Ένα βλέμμα τους καμιά φορά αρκεί για να μας ανέβει το αίμα στο κεφάλι.
«Το κοίταξες αυτό στη δουλειά σου;» θα ρωτήσουν και εμείς θα τσατιστούμε.
«Πώς μιλάς έτσι στο παιδί σου. Εγώ έτσι σε μεγάλωσα;» θα ακούσουμε και θα εκραγούμε.
«Να πας να κάνεις τις εξετάσεις σου» θα μας θυμίσουν και θα νιώσουμε έντονη ενόχληση.
Γιατί συμβαίνει αυτό;
Εν αρχή ην ο νόμος
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όταν ήμαστε μικρά παιδιά, οι γονείς ήταν για εμάς οι τεράστιοι γίγαντες που τα ήξεραν όλα. Ήταν αυτοί που μας μάθαιναν τον κόσμο. Στα μάτια του παιδιού ο γονέας είναι κάτι το ιδανικό. Ένας παντογνώστης. Ό,τι λέει ο γονιός είναι Νόμος.
Αν ο γονέας λέει ότι τα καλά κορίτσια ξέρουν να ράβουν, αυτό για εμάς είναι Νόμος. Αν πει ότι οι άντρες δεν κλαίνε, αυτό για εμάς είναι Νόμος.
Όταν δε μας βγαίνει να κάνουμε αυτό που μας λένε νιώθουμε πολύ άσχημα. Αν τα καλά παιδιά δεν αντιμιλάνε και εμείς έχουμε αντίρρηση σε όσα μας λένε, νιώθουμε κακά παιδιά. Αν πει ο γονέας πρέπει να πας να φιλήσεις τη θεία σου, και εσύ δε τη συμπαθείς, θα είναι πολύ άβολο. Από τη μια η δική σου αίσθηση είναι ότι δε θέλεις και από την άλλη ο Νόμος λέει ότι πρέπει. Έχουμε αντικρουόμενα συναισθήματα.
Είναι τα πρότυπά μας και κανείς δε θέλει να πηγαίνει κόντρα στο πρότυπό του.
Η εφηβεία
Στην περίοδο της εφηβείας τα παιδιά αρχίζουν και αποκτούν άλλα πρότυπα. Η φύση έχει προβλέψει ώστε στην περίοδο αυτή, να αρχίσουμε να νοιαζόμαστε περισσότερο για το τι λένε οι συνομήλικοί μας και λιγότερο οι γονείς μας.
Σύμφωνα με την εξελικτική ψυχολογία, αυτό συμβαίνει γιατί πριν από χιλιάδες χρόνια όταν φτάναμε στα 13-14 έπρεπε να αφήσουν την ασφάλεια της σπηλιάς όπου μέναμε με την οικογένεια και να βγούμε έξω να κυνηγήσουμε. Έπρεπε να στηριζόμαστε πολύ περισσότερο στους άλλους για την επιβίωσή μας και λιγότερο στην οικογένεια.
Ο εγκέφαλος των εφήβων είναι υπερευαίσθητος στο να το έχουν την αποδοχή των άλλων εφήβων.
Αν όλα παν καλά, τότε η περίοδος της εφηβείας είναι μια περίοδος έντασης στο σπίτι. Οι έφηβοι αμφισβητούν τους γονείς τους, αμφισβητούν τον νόμο και φτιάχνουν νέους δικούς τους νόμους.
«Θα φορέσω σκουλαρίκι στη μύτη επειδή μου αρέσει».
«Θα φοράω μόνο μαύρα, γιατί γουστάρω».
«Δε θα την ξαναφιλήσω αυτή τη θεία!»
Αν όλα πάνε καλά ο έφηβος θα νιώθει ασφαλής να εκφράσει τις διαφορετικές του απόψεις και ο γονέας θα το αντέξει. Διότι θα κατανοεί πως έτσι δημιουργεί το παιδί του την δική του προσωπικότητα.
Όπως άκουσα πολύ πετυχημένα να λέγεται: «Αν όλα παν καλά ο γονέας θα βλέπει την πλάτη του παιδιού. Αν εξακολουθεί βλέπει το πρόσωπο του παιδιού, τότε μάλλον κάτι δεν πήγε πολύ καλά».
Τα καλά παιδιά
Δυστυχώς δεν πηγαίνουν πάντα όλα καλά, και μερικοί από εμάς γινόμαστε τα καλά παιδιά που δε θέλουμε να στεναχωρούμε τους άλλους. Και φυσικά όχι τους γονείς μας. Αυτό σημαίνει ότι για εμάς, αυτά που λένε οι γονείς μας εξακολουθούν να είναι ο Νόμος. Ταυτόχρονα, καθώς ενηλικιωνόμαστε, μαθαίνουμε τον κόσμο από πρώτο χέρι. Όχι πια μόνο μέσα από τα φίλτρα των γονιών μας.
Και εκεί δημιουργείται η σύγκρουση. Άλλα καταλαβαίνουμε ότι ισχύουν στον έξω κόσμο, άλλα μας λένε οι γονείς. Αλλά εμείς δε θέλουμε να τους στεναχωρήσουμε. Εξακολουθούμε και τους έχουμε στο εσωτερικό μας βάθρο.
Έτσι κάθε φορά που θα πουν κάτι εκνευριζόμαστε, γιατί για εμάς συγκρούεται ο Νόμος (τα λόγια τους) με τη δική μας αντίληψη του κόσμου. Δεν είναι απλά η άποψη κάποιου. Είναι ο Νόμος. Και όταν ο Νόμος λέει κάτι που θεωρούμε άδικο, τότε η αντίδραση είναι μεγάλη. Μας πνίγει.
Μη μου φέρεσαι σαν παιδί
Η ερώτηση: «Το κοίταξες αυτό στη δουλειά σου;» προκαλεί την αντίδραση: «Γιατί δεν μπορώ να το κοιτάξω εγώ; Εσύ πρέπει να μου πεις; Δεν είμαι παιδί».
Ακούγοντας: «Πώς μιλάς έτσι στο παιδί σου. Εγώ έτσι σε μεγάλωσα;» θα νιώσουμε όλη τη βαρύτητα της επίκρισης του Νόμου. Του Σωστού. Κάνουμε Λάθος. Μας μάλωσε η μαμά και εμείς είμαστε το παιδί.
Λένε: «Να πας να κάνεις τις εξετάσεις σου» Και μέσα μας σκεφτόμαστε «Δε θα μου πεις εσύ τι θα κάνω. Όλο να ανακατεύεσαι θέλεις. Κοίτα δουλειά σου. Δεν είμαι παιδί».
Θα μας πουν: «Πες κάτι στον αδερφό σου» και νιώθουμε την ίδια πίεση που νιώθαμε όταν έπρεπε να φιλήσουμε τη θεία μας.
Εν ολίγοις μας ενοχλεί όταν νιώθουνε ότι μας φέρονται σαν να είμαστε παιδιά. Γιατί μέσα μας νιώθουμε ακόμα παιδιά. Όσο μέσα μας θεωρούμε αυτά που μας λένε οι γονείς μας ως τον Νόμο, τόσο παραμένουμε παιδιά.
Τα καλά παιδιά καθυστερούν να περάσουν εφηβεία.
Το επόμενο βήμα
Το επόμενο βήμα για καλύτερες σχέσεις με τους γονείς μας είναι να περάσουμε την εφηβεία. Μπορεί να είμαστε 30, 40, 50 ή και 60 και να μην έχουμε περάσει την εφηβεία. Να μην έχουμε ενηλικιωθεί.
Περνάω την εφηβεία, στην πράξη, σημαίνει κατανοώ πως αυτά που μου λένε οι γονείς μου δεν είναι ο Νόμος. Είναι οι απόψεις του κυρίου Κώστα και της κυρίας Μαρίας. Είναι οι απόψεις δυο απλών ανθρώπων. Που έχουν τη δική τους ιστορία, τα δικά τους φίλτρα και έχουν ταλαιπωρηθεί και εκείνοι από τους δικούς τους γονείς. Δεν είναι ο Νόμος.
Όπως δεν παίρνουμε τόσο κατάκαρδα τα σχόλια ενός φίλου, επειδή έχει άλλη θέση στην εσωτερική μας ιεραρχία, έτσι δε θα παίρνουμε κατάκαρδα και τα σχόλια του κυρίου Κώστα και της κυρίας Μαρίας.
Η υιοθέτηση αυτής της στάσης, έχει δυο οφέλη. Πρώτον για εμάς. Σταματάμε να εκνευριζόμαστε τόσο από τα σχόλια και την κριτική τους, γιατί κατανοούμε πως είναι απλά άλλη μια γνώμη. Δεν της δίνουμε ιδιαίτερη βαρύτητα μέσα μας. Δεύτερον, για τους γονείς μας. Τους απελευθερώνουμε από την ανάγκη και το βάρος να είναι πάντα Σωστοί (γιατί ο Νόμος πρέπει να είναι Σωστός).
Μπορούν να χαλαρώσουν. Δε χρειάζονται να προσέχουν τα λόγια τους (αν τα πρόσεχαν δηλαδή…)
Οι σχέσεις μας γίνονται λιγότερο στενές με την έννοια της εξάρτησης και της προσκόλλησης, αλλά γίνονται περισσότερο στενές με την έννοια της πραγματικής εγγύτητας.
Γινόμαστε όλοι ενήλικες, που προσπαθούν να καταλάβουν ο ένας τον άλλον και όχι το παιδί και οι γονείς που πρέπει να διατηρούν τα δυναμικά της παιδικής ηλικίας. Σχετιζόμαστε πιο ισότιμα.
Χωρίς δυναμικά της εξουσίας.
Στην πράξη
Δεν είναι εύκολο να συμβεί αυτό στην πράξη. Συχνά οι γονείς αντλούν σημαντικότητα από το ρόλο τους ως γονείς. Αν δεν έχουν αναπτύξει άλλα ενδιαφέροντα στη ζωή τους, ίσως να το νιώθουν απειλητικό να μην έχουν ενεργό ρόλο στη ζωή των παιδιών τους. Ποιοι θα είναι αν δεν είναι οι γονείς;
Τα παιδιά, επίσης, ίσως νιώθουν μια ασφάλεια ότι ο γονέας είναι εκεί και θα τους προστατέψει, οπότε παραχωρούν κάποιες από τις ελευθερίες τους, επειδή φοβούνται να αναλάβουν τις ευθύνες του εαυτού τους και να ενηλικιωθούν. Είναι άχαρη η ενήλικη ζωή.
Έτσι αλληλοτρέφουν τις ανασφάλειές τους και ταυτόχρονα διατηρούν σχέση αγάπης και μίσους.
Η λύση είναι πάντα η κατανόηση. Κατανόηση πως ό,τι μας λένε οι γονείς μας είναι τα λόγια του Κυρίου Κώστα και της κυρίας Μαρίας, όχι ο Νόμος. Ας μην τα παίρνουμε τόσο προσωπικά.
Βασικότερο από όλα όμως, κατανόηση πως κι εμείς είμαστε πλέον ενήλικες με ευθύνες αλλά και δικαιώματα. Δεν είμαστε πια παιδιά.
Ίσως να έχει φτάσει ο καιρός να περάσουμε την εφηβεία μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου