Σάββατο 15 Αυγούστου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἱππόλυτος (198-238)

ΦΑΙΔΡΑ
αἴρετέ μου δέμας, ὀρθοῦτε κάρα·
λέλυμαι μελέων σύνδεσμα φίλων.
200 λάβετ᾽ εὐπήχεις χεῖρας, πρόπολοι.
βαρύ μοι κεφαλῆς ἐπίκρανον ἔχειν·
ἄφελ᾽, ἀμπέτασον βόστρυχον ὤμοις.
ΤΡ. θάρσει, τέκνον, καὶ μὴ χαλεπῶς
μετάβαλλε δέμας·
205 ῥᾶιον δὲ νόσον μετά θ᾽ ἡσυχίας
καὶ γενναίου λήματος οἴσεις.
μοχθεῖν δὲ βροτοῖσιν ἀνάγκη.
ΦΑ. αἰαῖ·
πῶς ἂν δροσερᾶς ἀπὸ κρηνῖδος
καθαρῶν ὑδάτων πῶμ᾽ ἀρυσαίμαν,
210 ὑπό τ᾽ αἰγείροις ἔν τε κομήτηι
λειμῶνι κλιθεῖσ᾽ ἀναπαυσαίμαν;
ΤΡ. ὦ παῖ, τί θροεῖς;
οὐ μὴ παρ᾽ ὄχλωι τάδε γηρύσηι,
μανίας ἔποχον ῥίπτουσα λόγον;
215 ΦΑ. πέμπετέ μ᾽ εἰς ὄρος· εἶμι πρὸς ὕλαν
καὶ παρὰ πεύκας, ἵνα θηροφόνοι
στείβουσι κύνες
βαλιαῖς ἐλάφοις ἐγχριμπτόμεναι.
πρὸς θεῶν· ἔραμαι κυσὶ θωύξαι
220 καὶ παρὰ χαίταν ξανθὰν ῥῖψαι
Θεσσαλὸν ὅρπακ᾽, ἐπίλογχον ἔχουσ᾽
ἐν χειρὶ βέλος.
ΤΡ. τί ποτ᾽, ὦ τέκνον, τάδε κηραίνεις;
τί κυνηγεσίων καὶ σοὶ μελέτη;
225 τί δὲ κρηναίων νασμῶν ἔρασαι;
πάρα γὰρ δροσερὰ πύργοις συνεχὴς
κλειτύς, ὅθεν σοι πῶμα γένοιτ᾽ ἄν.
ΦΑ. δέσποιν᾽ ἁλίας Ἄρτεμι Λίμνας
καὶ γυμνασίων τῶν ἱπποκρότων,
230 εἴθε γενοίμαν ἐν σοῖς δαπέδοις
πώλους Ἐνετὰς δαμαλιζομένα.
ΤΡ. τί τόδ᾽ αὖ παράφρων ἔρριψας ἔπος;
νῦν δὴ μὲν ὄρος βᾶσ᾽ ἐπὶ θήρας
πόθον ἐστέλλου, νῦν δ᾽ αὖ ψαμάθοις
235 ἐπ᾽ ἀκυμάντοις πώλων ἔρασαι.
τάδε μαντείας ἄξια πολλῆς,
ὅστις σε θεῶν ἀνασειράζει
καὶ παρακόπτει φρένας, ὦ παῖ.

***
ΦΑΙΔΡΑ
Το κορμί μου κρατάτε! Κι απάνου
το κεφάλι μου ορθώστε, κοπέλες.
Μου λυθήκαν οι αρμοί των μελών μου.
200 Τα χυτά μου βραχιόνια βαστάτε,
το κεφάλι βαραίνει μου η μπόλια.
Λύστε τήνε κι απλώστε στους ώμους
τα μαλλιά μου.
ΤΡΟ. Θάρρος, τέκνο, και μην κουλουριάζεις
το κορμί σου ασυγκράτητα. Θέλουν
ησυχία, πομονή τ᾽ αρρωστέματα.
Έτσι το ᾽χει γραμμένον η μοίρα
των θνητών: να υποφέρουν.
ΦΑΙ. Αχ, πώς θα ᾽θελα να ᾽πινα λίγο
δροσονέρι καθάριο από βρύση
210 και στη ρίζα μιας λεύκας γερμένη,
σε λιβάδι ισκιερό, να ησυχάσω.
ΤΡΟ. Αχ παιδάκι μου, σώπα, μη λες
τέτοια λόγια τρελά μπρος στον κόσμο!
ΦΑΙ. Σε βουνό και σε δάσο όλο πεύκα
να με πάτε, όπου τρέχουν ακράτητες
λαγωνίκες κι αρπάζουνε λάφια
παρδαλά. Πώς, θεοί μου, κι εγώ
λαχταράω τα σκυλιά να χουγιάξω,
220 κολλητά στα ξανθά μου μελίγγια
κοφτερό να ζυγιάσω κοντάρι,
να πετύχω τ᾽ αγρίμια.
ΤΡΟ. Μα τί τρέλα και τούτη, παιδί μου
κι η ψυχή σου κυνήγια ονειρεύεται
και ποθείς βρυσομάνας κρυονέρι!
Στην πλαγιά του βουνού, δω κοντά
στο παλάτι, τρεχούμενα πλήθος
τα νερά και μπορείς να χορτάσεις.
ΦΑΙ. Αχ Αρτέμιδ᾽ αφέντρα της Λίμνης,
(του σταδίου που ᾽ναι πλάι στ᾽ ακροθάλασσο)
κι απ᾽ αλόγων τρεχάματα σειέται·
230 να μπορούσα να πάγαινα εκεί
να δαμάσω πουλάρια βενέτικα!
ΤΡΟ. Μα τί λόγια τρελά ξεστομίζεις;
Μια κυνήγια ζητάς στο βουνό,
μια πουλάρια να τρέχεις στην άμμο.
Μοναχά κάποιος μάντης μεγάλος
θα μπορούσε να βρει ποιός θεός
σου ταράζει τα φρένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου