1235 τόν ποτε Δηλιὰς ἐν καρποφόροις γυάλοις
‹ἔτικτε,› χρυσοκόμαν
ἐν κιθάρᾳ σοφόν, ἅ τ᾽ ἐπὶ τόξων
εὐστοχίᾳ γάνυται· φέρε ‹δ᾽ αυτά›
1240 νιν ἀπὸ δειράδος εἰναλίας,
λοχεῖα κλεινὰ λιποῦσα μά-
τηρ, τὰν ἀστάκτων ὑδάτων
βακχεύουσαν Διονύ-
σῳ Παρνάσιον κορυφάν·
ὅθι ποικιλόνωτος οἰ-
1245 νωπὸς δράκων,
σκιερᾷ κατάχαλκος εὐ-
φύλλῳ δάφνᾳ,
γᾶς πελώριον τέρας, ἄμφεπε μαντεῖ-
ον Χθόνιον.
ἔτι μιν ἔτι βρέφος, ἔτι φίλας
1250 ἐπὶ ματέρος ἀγκάλαισι θρῴσκων
ἔκανες, ὦ Φοῖβε, μαντείων δ᾽ ἐπέβας ζαθέων,
τρίποδί τ᾽ ἐν χρυσέῳ θάσσεις, ἐν ἀψευδεῖ θρόνῳ
1255 μαντείας βροτοῖς θεσφάτων νέμων
ἀδύτων ὕπο, Κασταλίας ῥεέθρων γείτων, μέσον
γᾶς ἔχων μέλαθρον.
Θέμιν δ᾽ ἐπεὶ γᾶς ἰὼν [ἀντ.]
1260 παῖδ᾽ ἀπενάσσατο ‹Πυθῶνος› ἀπὸ ζαθέων
χρηστηρίων, νύχια
Χθὼν ἐτεκνώσατο φάσματ᾽ ὀ‹νείρων›,
οἳ πόλεσιν μερόπων τά τε πρῶτα τά τ᾽
1265 ἔπειθ᾽, ὅσσα τ᾽ ἔμελλε τυχεῖν,
ὕπνου κατὰ δνοφερὰς γᾶς εὐ-
νὰς ἔφραζον· Γαῖα δὲ τὰν
μαντεῖον ἀφείλετο τι-
μὰν Φοῖβον, φθόνῳ θυγατρός.
ταχύπους δ᾽ ἐς Ὄλυμπον ὁρ-
1270 μαθεὶς ἄναξ
χέρα παιδνὸν ἕλιξεν ἐκ
Διὸς θρόνων
Πυθίων δόμων χθονίαν ἀφελεῖν μῆ-
νιν θεᾶς. [νυχίους τ᾽ ἐνοπάς.]
γέλασε δ᾽, ὅτι τέκος ἄφαρ ἔβα
1275 πολύχρυσα θέλων λατρεύματα σχεῖν·
ἐπὶ δ᾽ ἔσεισεν κόμαν, παῦσαι νυχίους ἐνοπάς,
ἀπὸ δ᾽ ἀλαθοσύναν νυκτωπὸν ἐξεῖλεν βροτῶν,
1280 καὶ τιμὰς πάλιν θῆκε Λοξίᾳ,
πολυάνορι δ᾽ ἐν ξενόεντι θρόνῳ θάρση βροτοῖς
θεσφάτων ἀοιδαῖς.
‹ἔτικτε,› χρυσοκόμαν
ἐν κιθάρᾳ σοφόν, ἅ τ᾽ ἐπὶ τόξων
εὐστοχίᾳ γάνυται· φέρε ‹δ᾽ αυτά›
1240 νιν ἀπὸ δειράδος εἰναλίας,
λοχεῖα κλεινὰ λιποῦσα μά-
τηρ, τὰν ἀστάκτων ὑδάτων
βακχεύουσαν Διονύ-
σῳ Παρνάσιον κορυφάν·
ὅθι ποικιλόνωτος οἰ-
1245 νωπὸς δράκων,
σκιερᾷ κατάχαλκος εὐ-
φύλλῳ δάφνᾳ,
γᾶς πελώριον τέρας, ἄμφεπε μαντεῖ-
ον Χθόνιον.
ἔτι μιν ἔτι βρέφος, ἔτι φίλας
1250 ἐπὶ ματέρος ἀγκάλαισι θρῴσκων
ἔκανες, ὦ Φοῖβε, μαντείων δ᾽ ἐπέβας ζαθέων,
τρίποδί τ᾽ ἐν χρυσέῳ θάσσεις, ἐν ἀψευδεῖ θρόνῳ
1255 μαντείας βροτοῖς θεσφάτων νέμων
ἀδύτων ὕπο, Κασταλίας ῥεέθρων γείτων, μέσον
γᾶς ἔχων μέλαθρον.
Θέμιν δ᾽ ἐπεὶ γᾶς ἰὼν [ἀντ.]
1260 παῖδ᾽ ἀπενάσσατο ‹Πυθῶνος› ἀπὸ ζαθέων
χρηστηρίων, νύχια
Χθὼν ἐτεκνώσατο φάσματ᾽ ὀ‹νείρων›,
οἳ πόλεσιν μερόπων τά τε πρῶτα τά τ᾽
1265 ἔπειθ᾽, ὅσσα τ᾽ ἔμελλε τυχεῖν,
ὕπνου κατὰ δνοφερὰς γᾶς εὐ-
νὰς ἔφραζον· Γαῖα δὲ τὰν
μαντεῖον ἀφείλετο τι-
μὰν Φοῖβον, φθόνῳ θυγατρός.
ταχύπους δ᾽ ἐς Ὄλυμπον ὁρ-
1270 μαθεὶς ἄναξ
χέρα παιδνὸν ἕλιξεν ἐκ
Διὸς θρόνων
Πυθίων δόμων χθονίαν ἀφελεῖν μῆ-
νιν θεᾶς. [νυχίους τ᾽ ἐνοπάς.]
γέλασε δ᾽, ὅτι τέκος ἄφαρ ἔβα
1275 πολύχρυσα θέλων λατρεύματα σχεῖν·
ἐπὶ δ᾽ ἔσεισεν κόμαν, παῦσαι νυχίους ἐνοπάς,
ἀπὸ δ᾽ ἀλαθοσύναν νυκτωπὸν ἐξεῖλεν βροτῶν,
1280 καὶ τιμὰς πάλιν θῆκε Λοξίᾳ,
πολυάνορι δ᾽ ἐν ξενόεντι θρόνῳ θάρση βροτοῖς
θεσφάτων ἀοιδαῖς.
***
ΧΟΡ. Τί παιδιά που γέννησε η Λητώστις πολύκαρπες της Δήλου λαγκαδιές!
Έκαμε το χρυσομάλλη,
τον τεχνίτη της κιθάρας τον τρανό,
και τη θυγατέρα που βελών
1240 σημαδεύτρες την ευφραίνουνε ριξιές·
τη γωνιά της λεχωνιάς την ξακουστή
δεν αργεί ν᾽ αφήσει η μάνα,
και το γιο της απ᾽ το βράχο του γιαλού
στην κορφή του Παρνασσού τον φέρνει· εκεί ᾽ναι
βρυσομάνες και χοροί ᾽ναι βακχικοί.
Του χθόνιου του μαντείου φρουρός, τέρας της γης πελώριο, εκεί
στη δάφνη την πλατύφυλλη, την ισκιερή από κάτω,
με σκούρο αστραφτερό κορμί και με τη ράχη πλουμιστή
φίδι καθότανε κρασάτο.
1250 Βρέφος ακόμα, στης μάνας σου ακόμα σκιρτώντας τον κόρφο,
σκότωσες, Φοίβε, το φίδι, και του άγιου μαντείου
έγινες τότε ο αφέντης· σε τρίποδα πάνω χρυσό
κάθεσαι· πάνω σε θρόνο που ψέμα δεν ξέρει, απ᾽ τα βάθη
του άδυτου, δίνεις χρησμούς στους ανθρώπους·
της Κασταλίας αναβρύζουν πιο κει τα νερά, κι ο ναός σου
είναι το κέντρο της γης.
Αλλ᾽ αφού μακριά απ᾽ την πυθική
έδρα τούτη, την πανίερη, των χρησμών
έδιωξε τη Θέμη ο Φοίβος,
1260 γεννοβόλησε αυτηνής η μάνα, η Γη,
υπνοφαντασιές νυχτερινές·
περασμένα, τωρινά, μελλοντικά
σε πολλούς θνητούς φανέρωναν αυτές
μες στον ύπνο τους σε υπόγεια
κατασκότεινα· έτσι πήρε πάλι η Γη,
για το πάθημα της κόρης πικραμένη,
απ᾽ το Φοίβο τις τιμές τις μαντικές.
1270 Γοργά κινάει και πάει ο θεός στον Όλυμπο· του Δία εκεί
το θρόνο με τα παιδικά χεράκια του τυλίγει,
κι από τον πυθικό ναό της χθόνιας της θεάς η οργή
θερμοπαρακαλεί να φύγει.
Γέλασε ο Δίας, όταν είδε το βρέφος να θέλει από τώρα
της χρυσοφόρας λατρείας ο αφέντης να γίνει·
σειώντας την κόμη προστάζει όλοι οι νύχτιοι να πάψουν χρησμοί,
τη σκοτεινή μαντική των ονείρων τη σβήνει απ᾽ τον κόσμο,
1280 δίνει τ᾽ αξίωμα ξανά στο Λοξία,
και στους θνητούς, που μαζεύονται πλήθος στο θρόνο του γύρω,
πίστη στους θείους τους χρησμούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου