάρυβδη, που ξερνάει μαύρο νερό- τρεις φορές τη μέρα ρουφάει όλο το νερό και τρεις φορές το ξαναβγάζει- αν βρεθεί κανείς κοντά την ώρα που η Χάρυβδη ρουφά το νερό, δεν γλιτώνει, ακόμα κι αν ο Ποσειδώνας ο ίδιος το θελήσει να τον σώσει· γι’ αυτό είναι προτιμότερο να περάσει κοντά στη Σκύλλα και να χάσει έξι παλικάρια, παρά να χαθεί το πλοίο ολόκληρο. Σε ερώτηση του Οδυσσέα αν μπορεί να βγει στην πλώρη αρματωμένος, να πολεμήσει το θεριό, η Κίρκη απαντά πως είναι ανώφελο και πως το μόνο που έχει να κάνει εκείνη τη φοβερή στιγμή είναι να επικαλεστεί το όνομα της Κραταίιδας, που είναι μάνα της Σκύλλας, για να μερώσει το θεριό και να μην πάρει άλλους έξι άντρες, προτού προφτάσει να ξεμακρύνει το καράβι.
Έτσι, το καράβι του Οδυσσέα έφτασε στο στενό και οι άντρες του, μόλις από μακριά ένιωσαν το κύμα το μεγάλο, με τον καπνό και με το γδούπο, τόσο φοβήθηκαν, που άφησαν από τα χέρια τους να πέσουν τα κουπιά. Η Χάρυβδη ρουφούσε τα νερά κι ύστερα τα ξερνούσε, και τότε η θάλασσα ήταν σαν το καζάνι που βράζει σε δυνατή φωτιά, και ο αχνός σκέπαζε τους δυο σκοπέλους ως την κορφή. Ο Οδυσσέας έδωσε θάρρος στους συντρόφους του και πρόσταξε να ξεμακρύνουν όσο γίνεται από τη Χάρυβδη, κρατώντας μυστικό τον κίνδυνο της Σκύλλας, για να μην παραλύσουν ολότελα οι σύντροφοι και πάνε του χαμού όλοι μαζί. Ο ίδιος, αψηφώντας την ορμήνια της Κίρκης, αρματώθηκε και στάθηκε στην πλώρη, μα τίποτα δεν ήταν δυνατόν να δει μες στην αντάρα, κι ας κούρασε τα μάτια του πολύ. Το μόνο που κατάφερε στο τέλος ν’ αντικρίσει ήταν οι έξι άντρες του, από τους πιο γερούς, που άρπαξε η Σκύλλα, και που τους είδε στον αέρα, πιασμένους σαν τα ψάρια στο αγκίστρι που τραβιούνται απ’ το νερό, κι άκουσε τις φωνές τους κι άκουσε στερνά να τον καλούν με τ’ όνομά του και είδε τα χέρια και τα πόδια τους που γύρευαν βοήθεια, ώσπου χάθηκαν για πάντα.
Και το καράβι πρόφτασε και μάκρυνε και σώθηκε κι έφτασε πια στο νησί του Ήλιου, κι εκεί οι σύντροφοι πείνασαν κι έφαγαν τα ζώα του θεού, μολονότι που ήταν ορμηνεμένοι πως δεν κάνει, και ο θεός στο γυρισμό τούς χτύπησε καταμεσής στο πέλαγος και τους έπνιξε όλους κι άφησε ολομόναχο τον Οδυσσέα με τα υπολείμματα του καραβιού του· κι η θάλασσα ξανά τον έσπρωξε πάνω στη ρουφήχτρα της Χάρυβδης και παρά τρίχα πιάστηκε σ’ ένα κλαδί της αγριοσυκιάς κι έμεινε κρεμασμένος σαν τη νυχτερίδα, ώσπου το θεριό ξέρασε πάλι το νερό και τα σανίδια, και τότε ο Οδυσσέας πήδησε σ’ αυτά και κολυμπώντας έφτασε επιτέλους στην Ωγυγία, όπου τον βρήκε η Καλυψώ.
Για την Αργώ έλεγαν πως είχε περάσει το στενό με προστατευτικό κλοιό από Νηρηίδες, με την επίβλεψη της Ήρας και με πλοηγό τη Θέτιδα, που έλεγε στον Πηλέα, τον άντρα της, τι έπρεπε κάθε στιγμή να κάνει, γιατί και ο Πηλέας ήταν ανάμεσα στους Αργοναύτες. Για τον Αινεία έλεγαν πως άκουσε τον Έλενο, το μάντη, κι απέφυγε τον κίνδυνο και δεν μπήκε στο στενό, αλλά έκανε τον περίπλου της Σικελίας. Όμως κι αυτός λένε πως είδε με τα μάτια του τη φριχτή όψη των τεράτων αυτών, όταν περνούσε την πύλη του Άδη. Αντίθετα από τον Αινεία ο Ηρακλής δεν δίστασε καθόλου ν’ αναμετρηθεί με τα θεριά. Αυτός, καθώς περνούσε από εκεί, μεταφέροντας τα βόδια του Γηρυόνη, όταν η Σκύλλα τού πήρε ένα, την άρπαξε και την έκανε κομμάτια, αλλά ο πατέρας της, ο Φόρκυς, κατάφερε με αναμμένα δαυλιά να την ξανακολλήσει και να της ξαναδώσει τη ζωή.
Για τη Σκύλλα έλεγαν πως είχε μητέρα τη Λάμια, κάποια όμορφη βασίλισσα, ευνοούμενη του Δια, και πως η ‘Ηρα από ζήλια τη μεταμόρφωσε σ’ ένα φριχτό στοιχειό, που γέννησε τη Σκύλλα, με τα γνωρίσματα και τη μοίρα της μάνας της.
Έλεγαν ακόμα πως και η ίδια η Σκύλλα στην αρχή ήταν μια όμορφη παρθένα του πελάγους, που την αγάπησε παράφορα ο Γλαύκος, χωρίς να βρει ανταπόκριση, και πως η Κίρκη από αντιζηλία φαρμάκωσε το νερό, όπου η κόρη έπαιρνε το μπάνιο της, κι έκανε με τα μάγια της να μεταμορφωθεί σε τέρας. Άλλοι λένε πως ο ίδιος ο Ποσειδώνας την είχε αγαπήσει και πως η Αμφιτρίτη ήταν εκείνη που από ζήλια τη μεταμόρφωσε σε τέρας. Τέλος, άλλοι προσθέτουν πως αντίζηλος του Ποσειδώνα ήταν ο Τρίτων και πως αφού δεν τα κατάφερε να την κερδίσει, αυτός με τα μάγια της Κίρκης τη μεταμόρφωσε σε τέρας. Και για τη Χάρυβδη υπάρχει ανάλογη παράδοση: ήταν κι αυτή μια κόρη, γονείς της είχε τον Ποσειδώνα και τη Γη, και έτρωγε πάντα πολύ και με μεγάλη λαιμαργία. Μια μέρα έκλεψε του Ηρακλή ένα βόδι και το έφαγε, και τότε πια ο Δίας, αηδιασμένος, μ’ έναν κεραυνό του τη γκρέμισε στη θάλασσα και την έκανε αυτό το φοβερό θεριό που καταβροχθίζει τα πάντα.
ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ
Το πέρασμα της Σκύλλας και της Χάρυβδης το τοποθετούν άλλοι στον Βόσπορο, άλλοι στο Ταίναρο, άλλοι έξω από τη Μεσόγειο, κοντά στις Καναρίους, όμως οι πιο πολλοί λένε πως είναι το στενό της Σικελίας.
Συνεχίζοντας η Κίρκη τις πληροφορίες της, λέει στον Οδυσσέα ότι ο άλλος σκόπελος δεν είναι τόσο ψηλός όσο ο πρώτος, αλλά έχει μια αγριοσυκιά κι αποκάτω της κάθεται η Χάρυβδη, που ξερνάει μαύρο νερό- τρεις φορές τη μέρα ρουφάει όλο το νερό και τρεις φορές το ξαναβγάζει- αν βρεθεί κανείς κοντά την ώρα που η Χάρυβδη ρουφά το νερό, δεν γλιτώνει, ακόμα κι αν ο Ποσειδώνας ο ίδιος το θελήσει να τον σώσει· γι’ αυτό είναι προτιμότερο να περάσει κοντά στη Σκύλλα και να χάσει έξι παλικάρια, παρά να χαθεί το πλοίο ολόκληρο. Σε ερώτηση του Οδυσσέα αν μπορεί να βγει στην πλώρη αρματωμένος, να πολεμήσει το θεριό, η Κίρκη απαντά πως είναι ανώφελο και πως το μόνο που έχει να κάνει εκείνη τη φοβερή στιγμή είναι να επικαλεστεί το όνομα της Κραταίιδας, που είναι μάνα της Σκύλλας, για να μερώσει το θεριό και να μην πάρει άλλους έξι άντρες, προτού προφτάσει να ξεμακρύνει το καράβι.
Έτσι, το καράβι του Οδυσσέα έφτασε στο στενό και οι άντρες του, μόλις από μακριά ένιωσαν το κύμα το μεγάλο, με τον καπνό και με το γδούπο, τόσο φοβήθηκαν, που άφησαν από τα χέρια τους να πέσουν τα κουπιά. Η Χάρυβδη ρουφούσε τα νερά κι ύστερα τα ξερνούσε, και τότε η θάλασσα ήταν σαν το καζάνι που βράζει σε δυνατή φωτιά, και ο αχνός σκέπαζε τους δυο σκοπέλους ως την κορφή. Ο Οδυσσέας έδωσε θάρρος στους συντρόφους του και πρόσταξε να ξεμακρύνουν όσο γίνεται από τη Χάρυβδη, κρατώντας μυστικό τον κίνδυνο της Σκύλλας, για να μην παραλύσουν ολότελα οι σύντροφοι και πάνε του χαμού όλοι μαζί. Ο ίδιος, αψηφώντας την ορμήνια της Κίρκης, αρματώθηκε και στάθηκε στην πλώρη, μα τίποτα δεν ήταν δυνατόν να δει μες στην αντάρα, κι ας κούρασε τα μάτια του πολύ. Το μόνο που κατάφερε στο τέλος ν’ αντικρίσει ήταν οι έξι άντρες του, από τους πιο γερούς, που άρπαξε η Σκύλλα, και που τους είδε στον αέρα, πιασμένους σαν τα ψάρια στο αγκίστρι που τραβιούνται απ’ το νερό, κι άκουσε τις φωνές τους κι άκουσε στερνά να τον καλούν με τ’ όνομά του και είδε τα χέρια και τα πόδια τους που γύρευαν βοήθεια, ώσπου χάθηκαν για πάντα.
Και το καράβι πρόφτασε και μάκρυνε και σώθηκε κι έφτασε πια στο νησί του Ήλιου, κι εκεί οι σύντροφοι πείνασαν κι έφαγαν τα ζώα του θεού, μολονότι που ήταν ορμηνεμένοι πως δεν κάνει, και ο θεός στο γυρισμό τούς χτύπησε καταμεσής στο πέλαγος και τους έπνιξε όλους κι άφησε ολομόναχο τον Οδυσσέα με τα υπολείμματα του καραβιού του· κι η θάλασσα ξανά τον έσπρωξε πάνω στη ρουφήχτρα της Χάρυβδης και παρά τρίχα πιάστηκε σ’ ένα κλαδί της αγριοσυκιάς κι έμεινε κρεμασμένος σαν τη νυχτερίδα, ώσπου το θεριό ξέρασε πάλι το νερό και τα σανίδια, και τότε ο Οδυσσέας πήδησε σ’ αυτά και κολυμπώντας έφτασε επιτέλους στην Ωγυγία, όπου τον βρήκε η Καλυψώ.
Για την Αργώ έλεγαν πως είχε περάσει το στενό με προστατευτικό κλοιό από Νηρηίδες, με την επίβλεψη της Ήρας και με πλοηγό τη Θέτιδα, που έλεγε στον Πηλέα, τον άντρα της, τι έπρεπε κάθε στιγμή να κάνει, γιατί και ο Πηλέας ήταν ανάμεσα στους Αργοναύτες. Για τον Αινεία έλεγαν πως άκουσε τον Έλενο, το μάντη, κι απέφυγε τον κίνδυνο και δεν μπήκε στο στενό, αλλά έκανε τον περίπλου της Σικελίας. Όμως κι αυτός λένε πως είδε με τα μάτια του τη φριχτή όψη των τεράτων αυτών, όταν περνούσε την πύλη του Άδη. Αντίθετα από τον Αινεία ο Ηρακλής δεν δίστασε καθόλου ν’ αναμετρηθεί με τα θεριά. Αυτός, καθώς περνούσε από εκεί, μεταφέροντας τα βόδια του Γηρυόνη, όταν η Σκύλλα τού πήρε ένα, την άρπαξε και την έκανε κομμάτια, αλλά ο πατέρας της, ο Φόρκυς, κατάφερε με αναμμένα δαυλιά να την ξανακολλήσει και να της ξαναδώσει τη ζωή.
Για τη Σκύλλα έλεγαν πως είχε μητέρα τη Λάμια, κάποια όμορφη βασίλισσα, ευνοούμενη του Δια, και πως η ‘Ηρα από ζήλια τη μεταμόρφωσε σ’ ένα φριχτό στοιχειό, που γέννησε τη Σκύλλα, με τα γνωρίσματα και τη μοίρα της μάνας της.
Έλεγαν ακόμα πως και η ίδια η Σκύλλα στην αρχή ήταν μια όμορφη παρθένα του πελάγους, που την αγάπησε παράφορα ο Γλαύκος, χωρίς να βρει ανταπόκριση, και πως η Κίρκη από αντιζηλία φαρμάκωσε το νερό, όπου η κόρη έπαιρνε το μπάνιο της, κι έκανε με τα μάγια της να μεταμορφωθεί σε τέρας. Άλλοι λένε πως ο ίδιος ο Ποσειδώνας την είχε αγαπήσει και πως η Αμφιτρίτη ήταν εκείνη που από ζήλια τη μεταμόρφωσε σε τέρας. Τέλος, άλλοι προσθέτουν πως αντίζηλος του Ποσειδώνα ήταν ο Τρίτων και πως αφού δεν τα κατάφερε να την κερδίσει, αυτός με τα μάγια της Κίρκης τη μεταμόρφωσε σε τέρας. Και για τη Χάρυβδη υπάρχει ανάλογη παράδοση: ήταν κι αυτή μια κόρη, γονείς της είχε τον Ποσειδώνα και τη Γη, και έτρωγε πάντα πολύ και με μεγάλη λαιμαργία. Μια μέρα έκλεψε του Ηρακλή ένα βόδι και το έφαγε, και τότε πια ο Δίας, αηδιασμένος, μ’ έναν κεραυνό του τη γκρέμισε στη θάλασσα και την έκανε αυτό το φοβερό θεριό που καταβροχθίζει τα πάντα.
ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ
Το πέρασμα της Σκύλλας και της Χάρυβδης το τοποθετούν άλλοι στον Βόσπορο, άλλοι στο Ταίναρο, άλλοι έξω από τη Μεσόγειο, κοντά στις Καναρίους, όμως οι πιο πολλοί λένε πως είναι το στενό της Σικελίας.
ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΑΡΘΡΟ , Η ΙΛΙΑΔΑ ΚΑΙ Η ΟΔΥΣΕΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΑΝ ΤΑ 2 ΕΠΗ ΠΟΥ ΓΑΛΟΥΧΙΣΑΝ , ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΑΝ ΚΑΙ ΜΟΡΦΩΣΑΝ ΓΕΝΙΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΑπάντησηΔιαγραφή