Κυριακή 7 Ιουλίου 2019

Αρχαία Ελληνική Γραμματεία: ΗΣΙΟΔΟΣ - Ἔργα καὶ Ἡμέραι (458-492)

Εὖτ᾽ ἂν δὴ πρώτιστ᾽ ἄροτος θνητοῖσι φανήῃ,
δὴ τότ᾽ ἐφορμηθῆναι, ὁμῶς δμῶές τε καὶ αὐτός,
460 αὔην καὶ διερὴν ἀρόων ἀρότοιο καθ᾽ ὥρην,
πρωὶ μάλα σπεύδων, ἵνα τοι πλήθωσιν ἄρουραι.
ἔαρι πολεῖν· θέρεος δὲ νεωμένη οὔ σ᾽ ἀπατήσει·
νειὸν δὲ σπείρειν ἔτι κουφίζουσαν ἄρουραν.
νειὸς ἀλεξιάρης, παίδων εὐκηλήτειρα.
465 Εὔχεσθαι δὲ Διὶ χθονίῳ Δημήτερί θ᾽ ἁγνῇ
ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν,
ἀρχόμενος τὰ πρῶτ᾽ ἀρότου, ὅτ᾽ ἂν ἄκρον ἐχέτλης
χειρὶ λαβὼν ὅρπηκι βοῶν ἐπὶ νῶτον ἵκηαι
ἔνδρυον ἑλκόντων μεσάβῳ. ὁ δὲ τυτθὸν ὄπισθε
470 δμωὸς ἔχων μακέλην πόνον ὀρνίθεσσι τιθείη
σπέρμα κατακρύπτων· εὐθημοσύνη γὰρ ἀρίστη
θνητοῖς ἀνθρώποις, κακοθημοσύνη δὲ κακίστη.
ὧδέ κεν ἁδροσύνῃ στάχυες νεύοιεν ἔραζε,
εἰ τέλος αὐτὸς ὄπισθεν Ὀλύμπιος ἐσθλὸν ὀπάζοι,
475 ἐκ δ᾽ ἀγγέων ἐλάσειας ἀράχνια, καί σε ἔολπα
γηθήσειν βιότου αἰρεόμενον ἔνδον ἐόντος.
εὐοχθέων δ᾽ ἵξεαι πολιὸν ἔαρ, οὐδὲ πρὸς ἄλλους
αὐγάσεαι· σέο δ᾽ ἄλλος ἀνὴρ κεχρημένος ἔσται.
Εἰ δέ κεν ἠελίοιο τροπῇς ἀρόῳς χθόνα δῖαν,
480 ἥμενος ἀμήσεις ὀλίγον περὶ χειρὸς ἐέργων,
ἀντία δεσμεύων κεκονιμένος, οὐ μάλα χαίρων,
οἴσεις δ᾽ ἐν φορμῷ· παῦροι δέ σε θηήσονται.
ἄλλοτε δ᾽ ἀλλοῖος Ζηνὸς νόος αἰγιόχοιο,
ἀργαλέος δ᾽ ἄνδρεσσι καταθνητοῖσι νοῆσαι.
485 εἰ δή κ᾽ ὄψ᾽ ἀρόσῃς, τόδε κέν τοι φάρμακον εἴη·
ἦμος κόκκυξ κοκκύζει δρυὸς ἐν πετάλοισι
τὸ πρῶτον, τέρπει δὲ βροτοὺς ἐπ᾽ ἀπείρονα γαῖαν,
τῆμος Ζεὺς ὕοι τρίτῳ ἤματι μηδ᾽ ἀπολήγοι,
μήτ᾽ ἄρ᾽ ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ᾽ ἀπολείπων·
490 οὕτω κ᾽ ὀψαρότης πρωιηρότῃ ἰσοφαρίζοι.
ἐν θυμῷ δ᾽ εὖ πάντα φυλάσσεο, μηδέ σε λήθοι
μήτ᾽ ἔαρ γινόμενον πολιὸν μήθ᾽ ὥριος ὄμβρος.

***
Κι αρχή₋αρχή που φαίνεται για τους θνητούς τού οργώματος η ώρα,
όρμησε τότε, συνάμα εσύ κι οι δούλοι σου,
460 και την ξερή και τη βρεγμένη γη να οργώσεις στου οργώματος την ώρα,
σπεύδοντας πολύ πρωί, για να ᾽ναι τα χωράφια σου καρπούς γεμάτα.
Την άνοιξη να βωλοκοπείς. Μα και η γη που οργώθηκε ξανά το θέρος δε θα σε διαψεύσει.
Σπείρε το νιάμα όσο ακόμη είναι ελαφρύ το χώμα του.
Το νιάμα προστατεύει απ᾽ το κακό και τους θεούς τούς τέρπει.
Ευχήσου στο Χθόνιο Δία και την αγνή τη Δήμητρα
ώριμο να βαραίνει της Δήμητρας το ιερό σιτάρι,
μόλις αρχίσεις τ᾽ όργωμα, όταν την άκρη της λαβής του αρότρου
πιάνεις με το χέρι και τη βουκέντρα στα νώτα κατεβάζεις των βοδιών,
καθώς τραβάν με το ζυγόλουρο τον δρύινο πάσσαλο.
470 Κι ο δούλος λίγο πίσω, κρατώντας τσάπα, στα πουλιά να δίνει κόπο
τους σπόρους καλοκρύβοντας. Γιατί ᾽ναι άριστη η τάξη στις δουλειές
για τους θνητούς, μα η αταξία κάκιστη.
Μ᾽ αυτό τον τρόπο θα έγερναν προς τη γη τα στάχυα από το μέστωμα,
αν έδινε αργότερα ο ίδιος ο Ολύμπιος Δίας ωρίμασμα καλό.
Και τότε τις αράχνες απ᾽ τα αγγεία σου θα σάρωνες. Κι ελπίζω
εσύ να χαίρεσαι σαν παίρνεις απ᾽ το βιος που μες στο σπιτικό σου θα ᾽ναι.
Κι όλος ευημερία στη λαμπερή την άνοιξη θα φτάσεις, δίχως τους άλλους
να κοιτάς. Και την ανάγκη σου άνθρωπος άλλος θα ᾽χει.
Μ᾽ αν στο ηλιοστάσιο τη θεία γη οργώσεις,
480 θα θερίσεις καθιστός και με το χέρι σου χερόβολα μικρά θ᾽ αδράχνεις,
μέσα στη σκόνη θα δεματιάζεις το ένα στάχυ ανάποδα στο άλλο, δίχως να χαίρεσαι πολύ,
και σε κοφίνι θα τα κουβαλήσεις. Λίγοι θα σε θαυμάσουν.
Άλλοτε κι άλλος είναι του Δία, που την αιγίδα του βαστά, ο νους,
και είναι δύσκολο στους θνητούς ανθρώπους να τον εννοήσουν.
Μα κι αν αργά οργώσεις, αυτή τη γιατρειά θα μπορούσες να ᾽βρεις:
τότε που ο κούκος μέσα απ᾽ τα φύλλα της βαλανιδιάς πρώτη φορά λαλεί,
και τέρπει τους θνητούς πάνω στη δίχως όρια γη,
μακάρι να βρέξει τότε ο Δίας την τρίτη μέρα, δίχως να σταματά,
και δίχως το νερό να ξεπερνά τη χηλή απ᾽ το βόδι, ούτε να υπολείπεται.
490 Μ᾽ αυτό τον τρόπο το όργωμα που έγινε αργά ισοφαρίζει το πρώιμο όργωμα.
Μες την καρδιά σου φύλαγε σωστά τα πάντα: μη σου ξεφύγει
η άνοιξη η λαμπρή που έρχεται, ούτε η βροχή στην ώρα της.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου