Πριν πολλά χρόνια, έπεφταν κάτι μπάλες απ’ τον ουρανό: Σε κάθε άνθρωπο αναλογούσε και μία μπάλα. Έπρεπε να την πάρει στα χέρια του, λοιπόν, και να κοιτάξει μέσα σ’ αυτήν. Τότε, ολάκερη η μοίρα του ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια του. Κι αφού έβλεπε τι του επιφυλασσόταν, στελνόταν ευθύς αμέσως στον τόπο που ήταν γραμμένος σ’ αυτήν την μπάλα της μοίρας.
Κάποιος, όμως, φοβόταν τρομερά να δει μέσα στην μπάλα του. «Να τη διαβάσω ή όχι;», έλεγε, σαν την έπαιρνε στα χέρια του. Μα ύστερα την απίθωνε πάλι κάτω, καθώς σκεφτόταν: «Κι αν δε μ’ αρέσει αυτό που θα δω εκεί μέσα;». «Άσε που μια χαρά είμαι όπως είμαι, πού να ξεβολεύομαι τώρα;», συμπλήρωνε στο τέλος. Κι έτσι, όλο άφηνε χάμω την μπάλα του, αφού «δε θα χανόταν κι ο κόσμος», αν θα τη διάβαζε πιο μετά κι αν θα πήγαινε λίγο αργότερα, στον τόπο που του ήταν γραμμένος.
Σαν αυτόν τον αναποφάσιστο, λοιπόν, που όλο κι ανέβαλλε την ώρα που θα διάβαζε την μπάλα του, για να καθυστερήσει τη στιγμή που θα πήγαινε εκεί που θα τον έστελνε η μοίρα, φερόμαστε και μερικοί άνθρωποι, και μην μπορώντας ν’ αποφασίσουμε αμέσως για κάτι, αναβάλλουμε όλο και πιο πολύ τη στιγμή που θα το κάνουμε.
Καταρχάς, όπως ο άνθρωπος με την μπάλα φοβόταν να διαβάσει μέσα σ’ αυτήν, μην τυχόν και τον έστελνε σ’ έναν τόπο που δε θα του άρεσε, έτσι κι εμείς τρομάζουμε με την ιδέα πως μια απόφασή μας μπορεί να μας οδηγήσει σε μια άσχημη κατάσταση. Μας τρομοκρατεί, δηλαδή, το ενδεχόμενο να επιλέξουμε κάτι που μπορεί και να μας φέρει σε δυσμενή θέση. Κι έτσι, λοιπόν, αναβάλλοντας τη στιγμή που θα το κάνουμε, αποφεύγουμε, προσωρινά, τις τρομερές συνέπειες που θα έχει μια απόφασή μας, αν είναι λάθος.
Αναβάλλοντας, όμως, τη στιγμή που θα πρέπει ν’ αποφασίσουμε για κάτι, είναι σαν να θέλουμε να δώσουμε παράταση στην ισχύουσα κατάσταση που βιώνουμε, έστω κι αν δεν είναι κι η καλύτερη. Προτιμούμε, δηλαδή, να μείνουμε γι’ ακόμη λίγο βολεμένοι σε ‘κείνα που ξέρουμε καλά και πιστεύουμε, μάλιστα, πως αν τ’ αφήσουμε, ύστερα ίσως να ζητούμε με λαχτάρα να επιστρέψουμε σ’ αυτά, αλλά να μην μπορούμε.
Ο άνθρωπος, όμως, που άφησε την μπάλα του κι όλο έλεγε να τη διαβάσει αργότερα, ίσως, μέσα του, να ήλπιζε πως θα μπορούσε με κάποιον τρόπο να κάνει κάτι και ν’ αποφύγει εντελώς τη στιγμή αυτή και πως, δηλαδή, μπορεί να τα κατάφερνε και να μη διάβαζε ποτέ την μπάλα του. Κι εμείς, λοιπόν, αναβάλλουμε τη στιγμή που θα πάρουμε μιαν απόφαση, ίσως με την ελπίδα πως στο τέλος θα βρεθεί ένας τρόπος και πως δε θα χρειαστεί καθόλου, τότε, ν’ αποφασίσουμε.
Ωστόσο, ο άνθρωπος με την μπάλα δεν είχε δίκιο που φοβόταν να διαβάσει μέσα σ’ αυτήν, για να μην πάει εκεί που τον έστελνε η μοίρα του, καθώς έπρεπε να σκεφτεί πως όσο τρομερό και να ήταν το μέρος αυτό, θα μπορούσε πάντα να κινήσει να φύγει και να πάει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, ή θα μπορούσε, κάλλιστα, και να το βελτιώσει ακόμη.
Όσο για την ισχύουσα κατάσταση, που ίσως να ήθελε να παρατείνει, προκειμένου να μην πάει σε κάποιαν άλλη και να ξεβολευτεί, αρκεί να πούμε πως, έτσι, έχανε την ευκαιρία να ζήσει κάτι καλύτερο, καθώς μέσα στην μπάλα μπορεί να ήταν γραμμένος ένας όχι και τόσο απεχθής τόπος.
Τέλος, αφήνοντας κάτω την μπάλα, δεν την αγνοούσε, όπως θαρρούσε. Μα, αντιθέτως, ήταν σαν να την έφερνε μες στο στήθος του, καθώς του έκοβε την αναπνοή σαν την έφερνε στο νου του και σαν θυμόταν κάθε ώρα πως είχε μια εκκρεμότητα και πως θα ‘πρεπε, κάποια στιγμή, να δει μέσα στην μπάλα του. Άρα, και που δεν τη διάβαζε, πάλι καλά δεν ήταν.
Τα χρόνια, λοιπόν, περνούσαν, κι όλο και πιο πολλοί άνθρωποι έκρυβαν τις μπάλες τους, γιατί δεν ήξεραν αν ήταν έτοιμοι να τις διαβάσουν ή όχι. Ο ουρανός, έτσι, θύμωσε και γι’ αυτό σταμάτησε να τις στέλνει πια.
Κάποιος, όμως, φοβόταν τρομερά να δει μέσα στην μπάλα του. «Να τη διαβάσω ή όχι;», έλεγε, σαν την έπαιρνε στα χέρια του. Μα ύστερα την απίθωνε πάλι κάτω, καθώς σκεφτόταν: «Κι αν δε μ’ αρέσει αυτό που θα δω εκεί μέσα;». «Άσε που μια χαρά είμαι όπως είμαι, πού να ξεβολεύομαι τώρα;», συμπλήρωνε στο τέλος. Κι έτσι, όλο άφηνε χάμω την μπάλα του, αφού «δε θα χανόταν κι ο κόσμος», αν θα τη διάβαζε πιο μετά κι αν θα πήγαινε λίγο αργότερα, στον τόπο που του ήταν γραμμένος.
Σαν αυτόν τον αναποφάσιστο, λοιπόν, που όλο κι ανέβαλλε την ώρα που θα διάβαζε την μπάλα του, για να καθυστερήσει τη στιγμή που θα πήγαινε εκεί που θα τον έστελνε η μοίρα, φερόμαστε και μερικοί άνθρωποι, και μην μπορώντας ν’ αποφασίσουμε αμέσως για κάτι, αναβάλλουμε όλο και πιο πολύ τη στιγμή που θα το κάνουμε.
Καταρχάς, όπως ο άνθρωπος με την μπάλα φοβόταν να διαβάσει μέσα σ’ αυτήν, μην τυχόν και τον έστελνε σ’ έναν τόπο που δε θα του άρεσε, έτσι κι εμείς τρομάζουμε με την ιδέα πως μια απόφασή μας μπορεί να μας οδηγήσει σε μια άσχημη κατάσταση. Μας τρομοκρατεί, δηλαδή, το ενδεχόμενο να επιλέξουμε κάτι που μπορεί και να μας φέρει σε δυσμενή θέση. Κι έτσι, λοιπόν, αναβάλλοντας τη στιγμή που θα το κάνουμε, αποφεύγουμε, προσωρινά, τις τρομερές συνέπειες που θα έχει μια απόφασή μας, αν είναι λάθος.
Αναβάλλοντας, όμως, τη στιγμή που θα πρέπει ν’ αποφασίσουμε για κάτι, είναι σαν να θέλουμε να δώσουμε παράταση στην ισχύουσα κατάσταση που βιώνουμε, έστω κι αν δεν είναι κι η καλύτερη. Προτιμούμε, δηλαδή, να μείνουμε γι’ ακόμη λίγο βολεμένοι σε ‘κείνα που ξέρουμε καλά και πιστεύουμε, μάλιστα, πως αν τ’ αφήσουμε, ύστερα ίσως να ζητούμε με λαχτάρα να επιστρέψουμε σ’ αυτά, αλλά να μην μπορούμε.
Ο άνθρωπος, όμως, που άφησε την μπάλα του κι όλο έλεγε να τη διαβάσει αργότερα, ίσως, μέσα του, να ήλπιζε πως θα μπορούσε με κάποιον τρόπο να κάνει κάτι και ν’ αποφύγει εντελώς τη στιγμή αυτή και πως, δηλαδή, μπορεί να τα κατάφερνε και να μη διάβαζε ποτέ την μπάλα του. Κι εμείς, λοιπόν, αναβάλλουμε τη στιγμή που θα πάρουμε μιαν απόφαση, ίσως με την ελπίδα πως στο τέλος θα βρεθεί ένας τρόπος και πως δε θα χρειαστεί καθόλου, τότε, ν’ αποφασίσουμε.
Ωστόσο, ο άνθρωπος με την μπάλα δεν είχε δίκιο που φοβόταν να διαβάσει μέσα σ’ αυτήν, για να μην πάει εκεί που τον έστελνε η μοίρα του, καθώς έπρεπε να σκεφτεί πως όσο τρομερό και να ήταν το μέρος αυτό, θα μπορούσε πάντα να κινήσει να φύγει και να πάει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, ή θα μπορούσε, κάλλιστα, και να το βελτιώσει ακόμη.
Όσο για την ισχύουσα κατάσταση, που ίσως να ήθελε να παρατείνει, προκειμένου να μην πάει σε κάποιαν άλλη και να ξεβολευτεί, αρκεί να πούμε πως, έτσι, έχανε την ευκαιρία να ζήσει κάτι καλύτερο, καθώς μέσα στην μπάλα μπορεί να ήταν γραμμένος ένας όχι και τόσο απεχθής τόπος.
Τέλος, αφήνοντας κάτω την μπάλα, δεν την αγνοούσε, όπως θαρρούσε. Μα, αντιθέτως, ήταν σαν να την έφερνε μες στο στήθος του, καθώς του έκοβε την αναπνοή σαν την έφερνε στο νου του και σαν θυμόταν κάθε ώρα πως είχε μια εκκρεμότητα και πως θα ‘πρεπε, κάποια στιγμή, να δει μέσα στην μπάλα του. Άρα, και που δεν τη διάβαζε, πάλι καλά δεν ήταν.
Τα χρόνια, λοιπόν, περνούσαν, κι όλο και πιο πολλοί άνθρωποι έκρυβαν τις μπάλες τους, γιατί δεν ήξεραν αν ήταν έτοιμοι να τις διαβάσουν ή όχι. Ο ουρανός, έτσι, θύμωσε και γι’ αυτό σταμάτησε να τις στέλνει πια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου