3.1. Επάνω σε μια χάλκινη πλάκα ήταν χαραγμένος ο χάρτης όλης της γηςΤο 499 έφτασε στη Σπάρτη ο Αρισταγόρας ο Μιλήσιος με μια ασυνήθιστη πρόταση. Μολονότι ασφαλώς γνώριζε πώς λαμβάνονταν οι αποφάσεις, ζήτησε ακρόαση από τον βασιλιά Κλεομένη (520-490), θεωρώντας ότι η γνώμη του μετρούσε περισσότερο από αυτή του άλλου βασιλιά και ότι θα επηρέαζε τόσο τη Γερουσία όσο και τους εφόρους. Στη συνάντηση κρατούσε στα χέρια του έναν χάρτη της γης, χαραγμένο σε χάλκινη πλάκα. Πρώτα αναφέρθηκε στους Ίωνες, τους Έλληνες που κατοικούσαν στα μικρασιατικά παράλια. Ζούσαν υποδουλωμένοι στους Πέρσες, και αυτό ήταν μεγάλη ντροπή για τους ίδιους αλλά και για τους Σπαρτιάτες -όπως υποστήριξε-, που ήταν οι πρώτοι στην Ελλάδα. Αμέσως μετά πρότεινε στον βασιλιά μια εκστρατεία για την κατάκτηση της Περσικής Αυτοκρατορίας.
Ο Αρισταγόρας ισχυρίστηκε ότι, από στρατιωτική άποψη, η επιτυχία ήταν εφικτή, διότι οι βάρβαροι (έτσι αποκαλούσαν οι Έλληνες όλους τους ξένους) ούτε θάρρος είχαν στη μάχη ούτε σπουδαίο οπλισμό. Επιπλέον, το εγχείρημα μπορούσε να είναι εξαιρετικά προσοδοφόρο, καθώς τα πλούτη των Περσών ήταν αμύθητα. Ύστερα, δείχνοντας τον χάρτη -έργο ασφαλώς των σοφών Ιώνων γεωγράφων- απαρίθμησε με τη σειρά τους λαούς που κατοικούσαν από τα μικρασιατικά παράλια έως την έδρα του μεγάλου Πέρση βασιλιά: Ίωνες, Λυδοί, Φρύγες, Καππαδόκες, Κίλικες, Αρμένιοι, Ματιηνοί. Με αυτούς τους τελευταίους γειτόνευε η Κισσία, όπου βρίσκονταν τα Σούσα, κοντά στον ποταμό Χοάσπη. Εκεί κατοικούσε ο βασιλιάς και φύλαγε τους θησαυρούς του. (Στην πραγματικότητα, ο βασιλιάς κατοικούσε επίσης στα Εκβάτανα και στη Βαβυλώνα, ενώ οικοδομούσε ήδη μια νέα πρωτεύουσα, την Περσέπολη.) Γιατί λοιπόν, αναρωτήθηκε ο Αρισταγόρας, να πολεμάτε με τους Μεσσήνιους, τους Αρκάδες και τους Αργείους για μια περιοχή μικρή, φτωχή και με περιορισμένα όρια, όταν μπορείτε να κατακτήσετε εύκολα ολόκληρη την Ασία;
Ο Κλεομένης ζήτησε δύο μέρες για να το σκεφτεί. Στη νέα συνάντηση, πριν ανακοινώσει την απόφασή του, θέλησε να μάθει πόσες μέρες απείχε η έδρα του μεγάλου βασιλιά από τα παράλια της Ιωνίας. Όταν άκουσε ότι η απόσταση ήταν πορεία τριών μηνών, διέταξε τον Αρισταγόρα να εγκαταλείψει τη Σπάρτη πριν από τη δύση του ηλίου.
Οι Σπαρτιάτες δεν ήταν πρόθυμοι να απομακρυνθούν από την πόλη τους. Είχαν πάντα την έγνοια των γειτόνων τους, Αρκάδων και Αργείων, ενώ μεγάλο πρόβλημα τους δημιουργούσαν και οι Μεσσήνιοι. Μολονότι τους είχαν υποτάξει και καταστήσει είλωτες πολλά χρόνια πριν, αυτοί ήταν διαρκώς έτοιμοι να εξεγερθούν. Φρόντιζαν λοιπόν να εκστρατεύουν έξω από τα σύνορά τους μόνο όταν ήταν μεγάλη ανάγκη. Και μόλις ολοκλήρωναν την αποστολή τους, επέστρεφαν όσο γρηγορότερα γινόταν. Μια επιχείρηση που θα απαιτούσε μήνες οδοιπορία μακριά από τη θάλασσα ήταν έξω από κάθε συζήτηση. Άλλωστε, εκείνη ακριβώς την εποχή οι σχέσεις της Σπάρτης με το Άργος συνεχώς επιδεινώνονταν.
Ο Ηρόδοτος, που αφηγείται την ιστορία, αφήνει να διαφανεί μια αντίφαση στους ισχυρισμούς του Αρισταγόρα. Εάν οι Πέρσες ήταν ανάξιοι πολεμιστές, δεν θα μπορούσαν να έχουν οικοδομήσει τόσο μεγάλη αυτοκρατορία, κατακτώντας όχι μόνο τους λαούς που απαρίθμησε, αλλά επίσης την Αίγυπτο και πολλές άλλες περιοχές, από τα Σούσα έως την Ινδία. Παρά τη σχετική απομόνωσή τους, οι Σπαρτιάτες ήταν αρκετά καλά πληροφορημένοι για την κατάσταση που επικρατούσε στην Ασία.
Ήδη το 546 είχαν φτάσει στη Σπάρτη αντιπρόσωποι του Λυδού βασιλιά Κροίσου (περ. 560-546). Ο Κροίσος είχε υποτάξει τους Ίωνες της Μικράς Ασίας, χωρίς ωστόσο να επιβάλει επαχθείς όρους. Έτρεφε εκτίμηση στον ελληνικό πολιτισμό και συμβουλευόταν τακτικά το μαντείο των Δελφών - μολονότι ενδιαφερόταν περισσότερο για τη στρατολόγηση Ελλήνων μισθοφόρων. Κάποια στιγμή είδε με ανησυχία την αυξανόμενη δύναμη των Περσών και αναζήτησε στηρίγματα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του, οι Σπαρτιάτες ήταν άριστοι πολεμιστές και τους πρότεινε συμμαχία, δηλαδή πιθανότατα να τους προσλάβει ως μισθοφόρους. Αυτοί δέχτηκαν, χωρίς να υπολογίσουν, καθώς φαίνεται, ότι ο Λυδός βασιλιάς θα χρειαζόταν τη βοήθειά τους πολύ σύντομα.
Πράγματι, μέσα σε λίγους μήνες από τη σύναψη της συμμαχίας, ο Κροίσος ηττήθηκε σε μια σημαντική μάχη από τον Κύρο τον Μέγα (557-530), τον θεμελιωτή της Περσικής Αυτοκρατορίας. Πολιορκημένος στην πρωτεύουσά του, τις Σάρδεις, ο Λυδός βασιλιάς έσπευσε να καλέσει όλους τους συμμάχους του, τους Βαβυλώνιους, τους Αιγυπτίους και τους Σπαρτιάτες. Ευτυχώς για τους Σπαρτιάτες, που βρίσκονταν εκείνη την εποχή σε σύγκρουση με τους Αργείους, ο Κύρος δεν περίμενε να φτάσουν οι ενισχύσεις και κυρίευσε το βασίλειο των Λυδών - και αμέσως μετά, τους Έλληνες της Μικράς Ασίας.
Διαπιστώνοντας ότι η περσική κυριαρχία ήταν πολύ επαχθέστερη από τη λυδική, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας άρχισαν να αναζητούν τρόπους για να κερδίσουν την ελευθερία τους. Πρώτη τους σκέψη ήταν να απευθυνθούν στους Σπαρτιάτες, αλλά η απάντηση που πήραν ήταν αρνητική.
Παρά την άρνησή τους, οι Σπαρτιάτες δεν παρέμειναν εντελώς αδρανείς. Έστειλαν αντιπροσώπους για να πληροφορηθούν από πρώτο χέρι την κατάσταση που επικρατούσε στην Ασία. Ο Ηρόδοτος συμπληρώνει μάλιστα ότι οι αντιπρόσωποι ζήτησαν να δουν τον ίδιο τον μεγάλο Πέρση βασιλιά, που βρισκόταν εκείνη την εποχή στις Σάρδεις. Ο κήρυκας των Σπαρτιατών τού μετέφερε μήνυμα να μην καταστρέψει ελληνική γη, διότι οι Σπαρτιάτες δεν θα το ανέχονταν. Ο Κύρος ρώτησε να μάθει ποιοι ήταν αυτοί που τον απειλούσαν και, όταν κατάλαβε, έδειξε όλη του την περιφρόνηση.
Γύρω στο 513 οι Σπαρτιάτες δέχτηκαν, όπως λεγόταν, και δεύτερη πρόταση για επιχειρήσεις στην Περσία. Αντιπροσωπεία από τη Σκυθία πρότεινε στον βασιλιά Κλεομένη μια ταυτόχρονη επίθεση εναντίον του Πέρση βασιλιά Δαρείου Α', που προσπαθούσε να κατακτήσει τη χώρα τους. Οι Σκύθες θα ξεκινούσαν από την Ανατολή και οι Σπαρτιάτες από τη Δύση - συγκεκριμένα, από την Έφεσο. Κάποια στιγμή, έχοντας προφανώς κάμψει την αντίσταση των Περσών, οι δύο στρατοί θα συναντιόνταν θριαμβευτικά. Αλλά ούτε αυτό το σχέδιο πραγματοποιήθηκε, και οι Πέρσες συνέχισαν την επεκτατική τους πολιτική χωρίς να συναντήσουν ισχυρές αντιστάσεις.
Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, ο Αρισταγόρας στράφηκε και πάλι στους Σπαρτιάτες για βοήθεια, αλλά η αντίδραση του Κλεομένη δεν του άφησε κανένα περιθώριο. Αυτή τη φορά, μάλιστα, οι Σπαρτιάτες δεν έστειλαν ούτε καν μια αυστηρή προειδοποίηση στους Πέρσες.
Φεύγοντας από τη Σπάρτη, ο Αρισταγόρας πήγε στην Αθήνα, όπου ανέπτυξε τους ίδιους περίπου συλλογισμούς, προσθέτοντας ότι οι συμπατριώτες του, οι Μιλήσιοι, ήταν άποικοι των Αθηναίων. Η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν μόλις οκτώ ετών, αλλά λειτουργούσε κιόλας χωρίς παρέκκλιση από τις βασικές αρχές που είχε εισηγηθεί ο Κλεισθένης. Αρμόδια να αποφανθεί για το αίτημά του ήταν συνεπώς η Εκκλησία του Δήμου.
Οι Αθηναίοι ήταν επίσης αρκετά καλά πληροφορημένοι για όσα συνέβαιναν στην Ασία. Λίγα χρόνια νωρίτερα, την εποχή που εκδίωξαν τους τυράννους τους, είχαν βρεθεί σε σύγκρουση με τους Σπαρτιάτες. Για να αντιμετωπίσουν την απειλή στράφηκαν προς τους Πέρσες. Μια αντιπροσωπεία τους επισκέφθηκε τον Πέρση σατράπη (δηλαδή διοικητή) Αρταφέρνη, που ήταν αδελφός του Δαρείου και είχε την έδρα του στις Σάρδεις. Αυτός ζήτησε, ως δείγμα υποταγής, γῆν και ὕδωρ. Οι Αθηναίοι απεσταλμένοι συμφώνησαν και η συμμαχία αποφασίστηκε.
Πολύ σύντομα ο Αρταφέρνης δέχτηκε και άλλη αθηναϊκή επίσκεψη. Αυτή τη φορά τη βοήθειά του ζητούσε ο εξόριστος Ιππίας, τον οποίο οι Σπαρτιάτες δεν είχαν καταφέρει να επαναφέρουν στην εξουσία. Οι Αθηναίοι ανησύχησαν και έστειλαν κήρυκες στις Σάρδεις για να διαμαρτυρηθούν. Η συμμαχία τους με τους Πέρσες δεν επέτρεπε συνεννοήσεις με τον παλαιό τους τύραννο. Ο Αρταφέρνης σκέφτηκε, ωστόσο, ότι ένας τύραννος θα εξασφάλιζε καλύτερα τα συμφέροντα των Περσών και απαίτησε από τους Αθηναίους να δεχτούν και πάλι ως ηγέτη τους τον Ιππία. Αυτοί αρνήθηκαν και η συμφωνία που είχαν κάνει με τους Πέρσες διαλύθηκε οριστικώς. Όταν λοιπόν, λίγα χρόνια αργότερα, ο Αρισταγόρας ζήτησε για λογαριασμό των Ιώνων τη συνδρομή των Αθηναίων, αυτοί, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες, συμφώνησαν πρόθυμα.
Ο Ηρόδοτος, που θαύμαζε τους Αθηναίους και τη δημοκρατία τους, κάνει στο σημείο αυτό της αφήγησής του ένα κακεντρεχές σχόλιο. Θεωρώντας προφανώς ότι η απόφαση για βοήθεια ήταν πηγή δεινών για τους Έλληνες και τους βαρβάρους, σημειώνει ότι είναι ευκολότερο να παραπλανηθούν πολλοί από ό,τι να παραπλανηθεί μόνο ένας. Ο Αρισταγόρας δεν μπόρεσε να πείσει τον Κλεομένη, κατάφερε όμως να πείσει 30.000 Αθηναίους. (Για τον Ηρόδοτο ήταν αυτονόητο ότι, σύμφωνα με τους κανόνες της δημοκρατίας, οι 6.000 περίπου Αθηναίοι που συσκέφθηκαν στην Εκκλησία αντιπροσώπευαν το σύνολο των πολιτών.)
Έως το μέσον του 6ου αιώνα ο ελληνικός κόσμος είχε αναπτυχθεί και επεκταθεί χωρίς να συναντήσει σοβαρές αντιστάσεις ούτε στη Δύση ούτε στην Ανατολή. Ειδικά στην Ανατολή, τα τοπικά βασίλεια και οι αυτοκρατορίες βρίσκονταν σε διαρκείς ανταγωνισμούς μεταξύ τους, οι οποίοι δεν τους επέτρεπαν να ασχοληθούν συστηματικά με τη Μεσόγειο. Πρώτοι οι Λυδοί κατάφεραν να επιβληθούν στους Ίωνες, αλλά η προσοχή τους παρέμενε στραμμένη προς τους ανερχόμενους Πέρσες και έτσι προτιμούσαν τη φιλία των Ελλήνων παρά την εχθρότητα τους. Από τη στιγμή όμως που οι Πέρσες εξουδετέρωσαν όλες τις άλλες δυνάμεις στην Ανατολή, η θέση των Ελλήνων έγινε εξαιρετικά επισφαλής. Όλοι αντιλαμβάνονταν ότι αργά ή γρήγορα όφειλαν να πάρουν θέση, είτε στο πλευρό των Περσών είτε εναντίον τους.
Παρά τον υψηλό τους πολιτισμό, οι Πέρσες δεν συνέταξαν ιστορικά αφηγήματα, όπως ο Ηρόδοτος. Η ανεξάρτητη έρευνα, η διασταύρωση στοιχείων και η διατύπωση προσωπικής γνώμης ήταν πέρα από τις ανάγκες και τη λογική τους. Ωστόσο, σε μνημειακές επιγραφές, σκαλισμένες πάνω σε επιβλητικούς βράχους, οι βασιλείς τους κατέγραφαν, στις διάφορες γλώσσες της αυτοκρατορίας, τα λαμπρά τους κατορθώματα. Απαριθμούσαν τους λαούς που κυβερνούσαν, τη σκληρότητα με την οποία αντιμετώπιζαν τους εχθρούς τους και τις ευεργεσίες που πρόσφεραν στους πιστούς υπηκόους τους.
Πριν από τους Πέρσες πολλά βασίλεια και πολλές αυτοκρατορίες είχαν ακμάσει και παρακμάσει στην αχανή έκταση με τα πανύψηλα βουνά, τις πλούσιες πεδιάδες και τα αστείρευτα ποτάμια, από τα παράλια της Μεσογείου έως την Ινδία. Άλλοτε πολεμούσαν μεταξύ τους και άλλοτε κατάφερναν να συνυπάρξουν ειρηνικά δύο, τρεις ή και περισσότερες μεγάλες δυνάμεις, στις οποίες περιλαμβανόταν και η Αίγυπτος. Το μεγάλο επίτευγμα των Περσών ήταν ότι κατάφεραν να επιβάλουν, για πρώτη φορά, μια μοναδική εξουσία σε ολόκληρη αυτή την περιοχή, εκτοπίζοντας ή υποτάσσοντας τους ανταγωνιστές τους. Ιδρυτής της μεγάλης αυτής αυτοκρατορίας ήταν ο Κύρος Β' (γνωστός ως Μέγας για τις κατακτήσεις του), που εξεγέρθηκε εναντίον των Μήδων το 550, νίκησε τον βασιλιά των Λυδών Κροίσο το 546, κατέκτησε τη Βαβυλωνία το 539 και σκοτώθηκε το 530 πολεμώντας στην κεντρική Ασία. Συνεχίζοντας το έργο του, ο γιος του Καμβύσης Β' (530-522) υπέταξε την Αίγυπτο και τη Λιβύη το 525.
Ο τρίτος μεγάλος Πέρσης βασιλιάς, ο Δαρείος Α' (522-486), από τον οποίο ουσιαστικά ξεκινά ο οίκος των Αχαιμενιδών, υποχρεώθηκε, μόλις πήρε την εξουσία, να ξανακερδίσει την αυτοκρατορία, καταπνίγοντας μια σειρά από επαναστάσεις στη Βαβυλωνία και αλλού. Κατόπιν ασχολήθηκε και αυτός με την επέκταση της αυτοκρατορίας. Πριν από το 513 είχε κατακτήσει την περιοχή του Ινδού ποταμού. Στη συνέχεια προσπάθησε να υποτάξει τους Σκύθες νομάδες, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Κατέκτησε ωστόσο τους Θράκες και τους Μακεδόνες. Την ίδια εποχή έκανε μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Λιβύη. Ο Δαρείος διοικούσε πλέον τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία που είχε υπάρξει έως τότε στην παγκόσμια ιστορία.
Ήδη ο Κύρος είχε ισχυριστεί ότι τις χώρες που κυβερνούσε τις είχαν παραδώσει στα χέρια του οι μεγάλοι θεοί και ότι αυτός με τη σειρά του είχε καταστήσει τη γη μια ειρηνική κατοικία. Ο Δαρείος επανέλαβε τον ίδιο συλλογισμό. «Εγώ είμαι ο βασιλιάς», δήλωσε με αυτοπεποίθηση. «Με την προστασία του (θεού) Αχούρα Μάζντα επέβαλα την τάξη και ό,τι πρόσταξα έγινε σύμφωνα με τη θέλησή μου.» Η θέλησή του ήταν να τιθασευτούν οι έχθρες ανάμεσα στις διάφορες χώρες και να σταματήσει ο αλληλοσπαραγμός. «Αγαπώ ό,τι είναι δίκαιο, και μισώ ό,τι είναι άδικο», διακήρυξε ο βασιλιάς. «Ποτέ δεν επέτρεψα να βλάψει ο ταπεινός τον άρχοντα ή ο άρχοντας τον ταπεινό.» «Μέσα μου δεν υπάρχει οργή, και όποιον είναι οργισμένος τον συγκρατώ. Όποιον βλάπτει τους άλλους τον τιμωρώ, ανάλογα με τη βλάβη που προκάλεσε. Ποτέ δεν άφησα ατιμώρητο όποιον αμάρτησε. Ποτέ δεν εμπιστεύτηκα ούτε μια λέξη όποιου δεν σέβεται την αλήθεια.»
Ο Δαρείος ήξερε ότι οι Πέρσες θα επαινούσαν τα λόγια του. Όπως επιβεβαιώνει άλλωστε και ο Ηρόδοτος, όλοι τους είχαν πάθος με την αλήθεια. Εκτός από την ανδρεία στη μάχη, έστρεφαν το ενδιαφέρον τους στα παιδιά τους, στα οποία δίδασκαν τρία πράγματα: ἱππεύειν, τοξεύειν και ἀληθίζεσθαι. Ως μεγαλύτερη απρέπεια θεωρούσαν το ψεύδος.
Για να διοικηθεί η μεγάλη αυτή αυτοκρατορία, ο Κύρος την είχε διαιρέσει σε περιφέρειες, που αποκαλούνταν σατραπείες. Καθεμία είχε έναν σατράπη με σχεδόν απεριόριστη πολιτική και στρατιωτική εξουσία. Ο Δαρείος φρόντισε επίσης για την οικονομική οργάνωση της επικράτειας. Όρισε με ακρίβεια τους φόρους που αντιστοιχούσαν σε κάθε περιοχή και έκοψε, για πρώτη φορά, ένα ενιαίο νόμισμα στην αυτοκρατορία, τους δαρεικούς στατήρες.
Η στρατιωτική αποτελεσματικότητα της Περσίας βασιζόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στους 10.000 επίλεκτους πολεμιστές που αποκαλούνταν «αθάνατοι» και από τους οποίους οι 1.000 υπηρετούσαν ως προσωπική φρουρά του βασιλιά. Επιπλέον, υπήρχαν στρατιωτικές μονάδες στα διάφορα φρούρια καθώς και άνδρες που επιστρατεύονταν ανάλογα με τις πολεμικές ανάγκες. Στις μεγάλες επιχειρήσεις οι σατράπες πρόσφεραν όσους δικούς τους στρατιώτες απαιτούσε ο βασιλιάς. Κάθε στρατιωτικό σώμα πολεμούσε με τον παραδοσιακό του οπλισμό και τις συνήθειές του. Η ενότητα της αυτοκρατορίας δεν βασιζόταν πάντως μόνο στη στρατιωτική της ισχύ.
Η Περσική Αυτοκρατορία ήταν ένα μωσαϊκό λαών και πολιτισμών, με πολλές γλώσσες, πολλά διαφορετικά ήθη και πολλούς θεούς. Σύμφωνα με την κατεύθυνση που έδωσε ο Κύρος, όλοι οι πολιτισμοί γίνονταν πλήρως σεβαστοί. Οι βασιλικές αναφορές και τα διατάγματα εκδίδονταν σε όλες τις βασικές γλώσσες, ενώ οι επίσημες επιγραφές ήταν συχνά δίγλωσσες και τρίγλωσσες. Οι Πέρσες βασιλείς τιμούσαν, πρώτο και καλύτερο, τον μεγάλο Αχούρα Μάζντα, που στη γλώσσα τους σήμαινε τον Κύριο Σοφό και τον οποίο οι Έλληνες αποκαλούσαν Ωρομάσδη, αλλά έδειχναν τον σεβασμό τους και προς τους άλλους θεούς, τους περσικούς και τους τοπικούς. Στη δημόσια λατρεία ιδιαίτερη θέση κατείχαν ιερείς που αποκαλούνταν «μάγοι». (Η θρησκεία των Περσών έγινε αργότερα γνωστή ως ζωροαστρισμός.) Η θρησκευτική ελευθερία υπήρξε ένας από τους κύριους άξονες της βασιλικής πολιτικής. Πρώτοι το κατανόησαν αυτό οι τοπικοί ιερείς, που αναβαθμίστηκαν και ανέλαβαν να πείσουν τους κατακτημένους λαούς ότι η περσική κυριαρχία ήταν ευεργετική· απόδειξη, η επισκευή κατεστραμμένων ναών και η οικοδόμηση νέων.
Πολλοί λαοί δίνουν την εντύπωση ότι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στην περσική διακυβέρνηση. Χαιρέτισαν τη γενική ειρήνη και αναθάρρησαν με τη μεγαλοπρέπεια των θρησκευτικών τελετών. Αν πιστέψουμε τον Κύρο, οι κάτοικοι της Βαβυλώνας τον υποδέχθηκαν ως λυτρωτή. Οι προηγούμενοι βασιλείς είχαν συγκεντρώσει στην πόλη τους τα αγάλματα πολλών ξένων θεών, είτε για να τα προστατέψουν είτε για να προστατευτούν οι ίδιοι με αυτά. Έτσι όμως οι επιχώριοι θεοί, πάνω από όλους ο Μαρδούκ (τον οποίο οι Έλληνες αποκαλούσαν Βήλο και τον ταύτιζαν με τον Δία), είχαν υποβαθμιστεί και προσβληθεί. Μια από τις πρώτες έγνοιες του Κύρου ήταν να αποστείλει και πάλι τα θεϊκά αγάλματα στους τόπους λατρείας τους και να τα αποκαταστήσει στους ανακαινισμένους τους ναούς. Μέσα στη Βαβυλώνα ο παραμελημένος Μαρδούκ γνώρισε και πάλι τιμές.
Για την αντίδραση των Εβραίων στην περσική κατάκτηση δεν είναι αναγκαία η προσφυγή στην περσική προπαγάνδα. Από το 587 πολλοί ζούσαν εξόριστοι στη Βαβυλώνα, όπου τους είχε σύρει ο Βαβυλώνιος βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ, έχοντας πρώτα καταστρέψει τον Ναό του Σολομώντα. Ο Κύρος τούς έδωσε την άδεια να επιστρέψουν και χρηματοδότησε την οικοδόμηση νέου Ναού. Επιπλέον, επέστρεψε τα ιερά σκεύη που είχαν αφαιρεθεί ως λάφυρα πολέμου. Ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες έφτασε να δοξάσει τον Κύρο, όχι μόνο ως απελευθερωτή, αλλά και ως μεσσία, που θα ποιμάνει τον λαό του Θεού. Η ανοικοδόμηση του Ναού ολοκληρώθηκε την εποχή του Δαρείου, που συνέχισε τη θρησκευτική πολιτική του Κύρου και του Καμβύση.
Την εύνοια που έδειξε ο Δαρείος στους θεούς της Αιγύπτου, και μάλιστα στον ιερό Άπη, την τίμησε ιδιαίτερα και το αιγυπτιακό ιερατείο.
Όταν ο Κύρος νίκησε τον Κροίσο και έγινε κυρίαρχος στη Μικρά Ασία, οι Πέρσες ήρθαν σε άμεση επαφή με τους Έλληνες - μια επαφή που έμελλε να συνεχιστεί για πολλούς αιώνες. Από την πρώτη σχεδόν στιγμή αντιλήφθηκαν ότι οι Έλληνες χρειάζονταν ειδική μεταχείριση, όχι μόνο για να κατακτηθούν, αλλά και για να διακυβερνηθούν. Οι λαοί της Ασίας έδειχναν να εκτιμούν την ειρήνη και τη θρησκευτική ελευθερία. Οι Έλληνες όμως απέδιδαν εξίσου μεγάλη σημασία στην πολιτική τους ελευθερία. Επιπλέον, η πολιτική των Περσών έναντι των Ελλήνων έπρεπε να παίρνει στα σοβαρά τρεις σημαντικές παραμέτρους. Πρώτον, οι Έλληνες οπλίτες ήταν άριστοι πολεμιστές, τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα. Δεύτερον, οι ελληνικές πόλεις ήταν ανεξάρτητες μεταξύ τους και καθεμία ακολουθούσε δική της εξωτερική πολιτική, ανάλογα με τα συμφέροντά της. Τρίτον, σε κάθε ελληνική πύλη οι πολίτες ήταν μοιρασμένοι σε αντιμαχόμενες μερίδες, που αντιλαμβάνονταν με διαφορετικό τρόπο το συλλογικό συμφέρον.
Οι Έλληνες, από την πλευρά τους, διαπίστωσαν ότι έναντι των Περσών είχαν διάφορες επιλογές. Η ευκολότερη λύση ήταν να δεχτούν την υποταγή με συνθηκολόγηση, εξασφαλίζοντας τους καλύτερους δυνατούς όρους. Έτσι έπραξαν, για παράδειγμα, οι κάτοικοι της πλούσιας και ισχυρής Μιλήτου, και αμέσως μετά οι κάτοικοι πολλών νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Η δεύτερη λύση, την οποία είχε υποδείξει άλλωστε και ο σοφός Βίας από την Πριήνη, ήταν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να αναζητήσουν νέα κατοικία σε ασφαλές μέρος. Έτσι έπραξαν οι Φωκαείς που ζούσαν στα μικρασιατικά παράλια (για την ακρίβεια, οι μισοί από αυτούς) και οι Τήιοι. Η τρίτη και ριζοσπαστικότερη λύση ήταν να δημιουργήσουν μεταξύ τους μόνιμες και σταθερές συμμαχίες, που θα τους επέτρεπαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες. Ο σοφός Θαλής από τη Μίλητο είχε κάνει μάλιστα μια συγκεκριμένη πρόταση στους Ίωνες: να ιδρύσουν όλοι μαζί ένα κοινό βουλευτήριο στην Τέω, που βρισκόταν στο μέσον της Ιωνίας, και να θεωρήσουν τις άλλες πόλεις τους ως απλούς δήμους.
Οι περισσότεροι Έλληνες επέλεξαν την (προφανέστερη) τέταρτη λύση, να πορευτούν βλέποντας και κάνοντας. Παρέμειναν στον τόπο τους, με σκοπό να διαφυλάξουν την ανεξαρτησία των πόλεών τους. Συμμαχούσαν και διέλυαν έτσι τις συμμαχίες τους, ανάλογα με τις εκτιμήσεις τους για τις συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούσαν κάθε στιγμή.
Ο Κύρος δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί περισσότερο με τους Έλληνες, διότι βιαζόταν να εδραιώσει την κυριαρχία του στην Ασία. Ωστόσο, με τις επιχειρήσεις του γιου του Καμβύση και στη συνέχεια του Δαρείου, το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού κόσμου βρέθηκε υποταγμένο, με πόλεμο ή συνθηκολόγηση, στους Πέρσες. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις στον Εύξεινο Πόντο, το βόρειο Αιγαίο, τα μικρασιατικά παράλια, την Αίγυπτο και τη Λιβύη, πολλά και σημαντικά νησιά καθώς και η Μακεδονία ήταν πλέον κάτω από περσική κυριαρχία.
Η Περσική Αυτοκρατορία ήταν έτοιμη να στραφεί προς την κυρίως Ελλάδα και την Ευρώπη. Αυτά θα πρέπει να ήταν σχετικά προφανές. Μια μεγάλη αυτοκρατορία, χωρίς ισχυρό αντίπαλο, είναι πάντα έτοιμη να επεκταθεί. Αυτό που κρατούσε την Περσική Αυτοκρατορία ενωμένη δεν ήταν ούτε τα σύνορά της ούτε ο λαός της, ούτε μια κοινή θρησκεία, ούτε μια κοινή γλώσσα, ούτε ένας κοινός πολιτισμός. Ενωμένη την κρατούσε η δύναμή της, την οποία εκπροσωπούσε, αλλά και συμβόλιζε, ο μεγάλος της βασιλιάς. Και ο μεγάλος βασιλιάς όφειλε διαρκώς να επιβεβαιώνει αυτή τη δύναμη. Την αφορμή για τις νέες τους επιχειρήσεις την έδωσαν άλλωστε στους Πέρσες οι ίδιοι οι Ίωνες, που αποφάσισαν να αποτινάξουν τον ζυγό.
Η εξέγερση των Ιώνων ξεκίνησε από τη Μίλητο, που είχε υποταχθεί στους Πέρσες χωρίς να δώσει μάχη. Την πρωτοβουλία πήρε μάλιστα ο διορισμένος τύραννος της πόλης, ο Αρισταγόρας. Τα κίνητρά του και τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκαν τα γεγονότα τα αφηγείται ο Ηρόδοτος, που εξηγεί επίσης με ποιο τρόπο όσα συνέβαιναν στην Ιωνία σχετίζονταν με τα εσωτερικά προβλήματα των άλλων Ελλήνων.
Μετά την ανατροπή του τυράννου της Νάξου Λύγδαμη, το μεγαλύτερο και πλουσιότερο νησί των Κυκλάδων ακολουθούσε μια πορεία παρόμοια με αυτή της Αθήνας. Στις εσωτερικές συγκρούσεις νίκησε ο δήμος και εξόρισε τους ηγέτες των ολιγαρχικών. Οι ολιγαρχικοί αναζήτησαν βοήθεια για να επιστρέψουν στο νησί. Προφανώς, δεν μπορούσαν να στραφούν ούτε στη δημοκρατική Αθήνα αλλά ούτε και στη Σπάρτη, με τις ενέργειες της οποίας είχε ανατραπεί ο Λύγδαμης. Στράφηκαν έτσι προς τον Αρισταγόρα, με τη σκέψη ότι οι μόνοι που θα είχαν σοβαρούς λόγους να τους συνδράμουν ήταν οι Πέρσες.
Το 499 έφτασαν στη Μίλητο αντιπρόσωποι των ολιγαρχικών από τη Νάξο και εξήγησαν τα σχέδιά τους. Ο Αρισταγόρας ζήτησε, όπως ήταν φυσικό, την έγκριση του Αρταφέρνη, στον οποίο υπάγονταν οι Ίωνες. Αυτός συμφώνησε. Μια επιτυχημένη επιχείρηση μπορούσε να οδηγήσει στην υποταγή όχι μόνο της Νάξου, αλλά επίσης της Πάρου, της Άνδρου και των άλλων Κυκλάδων, ίσως και της Εύβοιας. Αλλά η εκστρατεία εναντίον της δημοκρατικής Νάξου απέτυχε, και ο Αρισταγόρας βρέθηκε καταχρεωμένος και εκτεθειμένος στους προστάτες του. Θεώρησε έτσι ότι η λύση στο πρόβλημά του ήταν να αποστατήσει από τους Πέρσες.
Για τα αισθήματα των Μιλησίων και των άλλων Ιώνων ο Αρισταγόρας δεν είχε αμφιβολία: όλοι επιθυμούσαν την ελευθερία τους. Το πρόβλημα ήταν να τους πείσει για τις αγαθές του προθέσεις και να τους βεβαιώσει ότι υπήρχαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για επιτυχημένη εξέγερση. Προχώρησε έτσι σε δύο σημαντικές ενέργειες. Πρώτον, διακήρυξε ότι στη Μίλητο δεν θα υπήρχε πλέον τυραννία αλλά ἰσονομία. Συνέλαβε μάλιστα τους τυράννους άλλων ιωνικών πόλεων και τους παρέδωσε στους πολίτες τους. Δεύτερον, απέπλευσε ο ίδιος για τη Σπάρτη, ελπίζοντας να εξασφαλίσει σημαντική στρατιωτική βοήθεια.
Ο Αρισταγόρας κατάφερε τελικά να εξασφαλίσει τη συνδρομή των Αθηναίων, που του υποσχέθηκαν είκοσι πολεμικά πλοία, και των Ερετριέων, που του υποσχέθηκαν άλλα πέντε. Η συνδρομή ήταν μικρή, αλλά τουλάχιστον δεν επέστρεψε στην Ιωνία χωρίς συμπαράσταση. Όπως σημειώνει ο Ηρόδοτος, με τα καράβια αυτά άρχισαν πολλά δεινά και για τους Έλληνες και για τους βαρβάρους.
Οι Ίωνες με τους συμμάχους τους ξεκίνησαν την εξέγερση με ενθουσιασμό. Εκστράτευσαν εναντίον των Σάρδεων, τις κυρίεψαν και τις πυρπόλησαν - μαζί και έναν ναό. Δεν κατόρθωσαν ωστόσο να καταλάβουν την ακρόπολη, την οποία υπερασπιζόταν ο ίδιος ο Αρταφέρνης, και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ιωνία, καθώς οι Πέρσες ετοίμαζαν αντεπίθεση με ισχυρό στράτευμα. Μια κρίσιμη μάχη δόθηκε τελικά στην Έφεσο, όπου οι Ίωνες ηττήθηκαν κατά κράτος. Οι Αθηναίοι, όσοι σώθηκαν, εγκατέλειψαν τον αγώνα και ο πόλεμος συνεχίστηκε με ναυμαχία και μάχη στην Κύπρο, χωρίς επιτυχίες για τους εξεγερμένους. Εξίσου αποτυχημένη ήταν η εξέγερση που επιχείρησαν οι Κάρες με τη συνδρομή των Μιλησίων.
Την εξέγερση των Ιώνων έκριναν οριστικά μια μεγάλη ναυτική ήττα στη Λάδη (ένα μικρό νησί έξω από τη Μίλητο) και η κατάληψη της Μιλήτου από τους Πέρσες. Έτσι, το 494, έξι χρόνια μετά την εξέγερσή τους, οι Ίωνες υποδουλώθηκαν για τρίτη φορά. Πρώτος τούς είχε υποτάξει ο Κροίσος, ύστερα ο Κύρος και τέλος ο Δαρείος. Η είδηση της ήττας και ιδιαίτερα η κατάληψη της Μιλήτου συγκλόνισε τους Αθηναίους και τους άλλους Έλληνες που είχαν αποφασίσει να μην υποταχθούν στους Πέρσες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου