Το πιο επικίνδυνο αποτέλεσμα του ναρκισσισμού είναι η στρέβλωση της ορθολογικής κρίσης. Το αντικείμενο της ναρκισσιστικής προσκόλλησης θεωρείται αξίας (καλό, όμορφο, σοφό κτλ.) όχι με βάση μια αντικειμενική αξιακή κρίση, αλλά επειδή είναι εγώ ή είναι δικό μου. Η ναρκισσιστική αξιακή κρίση είναι μεροληπτική και προκατειλημμένη. Συνήθως αυτή η προκατάληψη εκλογικεύεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, κι αυτή η εκλογίκευση μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο απατηλή ανάλογα με την ευφυΐα και την καλλιέργεια του εμπλεκόμενου ατόμου. Στον ναρκισσισμό του μέθυσου η στρέβλωση είναι συνήθως προφανής. Αυτό που βλέπουμε είναι έναν άντρα να μιλά με επιφανειακό και κοινότοπο τρόπο, αλλά με τον αέρα και τον τόνο κάποιου που εκφέρει τα πιο υπέροχα και ενδιαφέροντα λόγια. Υποκειμενικά διακατέχεται από ένα συναίσθημα ευφορίας, σαν «να βρίσκεται στην κορυφή του κόσμου», ενώ στην πραγματικότητα βρίσκεται σε κατάσταση αυτομεγάλυνσης.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι οι εκφορές του ακραία ναρκισσιστικού ατόμου είναι απαραιτήτως πληκτικές. Αν είναι χαρισματικός ή ευφυής, θα παράξει ενδιαφέρουσες ιδέες και αν τις κρίνει αξιόλογες, η κρίση του δεν θα είναι απολύτως λανθασμένη. Αλλά το ναρκισσιστικό άτομο ούτως ή άλλως τείνει να κρίνει όσα παράγει ως αξιόλογα, και η πραγματική ποιότητά τους δεν είναι καθοριστική στη διαμόρφωση αυτής της εκτίμησης. (Στην περίπτωση του «αρνητικού ναρκισσισμού» ισχύει το αντίθετο. Έτσι, το άτομο τείνει να υποτιμά οτιδήποτε είναι δικό του και η κρίση του είναι εξίσου μεροληπτική.) Αν το άτομο αντιλαμβανόταν τη ναρκισσιστική φύση αυτών των κρίσεων, τα αποτελέσματα δεν θα ήταν τόσο δυσμενή. Θα έπρεπε -και θα ήταν σε θέση-να υιοθετήσει μια χιουμοριστική στάση απέναντι στη ναρκισσιστική προκατάληψή του. Ωστόσο, αυτό σπανίζει.
Συνήθως το άτομο είναι πεπεισμένο ότι δεν υπάρχει προκατάληψη και ότι η κρίση του είναι αντικειμενική και ρεαλιστική. Αυτό οδηγεί σε μια σοβαρή στρέβλωση της ικανότητάς του να σκέφτεται και να κρίνει, αφού η ικανότητά του αυτή αμβλύνεται ξανά και ξανά όταν ασχολείται με τον εαυτό του και με όσα του ανήκουν. Αντίστοιχα, η κρίση του ναρκισσιστικού ατόμου είναι επίσης προκατειλημμένη κατά εκείνου που δεν είναι «αυτός» ή που δεν είναι δικό του. Ο εξωτερικός κόσμος («όχι Εγώ») είναι υποδεέστερος, επικίνδυνος, ανήθικος. Τότε το ναρκισσιστικό άτομο καταλήγει σε μια τεράστια στρέβλωση. Ο εαυτός του και ό,τι είναι δικό του υπερεκτιμούνται. Οτιδήποτε εξωτερικό υποεκτιμάται. Το πλήγμα που δέχεται η λογική και η αντικειμενικότητά του είναι προφανές.
Ένα ακόμη πιο επικίνδυνο παθολογικό στοιχείο στον ναρκισσισμό είναι η συναισθηματική αντίδραση στην κριτική οποιοσδήποτε θέσης έχει υποστεί ναρκισσιστική κάθεξη. Κανονικά ένα άτομο δεν θυμώνει όταν κάτι που έκανε ή είπε γίνεται αντικείμενο κριτικής, υπό την προϋπόθεση ότι η κριτική είναι δίκαιη και δεν γίνεται με εχθρική πρόθεση. Το ναρκισσιστικό άτομο, από την άλλη, αντιδρά με έντονο θυμό όταν του ασκούν κριτική. Έχει την τάση να νιώθει ότι η κριτική αποτελεί εχθρική επίθεση, αφού, δεδομένης της ίδιας της φύσης του ναρκισσισμού του, δεν μπορεί να διανοηθεί ότι είναι αιτιολογημένη.
Η ένταση του θυμού του μπορεί να κατανοηθεί πλήρως μόνο αν αναλογιστεί κανείς ότι το ναρκισσιστικό άτομο δεν συνδέεται με τον κόσμο, και ως αποτέλεσμα είναι απομονωμένο και επομένως φοβισμένο. Είναι αυτή η έννοια της μοναχικότητας και του φόβου που προσπαθεί να αντισταθμίσει με τη ναρκισσιστική αυτομεγάλυνσή του. Αν Αυτός είναι ο κόσμος, τότε δεν υπάρχει εξωτερικός κόσμος που μπορεί να τον τρομάξει- αν Αυτός είναι τα πάντα, δεν είναι μόνος του. Συνεπώς, όταν ο ναρκισσισμός του πληγώνεται, αισθάνεται ότι απειλείται ολόκληρη η ύπαρξή του. Όταν απειλείται, η μόνη προστασία που έχει κατά του φόβου του, δηλαδή η αυτομεγάλυνσή του, ο φόβος αναδύεται και οδηγεί σε έντονη οργή. Αυτή η οργή είναι ακόμη εντονότερη επειδή δεν υπάρχει πράξη ικανή να μειώσει την απειλή- μόνο η καταστροφή του ατόμου που ασκεί την κριτική -ή του εαυτού του- μπορεί να τον σώσει από την απειλή κατά της ναρκισσιστικής του ασφάλειας.
Υπάρχει εναλλακτική στις εκρήξεις οργής ως αποτέλεσμα του πληγωμένου ναρκισσισμού, και αυτό είναι η κατάθλιψη. Το ναρκισσιστικό άτομο αντλεί την αίσθηση της ταυτότητάς του από τη μεγάλυνση. Ο εξωτερικός κόσμος δεν αποτελεί πρόβλημα για εκείνον, δεν τον καταβάλλει με τη δύναμή του, επειδή έχει καταφέρει να γίνει ο κόσμος, να αισθάνεται παντογνώστης και παντοδύναμος. Αν ο ναρκισσισμός του πληγωθεί, και αν για ένα πλήθος λόγων, όπως, για παράδειγμα, η υποκειμενική ή η αντικειμενική αδυναμία της θέσης του έναντι του επικριτή του δεν του επιτρέπουν να εξοργιστεί, τότε το άτομο αισθάνεται κατάθλιψη. Δεν συνδέεται με τον κόσμο και δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτόν είναι κανείς και τίποτα, αφού δεν έχει αναπτύξει τον εαυτό του ως επίκεντρο της σύνδεσής του με τον κόσμο. Αν ο ναρκισσισμός του πληγωθεί τόσο σοβαρά, που δεν μπορεί πλέον να τον διατηρήσει, το Εγώ του καταρρέει και η υποκειμενική αντίδραση σε αυτή την κατάρρευση είναι το αίσθημα κατάθλιψης. Το στοιχείο του πένθους που υπάρχει στη μελαγχολία αφορά κατά την άποψή μου στη ναρκισσιστική εικόνα του υπέροχου «Εγώ» που έχει πεθάνει και για το οποίο το καταθλιπτικό άτομο πενθεί.
Ακριβώς επειδή το ναρκισσιστικό άτομο τρέμει την κατάθλιψη που προκύπτει όταν πληγώνεται ο ναρκισσισμός του, προσπαθεί απεγνωσμένα να αποφύγει τέτοια πλήγματα. Υπάρχουν αρκετοί τρόποι για να το πετύχει αυτό. Ένας είναι να αυξήσει τον ναρκισσισμό, ώστε κανείς εξωτερικός επικριτής ή καμιά αποτυχία να μην μπορεί να θίξει πραγματικά τη ναρκισσιστική θέση του. Με άλλα λόγια, η ένταση του ναρκισσισμού αυξάνεται προκειμένου να αποκρούσει την απειλή. Αυτό σημαίνει φυσικά ότι το άτομο προσπαθεί να θεραπεύσει τον εαυτό του από την απειλητική κατάθλιψη με το να νοσήσει πιο σοβαρά ψυχικά, φτάνοντας ως την ψύχωση.
Υπάρχει ωστόσο και μία ακόμη λύση στην απειλή του ναρκισσισμού του, που είναι πιο ικανοποιητική για το άτομο, αν και πιο επικίνδυνη για τους άλλους. Αυτή η λύση συνίσταται στην προσπάθεια να μεταμορφώσει την πραγματικότητα με τρόπο που να συνάδει, μέχρι ενός βαθμού, με το ναρκισσιστικό αυτοείδωλό του. Ένα παράδειγμα αποτελεί ο ναρκισσιστικός εφευρέτης, που πιστεύει ότι έχει ανακαλύψει το αεικίνητο και στην πορεία έχει κάνει μια μικρή ανακάλυψη κάποιας σημασίας. Μια σημαντικότερη λύση είναι να διασφαλίσει τη συναίνεση ενός άλλου ατόμου και, αν είναι δυνατόν, να προσεταιριστεί τη συναίνεση εκατομμυρίων. Η πρώτη περίπτωση είναι αυτή της συμβιωτικής ψύχωσης -folie ά deux- (μερικοί γάμοι και έχουν αυτή τη βάση), ενώ η δεύτερη είναι αυτή δημόσιων προσώπων που αποτρέπουν ένα δημόσιο ξέσπασμα της δυνητικής ψύχωσής τους, προσεταιριζόμενα την αποδοχή και τη συναίνεση εκατομμυρίων ανθρώπων. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα άκρως ναρκισσιστικό άτομο, που το πιθανότερο είναι πως θα είχε υποστεί μια έκδηλη ψύχωση αν δεν είχε καταφέρει να κάνει εκατομμύρια ανθρώπους να πιστέψουν στο αυτοείδωλό του, να πάρουν στα σοβαρά τις πομπώδεις φαντασιώσεις του, και ακόμη να μεταλλάξει την πραγματικότητα με τρόπο που να φαίνεται στους οπαδούς του ότι έχει δίκιο.
Υπάρχουν παραδείγματα μεγαλομανών ηγετών στην ιστορία που «θεράπευσαν» τον ναρκισσισμό τους μεταλλάσσοντας τον κόσμο ώστε να συνάδει μαζί του. Τέτοιοι άνθρωποι πρέπει επίσης να προσπαθήσουν να καταστρέψουν όλους τους επικριτές, αφού δεν μπορούν να ανεχθούν την απειλή που συνιστά γι’ αυτούς η φωνή της λογικής. Από τον Καλιγούλα και τον Νέρωνα μέχρι τον Στάλιν και τον Χίτλερ, βλέπουμε ότι η ανάγκη τους να βρουν άτομα που θα τους πιστέψουν, να μεταλλάξουν την πραγματικότητα, ώστε να συνάδει με τον ναρκισσισμό τους και να εξαλείψουν όλους τους επικριτές, είναι τόσο έντονη και τόσο απεγνωσμένη, ακριβώς επειδή πρόκειται για μια προσπάθεια να αποτρέψουν το ξέσπασμα της παραφροσύνης τους. Παραδόξως, το στοιχείο παραφροσύνης αυτών των ηγετών τούς κάνει επιτυχημένους. Τους δίνει τη βεβαιότητα και την ελευθερία από την αμφιβολία που είναι τόσο εντυπωσιακή για το μέσο άτομο. Είναι να πούμε ότι αυτή η ανάγκη να αλλάξουν τον κόσμο, να προσεταιριστούν τους άλλους και να τους κάνουν να υιοθετήσουν τις ιδέες και τις ψευδαισθήσεις τους απαιτεί επίσης ταλέντα και χαρίσματα που το μέσο άτομο, ψυχωτικό ή μη, δεν διαθέτει. Εξετάζοντας την παθολογία του ναρκισσισμού, είναι σημαντικό να διακρίνουμε μεταξύ δύο μορφών ναρκισσισμού – μια καλοήθη και μια κακοήθη. Στην καλοήθη μορφή αντικείμενο του ναρκισσισμού είναι το αποτέλεσμα των προσπαθειών του ατόμου. Έτσι, για παράδειγμα, ένα άτομο μπορεί να έχει μια ναρκισσιστική περηφάνια για το έργο του ως ξυλουργού, επιστήμονα ή αγρότη.
Στον βαθμό που αντικείμενο του ναρκισσισμού του είναι κάτι για το οποίο έχει εργαστεί, το αποκλειστικό ενδιαφέρον του για το έργο του και το επίτευγμά του εξισορροπείται διαρκώς από το ενδιαφέρον του για τη διαδικασία της εργασίας καθαυτής και για το υλικό με το οποίο δουλεύει. Η δυναμική αυτού του καλοήθη ναρκισσισμού είναι αυτοελεγχόμενη. Η ενέργεια που τροφοδοτεί την εργασία είναι σε μεγάλο βαθμό ναρκισσιστικής φύσης, αλλά το ότι η εργασία αφ’ εαυτή καθιστά αναγκαία μια σύνδεση με την πραγματικότητα χαλιναγωγεί συνεχώς τον ναρκισσισμό και τον κρατάει εντός των ορίων. Αυτός ο μηχανισμός ίσως εξηγεί γιατί συναντάμε τόσους ναρκισσιστικούς ανθρώπους που είναι ταυτόχρονα εξαιρετικά δημιουργικοί.
Στην περίπτωση του κακοήθους ναρκισσισμού, αντικείμενο του ναρκισσισμού δεν είναι οτιδήποτε κάνει ή παράγει το άτομο, αλλά κάτι που κατέχει, για παράδειγμα, το σώμα, η ομορφιά, η υγεία, ο πλούτος του κτλ. Η κακοήθης φύση αυτού του τύπου ναρκισσισμού συνίσταται στο ότι στερείται το διορθωτικό στοιχείο που βρίσκουμε στην καλοήθη μορφή. Αν είμαι «σπουδαίος.» λόγω κάποιας ιδιότητας που κατέχω και όχι λόγοι κάποιου πράγματος που επιτυγχάνω, δεν χρειάζεται να συνδέομαι με οποιονδήποτε ή οτιδήποτε, δεν χρειάζεται να προσπαθήσω. Διατηρώντας την εικόνα της σπουδαιότητάς μου, απομακρύνω τον εαυτό μου όλο και περισσότερο από την πραγματικότητα και πρέπει να ενισχύσω τη ναρκισσιστική φόρτιση προκειμένου να είμαι πιο προστατευμένος από τον κίνδυνο ότι το ναρκισσιστικά διογκωμένο Εγώ μου θα αποδειχτεί προϊόν της κενής φαντασίας μου. Επομένως, ο κακοήθης ναρκισσισμός δεν αυτοπεριορίζεται και κατά συνέπεια είναι βαθιά σολιψιστικός και ξενοφοβικός.
Κάποιος που έχει μάθει να πετυχαίνει δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει ότι κι άλλοι έχουν πετύχει παρόμοια πράγματα με παρόμοιους τρόπους – ακόμη και αν ο ναρκισσισμός του τον πείσει ότι το δικό του επίτευγμα είναι σπουδαιότερο από των άλλων. Κάποιος που δεν έχει καταφέρει τίποτα θα το βρει δύσκολο να εκτιμήσει τα επιτεύγματα των άλλων και άρα θα αναγκαστεί να απομονώσει όλο και περισσότερο τον εαυτό του στο ναρκισσιστικό μεγαλείο του.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι οι εκφορές του ακραία ναρκισσιστικού ατόμου είναι απαραιτήτως πληκτικές. Αν είναι χαρισματικός ή ευφυής, θα παράξει ενδιαφέρουσες ιδέες και αν τις κρίνει αξιόλογες, η κρίση του δεν θα είναι απολύτως λανθασμένη. Αλλά το ναρκισσιστικό άτομο ούτως ή άλλως τείνει να κρίνει όσα παράγει ως αξιόλογα, και η πραγματική ποιότητά τους δεν είναι καθοριστική στη διαμόρφωση αυτής της εκτίμησης. (Στην περίπτωση του «αρνητικού ναρκισσισμού» ισχύει το αντίθετο. Έτσι, το άτομο τείνει να υποτιμά οτιδήποτε είναι δικό του και η κρίση του είναι εξίσου μεροληπτική.) Αν το άτομο αντιλαμβανόταν τη ναρκισσιστική φύση αυτών των κρίσεων, τα αποτελέσματα δεν θα ήταν τόσο δυσμενή. Θα έπρεπε -και θα ήταν σε θέση-να υιοθετήσει μια χιουμοριστική στάση απέναντι στη ναρκισσιστική προκατάληψή του. Ωστόσο, αυτό σπανίζει.
Συνήθως το άτομο είναι πεπεισμένο ότι δεν υπάρχει προκατάληψη και ότι η κρίση του είναι αντικειμενική και ρεαλιστική. Αυτό οδηγεί σε μια σοβαρή στρέβλωση της ικανότητάς του να σκέφτεται και να κρίνει, αφού η ικανότητά του αυτή αμβλύνεται ξανά και ξανά όταν ασχολείται με τον εαυτό του και με όσα του ανήκουν. Αντίστοιχα, η κρίση του ναρκισσιστικού ατόμου είναι επίσης προκατειλημμένη κατά εκείνου που δεν είναι «αυτός» ή που δεν είναι δικό του. Ο εξωτερικός κόσμος («όχι Εγώ») είναι υποδεέστερος, επικίνδυνος, ανήθικος. Τότε το ναρκισσιστικό άτομο καταλήγει σε μια τεράστια στρέβλωση. Ο εαυτός του και ό,τι είναι δικό του υπερεκτιμούνται. Οτιδήποτε εξωτερικό υποεκτιμάται. Το πλήγμα που δέχεται η λογική και η αντικειμενικότητά του είναι προφανές.
Ένα ακόμη πιο επικίνδυνο παθολογικό στοιχείο στον ναρκισσισμό είναι η συναισθηματική αντίδραση στην κριτική οποιοσδήποτε θέσης έχει υποστεί ναρκισσιστική κάθεξη. Κανονικά ένα άτομο δεν θυμώνει όταν κάτι που έκανε ή είπε γίνεται αντικείμενο κριτικής, υπό την προϋπόθεση ότι η κριτική είναι δίκαιη και δεν γίνεται με εχθρική πρόθεση. Το ναρκισσιστικό άτομο, από την άλλη, αντιδρά με έντονο θυμό όταν του ασκούν κριτική. Έχει την τάση να νιώθει ότι η κριτική αποτελεί εχθρική επίθεση, αφού, δεδομένης της ίδιας της φύσης του ναρκισσισμού του, δεν μπορεί να διανοηθεί ότι είναι αιτιολογημένη.
Η ένταση του θυμού του μπορεί να κατανοηθεί πλήρως μόνο αν αναλογιστεί κανείς ότι το ναρκισσιστικό άτομο δεν συνδέεται με τον κόσμο, και ως αποτέλεσμα είναι απομονωμένο και επομένως φοβισμένο. Είναι αυτή η έννοια της μοναχικότητας και του φόβου που προσπαθεί να αντισταθμίσει με τη ναρκισσιστική αυτομεγάλυνσή του. Αν Αυτός είναι ο κόσμος, τότε δεν υπάρχει εξωτερικός κόσμος που μπορεί να τον τρομάξει- αν Αυτός είναι τα πάντα, δεν είναι μόνος του. Συνεπώς, όταν ο ναρκισσισμός του πληγώνεται, αισθάνεται ότι απειλείται ολόκληρη η ύπαρξή του. Όταν απειλείται, η μόνη προστασία που έχει κατά του φόβου του, δηλαδή η αυτομεγάλυνσή του, ο φόβος αναδύεται και οδηγεί σε έντονη οργή. Αυτή η οργή είναι ακόμη εντονότερη επειδή δεν υπάρχει πράξη ικανή να μειώσει την απειλή- μόνο η καταστροφή του ατόμου που ασκεί την κριτική -ή του εαυτού του- μπορεί να τον σώσει από την απειλή κατά της ναρκισσιστικής του ασφάλειας.
Υπάρχει εναλλακτική στις εκρήξεις οργής ως αποτέλεσμα του πληγωμένου ναρκισσισμού, και αυτό είναι η κατάθλιψη. Το ναρκισσιστικό άτομο αντλεί την αίσθηση της ταυτότητάς του από τη μεγάλυνση. Ο εξωτερικός κόσμος δεν αποτελεί πρόβλημα για εκείνον, δεν τον καταβάλλει με τη δύναμή του, επειδή έχει καταφέρει να γίνει ο κόσμος, να αισθάνεται παντογνώστης και παντοδύναμος. Αν ο ναρκισσισμός του πληγωθεί, και αν για ένα πλήθος λόγων, όπως, για παράδειγμα, η υποκειμενική ή η αντικειμενική αδυναμία της θέσης του έναντι του επικριτή του δεν του επιτρέπουν να εξοργιστεί, τότε το άτομο αισθάνεται κατάθλιψη. Δεν συνδέεται με τον κόσμο και δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτόν είναι κανείς και τίποτα, αφού δεν έχει αναπτύξει τον εαυτό του ως επίκεντρο της σύνδεσής του με τον κόσμο. Αν ο ναρκισσισμός του πληγωθεί τόσο σοβαρά, που δεν μπορεί πλέον να τον διατηρήσει, το Εγώ του καταρρέει και η υποκειμενική αντίδραση σε αυτή την κατάρρευση είναι το αίσθημα κατάθλιψης. Το στοιχείο του πένθους που υπάρχει στη μελαγχολία αφορά κατά την άποψή μου στη ναρκισσιστική εικόνα του υπέροχου «Εγώ» που έχει πεθάνει και για το οποίο το καταθλιπτικό άτομο πενθεί.
Ακριβώς επειδή το ναρκισσιστικό άτομο τρέμει την κατάθλιψη που προκύπτει όταν πληγώνεται ο ναρκισσισμός του, προσπαθεί απεγνωσμένα να αποφύγει τέτοια πλήγματα. Υπάρχουν αρκετοί τρόποι για να το πετύχει αυτό. Ένας είναι να αυξήσει τον ναρκισσισμό, ώστε κανείς εξωτερικός επικριτής ή καμιά αποτυχία να μην μπορεί να θίξει πραγματικά τη ναρκισσιστική θέση του. Με άλλα λόγια, η ένταση του ναρκισσισμού αυξάνεται προκειμένου να αποκρούσει την απειλή. Αυτό σημαίνει φυσικά ότι το άτομο προσπαθεί να θεραπεύσει τον εαυτό του από την απειλητική κατάθλιψη με το να νοσήσει πιο σοβαρά ψυχικά, φτάνοντας ως την ψύχωση.
Υπάρχει ωστόσο και μία ακόμη λύση στην απειλή του ναρκισσισμού του, που είναι πιο ικανοποιητική για το άτομο, αν και πιο επικίνδυνη για τους άλλους. Αυτή η λύση συνίσταται στην προσπάθεια να μεταμορφώσει την πραγματικότητα με τρόπο που να συνάδει, μέχρι ενός βαθμού, με το ναρκισσιστικό αυτοείδωλό του. Ένα παράδειγμα αποτελεί ο ναρκισσιστικός εφευρέτης, που πιστεύει ότι έχει ανακαλύψει το αεικίνητο και στην πορεία έχει κάνει μια μικρή ανακάλυψη κάποιας σημασίας. Μια σημαντικότερη λύση είναι να διασφαλίσει τη συναίνεση ενός άλλου ατόμου και, αν είναι δυνατόν, να προσεταιριστεί τη συναίνεση εκατομμυρίων. Η πρώτη περίπτωση είναι αυτή της συμβιωτικής ψύχωσης -folie ά deux- (μερικοί γάμοι και έχουν αυτή τη βάση), ενώ η δεύτερη είναι αυτή δημόσιων προσώπων που αποτρέπουν ένα δημόσιο ξέσπασμα της δυνητικής ψύχωσής τους, προσεταιριζόμενα την αποδοχή και τη συναίνεση εκατομμυρίων ανθρώπων. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα άκρως ναρκισσιστικό άτομο, που το πιθανότερο είναι πως θα είχε υποστεί μια έκδηλη ψύχωση αν δεν είχε καταφέρει να κάνει εκατομμύρια ανθρώπους να πιστέψουν στο αυτοείδωλό του, να πάρουν στα σοβαρά τις πομπώδεις φαντασιώσεις του, και ακόμη να μεταλλάξει την πραγματικότητα με τρόπο που να φαίνεται στους οπαδούς του ότι έχει δίκιο.
Υπάρχουν παραδείγματα μεγαλομανών ηγετών στην ιστορία που «θεράπευσαν» τον ναρκισσισμό τους μεταλλάσσοντας τον κόσμο ώστε να συνάδει μαζί του. Τέτοιοι άνθρωποι πρέπει επίσης να προσπαθήσουν να καταστρέψουν όλους τους επικριτές, αφού δεν μπορούν να ανεχθούν την απειλή που συνιστά γι’ αυτούς η φωνή της λογικής. Από τον Καλιγούλα και τον Νέρωνα μέχρι τον Στάλιν και τον Χίτλερ, βλέπουμε ότι η ανάγκη τους να βρουν άτομα που θα τους πιστέψουν, να μεταλλάξουν την πραγματικότητα, ώστε να συνάδει με τον ναρκισσισμό τους και να εξαλείψουν όλους τους επικριτές, είναι τόσο έντονη και τόσο απεγνωσμένη, ακριβώς επειδή πρόκειται για μια προσπάθεια να αποτρέψουν το ξέσπασμα της παραφροσύνης τους. Παραδόξως, το στοιχείο παραφροσύνης αυτών των ηγετών τούς κάνει επιτυχημένους. Τους δίνει τη βεβαιότητα και την ελευθερία από την αμφιβολία που είναι τόσο εντυπωσιακή για το μέσο άτομο. Είναι να πούμε ότι αυτή η ανάγκη να αλλάξουν τον κόσμο, να προσεταιριστούν τους άλλους και να τους κάνουν να υιοθετήσουν τις ιδέες και τις ψευδαισθήσεις τους απαιτεί επίσης ταλέντα και χαρίσματα που το μέσο άτομο, ψυχωτικό ή μη, δεν διαθέτει. Εξετάζοντας την παθολογία του ναρκισσισμού, είναι σημαντικό να διακρίνουμε μεταξύ δύο μορφών ναρκισσισμού – μια καλοήθη και μια κακοήθη. Στην καλοήθη μορφή αντικείμενο του ναρκισσισμού είναι το αποτέλεσμα των προσπαθειών του ατόμου. Έτσι, για παράδειγμα, ένα άτομο μπορεί να έχει μια ναρκισσιστική περηφάνια για το έργο του ως ξυλουργού, επιστήμονα ή αγρότη.
Στον βαθμό που αντικείμενο του ναρκισσισμού του είναι κάτι για το οποίο έχει εργαστεί, το αποκλειστικό ενδιαφέρον του για το έργο του και το επίτευγμά του εξισορροπείται διαρκώς από το ενδιαφέρον του για τη διαδικασία της εργασίας καθαυτής και για το υλικό με το οποίο δουλεύει. Η δυναμική αυτού του καλοήθη ναρκισσισμού είναι αυτοελεγχόμενη. Η ενέργεια που τροφοδοτεί την εργασία είναι σε μεγάλο βαθμό ναρκισσιστικής φύσης, αλλά το ότι η εργασία αφ’ εαυτή καθιστά αναγκαία μια σύνδεση με την πραγματικότητα χαλιναγωγεί συνεχώς τον ναρκισσισμό και τον κρατάει εντός των ορίων. Αυτός ο μηχανισμός ίσως εξηγεί γιατί συναντάμε τόσους ναρκισσιστικούς ανθρώπους που είναι ταυτόχρονα εξαιρετικά δημιουργικοί.
Στην περίπτωση του κακοήθους ναρκισσισμού, αντικείμενο του ναρκισσισμού δεν είναι οτιδήποτε κάνει ή παράγει το άτομο, αλλά κάτι που κατέχει, για παράδειγμα, το σώμα, η ομορφιά, η υγεία, ο πλούτος του κτλ. Η κακοήθης φύση αυτού του τύπου ναρκισσισμού συνίσταται στο ότι στερείται το διορθωτικό στοιχείο που βρίσκουμε στην καλοήθη μορφή. Αν είμαι «σπουδαίος.» λόγω κάποιας ιδιότητας που κατέχω και όχι λόγοι κάποιου πράγματος που επιτυγχάνω, δεν χρειάζεται να συνδέομαι με οποιονδήποτε ή οτιδήποτε, δεν χρειάζεται να προσπαθήσω. Διατηρώντας την εικόνα της σπουδαιότητάς μου, απομακρύνω τον εαυτό μου όλο και περισσότερο από την πραγματικότητα και πρέπει να ενισχύσω τη ναρκισσιστική φόρτιση προκειμένου να είμαι πιο προστατευμένος από τον κίνδυνο ότι το ναρκισσιστικά διογκωμένο Εγώ μου θα αποδειχτεί προϊόν της κενής φαντασίας μου. Επομένως, ο κακοήθης ναρκισσισμός δεν αυτοπεριορίζεται και κατά συνέπεια είναι βαθιά σολιψιστικός και ξενοφοβικός.
Κάποιος που έχει μάθει να πετυχαίνει δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει ότι κι άλλοι έχουν πετύχει παρόμοια πράγματα με παρόμοιους τρόπους – ακόμη και αν ο ναρκισσισμός του τον πείσει ότι το δικό του επίτευγμα είναι σπουδαιότερο από των άλλων. Κάποιος που δεν έχει καταφέρει τίποτα θα το βρει δύσκολο να εκτιμήσει τα επιτεύγματα των άλλων και άρα θα αναγκαστεί να απομονώσει όλο και περισσότερο τον εαυτό του στο ναρκισσιστικό μεγαλείο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου