Ώρες ώρες σκέφτομαι, πως η τρυφερότητα, η ευγένεια και η αγάπη δεν είναι ανθρώπινες ιδιότητες. Γνωρίζοντας, άλλωστε, τους ανθρώπους δεν μπορείς να τους αγαπάς. «Κι όμως», αντιγύρισα, «έχω δει έσχατους, τα τέρατα, τους ιταμούς της γης, υπό το καθεστώς της αγάπης να εξανθρωπίζονται».
Δεν πείστηκα. «Ουτοπική συμπεριφορά, ιδανική για αγίους και για καλόγριες», μου είπε. «Πατήρ πάντων πόλεμος. Άνθρωπος Ανθρώπου λύκος. Τον δέκατο τέταρτο αιώνα, καθολικοί μοναχοί στην Ουψάλα, κατέσφαξαν μέσα σε μια νύχτα τετρακόσια ορφανά, επειδή είδαν στο παράθυρο μια αλεπού, σημάδι πως ο χριστός τα καλούσε κοντά του. Η οδός της αγάπης φαίνεται πως είναι αδιάβαστη για τους περισσότερους ανθρώπους. Κάπου υπάρχει ένα λάθος στο καλούπι».
Αν ξέρω κάτι καλά είναι να συμπλέω με τις οξυδερκείς θέσεις των ανθρώπων. Και δεν είμαι ο Κισλόφσκι για να επικαλεστώ τον Απόστολο Παύλο. Η αγάπη και εκπίπτει και ασχημονεί και παροξύνεται. Καταθλίβει και συνθλίβει. Τις περισσότερες φορές είναι, απλώς, η νοθεία του μίσους μας.
Άλλωστε, εδώ και καιρό, ένας ουραγκοτάγκος με φυλάει από τα θεϊκά εφέ. Ακούω να γίνεται λόγος για αγάπη και σκέφτομαι ζηλωτές και σταυροφόρους, δικαστές και εκτελέσεις, μαρτύρια και σφαγές που τις βάφτισαν κάθαρση. Τον Άγιο Λάζαρο δεν τον βασάνισαν ειδωλολάτρες επειδή πίστευε στον Χριστό, αλλά καλοί Χριστιανοί σαν τον Θεόφιλο. Μαρτύρησε επειδή έφτιαχνε εικόνες (ένας Χριστός πολέμιος των Καλών Τεχνών, ο Χριστός του αυτοκράτορα).
Ωστόσο, η εφηβική μου απορία έμεινε αναπάντητη: Ο Χριστός αγαπούσε εξίσου τον μαλάκα Θεόφιλο και τον Λάζαρο; Τι στον διάολο βίτσιο είναι αυτή η αβασάνιστη, ουμανιστική, ιδεαλιστική αγάπη; Πώς μας μόλυνε έτσι τον πλανήτη και άνθρωποι θυσιάζονται στο όνομα μιας τόσο αφηρημένης ιδέας;
Όταν ήμουν παιδί, ένα παιδί που το εξέθρεφε υγιεινότατα το μίσος, άκουγα να γίνεται λόγος στο Άσμα Ασμάτων για κάποια αγαπημένη, ωραία σαν εύφορο αμπέλι. Στραμμένος προς τη Σιών, φανταζόμουν ανθρώπους που τους γέννησαν καταχνιές και άλλους που γεννήθηκαν από ήλιους. Έλεγα πως οι άνθρωποι είναι σαν τα κρασιά: ο ήλιος βγάζει τα καλά και η καταχνιά τα ξύδια. Αργότερα, κατάλαβα πως όλα αυτά δεν είχαν καμία σημασία, από τη στιγμή που και τα μεν σταφύλια και τα δε ποδοπατούνται.
Ύστερα, άρχισαν να μπαίνουν στη ζωή μου οι ιδεολογίες. «Ο υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός» και άλλα κούφια λόγια. Ο κομμουνισμός (sic), η πιο ανθρωπιστική ιδεολογία του κόσμου. Με τα κουφάρια των αντιφρονούντων και των ταξικών εχθρών να αιωρούνται χαρούμενα, χαιρετίζοντας το ξημέρωμα του νέου ειδυλλιακού κόσμου, όπου ο άνθρωπος αγαπάει τον άνθρωπο.
Μετά στράφηκα στις διπλανές αγάπες. Ακόμα πιο πολλοί εκεί οι μελανοχιτώνες και οι δήμιοι. Είδα τη μάνα που έσερνε την κόρη της, τη Χλόη, στα δικαστήρια ανηλίκων. Από αγάπη για το παιδί και από μίσος για την ανθοφορία της σάρκας. Ανθρώπους να χτυπάνε παιδιά. Από αγάπη, φυσικά, και από μίσος για τη φτυσμένη ζωή τους. Γυναίκες να διασύρουν τους άντρες τους, επειδή τους αγαπούσαν. Δηλαδή, από μίσος για την ερωμένη τους. Ένας ηλίθιος δεν μου υπέγραφε το διαβατήριό μου να φύγω, από αγάπη, δηλαδή, αγνό μίσος για όσα ωραία θα ζούσα χωρίς την ενοχλητική παρουσία του.
Έφτασα καταπονημένoς και εξαντλημένoς πια από τη βαναυσότητα της αγάπης. Ούτε ήλιοι ούτε καταχνιές πια, μόνο ένα τοπίο πολικής γυαλάδας. Πείσμωσα και δεν χάρισα ποτέ μου ούτε ένα «σ’ αγαπώ». Από ντροπή για τη μεταμφίεση ενός δρεπανιού που ντυνόταν μετάξι. Έτσι, για χρόνια, έζησα και αυτόν τον εφιάλτη.
Όταν κάποιος μου έλεγε σ' αγαπώ, τον έβλεπα σαν σαύρα που παραμονεύει ένα έντομο. Μου το έλεγε για να εισπράξει το δικό μου σ’ αγαπώ, να ξορκίσει την αβεβαιότητα και μετά να πέσει το μετάξι, να φανερωθεί το δρεπάνι. Τιμιότατα διάλεξα το ανταγωνιστικό «είμαι ερωτευμένος», αυτό που εμπεριέχει τον πόλεμο, την εναντιοδρομία. Ύστερα διάλεξα το πιο απαλό «έμπλεως πάθους».
Αυτό που, όπως και ο έρωτας, δεν περιλαμβάνει κανέναν, εκτός από τον εαυτό σου. Τον έρωτα ερωτεύεσαι και με το πάθος απομιμείσαι την τέχνη, αλλά ο άλλος δεν υπάρχει. Απλώς, μια σκιά σου δίνει όπλα και εφευρήματα, ώστε να παίξεις έναν ρόλο. Γι’ αυτό και το αντικείμενο του πόθου είναι αντικείμενο εν τέλει, το στήνεις σε ένα πρόσκαιρο βάθρο, όπως τις κούκλες στο ράφι, και, όταν τελειώσει η μίμηση της πράξεως, το ξεμαλλιάζεις, το τσαλακώνεις, το διαμελίζεις.
Δεν με ενοχλεί διόλου, τελικά, που όλοι οι άνθρωποι, τους οποίους ούτε «είδα» ούτε «αγάπησα», αλλά χρησιμοποίησα μέσα από τη συμβατική κατάθλιψη που είναι η μίμηση αισθήματος, με είδαν σαν φίδι, που μαλακώνει την τροφή του πριν την καταπιεί. Αυτό ακριβώς ήμουν. Τίποτα διαφορετικό. Και ταπεινά το παραδέχομαι.
Έτσι, τελειώνοντας με την ηλικία των ψευτοπαθών, αποφάσισα πως η επεξήγηση του παιδεμένου «σ’ αγαπώ» μου, θα έπρεπε να είναι το στυγνό και τρυφερότατο «σ’ αγαπώ επειδή με συμφέρεις». Και δεν μιλάω για γελοία οικονομικά συμφέροντα. Αλλά για εκείνου του είδους το συμφέρον, όπου ο χρυσός, αντί να εξάγεται, επιστρέφει στο ορυκτό απ’ όπου τον απέσπασαν. Στην ουσία δεν πρόκειται ούτε για αγάπη ούτε για συμφέρον αλλά για κάτι πολύ πιο φίνο, πολύ ανώτερο από την άγονη μονοτονία των ερωτικών κοινοτοπιών.
Μιλάω για συγχώνευση ανθρώπων, για ένα συμπαγές ανθρώπινο υλικό, όπου ο πόνος, η ταπείνωση, η δόξα και οι δάφνες του ενός, χτίζονται μέσα στον πόνο, την ταπείνωση, τη δόξα και τις δάφνες του άλλου. Και όχι κατακτήσεις και πάθη, όχι ερωτικοί εκβιασμοί και απαίδευτες υποταγές, αλλά η εξαίσια χαρά της ανάμειξης του Εγώ και έναν Άλλο. Και η εικόνα είναι ένας σταλακτίτης, που τρέφει τον σταλαγμίτη μέχρι να παγιωθούν και να ριζώσουν στον αέρα.
Τότε, τα δάχτυλα αυτού του συμπαγούς σώματος των δύο ανθρώπων, θα μπορούν να ψηλαφούν, διαφορετικά την υφή ενός αλλοιωμένου δέρματος και το ψωμί, ένα κουτάλι, ένα ποτήρι με νερό, η λακκούβα στον καναπέ, ένα χάδι στον σβέρκο, όλα τα σιωπηλά, απλά πράγματα, θα έχουν ένα φως οριστικό, οριστική μορφή και σχήμα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου