Σάββατο 9 Μαΐου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡλέκτρα (167-212)

ΧΟΡΟΣ
Ἀγαμέμνονος ὦ κόρα, ἤλυθον, Ἠλέκτρα, [στρ.]
ποτὶ σὰν ἀγρότειραν αὐλάν.
ἔμολέ τις ἔμολεν γαλακτοπότας ἀνὴρ
170 Μυκηναῖος οὐριβάτας·
ἀγγέλλει δ᾽ ὅτι νῦν τριταί-
αν καρύσσουσιν θυσίαν
Ἀργεῖοι, πᾶσαι δὲ παρ᾽ Ἥ-
ραν μέλλουσιν παρθενικαὶ στείχειν.
175 ΗΛ. οὐκ ἐπ᾽ ἀγλαΐαις, φίλαι,
θυμὸν οὐδ᾽ ἐπὶ χρυσέοις
ὅρμοις ἐκπεπόταμαι
τάλαιν᾽, οὐδ᾽ ἱστᾶσα χοροὺς
Ἀργείαις ἅμα νύμφαις
180 εἱλικτὸν κρούσω πόδ᾽ ἐμόν.
δάκρυσι νυχεύω, δακρύων δέ μοι μέλει
δειλαίαι τὸ κατ᾽ ἦμαρ.
σκέψαι μου πιναρὰν κόμαν
185 καὶ τρύχη τάδ᾽ ἐμῶν πέπλων,
εἰ πρέποντ᾽ Ἀγαμέμνονος
κούραι τᾶι βασιλείαι
τᾶι Τροίαι θ᾽, ἃ ᾽μοῦ πατέρος
μέμναταί ποθ᾽ ἁλοῦσα.

190 ΧΟ. μεγάλα θεός· ἀλλ᾽ ἴθι καὶ παρ᾽ ἐμοῦ χρῆσαι [ἀντ.]
πολύπηνα φάρεα δῦναι
χρύσεά τε χάρισιν προσθήματ᾽ ἀγλαΐας.
δοκεῖς τοῖσι σοῖς δακρύοις
μὴ τιμῶσα θεοὺς κρατή-
195 σειν ἐχθρῶν; οὔτοι στοναχαῖς
ἀλλ᾽ εὐχαῖσι θεοὺς σεβί-
ζουσ᾽ ἕξεις εὐαμερίαν, ὦ παῖ.
ΗΛ. οὐδεὶς θεῶν ἐνοπᾶς κλύει
τᾶς δυσδαίμονος, οὐ παλαι-
200 ῶν πατρὸς σφαγιασμῶν.
οἴμοι τοῦ καταφθιμένου
τοῦ τε ζῶντος ἀλάτα,
ὅς που γᾶν ἄλλαν κατέχει
205 μέλεος ἀλαίνων ποτὶ θῆσσαν ἑστίαν,
τοῦ κλεινοῦ πατρὸς ἐκφύς.
αὐτὰ δ᾽ ἐν χερνῆσι δόμοις
ναίω ψυχὰν τακομένα
δωμάτων φυγὰς πατρίων
210 οὐρείας ἀν᾽ ἐρίπνας.
μάτηρ δ᾽ ἐν λέκτροις φονίοις
ἄλλωι σύγγαμος οἰκεῖ.

***
ΧΟΡΟΣ
Κόρη του Αγαμέμνονα, Ηλέκτρα,
ήρθα εδώ στ᾽ αγροτικό σου σπίτι.
Έφτασεν, έφτασε κάποιος βουνίσιος
170 απ᾽ τις Μυκήνες βοσκός, και μας λέει
πως οι Αργίτες γιορτή διαλαλούνε
που θα βαστάξει τρεις μέρες·
κι όλες τώρα οι κοπέλες θα πάνε
στο μεγάλο της Ήρας ναό.
ΗΛΕ. Δεν λαχταράει, καλές μου, πανηγύρια
μήτε χρυσά στολίσματα η ψυχή μου
εμένα της δυστυχισμένης· μήτε
στήνοντας τον χορό, με πόδι
180 κυκλόσυρτο τη γης θα κρούσω
μαζί με τις Αργίτισσες γυναίκες.
Τις νύχτες μου περνάω με θρήνους
και μόνη μου φροντίδα είναι το δάκρυ
την κάθε μέρα εμένα της βαριόμοιρης.
Γιά δες τα βρόμικα μαλλιά μου, κοίτα
και τα κουρέλια που φορώ, αν ταιριάζουν
στου βασιλιά την κόρη, του Αγαμέμνονα,
και στην Τροία, που ακόμα τον γονιό μου
θυμάται κουρσεμένη έναν καιρό.

190 ΧΟΡ. Είναι μεγάλη η θεά· λοιπόν έλα
και πάρε από με πολυκέντητα ρούχα
και στολίδια χρυσά, για να λάμψουν
οι χάρες σου. Μόνο με θρήνους, χωρίς
να τιμάς τους θεούς, θα νικήσεις θαρρείς
τους εχθρούς σου; Με δίχως στενάγματα, μόνο
με προσευχές τους θεούς άμα σέβεσαι,
θα ᾽χεις καλύτερες μέρες παιδί μου.
ΗΛΕ. Απ᾽ τους θεούς κανένας δεν ακούει
της δύστυχης εμέ τον άγριο θρήνο,
200 μήτε θυμάται τα σφαχτάρια
που έναν καιρό τούς πρόσφερ᾽ ο γονιός μου.
Αλίμονο και για τον σκοτωμένο,
και για τον ζωντανό που εξορισμένος
σε ξένη χώρα ζει γυρνώντας,
ο δόλιος σε τραπέζια φτωχικά,
αυτός, παιδί πατέρα κοσμοξάκουστου.
Κι εγώ διωγμένη απ᾽ του γονιού τα σπίτια
210 μένω στα απόγκρεμνα βουνά σ᾽ ένα καλύβι
με την ψυχή να λιώνει από τη θλίψη.
Κι η μάνα μου πλαγιάζει τώρα μ᾽ άλλον
πάνω στου φόνου το κρεβάτι.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου