Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ - AMERICAN CIVIL WAR ΜΕΡΟΣ Β'
ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
Έτσι διεκδικούσαν το δικαίωμα να στέλνουν αποσπάσματα στις βόρειες πολιτείες για να συλλαμβάνουν τους φυγάδες. Στα 1850 είχαν φτάσει στα πρόθυρα της απόσχισης. Ένας νέος συμβιβασμός την ίδια χρονιά όμως αποφόρτισε κάπως την κατάσταση αφού θέσπιζε αυστηρότερους νόμους για τους «φυγάδες δούλους» ενώ παράλληλα έδινε το δικαίωμα σε νέες πολιτείες που επιθυμούσαν ένταξη στην ένωση να αποφασίζουν αυτές περί θέσπισης ή όχι της δουλείας.Το πολιτικό ζήτημα που είχε προκύψει σχετικά με το θεσμό της δουλείας επιδείνωνε ραγδαία τις σχέσεις Βορείων και Νοτίων.
Το «Κερασάκι στην τούρτα» το προσέθεσε η εκλογή του Αβραάμ Λίνκολν στη θέση του προέδρου της Ένωση με βάση τις ψήφους μόνο των Βορείων. Τελικά ως την άνοιξη του 1861 11 πολιτείες του νότου είχαν ενωθεί στη λεγόμενη Συνομοσπονδία. Οι Βόρειοι επιχειρηματίες αποφάσισαν ότι είχε έρθει πια η ώρα για οικονομική επέκταση στο νότο άλλα με τους καπιταλιστικούς όρους που αυτοί θα επέβαλλαν ήτοι την ελεύθερη γη, την ελεύθερη εργασία και την ελεύθερη αγορά. Οι οικονομικές ελίτ είχαν καταλήξει ότι η δουλεία θα καταργούταν υπό συνθήκες άμεσα ελεγχόμενες από αυτές. Τα συμφέροντα των δουλεμπόρων του Νότου έρχονταν σε άμεση σύγκρουση με τα σχέδια αυτά.
Πάντως και στον Βορά ο ρατσισμός ήταν εξίσου εδραιωμένος όσο και η δουλεία στο Νότο. Ο Λίνκολν, ένας μετριοπαθής αστός πολιτικός, ήταν πολέμιος του θεσμού της δουλείας σε καμία περίπτωση όμως δεν ήταν υπέρ της κατάργησης των φυλετικών διακρίσεων.
«Και έτσι θα πω δεν είμαι -και ποτέ δεν υπήρξα- υπέρμαχος της επιβολής με οποιονδήποτε τρόπο της πολιτικής και κοινωνικής ισότητας μεταξύ της λευκής και της μαύρης φυλής. Θα πω ότι δεν είμαι -και ποτέ δεν υπήρξα- υπέρμαχος της παραχώρησης στους μαύρους του εκλογικού δικαιώματος και του δικαιώματος να ορίζονται ως ένορκοι, ούτε του δικαιώματος να εκλέγονται σε δημόσια αξιώματα, ούτε του δικαιώματος να συνάπτουν γάμους με λευκούς».
Αυτά τα δήλωνε τον Αύγουστο του 1858… Τα συμφέροντα του βιομηχανικού Βορά παντρεύονταν για πρώτη φορά στην ιστορία με αυτά των μαύρων του Νότου. Ο Λίνκολν ήταν η πολιτική προσωπικότητα που συνταίριαξε άριστα την συγκεκριμένη περίοδο τις ρητορείες περί ανθρωπισμού, ζητώντας την κατάργηση της δουλείας, με τις ανάγκες των αναδυόμενων βιομηχανικών κολοσσών που διψούσαν για «ζωτικό χώρο» και φτηνά εργατικά χέρια που τα αντιπροσώπευαν τα εκατομμύρια των μελλοντικά απελεύθερων, πλην όμως πονεμένων, μαύρων του Νότου.
Ο πόλεμος ξεκίνησε επίσημα την 14 Απριλίου του 1861 με το βομβαρδισμό του οχυρού Σάμτερ στα παράλια της Ν. Καρολίνα από τις δυνάμεις της Συνομοσπονδίας. Ο συσχετισμός των αντιπάλων ήταν συντριπτικά υπέρ της Ένωσης σε όλους του τομείς, με εξαίρεση το…βαμβάκι. Κρίνοντας εκ των υστέρων και με βάση τα ψυχρά νούμερα είναι απορίας άξιον πώς αυτός ο πόλεμος κράτησε 5 χρόνια.
Εξετάζοντας όμως προσεκτικότερα τα γεγονότα βλέπουμε να αναδύεται από τις τόσες και τόσες μάχες μια θρυλική προσωπικότητα που είναι υπεύθυνη εν τέλει για την τόσο μεγάλη διάρκεια του πολέμου. Οι Βόρειοι είχαν την υπεροπλία αλλά οι Νότιοι είχαν τον στρατηγό Λη. Σχεδόν 3 εκ. στρατιώτες υπηρέτησαν στους δυο στρατούς, τα 2/3 των οποίων κάτω των 23 ετών. Ο Αμερικανικός εμφύλιος ήταν πολύνεκρος. 600.000 νεκροί και από τις δυο πλευρές και άλλοι τόσοι τραυματίες.
Η αμερικανική οικονομία κλονίστηκε συθέμελα αφού το δημόσιο χρέος ανήλθε από τα 64 εκ. δολάρια προ του πολέμου στα 2773 εκ. δολάρια στο τέλος του. Παράλληλα για τις ανάγκες του πολέμου επιβλήθηκε για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1861 φόρος εισοδήματος. Ο Αμερικανικός Εμφύλιος ήταν και ο πρώτος πόλεμος στον οποίο τραβήχτηκαν φωτογραφίες.
Βιρτζίνια - ΗΠΑ Αύγουστος 1831 η Σφαγή στην Φυτεία Τράβις
Η σφαγή στην φυτεία Τράβις (Τριάντα χρόνια πριν ξεσπάσει ο Αμερικάνικος Εμφύλιος Πόλεμος). Η φυτεία Τράβις, στο Σαουθάμπτον, στη νοτιοανατολική Βιρτζίνια, δεν έχει παρά επτά σκλάβους. Ένας από αυτούς ονομάζεται Νατ Τάρνερ (Nat Turner) : είναι ένας εξελιγμένος νέγρος που ξέρει γραφή και ανάγνωση, αλλά κυρίως έχει μια μυστικιστική ιδιοσυγκρασία με το χάρισμα μιας ασυνήθιστης δύναμης.
Ο Τάρνερ από νωρίς ελάμβανε «θεϊκά οράματα», παρακολουθούσε μία συνάθροιση Βαπτιστών, όπου κήρυττε το Ευαγγέλιο στους μαύρους ‘αδελφούς’ του που τον αποκαλούν ‘ο προφήτης’. Δηλώνει ότι είναι σημαδεμένος από το χέρι του Θεού, και ονειρεύεται να γίνει ο Toussaint -Louverture των σκλάβων του Νότου. (Ο Francois Toussaint, ονομαζόμενος Louverture, ήταν επικεφαλής της εξέγερσης των σκλάβων στην Αϊτή το 1791).
Η αποτυχία των προηγούμενων εξεγέρσεων τον γεμίζει λύπη. Σκέφτεται εκείνον τον Γαβριήλ, (Gabriel Prosser), μιμητή στην Βιρτζίνια του Toussaint, ο οποίος σχεδίαζε να κατακτήσει το Ρίτσμοντ με χίλιους εξεγερμένους σκλάβους, την 1η Σεπτεμβρίου 1800, και του οποίου το γεμάτο δεισιδαιμονίες στράτευμα διαλύθηκε μέσα σε μια καταιγίδα. Αναλογίζεται το παράδειγμα του Telemaque Denmark Vesey ο οποίος διακινδύνεψε να κατακτήσει το οπλοστάσιο του Τσάρλεστον με διακόσιους σκλάβους, στις αρχές του καλοκαιριού του 1822 και κατέληξε στην αγχόνη με τριάντα τέσσερις από τους οπαδούς του.
Ο Νατ Τάρνερ ακούει κάτι σαν φωνές : «Πλησιάζει ο καιρός που οι τελευταίοι θα γίνουν πρώτοι». Έχει οράματα που προμηνύουν το μέλλον: αίμα στα καλαμπόκια, πνεύματα λευκών και μαύρων που χτυπιούνται στα σύννεφα. Με λίγα λόγια είναι έτοιμος. Στην διάρκεια του καλοκαιριού του 1831 η απευθείας επικοινωνία του με τα ουράνια τον προειδοποιεί ότι ήρθε η ώρα της δράσης. Την Κυριακή 21 Αυγούστου συγκεντρώνει τους σκλάβους της φυτείας. Πηγαίνουν να πιούν μηλίτη στο ελαιοτριβείο για να πάρουν θάρρος.
Τα μεσάνυχτα ο Νατ Τάρνερ μπαίνει από μια ανεμόσκαλα στο σπίτι των αφεντικών που κοιμούνται. Όταν βρεθεί εκεί ανοίγει την πόρτα στους συντρόφους του, οι οποίοι είναι οπλισμένοι με τσεκούρια. Ξυπόλητοι, με ορθάνοικτα μάτια, περπατούν αθόρυβα μέσα στο σιωπηλό σπίτι. Μπροστά στην πόρτα του αφεντικού διστάζουν για μια στιγμή - τότε ο Τάρνερ ανοίγει την πόρτα και ορμάει πάνω στο κρεβάτι.
Ο Τράβις, που ξαφνιάστηκε στον ύπνο, δεν προλαβαίνει να αμυνθεί. Ο σκλάβος τον χτυπάει με το τσεκούρι, χωρίς όμως να τον σκοτώσει. Ο Τράβις ουρλιάζει - ξυπνάει με την σειρά της και η γυναίκα του. Ο γίγαντας Ουίλυ κραδαίνει το όπλο του: ο Τράβις σωριάζεται ξανά στο κρεβάτι, με το κρανίο σπασμένο. Η γυναίκα του προσπαθεί να ξεφύγει, αλλά την αρπάζει ένα μεγάλο μαύρο χέρι, την ρίχνουν κάτω και την χτυπούν αλύπητα. Το κεφάλι της ανοίγει με ένα κτύπημα από τσεκούρι.
Οι άλλοι νέγροι εισβάλλουν στα διπλανά δωμάτια. Τα τρία παιδιά του Τράβις σφάζονται με φρικτό τρόπο. Το πιο κοντινό αγρόκτημα βρίσκεται σε απόσταση λιγότερη από ένα μίλι. Η αιματοβαμμένη συμμορία ορμάει επάνω του. Ο Τάρνερ τους αναγκάζει να ανοίξουν την πόρτα με το πρόσχημα μιας επείγουσας επιστολής για το αφεντικό. Ο μοναδικός λευκός μέσα στο σπίτι εξοντώνεται αμέσως με ένα χτύπημα από τσεκούρι. Οι σκλάβοι του ελευθερώνονται. Λεηλατείται η αποθήκη με τα ποτά. Η ομάδα τώρα αριθμεί δεκαπέντε άτομα. Ο Τάρνερ μοιράζει το μπουλούκι για να επισπεύσει την σφαγή.
Όλη νύχτα οι ομάδες του σπέρνουν τον θάνατο στην κομητεία. Το πρωί εξήντα ένα πτώματα λευκών, η πλειοψηφία των οποίων είναι γυναίκες και παιδιά, αποτελούν το αποτέλεσμα της επιδρομής. Ο Τάρνερ είναι ικανοποιημένος. Οι ελάχιστοι επιζήσαντες παίρνουν τα όπλα και, χωρίς να περιμένουν ενισχύσεις, ρίχνονται στο κυνήγι των δολοφόνων. Το βράδυ τους προφταίνουν. Δεκαοκτώ καλλιεργητές ανοίγουν ορμητικά πυρ εναντίον διακοσίων νέγρων, οι οποίοι τρέπονται σε φυγή. Στον τόπο συνάντησης που είχαν καθορίσει πριν σκορπιστούν, ο Τάρνερ θα περιμένει μάταια τους συντρόφους του για τρεις μέρες.
Οι Νότιοι έχουν ήδη κληρονομήσει μια κατάσταση την οποία δεν έχουν δημιουργήσει οι ίδιοι. Δεν ευθύνονται για την δουλεία: όχι περισσότερο πάντως, από ότι οι απόγονοι των δουλεμπόρων του Βορρά. Αν όμως θέλουν να επιβιώσουν, είναι υποχρεωμένοι να δεχτούν αυτή την βαριά κληρονομιά. Η κατάργηση της δουλείας με τη βία, δηλαδή με μια στρατιωτική κατάκτηση του Νότου, δεν θα επέλυε το φυλετικό πρόβλημα.
Οι νέγροι είναι υπερβολικά πολλοί – σε κάποιες πολιτείες αντιστοιχούσε περίπου, ένας νέγρος για κάθε λευκό. Αυτή είναι η τραγωδία των Νοτίων. Δεν υπάρχουν λύσεις για την κατάρα που τους έπληξε από την ημέρα εκείνη που ένας Ολλανδός καπετάνιος αποβίβασε στο έδαφος της Βιρτζίνια τον πρώτο Αφρικανό σκλάβο. Η μόνη διέξοδος είναι να αντέξουν και να αγωνιστούν, αν είναι αναγκαίο, για να διατηρήσουν το δικαίωμα τους στην ύπαρξη.
Η Διπλωματική και Γεωπολιτική Πάλη
Κατά την αρχή του Αμερικανικού Εμφύλιου πόλεμου (1861-1865), η κυβέρνηση της Συνομοσπονδίας (Confederate States of America) δηλαδή της συμπολιτείας που γεννήθηκε από την απόσχιση των Νότιων Πολιτειών, στήριζε αρκετές ελπίδες στην εξωτερική βοήθεια από την Ευρώπη, από τη Βρετανία και τη Γαλλία. Ο Νότιος πρόεδρος Τζ. Ντέηβις ήλπιζε στην επίσημη αναγνώριση της από αυτές τις χώρες και ως απώτερη ελπίδα, στη στρατιωτική ανάμειξη τους στον πόλεμο υπέρ της Συνομοσπονδίας. Όμως οι προσπάθειες του να προσεγγίσει αυτές τις χώρες απέτυχαν συνολικά για τους ακόλουθους κύριους λόγους.
Πρώτον, λόγω του φόβου της Βρετανίας και λιγότερο της Γαλλίας για ενεργή επέμβαση της Ενωσης/Ομοσπονδίας (United States of America, η Βόρεια συμπολιτεία) στις αποικίες τους. Δεύτερον, λόγω της κοινής γνώμης του λαού των δύο χωρών, που απεχθανόταν τη δουλεία και γι’ αυτό δεν επιθυμούσε την ενίσχυση των Νοτίων. Τρίτον, λόγω της δεξιοτεχνικής διπλωματίας δύο Ρεπουμπλικανών συνεργατών του Βόρειου προέδρου Αβρααμ Λίνκολν: του υπουργού του Εξωτερικών Ουίλιαμ Σίγουορντ και του ομοσπονδιακού πρέσβη στο Λονδίνο, Τσαρλς Φ. Ανταμς. Φαίνεται πως η βρετανική ηγεσία δεν μπορούσε να «συγχωρήσει» την «ανταρσία» των Αμερικανών το 1776-1783 και την ανεξαρτητοποίηση τους από την αυτοκρατορία της.
ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΠΟΛΕΜΟ
Η «Ζώνη του Βαμβακιού», όπως ήταν γνωστότερη η περιοχή που εκτεινόταν από το Τέξας ως τη Β. Καρολίνα, έδειχνε να είναι βγαλμένη από μια κακόγουστη μεσαιωνική φάρσα. Φεουδαρχικές δομές παραγωγής εμποτισμένες με ένα φυλετικό ρατσισμό τόσο ριζωμένο και νομικά κατοχυρωμένο που μόνο με μια μαζική εξέγερση των σκλάβων ή με έναν γενικευμένο πόλεμο θα μπορούσε να καταλυθεί. Ουσιαστικά στο ζήτημα της δουλείας στις Η.Π.Α. συνυπήρχαν δυο διαφορετικοί κόσμοι. Οι πολιτείες βορείως του 36ου παράλληλου και 30 λεπτών κατήργησαν τη δουλεία σταδιακά από το 1820 και μετά, ενώ νοτίως οι πολιτείες μπορούσαν να διατηρήσουν αυτόν τον αναχρονιστικό θεσμό.
Ο «Συμβιβασμός του 1820» όπως έμεινε στην ιστορία δημιουργούσε ένα κράτος με δυο παραγωγικά συστήματα αντικρουόμενων πολλές φορές συμφερόντων. Ο καπιταλιστικός βοράς ενίσχυε την κοινωνική κινητικότητα κατοχυρώνοντας πολιτικές ελευθερίες που αποτέλεσαν το υπόβαθρο της ανάπτυξης της μεσαίας αστικής τάξης των κατοπινών χρόνων, ενώ ο νότος παρέμενε δέσμιος των φεουδαρχικών αντιλήψεων και της δουλοκτησίας. «Έκλεψα αυτό το κεφάλι, αυτά τα μέλη και αυτό το σώμα από τον αφέντη μου και το έσκασα…» δήλωνε ο Φρέντρικ Ντάγκλας (1817-1895) ένας φυγάς δούλος και υπέρμαχος της κατάργησης της δουλείας.
Σε πολλές περιοχές ξέσπαγαν με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα βίαιες εξεγέρσεις μαύρων δούλων οι οποίες όμως πάντοτε καταστέλλονταν από τις δυνάμεις ασφαλείας των λευκών. Σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς πριν από το ξέσπασμα του Αμερικανικού εμφυλίου δούλοι χρησιμοποιώντας το «Underground Railroad», ένα κρυφό δίκτυο μεταφοράς φυγάδων δούλων, αυτομολούσαν προς βορά. Για του δουλοκτήτες αυτό ήταν casus belli και αποτελούσε νομικά κλοπή περιουσίας… Έτσι διεκδικούσαν το δικαίωμα να στέλνουν αποσπάσματα στις βόρειες πολιτείες για να συλλαμβάνουν τους φυγάδες. Στα 1850 είχαν φτάσει στα πρόθυρα της απόσχισης. Ένας νέος συμβιβασμός την ίδια χρονιά όμως αποφόρτισε κάπως την κατάσταση αφού θέσπιζε αυστηρότερους νόμους για τους «φυγάδες δούλους» ενώ παράλληλα έδινε το δικαίωμα σε νέες πολιτείες που επιθυμούσαν ένταξη στην ένωση να αποφασίζουν αυτές περί θέσπισης ή όχι της δουλείας.Το πολιτικό ζήτημα που είχε προκύψει σχετικά με το θεσμό της δουλείας επιδείνωνε ραγδαία τις σχέσεις Βορείων και Νοτίων.
Το «Κερασάκι στην τούρτα» το προσέθεσε η εκλογή του Αβραάμ Λίνκολν στη θέση του προέδρου της Ένωση με βάση τις ψήφους μόνο των Βορείων. Τελικά ως την άνοιξη του 1861 11 πολιτείες του νότου είχαν ενωθεί στη λεγόμενη Συνομοσπονδία. Οι Βόρειοι επιχειρηματίες αποφάσισαν ότι είχε έρθει πια η ώρα για οικονομική επέκταση στο νότο άλλα με τους καπιταλιστικούς όρους που αυτοί θα επέβαλλαν ήτοι την ελεύθερη γη, την ελεύθερη εργασία και την ελεύθερη αγορά. Οι οικονομικές ελίτ είχαν καταλήξει ότι η δουλεία θα καταργούταν υπό συνθήκες άμεσα ελεγχόμενες από αυτές. Τα συμφέροντα των δουλεμπόρων του Νότου έρχονταν σε άμεση σύγκρουση με τα σχέδια αυτά.
Πάντως και στον Βορά ο ρατσισμός ήταν εξίσου εδραιωμένος όσο και η δουλεία στο Νότο. Ο Λίνκολν, ένας μετριοπαθής αστός πολιτικός, ήταν πολέμιος του θεσμού της δουλείας σε καμία περίπτωση όμως δεν ήταν υπέρ της κατάργησης των φυλετικών διακρίσεων.
«Και έτσι θα πω δεν είμαι -και ποτέ δεν υπήρξα- υπέρμαχος της επιβολής με οποιονδήποτε τρόπο της πολιτικής και κοινωνικής ισότητας μεταξύ της λευκής και της μαύρης φυλής. Θα πω ότι δεν είμαι -και ποτέ δεν υπήρξα- υπέρμαχος της παραχώρησης στους μαύρους του εκλογικού δικαιώματος και του δικαιώματος να ορίζονται ως ένορκοι, ούτε του δικαιώματος να εκλέγονται σε δημόσια αξιώματα, ούτε του δικαιώματος να συνάπτουν γάμους με λευκούς».
Αυτά τα δήλωνε τον Αύγουστο του 1858… Τα συμφέροντα του βιομηχανικού Βορά παντρεύονταν για πρώτη φορά στην ιστορία με αυτά των μαύρων του Νότου. Ο Λίνκολν ήταν η πολιτική προσωπικότητα που συνταίριαξε άριστα την συγκεκριμένη περίοδο τις ρητορείες περί ανθρωπισμού, ζητώντας την κατάργηση της δουλείας, με τις ανάγκες των αναδυόμενων βιομηχανικών κολοσσών που διψούσαν για «ζωτικό χώρο» και φτηνά εργατικά χέρια που τα αντιπροσώπευαν τα εκατομμύρια των μελλοντικά απελεύθερων, πλην όμως πονεμένων, μαύρων του Νότου.
Ο πόλεμος ξεκίνησε επίσημα την 14 Απριλίου του 1861 με το βομβαρδισμό του οχυρού Σάμτερ στα παράλια της Ν. Καρολίνα από τις δυνάμεις της Συνομοσπονδίας. Ο συσχετισμός των αντιπάλων ήταν συντριπτικά υπέρ της Ένωσης σε όλους του τομείς, με εξαίρεση το…βαμβάκι. Κρίνοντας εκ των υστέρων και με βάση τα ψυχρά νούμερα είναι απορίας άξιον πώς αυτός ο πόλεμος κράτησε 5 χρόνια.
Εξετάζοντας όμως προσεκτικότερα τα γεγονότα βλέπουμε να αναδύεται από τις τόσες και τόσες μάχες μια θρυλική προσωπικότητα που είναι υπεύθυνη εν τέλει για την τόσο μεγάλη διάρκεια του πολέμου. Οι Βόρειοι είχαν την υπεροπλία αλλά οι Νότιοι είχαν τον στρατηγό Λη. Σχεδόν 3 εκ. στρατιώτες υπηρέτησαν στους δυο στρατούς, τα 2/3 των οποίων κάτω των 23 ετών. Ο Αμερικανικός εμφύλιος ήταν πολύνεκρος. 600.000 νεκροί και από τις δυο πλευρές και άλλοι τόσοι τραυματίες.
Από τον στρατό της Ένωσης πάνω από το 21% των στρατιωτών της σκοτώθηκαν ενώ από τη μεριά της Συνομοσπονδίας σκοτώθηκαν περί το 35% των στρατιωτών της, απώλειες που μπορούν να συγκριθούν με αυτές του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Νέα οπλικά συστήματα ακόμη πιο θανατηφόρα δοκιμάστηκαν στη διάρκεια του Εμφυλίου, όπως το περιβόητο πρώτο πολυβόλο του δρα. Ρίτσαρντ Τζ. Γκάτλιν που προσέφερε πρωτόγνωρους ρυθμούς ταχυβολίας εν σχέσει με το παρελθόν, περίπου 600 βολές το λεπτό.
Η αμερικανική οικονομία κλονίστηκε συθέμελα αφού το δημόσιο χρέος ανήλθε από τα 64 εκ. δολάρια προ του πολέμου στα 2773 εκ. δολάρια στο τέλος του. Παράλληλα για τις ανάγκες του πολέμου επιβλήθηκε για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1861 φόρος εισοδήματος. Ο Αμερικανικός Εμφύλιος ήταν και ο πρώτος πόλεμος στον οποίο τραβήχτηκαν φωτογραφίες.
Βιρτζίνια - ΗΠΑ Αύγουστος 1831 η Σφαγή στην Φυτεία Τράβις
Η σφαγή στην φυτεία Τράβις (Τριάντα χρόνια πριν ξεσπάσει ο Αμερικάνικος Εμφύλιος Πόλεμος). Η φυτεία Τράβις, στο Σαουθάμπτον, στη νοτιοανατολική Βιρτζίνια, δεν έχει παρά επτά σκλάβους. Ένας από αυτούς ονομάζεται Νατ Τάρνερ (Nat Turner) : είναι ένας εξελιγμένος νέγρος που ξέρει γραφή και ανάγνωση, αλλά κυρίως έχει μια μυστικιστική ιδιοσυγκρασία με το χάρισμα μιας ασυνήθιστης δύναμης.
Ο Τάρνερ από νωρίς ελάμβανε «θεϊκά οράματα», παρακολουθούσε μία συνάθροιση Βαπτιστών, όπου κήρυττε το Ευαγγέλιο στους μαύρους ‘αδελφούς’ του που τον αποκαλούν ‘ο προφήτης’. Δηλώνει ότι είναι σημαδεμένος από το χέρι του Θεού, και ονειρεύεται να γίνει ο Toussaint -Louverture των σκλάβων του Νότου. (Ο Francois Toussaint, ονομαζόμενος Louverture, ήταν επικεφαλής της εξέγερσης των σκλάβων στην Αϊτή το 1791).
Η αποτυχία των προηγούμενων εξεγέρσεων τον γεμίζει λύπη. Σκέφτεται εκείνον τον Γαβριήλ, (Gabriel Prosser), μιμητή στην Βιρτζίνια του Toussaint, ο οποίος σχεδίαζε να κατακτήσει το Ρίτσμοντ με χίλιους εξεγερμένους σκλάβους, την 1η Σεπτεμβρίου 1800, και του οποίου το γεμάτο δεισιδαιμονίες στράτευμα διαλύθηκε μέσα σε μια καταιγίδα. Αναλογίζεται το παράδειγμα του Telemaque Denmark Vesey ο οποίος διακινδύνεψε να κατακτήσει το οπλοστάσιο του Τσάρλεστον με διακόσιους σκλάβους, στις αρχές του καλοκαιριού του 1822 και κατέληξε στην αγχόνη με τριάντα τέσσερις από τους οπαδούς του.
Τα μεσάνυχτα ο Νατ Τάρνερ μπαίνει από μια ανεμόσκαλα στο σπίτι των αφεντικών που κοιμούνται. Όταν βρεθεί εκεί ανοίγει την πόρτα στους συντρόφους του, οι οποίοι είναι οπλισμένοι με τσεκούρια. Ξυπόλητοι, με ορθάνοικτα μάτια, περπατούν αθόρυβα μέσα στο σιωπηλό σπίτι. Μπροστά στην πόρτα του αφεντικού διστάζουν για μια στιγμή - τότε ο Τάρνερ ανοίγει την πόρτα και ορμάει πάνω στο κρεβάτι.
Ο Τράβις, που ξαφνιάστηκε στον ύπνο, δεν προλαβαίνει να αμυνθεί. Ο σκλάβος τον χτυπάει με το τσεκούρι, χωρίς όμως να τον σκοτώσει. Ο Τράβις ουρλιάζει - ξυπνάει με την σειρά της και η γυναίκα του. Ο γίγαντας Ουίλυ κραδαίνει το όπλο του: ο Τράβις σωριάζεται ξανά στο κρεβάτι, με το κρανίο σπασμένο. Η γυναίκα του προσπαθεί να ξεφύγει, αλλά την αρπάζει ένα μεγάλο μαύρο χέρι, την ρίχνουν κάτω και την χτυπούν αλύπητα. Το κεφάλι της ανοίγει με ένα κτύπημα από τσεκούρι.
Οι άλλοι νέγροι εισβάλλουν στα διπλανά δωμάτια. Τα τρία παιδιά του Τράβις σφάζονται με φρικτό τρόπο. Το πιο κοντινό αγρόκτημα βρίσκεται σε απόσταση λιγότερη από ένα μίλι. Η αιματοβαμμένη συμμορία ορμάει επάνω του. Ο Τάρνερ τους αναγκάζει να ανοίξουν την πόρτα με το πρόσχημα μιας επείγουσας επιστολής για το αφεντικό. Ο μοναδικός λευκός μέσα στο σπίτι εξοντώνεται αμέσως με ένα χτύπημα από τσεκούρι. Οι σκλάβοι του ελευθερώνονται. Λεηλατείται η αποθήκη με τα ποτά. Η ομάδα τώρα αριθμεί δεκαπέντε άτομα. Ο Τάρνερ μοιράζει το μπουλούκι για να επισπεύσει την σφαγή.
Όλη νύχτα οι ομάδες του σπέρνουν τον θάνατο στην κομητεία. Το πρωί εξήντα ένα πτώματα λευκών, η πλειοψηφία των οποίων είναι γυναίκες και παιδιά, αποτελούν το αποτέλεσμα της επιδρομής. Ο Τάρνερ είναι ικανοποιημένος. Οι ελάχιστοι επιζήσαντες παίρνουν τα όπλα και, χωρίς να περιμένουν ενισχύσεις, ρίχνονται στο κυνήγι των δολοφόνων. Το βράδυ τους προφταίνουν. Δεκαοκτώ καλλιεργητές ανοίγουν ορμητικά πυρ εναντίον διακοσίων νέγρων, οι οποίοι τρέπονται σε φυγή. Στον τόπο συνάντησης που είχαν καθορίσει πριν σκορπιστούν, ο Τάρνερ θα περιμένει μάταια τους συντρόφους του για τρεις μέρες.
Συνειδητοποιώντας ότι οι συνεργοί του έχουν εγκαταλείψει τον αγώνα, κρύβεται, βγαίνοντας μόνα τη νύχτα για να αναζητήσει λίγο νερό. Η περιοχή βρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας. Μέσα σε τρεις εβδομάδες τον ανακαλύπτουν κάποιοι νέγροι που τον καταδίνουν αμέσως, παρόλες τις ικεσίες του. Καταφέρνει να δραπετεύσει, αλλά είναι πλέον ένα κυνηγημένο ζώο. Τελικά στις 30 Οκτωβρίου συλλαμβάνεται σε ένα δάσος, εντελώς αποκαμωμένος. Μετά από λίγο καιρό θα απαγχονιστεί όπως είκοσι ένας από τους συνεργούς του.
Η αιματοβαμμένη νύχτα της 21ης Αυγούστου 1831 συγκλόνισε το Νότο. Ο τρόμος και ο πανικός κυριεύουν τις οικογένειες των λευκών. Ο ίσκιος της εξέγερσης των σκλάβων λαγοκοιμάται στις ψυχές, έτοιμος πάντα να ξυπνήσει. Οι Νότιοι θεωρούν πλέον έγκλημα οτιδήποτε συντείνει στην εξάπλωση της ιδέας της χειραφέτησης στους νέγρους. Στα μάτια τους η προπαγάνδα υπέρ της κατάργησης της δουλείας είναι μια πρόσκληση σε σφαγή.Οι Νότιοι έχουν ήδη κληρονομήσει μια κατάσταση την οποία δεν έχουν δημιουργήσει οι ίδιοι. Δεν ευθύνονται για την δουλεία: όχι περισσότερο πάντως, από ότι οι απόγονοι των δουλεμπόρων του Βορρά. Αν όμως θέλουν να επιβιώσουν, είναι υποχρεωμένοι να δεχτούν αυτή την βαριά κληρονομιά. Η κατάργηση της δουλείας με τη βία, δηλαδή με μια στρατιωτική κατάκτηση του Νότου, δεν θα επέλυε το φυλετικό πρόβλημα.
Οι νέγροι είναι υπερβολικά πολλοί – σε κάποιες πολιτείες αντιστοιχούσε περίπου, ένας νέγρος για κάθε λευκό. Αυτή είναι η τραγωδία των Νοτίων. Δεν υπάρχουν λύσεις για την κατάρα που τους έπληξε από την ημέρα εκείνη που ένας Ολλανδός καπετάνιος αποβίβασε στο έδαφος της Βιρτζίνια τον πρώτο Αφρικανό σκλάβο. Η μόνη διέξοδος είναι να αντέξουν και να αγωνιστούν, αν είναι αναγκαίο, για να διατηρήσουν το δικαίωμα τους στην ύπαρξη.
Η Διπλωματική και Γεωπολιτική Πάλη
Κατά την αρχή του Αμερικανικού Εμφύλιου πόλεμου (1861-1865), η κυβέρνηση της Συνομοσπονδίας (Confederate States of America) δηλαδή της συμπολιτείας που γεννήθηκε από την απόσχιση των Νότιων Πολιτειών, στήριζε αρκετές ελπίδες στην εξωτερική βοήθεια από την Ευρώπη, από τη Βρετανία και τη Γαλλία. Ο Νότιος πρόεδρος Τζ. Ντέηβις ήλπιζε στην επίσημη αναγνώριση της από αυτές τις χώρες και ως απώτερη ελπίδα, στη στρατιωτική ανάμειξη τους στον πόλεμο υπέρ της Συνομοσπονδίας. Όμως οι προσπάθειες του να προσεγγίσει αυτές τις χώρες απέτυχαν συνολικά για τους ακόλουθους κύριους λόγους.
Παρότι δεν μπορούσε να υποστηρίξει ανοικτά τη Συνομοσπονδία, έκανε ότι μπορούσε στο μέτρο του δυνατού για τη «διατήρηση της στη ζωή», επιδιώκοντας ενδεχομένως την οριστική διάσπαση των ΗΠΑ. Εκτός από το προαναφερόμενο «προηγούμενο» με τους Αμερικανούς και την ανησυχία της από τη ραγδαία άνοδο των ΗΠΑ στη διεθνή πολιτική σκηνή, είχε δύο ακόμη σοβαρούς λόγους για να επιδιώκει συγκαλυμμένα την αποδυνάμωση τους: την αμερικανική επιβουλή στον Καναδά και το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Ιρλανδών. Όμως οι ίδιοι λόγοι απέτρεπαν τους Βρετανούς από την ενεργή υποστήριξη στον αμερικανικό Νότο.
Οι ΗΠΑ επιθυμούσαν την προσάρτηση του πλούσιου Καναδά ήδη από το 1783 και έως το 1861 αυτό το ενδεχόμενο γινόταν όλο και πιθανότερο. Οι περισσότεροι Αγγλοκαναδοί κατάγονταν από τις ΗΠΑ επειδή ήταν απόγονοι των «νομιμοφρόνων» Αμερικανών, των πιστών στον Αγγλο βασιλιά οι οποίοι προτίμησαν να μεταναστεύσουν στον Καναδά όταν οι 13 αμερικανικές αποικίες-πολιτείες ανεξαρτητοποιήθηκαν (1783). Εντούτοις έως το 1861, μεγάλο μέρος τους δεν απέρριπτε την προσχώρηση στις ΗΠΑ.
Το ίδιο επιθυμούσαν διακαώς οι Ιρλανδοί του Καναδά. Ετσι, παραδόξως οι Γαλλοκαναδοί (οι οποίοι συνιστούσαν τότε τον μισό πληθυσμό) κατέστησαν το ισχυρότερο έρεισμα της Βρετανικής εξουσίας στον Καναδά, επειδή δεν ήθελαν να προσαρτηθούν σε ένα αχανές κράτος Αγγλικής γλώσσας και Αγγλοσαξονικού πολιτισμού όπως ήταν οι ΗΠΑ. Σε αυτήν την περίπτωση η δική τους γλώσσα και ο πολιτισμός μοιραία θα εξαφανίζονταν, όπως συνέβη με τους Γαλλόφωνους της Λουιζιάνα.
Αντίθετα, οι Βρετανοί είχαν διασφαλίσει την προστασία του γαλλικού χαρακτήρα τους. Το Λονδίνο είχε θορυβηθεί για την αμερικανική απειλή έναντι του Καναδά και από την πρόσφατη αδίστακτη προσάρτηση της μισής μεξικανικής επικράτειας από τις ΗΠΑ (1845-48). Γενικά οι Βρετανοί ήθελαν να αποτρέψουν οπωσδήποτε την αμερικανική προσάρτηση του Καναδά, επειδή σε διαφορετική περίπτωση οι ΗΠΑ θα καθίσταντο ένα υπερκράτος έκτασης άνω των 19.000.000 τ.χλμ., με ανεξάντλητους φυσικούς πόρους και τεράστιες ακατοίκητες εκτάσεις οι οποίες αν εποικίζονταν και αξιοποιούνταν, θα απειλούσαν αναμφίβολα την τότε βρετανική πρωτοκαθεδρία στον κόσμο (χάρη και στην αμερικανική ναυτοσύνη και υψηλή τεχνολογία).
Οι ΗΠΑ επιθυμούσαν την προσάρτηση του πλούσιου Καναδά ήδη από το 1783 και έως το 1861 αυτό το ενδεχόμενο γινόταν όλο και πιθανότερο. Οι περισσότεροι Αγγλοκαναδοί κατάγονταν από τις ΗΠΑ επειδή ήταν απόγονοι των «νομιμοφρόνων» Αμερικανών, των πιστών στον Αγγλο βασιλιά οι οποίοι προτίμησαν να μεταναστεύσουν στον Καναδά όταν οι 13 αμερικανικές αποικίες-πολιτείες ανεξαρτητοποιήθηκαν (1783). Εντούτοις έως το 1861, μεγάλο μέρος τους δεν απέρριπτε την προσχώρηση στις ΗΠΑ.
Το ίδιο επιθυμούσαν διακαώς οι Ιρλανδοί του Καναδά. Ετσι, παραδόξως οι Γαλλοκαναδοί (οι οποίοι συνιστούσαν τότε τον μισό πληθυσμό) κατέστησαν το ισχυρότερο έρεισμα της Βρετανικής εξουσίας στον Καναδά, επειδή δεν ήθελαν να προσαρτηθούν σε ένα αχανές κράτος Αγγλικής γλώσσας και Αγγλοσαξονικού πολιτισμού όπως ήταν οι ΗΠΑ. Σε αυτήν την περίπτωση η δική τους γλώσσα και ο πολιτισμός μοιραία θα εξαφανίζονταν, όπως συνέβη με τους Γαλλόφωνους της Λουιζιάνα.
Αντίθετα, οι Βρετανοί είχαν διασφαλίσει την προστασία του γαλλικού χαρακτήρα τους. Το Λονδίνο είχε θορυβηθεί για την αμερικανική απειλή έναντι του Καναδά και από την πρόσφατη αδίστακτη προσάρτηση της μισής μεξικανικής επικράτειας από τις ΗΠΑ (1845-48). Γενικά οι Βρετανοί ήθελαν να αποτρέψουν οπωσδήποτε την αμερικανική προσάρτηση του Καναδά, επειδή σε διαφορετική περίπτωση οι ΗΠΑ θα καθίσταντο ένα υπερκράτος έκτασης άνω των 19.000.000 τ.χλμ., με ανεξάντλητους φυσικούς πόρους και τεράστιες ακατοίκητες εκτάσεις οι οποίες αν εποικίζονταν και αξιοποιούνταν, θα απειλούσαν αναμφίβολα την τότε βρετανική πρωτοκαθεδρία στον κόσμο (χάρη και στην αμερικανική ναυτοσύνη και υψηλή τεχνολογία).
Οι Βρετανοί φοβούνταν ότι αν υποστήριζαν ανοικτά τη Συνομοσπονδία και η Ενωση κέρδιζε τον πόλεμο, η τελευταία θα έβρισκε την αφορμή που περίμενε ώστε να καταλάβει τον Καναδά και να προσαρτήσει τα διαμερίσματα του ως νέες πολιτείες.
Έτσι, το 1867, δύο χρόνια μετά το τέλος του Αμερικανικού Εμφύλιου και ενώ οι Αμερικανοβρετανικές σχέσεις ήταν ακόμη τεταμένες λόγω αρκετών φιλοσυνομοσπονδιακών ενεργειών του Λονδίνου, οι Βρετανοί γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσαν να υπερασπισθούν αποτελεσματικά τον Καναδά, προέβησαν σε μία επιδέξια πολιτική κίνηση. Ανακήρυξαν τη χώρα αυτόνομο κράτος, ιδρύοντας την Καναδική ομοσπονδία η οποία ήταν βρετανική Κτήση και όχι πλέον αποικία.
Στη νέα συμπολιτεία προσχώρησαν το 1869 και οι δυτικές βρετανικές αποικίες/πολιτείες Βρετανική Κολομβία και Μανιτόμπα, οι οποίες δεν ανήκαν γεωγραφικά στον καναδικό χώρο και τις οποίες συνέχιζαν να εποφθαλμιούν οι Αμερικανοί. Οι τελευταίοι περιορίσθηκαν μόνο στην αγορά της Αλάσκα από τη Ρωσία, το 1867. Έτσι οι Βρετανοί απέτρεψαν οριστικά την ένωση του Καναδά με τις ΗΠΑ, επειδή οι Αμερικανοί μπορούσαν να εισβάλουν και να προσαρτήσουν μία αγγλική αποικία αλλά δεν μπορούσαν να πράξουν το ίδιο με ένα ανεξάρτητο κράτος. Ουσιαστικά ο Καναδάς απαλλάχθηκε και από τον βρετανικό έλεγχο (αλλά στις ημέρες μας είναι ο πιστότερος «συνοδοιπόρος» των ΗΠΑ).
Οι Ιρλανδοί πατριώτες αγωνίζονταν από αιώνες για την απόσειση της αγγλικής κυριαρχίας στο νησί τους και όσοι είχαν καταφύγει στις ΗΠΑ, προκαλούσαν μεγαλύτερη ανησυχία στο Λονδίνο από όσους είχαν παραμείνει στην Ιρλανδία. Έτσι η τελευταία κατέστη ένας ακόμη γεωπολιτικός «μοχλός πίεσης» της Ένωσης στη Βρετανία προκειμένου εκείνη να μην ενισχύει τη Συνομοσπονδία. Οι Ομοσπονδιακοί ίδρυσαν και την επονομαζόμενη Ιρλανδική Ταξιαρχία ήδη από το 1861, στοχεύοντας σε τρεις επιδιώξεις. Πρώτον, να έλξουν την υποστήριξη των πολυάριθμων Ιρλανδών των αμερικανικών Βορρά και Νότου.
Οι Ιρλανδοί έδειχναν προτίμηση στη Συνομοσπονδία, καθώς και εκείνοι διενεργούσαν έναν πολιτικοστρατιωτικό αγώνα ανεξαρτητοποίησης της πατρίδας τους. Επιπρόσθετα η προαναγγελθείσα από τον Λίνκολν απελευθέρωση των μαύρων δούλων τους δυσαρέστησε, επειδή θα προκαλούσε μαζική μετανάστευση των πρώτων στις βιομηχανικές πόλεις του Βορρά, όπου θα στερούσαν τους Ιρλανδούς μετανάστες από τις εργασίες τους. Δεύτερος στόχος της Ένωσης ήταν να στείλει ένα μήνυμα στη βρετανική κυβέρνηση προκειμένου να μην ενισχύει τη Συνομοσπονδία.
Η ίδρυση της Ιρλανδικής Ταξιαρχίας, πολλοί από τους άνδρες της οποίας ήταν «διάσημοι» Ιρλανδοί αντιβρετανοί επαναστάτες, προειδοποιούσε τους Βρετανούς πως τυχούσα υποστήριξη τους στη Συνομοσπονδία θα επέφερε την έμπρακτη υποστήριξη της Ομοσπονδίας στο ιρλανδικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα.
Τέλος, η τελευταία επιδίωκε την προσέλκυση όλων των καθολικών του αμερικανικού εδάφους υπό το λάβαρο της, οι οποίοι είχαν υποστεί έως τότε αρκετές διακρίσεις λόγω του θρησκευτικού δόγματος τους. Οι περισσότεροι καθολικοί των παλαιών ΗΠΑ ήταν Ιρλανδοί. Με το πέρασμα των χρόνων του Εμφύλιου πόλεμου, πλήθος Ιρλανδών παλαιών πολιτών των ΗΠΑ ή γεννημένων στην Ιρλανδία, κατατάχθηκαν στον ομοσπονδιακό στρατό, φθάνοντας συνολικά τις 700.000 όπως υπολογίζεται και συνιστώντας έναν από τους βασικούς παράγοντες της ομοσπονδιακής νίκης.
Η Γαλλία δεν δεχόταν τις έντονες ομοσπονδιακές γεωπολιτικές πίεσεις που δεχόταν η Βρετανία, όμως φρόντιζε να παρακολουθεί στενά τη βρετανική διπλωματία. Ωστόσο και η Γαλλία είχε συμφέροντα στην αμερικανική ήπειρο, μην μπορώντας έτσι να υποστηρίξει τη Συνομοσπονδία. Το Παρίσι δεν ήθελε επίσης να επιφέρει την προσάρτηση του Καναδά από τις ΗΠΑ, επειδή ενδιαφερόταν για την επιβίωση του Γαλλοκαναδικού πληθυσμού. Επιπρόσθετα φοβόταν το ενδεχόμενο κατάκτησης των πλούσιων γαλλικών νησιών της Καραϊβικής (Γουαδελούπη, Μαρτινίκα κ.ά.) από την Ένωση (όπως συνέβη αργότερα με τα ισπανικά νησιά Κούβα και Πουέρτο Ρίκο στην ίδια θάλασσα).
Περνώντας στα τεκταινόμενα των διπλωματικών ενεργειών, η πρώτη διπλωματική «τριβή» ανάμεσα στη Βρετανία και την Ομοσπονδία συνέβη τον Νοέμβριο του 1861, όταν το ενωσιακό πολεμικό του Τσαρλς Ουίλκς ανέκοψε την πορεία ενός αγγλικού ατμόπλοιου που μετέφερε τους Συνομοσπονδιακούς απεσταλμένους Τζέημς Μέισον και Τζων Σλίντελ στην Ευρώπη (στο Λονδίνο και στο Παρίσι αντίστοιχα). Ο Ουίλκς αιχμαλώτισε τους διπλωμάτες, προκαλώντας την έντονη διαμαρτυρία της Βρετανίας για αυτή τη συμπεριφορά σε επιβαίνοντες σε βρετανικό πλοίο.
Τελικά η κυβέρνηση Λίνκολν διέταξε την απελευθέρωση τους για να αποφευχθεί το διπλωματικό επεισόδιο. Αργότερα οι Βρετανοί δεν υπέκυψαν στις διαμαρτυρίες του ομοσπονδιακού πρέσβη Ανταμς, επειδή οι πρώτοι επέτρεψαν στο νεότευκτο καταδρομικό «Alabama» (βρετανικής ναυπήγησης για λογαριασμό της Συνομοσπονδίας) να πλεύσει και να ενταχθεί στο συνομοσπονδιακό ναυτικό.
Το περίφημο «Alabama» προκάλεσε ανυπολόγιστες ζημίες στο ενωσιακό/ομοσπονδιακό εμπορικό ναυτικό. Το Λονδίνο υποχώρησε αργότερα, σε άλλη περίπτωση, όταν ο Λίνκολν ενημερώθηκε για τη ναυπήγηση από τους Βρετανούς δύο ισχυρών εμβολοφόρων θωρηκτών κατά παραγγελία της κυβέρνησης Ντέηβις. Τότε ο πρέσβης Ανταμς παρέδωσε στον Βρετανό πρωθυπουργό Πάλμερστον μία διακοίνωση με τη φράση «αυτό σημαίνει πόλεμο» και ο δεύτερος αναγκάσθηκε να διατάξει την κατακράτηση των θωρακισμένων πλοίων.
Η νίκη που πέτυχε η στρατιά του Λη στη Δεύτερη μάχη του Μπουλ Ραν (Μανάσας) κατά το τέλος του θέρους του 1862 και η εισβολή του στο Μέρυλαντ αποτέλεσε σταθμό στον «διπλωματικό πόλεμο». Μετά την εντυπωσιακή συνομοσπονδιακή νίκη, το Λονδίνο έδειξε την πρόσθεση να διαμεσολαβήσει για την ειρήνευση ανάμεσα στους αντιμαχόμενους, προφανώς προς όφελος της Συνομοσπονδίας, και σε περίπτωση που ο πρόεδρος Λίνκολν αρνείτο τη διαμεσολάβηση, να αναμιχθεί στρατιωτικά στον πόλεμο υπέρ της τελευταίας πάλι.
Έτσι, το 1867, δύο χρόνια μετά το τέλος του Αμερικανικού Εμφύλιου και ενώ οι Αμερικανοβρετανικές σχέσεις ήταν ακόμη τεταμένες λόγω αρκετών φιλοσυνομοσπονδιακών ενεργειών του Λονδίνου, οι Βρετανοί γνωρίζοντας ότι δεν μπορούσαν να υπερασπισθούν αποτελεσματικά τον Καναδά, προέβησαν σε μία επιδέξια πολιτική κίνηση. Ανακήρυξαν τη χώρα αυτόνομο κράτος, ιδρύοντας την Καναδική ομοσπονδία η οποία ήταν βρετανική Κτήση και όχι πλέον αποικία.
Στη νέα συμπολιτεία προσχώρησαν το 1869 και οι δυτικές βρετανικές αποικίες/πολιτείες Βρετανική Κολομβία και Μανιτόμπα, οι οποίες δεν ανήκαν γεωγραφικά στον καναδικό χώρο και τις οποίες συνέχιζαν να εποφθαλμιούν οι Αμερικανοί. Οι τελευταίοι περιορίσθηκαν μόνο στην αγορά της Αλάσκα από τη Ρωσία, το 1867. Έτσι οι Βρετανοί απέτρεψαν οριστικά την ένωση του Καναδά με τις ΗΠΑ, επειδή οι Αμερικανοί μπορούσαν να εισβάλουν και να προσαρτήσουν μία αγγλική αποικία αλλά δεν μπορούσαν να πράξουν το ίδιο με ένα ανεξάρτητο κράτος. Ουσιαστικά ο Καναδάς απαλλάχθηκε και από τον βρετανικό έλεγχο (αλλά στις ημέρες μας είναι ο πιστότερος «συνοδοιπόρος» των ΗΠΑ).
Οι Ιρλανδοί έδειχναν προτίμηση στη Συνομοσπονδία, καθώς και εκείνοι διενεργούσαν έναν πολιτικοστρατιωτικό αγώνα ανεξαρτητοποίησης της πατρίδας τους. Επιπρόσθετα η προαναγγελθείσα από τον Λίνκολν απελευθέρωση των μαύρων δούλων τους δυσαρέστησε, επειδή θα προκαλούσε μαζική μετανάστευση των πρώτων στις βιομηχανικές πόλεις του Βορρά, όπου θα στερούσαν τους Ιρλανδούς μετανάστες από τις εργασίες τους. Δεύτερος στόχος της Ένωσης ήταν να στείλει ένα μήνυμα στη βρετανική κυβέρνηση προκειμένου να μην ενισχύει τη Συνομοσπονδία.
Η ίδρυση της Ιρλανδικής Ταξιαρχίας, πολλοί από τους άνδρες της οποίας ήταν «διάσημοι» Ιρλανδοί αντιβρετανοί επαναστάτες, προειδοποιούσε τους Βρετανούς πως τυχούσα υποστήριξη τους στη Συνομοσπονδία θα επέφερε την έμπρακτη υποστήριξη της Ομοσπονδίας στο ιρλανδικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα.
Τέλος, η τελευταία επιδίωκε την προσέλκυση όλων των καθολικών του αμερικανικού εδάφους υπό το λάβαρο της, οι οποίοι είχαν υποστεί έως τότε αρκετές διακρίσεις λόγω του θρησκευτικού δόγματος τους. Οι περισσότεροι καθολικοί των παλαιών ΗΠΑ ήταν Ιρλανδοί. Με το πέρασμα των χρόνων του Εμφύλιου πόλεμου, πλήθος Ιρλανδών παλαιών πολιτών των ΗΠΑ ή γεννημένων στην Ιρλανδία, κατατάχθηκαν στον ομοσπονδιακό στρατό, φθάνοντας συνολικά τις 700.000 όπως υπολογίζεται και συνιστώντας έναν από τους βασικούς παράγοντες της ομοσπονδιακής νίκης.
Η Γαλλία δεν δεχόταν τις έντονες ομοσπονδιακές γεωπολιτικές πίεσεις που δεχόταν η Βρετανία, όμως φρόντιζε να παρακολουθεί στενά τη βρετανική διπλωματία. Ωστόσο και η Γαλλία είχε συμφέροντα στην αμερικανική ήπειρο, μην μπορώντας έτσι να υποστηρίξει τη Συνομοσπονδία. Το Παρίσι δεν ήθελε επίσης να επιφέρει την προσάρτηση του Καναδά από τις ΗΠΑ, επειδή ενδιαφερόταν για την επιβίωση του Γαλλοκαναδικού πληθυσμού. Επιπρόσθετα φοβόταν το ενδεχόμενο κατάκτησης των πλούσιων γαλλικών νησιών της Καραϊβικής (Γουαδελούπη, Μαρτινίκα κ.ά.) από την Ένωση (όπως συνέβη αργότερα με τα ισπανικά νησιά Κούβα και Πουέρτο Ρίκο στην ίδια θάλασσα).
Τελικά η κυβέρνηση Λίνκολν διέταξε την απελευθέρωση τους για να αποφευχθεί το διπλωματικό επεισόδιο. Αργότερα οι Βρετανοί δεν υπέκυψαν στις διαμαρτυρίες του ομοσπονδιακού πρέσβη Ανταμς, επειδή οι πρώτοι επέτρεψαν στο νεότευκτο καταδρομικό «Alabama» (βρετανικής ναυπήγησης για λογαριασμό της Συνομοσπονδίας) να πλεύσει και να ενταχθεί στο συνομοσπονδιακό ναυτικό.
Το περίφημο «Alabama» προκάλεσε ανυπολόγιστες ζημίες στο ενωσιακό/ομοσπονδιακό εμπορικό ναυτικό. Το Λονδίνο υποχώρησε αργότερα, σε άλλη περίπτωση, όταν ο Λίνκολν ενημερώθηκε για τη ναυπήγηση από τους Βρετανούς δύο ισχυρών εμβολοφόρων θωρηκτών κατά παραγγελία της κυβέρνησης Ντέηβις. Τότε ο πρέσβης Ανταμς παρέδωσε στον Βρετανό πρωθυπουργό Πάλμερστον μία διακοίνωση με τη φράση «αυτό σημαίνει πόλεμο» και ο δεύτερος αναγκάσθηκε να διατάξει την κατακράτηση των θωρακισμένων πλοίων.
Η νίκη που πέτυχε η στρατιά του Λη στη Δεύτερη μάχη του Μπουλ Ραν (Μανάσας) κατά το τέλος του θέρους του 1862 και η εισβολή του στο Μέρυλαντ αποτέλεσε σταθμό στον «διπλωματικό πόλεμο». Μετά την εντυπωσιακή συνομοσπονδιακή νίκη, το Λονδίνο έδειξε την πρόσθεση να διαμεσολαβήσει για την ειρήνευση ανάμεσα στους αντιμαχόμενους, προφανώς προς όφελος της Συνομοσπονδίας, και σε περίπτωση που ο πρόεδρος Λίνκολν αρνείτο τη διαμεσολάβηση, να αναμιχθεί στρατιωτικά στον πόλεμο υπέρ της τελευταίας πάλι.
Ο Λίνκολν απέρριψε την πρόταση των Βρετανών αλλά οι τελευταίοι δεν πρόλαβαν να επέμβουν, επειδή η απόκρουση της συνομοσπονδιακής στρατιάς στη μάχη του Αντίταμ, τους κατέστησε πάλι επιφυλακτικούς. Το καλοκαίρι του 1863, οι Νότιοι ηττήθηκαν στις μάχες του Γκέτυσμπεργκ και του Βίκσμπεργκ, γεγονότα τα οποία διασφάλισαν σχεδόν την ουδετερότητα του Λονδίνου και του Παρισίου. Οι δύο ευρωπαϊκές κυβερνήσεις οδηγήθηκαν τότε στη σταθερή ουδετερότητα, επειδή επιπρόσθετα διεφάνη πως η Ομοσπονδία έβρισκε έναν υποστηρικτή στο πρόσωπο της Ρωσίας.
Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι δεν ήθελαν να αυξηθεί η διεθνής επιρροή της τελευταίας με μία Ρωσοαμερικανική συμμαχία, γι’ αυτό οι πρώτοι δεν αντέδρασαν ακόμη και όταν η προμήθεια βάμβακα της Βρετανίας από τη Συνομοσπονδία (από την οποία οι Βρετανικές βιομηχανίες εξαρτώντο σε σημαντικό βαθμό), ελαχιστοποιήθηκε λόγω του αποτελεσματικού πλέον ομοσπονδιακού ναυτικού αποκλεισμού.
Προς το τέλος του πολέμου, η κυβέρνηση Ντέηβις πρότεινε στο Λονδίνο την κατάργηση της δουλείας στη Συνομοσπονδία με αντάλλαγμα την επίσημη αναγνώριση και ενίσχυση της, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι δεν ήθελαν να αυξηθεί η διεθνής επιρροή της τελευταίας με μία Ρωσοαμερικανική συμμαχία, γι’ αυτό οι πρώτοι δεν αντέδρασαν ακόμη και όταν η προμήθεια βάμβακα της Βρετανίας από τη Συνομοσπονδία (από την οποία οι Βρετανικές βιομηχανίες εξαρτώντο σε σημαντικό βαθμό), ελαχιστοποιήθηκε λόγω του αποτελεσματικού πλέον ομοσπονδιακού ναυτικού αποκλεισμού.
Προς το τέλος του πολέμου, η κυβέρνηση Ντέηβις πρότεινε στο Λονδίνο την κατάργηση της δουλείας στη Συνομοσπονδία με αντάλλαγμα την επίσημη αναγνώριση και ενίσχυση της, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Οι Οικονομικοί Λόγοι
Η οικονομία των ΗΠΑ, ειδικά στην περίοδο 1815-1850, χαρακτηρίστηκε από ένα συνεχές ρεύμα αποίκων, κυρίως Ευρωπαίων, που εγκατέλειπαν μια δύστυχη και οικονομικά τυραννημένη από τους πολέμους ήπειρο, για να κατοικήσουν μια νέα γη που η αφθονία του χώρου και η ευκαιρία για πλούτο ήταν για αυτούς πρωτόγνωρες. Οι περιοχές που υπάγονταν στις γνωστές τότε ΗΠΑ κάλυπταν σχεδόν τη μισή μόνο από την σημερινή τους έκταση, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους αποίκους να απλωθούν και αλλού. Έφτασαν μάλιστα να εγκατασταθούν και σε περιοχές που ανήκαν σε άλλη επικράτεια, όπως στην Καλιφόρνια και στο Τέξας, που ανήκαν αρχικά στο Μεξικό.
Η οικονομική ανάπτυξη όμως που ακολούθησε ήταν πολύ διαφορετική μεταξύ Νότου και Βορρά. Ο Νότος, λόγω κλίματος, ευνόησε τις μεγάλες φυτείες και από αυτές ειδικά το βαμβάκι που εξελίχτηκε σαν η πρώτη ύλη ένδυσης για την εποχή. Πέρα από το γεγονός πως αποτελούσε τον εφοδιαστή όλης της Βόρειας Αμερικής, ο Νότος εξήγαγε ήδη στην Ευρώπη μαζικά, μετατρέποντας αρκετούς πρώην αποίκους σε πλούσιους γαιοκτήμονες. Η εργασία σε τόσο μεγάλες εκτάσεις παρέμενε χειρωνακτική και οι νέγροι δούλοι που υπήρχαν ήδη από τον καιρό της Αγγλοκρατίας κατάντησε το κυριότερο εργαλείο της.
Η τρομερά γρήγορη ανάπτυξη αυτής της οικονομίας απαίτησε μοιραία και τη συνεχή αύξηση της δουλείας, οπότε ο Νότος έφτασε στο σημείο να κατοικείται κατά 20-30% από δούλους, κάτω από μια απειλητική ανοδική τάση που προμήνυε ότι στο μέλλον θα μπορούσε να εξελιχθεί σε περιοχή με πολύ αραιό λευκό πληθυσμό. Αν και όλοι οι άποικοι στον Νότο δεν είχαν τα μέσα να έχουν δούλους, εντούτοις το βαμβάκι εξαρτούσε ήδη και κάθε άλλο είδος της ντόπιας οικονομίας. Ένα έμμεσο αποτέλεσμα αυτού του ξέφρενου νεοπλουτισμού ήταν η παντελής παραμέληση της βιομηχανίας, επειδή το βαμβάκι μπορούσε άνετα να αγοράσει τα προϊόντα της με εισαγωγές από τον Βορρά αλλά και κατευθείαν από την Ευρώπη.
Η οικονομία των ΗΠΑ, ειδικά στην περίοδο 1815-1850, χαρακτηρίστηκε από ένα συνεχές ρεύμα αποίκων, κυρίως Ευρωπαίων, που εγκατέλειπαν μια δύστυχη και οικονομικά τυραννημένη από τους πολέμους ήπειρο, για να κατοικήσουν μια νέα γη που η αφθονία του χώρου και η ευκαιρία για πλούτο ήταν για αυτούς πρωτόγνωρες. Οι περιοχές που υπάγονταν στις γνωστές τότε ΗΠΑ κάλυπταν σχεδόν τη μισή μόνο από την σημερινή τους έκταση, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους αποίκους να απλωθούν και αλλού. Έφτασαν μάλιστα να εγκατασταθούν και σε περιοχές που ανήκαν σε άλλη επικράτεια, όπως στην Καλιφόρνια και στο Τέξας, που ανήκαν αρχικά στο Μεξικό.
Η οικονομική ανάπτυξη όμως που ακολούθησε ήταν πολύ διαφορετική μεταξύ Νότου και Βορρά. Ο Νότος, λόγω κλίματος, ευνόησε τις μεγάλες φυτείες και από αυτές ειδικά το βαμβάκι που εξελίχτηκε σαν η πρώτη ύλη ένδυσης για την εποχή. Πέρα από το γεγονός πως αποτελούσε τον εφοδιαστή όλης της Βόρειας Αμερικής, ο Νότος εξήγαγε ήδη στην Ευρώπη μαζικά, μετατρέποντας αρκετούς πρώην αποίκους σε πλούσιους γαιοκτήμονες. Η εργασία σε τόσο μεγάλες εκτάσεις παρέμενε χειρωνακτική και οι νέγροι δούλοι που υπήρχαν ήδη από τον καιρό της Αγγλοκρατίας κατάντησε το κυριότερο εργαλείο της.
Η τρομερά γρήγορη ανάπτυξη αυτής της οικονομίας απαίτησε μοιραία και τη συνεχή αύξηση της δουλείας, οπότε ο Νότος έφτασε στο σημείο να κατοικείται κατά 20-30% από δούλους, κάτω από μια απειλητική ανοδική τάση που προμήνυε ότι στο μέλλον θα μπορούσε να εξελιχθεί σε περιοχή με πολύ αραιό λευκό πληθυσμό. Αν και όλοι οι άποικοι στον Νότο δεν είχαν τα μέσα να έχουν δούλους, εντούτοις το βαμβάκι εξαρτούσε ήδη και κάθε άλλο είδος της ντόπιας οικονομίας. Ένα έμμεσο αποτέλεσμα αυτού του ξέφρενου νεοπλουτισμού ήταν η παντελής παραμέληση της βιομηχανίας, επειδή το βαμβάκι μπορούσε άνετα να αγοράσει τα προϊόντα της με εισαγωγές από τον Βορρά αλλά και κατευθείαν από την Ευρώπη.
Στον Βορρά υπήρχαν επίσης νέγροι δούλοι αλλά το εκεί κλίμα και η εξέλιξη της οικονομίας αναπτύχθηκε γύρω από την βιοτεχνία και βιομηχανία της οποίας η εργατική μάζα προήλθε από τους πτωχούς αποίκους που έρρεαν συνεχώς, κυρίως από την Ιρλανδία που αντιμετώπιζε περίοδο μεγάλης πείνας και τις επιπτώσεις της βρετανικής κατοχής. Η τάξη αυτή των αποίκων παρουσίαζε ένα εξαιρετικά εκμεταλλεύσιμο ανθρώπινο υλικό που εργαζόταν κάτω από πολύ άσχημες συνθήκες διαβίωσης και αμοιβής, γεγονός που όμως δεν ευνόησε την αύξηση των δούλων. Μερικοί έλεγαν ότι τόσο ο Βορράς , όσο και ο Νότος αναπτύχθηκαν χάρη σε δούλους, οι μεν με λευκούς και οι δε άλλοι με μαύρους.
Αλλά το πλέον διαφορετικό στοιχείο ήταν ότι αυτή η κατηγορία των λευκών δούλων θα μπορούσαν να αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα και οι απόγονοί τους θα γίνονταν πολίτες των ΗΠΑ. Έτσι, σε λίγα χρόνια, ο Βορράς ήταν μια πυκνοκατοικημένη βιομηχανική λευκή περιοχή που γρήγορα κατάλαβε ότι τα οικονομικά της συμφέροντα συγκρούονταν με εκείνα του Νότου.
Η μεν δουλεία, η άνευ αποδοχών δηλαδή εργασία, ήταν αφενός εντελώς απεχθής στους «λευκούς δούλους» και απειλητική για το μέλλον τους, αφετέρου τα προϊόντα της βιομηχανίας του Βορρά έβρισκαν ισχυρό ανταγωνισμό από τις εισαγωγές του Νότου από την Ευρώπη, ενώ αντίθετα τα γεωργικά προϊόντα του Νότου ήταν εντελώς αναγκαία για την επιβίωση του Βορρά. Τελικά ο Νότος είχε το μεγάλο πλεονέκτημα να καθορίζει την οικονομία των ΗΠΑ ενώ ο Βορράς που βρισκόταν σε περίοδο κρίσιμης ανάπτυξης ζητούσε να επιβάλει η κεντρική κυβέρνηση φόρους εισαγωγών, που τελικά θα πλήρωνε κυρίως ο Νότος, και αφετέρου απαιτούσε αναδιανομή του εθνικού πλούτου προς τις πιο πυκνοκατοικημένες του περιοχές, που ήταν τελικά οι Βόρειες Πολιτείες.
Το επικίνδυνο για τον Νότο ήταν ότι η κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον ψηφίζονταν από την πλειοψηφία των πολιτών, συνεπώς ο Βορράς μέσω της αριθμητικής του δύναμης θα μπορούσε μελλοντικά να επιβάλει στον Νότο τη θέλησή του. Υπήρχαν δε ήδη συζητήσεις, προ 30ετίας, για να δοθεί συνταγματικά στον πρόεδρο η εξουσιοδότηση να ρυθμίζει αυτός σε παμπολιτειακό επίπεδο την εθνική οικονομία.
Με τα σημερινά δεδομένα τα ζητήματα αυτά βέβαια μπορεί να χειριστεί μια εθνική κυβέρνηση αλλά στις ΗΠΑ εκείνης της περιόδου, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν είχε τέτοιες εξουσίες καθώς η κάθε πολιτεία είχε δική της οικονομία, ενώ ορισμένες από αυτές ακόμα και δικό τους νόμισμα. Από ιδρύσεως, οι ΗΠΑ ήταν μια συνένωση πολιτειών με σκοπό την κοινή άμυνα σε μια μελλοντική επιστροφή των Άγγλων αλλά δεν είχε σαν σκοπό την σύμπηξη κοινής οικονομίας.
Αλλά το πλέον διαφορετικό στοιχείο ήταν ότι αυτή η κατηγορία των λευκών δούλων θα μπορούσαν να αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα και οι απόγονοί τους θα γίνονταν πολίτες των ΗΠΑ. Έτσι, σε λίγα χρόνια, ο Βορράς ήταν μια πυκνοκατοικημένη βιομηχανική λευκή περιοχή που γρήγορα κατάλαβε ότι τα οικονομικά της συμφέροντα συγκρούονταν με εκείνα του Νότου.
Η μεν δουλεία, η άνευ αποδοχών δηλαδή εργασία, ήταν αφενός εντελώς απεχθής στους «λευκούς δούλους» και απειλητική για το μέλλον τους, αφετέρου τα προϊόντα της βιομηχανίας του Βορρά έβρισκαν ισχυρό ανταγωνισμό από τις εισαγωγές του Νότου από την Ευρώπη, ενώ αντίθετα τα γεωργικά προϊόντα του Νότου ήταν εντελώς αναγκαία για την επιβίωση του Βορρά. Τελικά ο Νότος είχε το μεγάλο πλεονέκτημα να καθορίζει την οικονομία των ΗΠΑ ενώ ο Βορράς που βρισκόταν σε περίοδο κρίσιμης ανάπτυξης ζητούσε να επιβάλει η κεντρική κυβέρνηση φόρους εισαγωγών, που τελικά θα πλήρωνε κυρίως ο Νότος, και αφετέρου απαιτούσε αναδιανομή του εθνικού πλούτου προς τις πιο πυκνοκατοικημένες του περιοχές, που ήταν τελικά οι Βόρειες Πολιτείες.
Το επικίνδυνο για τον Νότο ήταν ότι η κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον ψηφίζονταν από την πλειοψηφία των πολιτών, συνεπώς ο Βορράς μέσω της αριθμητικής του δύναμης θα μπορούσε μελλοντικά να επιβάλει στον Νότο τη θέλησή του. Υπήρχαν δε ήδη συζητήσεις, προ 30ετίας, για να δοθεί συνταγματικά στον πρόεδρο η εξουσιοδότηση να ρυθμίζει αυτός σε παμπολιτειακό επίπεδο την εθνική οικονομία.
Μάλιστα, όταν η Αγγλία ξεκίνησε έναν δεύτερο πόλεμο για να επανακτήσει τις ΗΠΑ (1812-1815), μερικές πολιτείες του Ατλαντικού αρνήθηκαν να συμβάλλουν με στρατό λόγω ιδίων ναυτικών συμφερόντων που είχαν με την Αγγλία, χωρίς να τους επιβληθούν κυρώσεις από τις άλλες, απόδειξη ότι τα οικονομικά συμφέροντα της κάθε μίας έμπαιναν σε πρώτη μοίρα. Αλλά στα μετέπειτα χρόνια ετέθη θέμα ένταξης στις ΗΠΑ και άλλων εποικισμένων περιοχών, ειδικά του Κάνσας και της Νεμπράσκα, και το ερώτημα ήταν αν θα μπορούσαν και αυτές οι πολιτείες να έχουν δούλους.
Αν ναι, τότε το μέλλον των ΗΠΑ θα ήταν εκείνο μιας απέραντης ηπείρου μαύρων δούλων κατοίκων που θα έλεγχε μια εξαιρετικά πλούσια μεν αλλά μειοψηφία λευκών που θα κρατούσαν την οικονομία στα χέρια τους και οι ελπίδες των πτωχών λευκών αποίκων για μια καλύτερη ζωή θα τέλειωναν για πάντα μαζί με το όνειρο εποικισμού νέας γης: από τότε ειδικά οι οικονομικές διαφορές εστιάστηκαν και στο θέμα της δουλείας. Τότε αναπτύχθηκαν και κάποια μικρά κινήματα που θεώρησαν την δουλεία σαν ανθρώπινη αδικία.
Ο Νότος από την άλλη μεριά δεν δεχόταν ότι θεωρείται παράνομος στο κράτος μέσα στο οποίο ζούσε κι εξάλλου παρατηρούσε ότι αυτές οι ερμηνείες περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων των δούλων ήταν πολύ όψιμες, καθώς για περισσότερα από 100 χρόνια από την ίδρυση του κράτους των ΗΠΑ το 1776, κανείς δεν είχε θέσει το θέμα και κυρίως δεν δέχονταν ότι μια απόφαση της Ουάσινγκτον προς χάρη των Βόρειων πολιτειών θα μπορούσε να καταστρέψει τη δική τους οικονομία.
Τέλος αρκετοί ισχυρίζονται ότι οι Βόρειοι προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την βιομηχανική επανάσταση που συνέβαινε στον βορρά απαιτούσαν τα συγκεντρωμένα κεφάλαια των γαιοκτημόνων του νότου, τις πρώτες ύλες του (βαμβάκι και δημητριακά), αλλά και τα φθηνά εργατικά των νέγρων. Έτσι για τους βόρειους η ένωση φάνταζε ως μονόδρομος, ενώ για τους νότιους και κυρίως την αριστοκρατία των γαιοκτημόνων απλά απώλεια της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής τους δύναμης.
Ο Δρόμος Προς την Πολιτική Κρίση
Μεταξύ 1856 και 1860 η κατάσταση εκτραχηλίστηκε προφανώς καθοδηγούμενη και από τα διάφορα συμφέροντα σε σχέση με την εποίκιση των νέων περιοχών. Η χειρότερη έγινε από έναν παράξενο άνθρωπο, ένα είδος ανισόρροπου θρησκευόμενου ληστοσυμμορίτη, γνωστού κι από άλλες ένοπλες συγκρούσεις και δολοφονίες, τον Τζoν Μπράουν, ο οποίος πέρασε τα σύνορα της πολιτείας της Βιρτζίνια, ηγούμενος ενόπλου αγήματος σκοπεύοντας να ξεκινήσει ένοπλη επανάσταση των νέγρων, επιτιθέμενος σε μια στρατιωτική αποθήκη υλικού με σκοπό να προμηθευτεί όπλα.
Η επίθεσή του αναχαιτίστηκε από τον στρατό και μετά από μάχη, ο Μπράουν συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η έρευνα στο κρησφύγετο του αποκάλυψε αλληλογραφία με ορισμένους γερουσιαστές, οι οποίοι έφυγαν αμέσως να κρυφτούν στον Καναδά, απόδειξη ότι η κίνηση εκείνη ήταν προϊόν μίας γενικότερης αναταραχής, αποτέλεσμα των διαπληκτιζόμενων οικονομικών συμφερόντων.
Η κυβέρνηση Μπιουκάναν προτίμησε να μην δώσει συνέχεια για να αποφύγει τους διχασμούς που συζητιόνταν ήδη στον Νότο, αλλά οι Νότιες πολιτείες κάλεσαν στα όπλα πολιτοφυλακές για τοπική άμυνα εξοργισμένες που ο πρόεδρος κάλυπτε τους συνωμότες και δεν τις προστάτευε όταν δέχονταν επίθεση. Ο Βορράς αντέδρασε με αφέλεια και πρόκληση: κοινωνικές ομάδες που υποστήριζαν την εξάλειψη της δουλείας ονόμασαν τον Μπράουν άγιο και φορέα Θεϊκού μηνύματος, παρόλο που η ίδια η κυβέρνησή τους τον είχε καταδικάσει σαν στασιαστή προδότη, εξυμνώντας τον με τον γνωστό στην Αμερική ύμνο: "Glory, Glory , Alleluia...".
Mine eyes have seen the glory of the coming of the Lord:
Στον πολιτικό τομέα υπήρξαν επίσης σημαντικές ανακατατάξεις λίγο πριν αυτά τα γεγονότα. Το κόμμα που αντιπροσώπευε τον Νότο και συμπαθούσε την δουλεία ήταν το Δημοκρατικό, το κόμμα των δυνατών της αγροτικής οικονομίας, ενώ εκείνο που είχε τις ρίζες του στον καιρό της ανεξαρτησίας, το κόμμα του Κονγκρέσου, ήταν σε περίοδο αναζήτησης νέων ηγετών.
Ο Συνταγματάρχης Τζoν Φρήμοντ, ο άνθρωπος που προσάρτησε την Καλιφόρνια στις ΗΠΑ, ήθελε να γίνει ο πρώτος της κυβερνήτης, ονειρευόμενος μία πολιτεία με πολλούς λευκούς αποίκους και ανάπτυξη για όλους. Εκ των πραγμάτων απέκτησε πολλούς εχθρούς στον Νότο και καθώς εκδιώχθηκε από τη θέση του και από το στράτευμα, κατέβηκε στην πολιτική ως ο κύριος πολιτικός φορέας εναντίον της δουλείας, για πρώτη φορά στα πολιτικά δεδομένα των ΗΠΑ. Οι πολιτικοί του κόμματος του Κονγκρέσου τον δέχτηκαν σαν εκφραστή τους, κάτω από την σημαία του νεοϊδρυθέντος Ρεπουμπλικανικού κόμματος, με βοηθό του έναν νεαρό και φιλόδοξο δικηγόρο, τον Αβραάμ Λίνκολν.
Ο Φρήμοντ έχασε τις εκλογές από τον Μπιουκάναν και ο Λίνκολν συνέχισε για τις επόμενες εκλογές του 1860 σαν υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Φοβισμένος από τη δύναμη των Νοτίων πολιτικών, πήρε την θέση των μετριοπαθών του κόμματος του, με σκοπό να μην χάσει τις ψήφους του Νότου, με αποτέλεσμα όμως να χρησιμοποιεί λόγους γεμάτους αντιθέσεις και αντιφάσεις, καθώς προσπάθησε ουσιαστικά να αποφύγει το πρόβλημα της δουλείας προεκλογικά, στάση που δημιούργησε περισσότερες αμφιβολίες παρά διαβεβαίωση για τον Νότο.
Ο ίδιος ωστόσο φάνηκε να θέλει απ' την μια μεριά να την επιτρέψει ως έχει στον Νότο, αλλά απ' την άλλη να την περιορίσει στις νέες περιοχές. Την ώρα που αναλάμβανε καθήκοντα ως πρόεδρος των ΗΠΑ, το 1860, οι Νότιες πολιτείες είχαν αρχίσει ήδη την απόσχιση, με πρώτη την Νότια Καρολίνα, το σημαντικότερο λιμάνι εξαγωγών προς την Ευρώπη.
Ο Νότος από την άλλη μεριά δεν δεχόταν ότι θεωρείται παράνομος στο κράτος μέσα στο οποίο ζούσε κι εξάλλου παρατηρούσε ότι αυτές οι ερμηνείες περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων των δούλων ήταν πολύ όψιμες, καθώς για περισσότερα από 100 χρόνια από την ίδρυση του κράτους των ΗΠΑ το 1776, κανείς δεν είχε θέσει το θέμα και κυρίως δεν δέχονταν ότι μια απόφαση της Ουάσινγκτον προς χάρη των Βόρειων πολιτειών θα μπορούσε να καταστρέψει τη δική τους οικονομία.
Τέλος αρκετοί ισχυρίζονται ότι οι Βόρειοι προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την βιομηχανική επανάσταση που συνέβαινε στον βορρά απαιτούσαν τα συγκεντρωμένα κεφάλαια των γαιοκτημόνων του νότου, τις πρώτες ύλες του (βαμβάκι και δημητριακά), αλλά και τα φθηνά εργατικά των νέγρων. Έτσι για τους βόρειους η ένωση φάνταζε ως μονόδρομος, ενώ για τους νότιους και κυρίως την αριστοκρατία των γαιοκτημόνων απλά απώλεια της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής τους δύναμης.
Ο Δρόμος Προς την Πολιτική Κρίση
Μεταξύ 1856 και 1860 η κατάσταση εκτραχηλίστηκε προφανώς καθοδηγούμενη και από τα διάφορα συμφέροντα σε σχέση με την εποίκιση των νέων περιοχών. Η χειρότερη έγινε από έναν παράξενο άνθρωπο, ένα είδος ανισόρροπου θρησκευόμενου ληστοσυμμορίτη, γνωστού κι από άλλες ένοπλες συγκρούσεις και δολοφονίες, τον Τζoν Μπράουν, ο οποίος πέρασε τα σύνορα της πολιτείας της Βιρτζίνια, ηγούμενος ενόπλου αγήματος σκοπεύοντας να ξεκινήσει ένοπλη επανάσταση των νέγρων, επιτιθέμενος σε μια στρατιωτική αποθήκη υλικού με σκοπό να προμηθευτεί όπλα.
Η επίθεσή του αναχαιτίστηκε από τον στρατό και μετά από μάχη, ο Μπράουν συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η έρευνα στο κρησφύγετο του αποκάλυψε αλληλογραφία με ορισμένους γερουσιαστές, οι οποίοι έφυγαν αμέσως να κρυφτούν στον Καναδά, απόδειξη ότι η κίνηση εκείνη ήταν προϊόν μίας γενικότερης αναταραχής, αποτέλεσμα των διαπληκτιζόμενων οικονομικών συμφερόντων.
Η κυβέρνηση Μπιουκάναν προτίμησε να μην δώσει συνέχεια για να αποφύγει τους διχασμούς που συζητιόνταν ήδη στον Νότο, αλλά οι Νότιες πολιτείες κάλεσαν στα όπλα πολιτοφυλακές για τοπική άμυνα εξοργισμένες που ο πρόεδρος κάλυπτε τους συνωμότες και δεν τις προστάτευε όταν δέχονταν επίθεση. Ο Βορράς αντέδρασε με αφέλεια και πρόκληση: κοινωνικές ομάδες που υποστήριζαν την εξάλειψη της δουλείας ονόμασαν τον Μπράουν άγιο και φορέα Θεϊκού μηνύματος, παρόλο που η ίδια η κυβέρνησή τους τον είχε καταδικάσει σαν στασιαστή προδότη, εξυμνώντας τον με τον γνωστό στην Αμερική ύμνο: "Glory, Glory , Alleluia...".
Mine eyes have seen the glory of the coming of the Lord:
He is trampling out the vintage where the grapes of wrath are stored;
He hath loosed the fateful lightning of His terrible swift sword:
His truth is marching on.
(Chorus)
Glory, glory, hallelujah!
Glory, glory, hallelujah!
Glory, glory, hallelujah!
His truth is marching on.
I have seen Him in the watch-fires of a hundred circling camps,
They have builded Him an altar in the evening dews and damps;
I can read His righteous sentence by the dim and flaring lamps:
His truth is marching on.
(Chorus)
Glory, glory, hallelujah!
Glory, glory, hallelujah!
Glory, glory, hallelujah!
His truth is marching on.
I have read a fiery gospel writ in burnished rows of steel:
"As ye deal with my contemners, so with you my grace shall deal;
Let the Hero, born of woman, crush the serpent with his heel,
his truth is marching on."
(Chorus)
Glory, glory, hallelujah!
Glory, glory, hallelujah!
Glory, glory, hallelujah!
his truth is marching on.
He has sounded forth the trumpet that shall never call retreat;
He is sifting out the hearts of men before His judgment-seat:
Oh, be swift, my soul, to answer Him! be jubilant, my feet!
Our God is marching on.
(Chorus)
Glory, glory, hallelujah!
Glory, glory, hallelujah!
Glory, glory, hallelujah!
Our God is marching on.
In the beauty of the lilies Christ was born across the sea,
With a glory in His bosom that transfigures you and me:
As He died to make men holy, let us die to make men free,
While God is marching on.
(Chorus)
Glory, glory, hallelujah!
Glory, glory, hallelujah!
Glory, glory, hallelujah!
Our God is marching on.
He is coming like the glory of the morning on the wave,
He is Wisdom to the mighty, He is Succour to the brave,
So the world shall be His footstool, and the soul of Time His slave,
Our God is marching on.
(Chorus)
Glory, glory, hallelujah!
Glory, glory, hallelujah!
Glory, glory, hallelujah!
Our God is marching on.
Στον πολιτικό τομέα υπήρξαν επίσης σημαντικές ανακατατάξεις λίγο πριν αυτά τα γεγονότα. Το κόμμα που αντιπροσώπευε τον Νότο και συμπαθούσε την δουλεία ήταν το Δημοκρατικό, το κόμμα των δυνατών της αγροτικής οικονομίας, ενώ εκείνο που είχε τις ρίζες του στον καιρό της ανεξαρτησίας, το κόμμα του Κονγκρέσου, ήταν σε περίοδο αναζήτησης νέων ηγετών.
Ο Συνταγματάρχης Τζoν Φρήμοντ, ο άνθρωπος που προσάρτησε την Καλιφόρνια στις ΗΠΑ, ήθελε να γίνει ο πρώτος της κυβερνήτης, ονειρευόμενος μία πολιτεία με πολλούς λευκούς αποίκους και ανάπτυξη για όλους. Εκ των πραγμάτων απέκτησε πολλούς εχθρούς στον Νότο και καθώς εκδιώχθηκε από τη θέση του και από το στράτευμα, κατέβηκε στην πολιτική ως ο κύριος πολιτικός φορέας εναντίον της δουλείας, για πρώτη φορά στα πολιτικά δεδομένα των ΗΠΑ. Οι πολιτικοί του κόμματος του Κονγκρέσου τον δέχτηκαν σαν εκφραστή τους, κάτω από την σημαία του νεοϊδρυθέντος Ρεπουμπλικανικού κόμματος, με βοηθό του έναν νεαρό και φιλόδοξο δικηγόρο, τον Αβραάμ Λίνκολν.
Ο Φρήμοντ έχασε τις εκλογές από τον Μπιουκάναν και ο Λίνκολν συνέχισε για τις επόμενες εκλογές του 1860 σαν υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Φοβισμένος από τη δύναμη των Νοτίων πολιτικών, πήρε την θέση των μετριοπαθών του κόμματος του, με σκοπό να μην χάσει τις ψήφους του Νότου, με αποτέλεσμα όμως να χρησιμοποιεί λόγους γεμάτους αντιθέσεις και αντιφάσεις, καθώς προσπάθησε ουσιαστικά να αποφύγει το πρόβλημα της δουλείας προεκλογικά, στάση που δημιούργησε περισσότερες αμφιβολίες παρά διαβεβαίωση για τον Νότο.
Τελικά δέκα πολιτείες του Νότου διαδοχικά αποσχίστηκαν (Απρίλιος 1861): Βόρεια και Νότια Καρολίνα, Αλαμπάμα, Τέξας, Λουιζιάνα, Μισισίπι, Αρκάνσας, Φλόριντα, Βιρτζίνια, Τενεσή και Τζόρτζια, δημιουργώντας ένα νέο κράτος, τις Συνομόσπονδες Πολιτείες της Αμερικής (Confederate States of America, CSA) με πρωτεύουσα το Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια, υπό την ηγεσία του γερουσιαστή και πρώην Συνταγματάρχη ΗΠΑ, Τζέφερσον Ντέηβις.
Χάρτης των Πολιτειών το 1861
Στην αρχή, τα δύο μέρη ήταν πολύ επιφυλακτικά γι' αυτή τη διαίρεση, αλλά ο τύπος και οι πολιτικοί παράγοντες με άμεσα οικονομικά συμφέροντα ξεσήκωσαν και φανάτισαν τα πλήθη εκτοξεύοντας πολλές και διογκωμένες κατηγορίες. Έτσι, ο Βορράς θεώρησε τον Νότο προδότη των ΗΠΑ επειδή αποσχίζεται και ο Νότος θεώρησε το Βορρά εκβιαστή και εχθρό της οικονομίας του, τα γραφόμενα δε στον τύπο ήταν εμπρηστικά προς αυτή ακριβώς την κατεύθυνση και οι πιο σοβαροί από τους πολιτικούς βρέθηκαν ανήμποροι να ελέγξουν την κατάσταση. Στη συνέχεια οι Νότιοι άρχισαν να αποχωρούν από τις κρατικές υπηρεσίες και τον στρατό ολοκληρώνοντας το "διαζύγιο" ενώ ο Βορράς ανακάλυπτε με αγωνία ότι έχανε την κύρια πηγή των γεωργικών του προϊόντων.
Πολλές εταιρείες του Βορρά που έκαναν εισαγωγές από τον Νότο πτώχευσαν, ενισχύοντας έτσι τις φωνές για «εκδίκηση» στον Νότο και κατηγορώντας τον Λίνκολν ότι δεν έκανε τίποτα γι αυτό. Εκείνος από την μεριά του ενδιαφερόταν περισσότερο να διατηρήσει την πιθανότητα διακανονισμού, και μάλιστα προσπάθησε να μην θίγει το θέμα της δουλείας, επέτρεψε δε στην πολιτεία του Κεντάκι και του Μισούρι, που αυτοανακηρύχτηκαν ουδέτερες, να κρατήσουν τους δούλους τους εάν έκλιναν φιλικά προς τον Βορρά. Αλλά σε ένα σημείο κατάλαβε πως η πίεση εναντίον του προσώπου του γίνονταν πολιτικά επικίνδυνη οπότε έψαξε ευκαιρία να προκαλέσει μια χειρονομία αντίδρασης.
Το Επεισόδιο στο Φρούριο Σάμτερ
Η στιγμή εκείνη ήρθε στις 12 Απριλίου 1861, όταν η Νότια Καρολίνα ζήτησε σαν μέρος του διαχωρισμού της, την αποχώρηση της φρουράς των ΗΠΑ από ένα μικρό οχυρό που επέβλεπε της εισόδου στο λιμάνι της, του Τσάρλεστον.
Το οχυρό πρακτικά δεν είχε καμία αξία για τον Βορρά, αφού βρίσκονταν βαθιά στον Νότο και δεν είχε τα μέσα να ενισχυθεί. Όμως οι στρατιωτικοί σύμβουλοι του Λίνκολν παρόλο που τού δήλωσαν ότι η άμυνα ήταν αδύνατη, εκείνος για πρώτη φορά, δήλωσε την άρνησή του να παραχωρήσει το έδαφος, παρόλο αυτό ανήκε στην Νότια Καρολίνα, καθώς και την πρόθεσή του να το υπερασπιστεί ως έδαφος των ΗΠΑ.
Ο Νότος αποφάσισε να το διεκδικήσει και ζήτησε από τη φρουρά να αποχωρήσει. Ο διοικητής της αναγκάστηκε να αρνηθεί, σύμφωνα με τις διαταγές που είχε, και ακολούθησε ένας επιδεικτικός κανονιοβολισμός χωρίς κανένα θύμα, μόνο για να θυμίσει στη φρουρά ότι η άμυνα ήταν άσκοπη.
Τελικά, καθώς ενισχύσεις δεν έφτασαν, η φρουρά παραδόθηκε με αρκετή καλή διάθεση μεταξύ των αντιπάλων: επετράπη σε όλους να κρατήσουν τα όπλα τους και αποδόθηκαν τιμές στο διοικητή του φρουρίου, ο οποίος ήταν παλιά καθηγητής του πυροβολικού στην στρατιωτική σχολή και ο αντίστοιχος διοικητής του Τσάρλεστον υπήρξε μαθητής του.
Το επεισόδιο στο φρούριο Σάμτερ υπήρξε ένα εντελώς ασήμαντο και αναίμακτο επεισόδιο σε εκείνη την κατοπινή θηριώδη αναμέτρηση που ακολούθησε τα επόμενα τέσσερα χρόνια, αλλά ο Λίνκολν είχε βρει την αφορμή που ζητούσε να θεωρήσει τον εαυτό του και τον Βορρά σαν αμυνόμενους και άρα «εν δικαίω», γεγονός που του επέτρεψε να ετοιμάσει μια εκστρατεία εναντίον του Νότου.
Την απόφαση για μια πολεμική επιχείρηση, την είχε ήδη πάρει ο Λίνκολν πριν μια βδομάδα αφού είχε αναλύσει την κατάσταση με το επιτελείο του, μελετώντας τα συγκριτικά πολεμικά μεγέθη που ήταν όλα υπέρ του Βορρά. Σε ανθρώπινο δυναμικό ο Βορράς υπερτερούσε κατά 2,5:1, στο πολεμικό υλικό 3:1, στα πολεμικά αποθέματα 5:1 και στη ναυτική δύναμη πάνω από 10:1.
Εκτιμήθηκε ότι μια εκστρατεία ικανή να λυγίσει τον Νότο θα ήταν τρίμηνης διάρκειας. Ο γηραιός αρχιστράτηγος των ΗΠΑ Γουίλφριντ Σκοτ αντιπρότεινε μια αναίμακτη λύση: τον ολοκληρωτικό ναυτικό αποκλεισμό του Νότου από τον στόλο που θα απέκλειε κάθε επαφή του Νότου με την Ευρώπη και θα κατέστρεφε την οικονομία του, σχέδιο που έλαβε την κωδική ονομασία Ανακόντα. Ο Λίνκολν απώθησε γρήγορα την πρόταση, καθώς απαιτούσε μακρόχρονη προσπάθεια, περίπου ενός έτους.
Ο Ρόλος του Λίνκολν
Έχουν υπάρξει εξαιρετικά αντιφατικές αναλύσεις για τον ρόλο που συνολικά έπαιξε ο Λίνκολν για την πρόκληση και διεξαγωγή του πολέμου και ίσως αυτό να είναι και αποτέλεσμα μιας έντονης τάσης μεταπολεμικής ηρωοποίησης, σαν αντίβαρο του θανάτου και των καταστροφών που προκάλεσε εκείνος ο πόλεμος, που δεν επέτρεψε την ελεύθερη και αντικειμενική ιστορική ανάλυση.
Από την πλειοψηφία των ιστορικών, ο Λίνκολν παρουσιάζεται ως υπέρμαχος της κατάργησης της δουλείας. Το 1858, στις δημόσιες αντιπαραθέσεις του με τον Στίβεν Ντάγκλας για τη γερουσία, ο Λίνκολν τάχθηκε κατά της επέκτασής της σε νέες περιοχές και υπέρ του περιορισμού της σε όσες πολιτείες ήταν ήδη καθεστώς.
Από την άλλη πλευρά, ουδέποτε ταυτίστηκε με το κίνημα κατά της δουλείας, ενώ υπάρχουν ενδείξεις πως ο ίδιος θεωρούσε τους μαύρους ηθικά και κοινωνικά κατώτερους των λευκών, όπως διαφαίνεται και από δημόσιες ομιλίες του κατά τη δεκαετία του 1850. Συγχρόνως όμως υποστήριζε ένθερμα πως το καθεστώς της δουλείας αποτελούσε ηθικό, κοινωνικό και πολιτικό λάθος, καθώς αναγνώριζε ότι στερούσε από τους μαύρους αναφαίρετα δικαιώματα στη ζωή και στην ελευθερία.
Είχε εντοπίσει ότι κατά τις εκλογές η μάζα των ψηφοφόρων βρίσκονταν στον Βορρά, γνώριζε ότι οι μεγάλες φτωχές λαϊκές μάζες δεν επιθυμούσαν τη δουλεία των μαύρων και πλησιάζοντας το 1858 προτίμησε να μιλά περισσότερο εναντίον της δουλείας. Ενώ δεχόταν ότι το συνταγματικό κείμενο δεν όριζε σαφώς αν η δουλεία ήταν αποδεκτή ή όχι, δεν δίστασε ωστόσο να εφεύρει εντελώς δική του αυθαίρετη ερμηνεία, κατά την οποία απαγορεύονταν η απόσχιση πολιτειών από τις ΗΠΑ, χωρίς βέβαια να υπήρχε τότε κανένα σχετικό κείμενο στο σύνταγμα. Με την ερμηνεία αυτή δικαιολόγησε την απόφασή του να επιτεθεί στον Νότο.
Υπάρχουν νεότερες δημοσιεύσεις και αναλύσεις κατά τις οποίες φαίνεται ότι ήταν άνθρωπος με πολλές διασυνδέσεις με τους «ιέρακες» του Βορρά και με παράγοντες με συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα, κυρίως στον τομέα των σιδηροδρόμων, τομέας στον οποίο είχε διατελέσει προηγούμενα σαν διακεκριμένος νομικός σύμβουλος.
Αν και θεωρείται δεδομένο πως ο Λίνκολν υπήρξε υπέρμαχος των ατομικών ελευθεριών, διαφαίνεται πως πρωταρχικός στόχος του δεν ήταν η κατάργηση της δουλείας, όσο η διατήρηση της ενότητας των Ηνωμένων Πολιτειών, για την οποία ήταν έτοιμος να διακινδυνεύσει έναν πόλεμο που ο ίδιος εκτιμούσε ότι θα ήταν μικρής διάρκειας. Τη θέση αυτή εξέφρασε σε δημόσια ομιλία του, στις 22 Αυγούστου 1862, δηλώνοντας χαρακτηριστικά:
«Πρωταρχικός αντικειμενικός σκοπός μου σε αυτόν τον αγώνα είναι να διασώσω την Ένωση και όχι να διατηρήσω ή να καταργήσω την δουλεία. Αν μπορούσα να σώσω την Ένωση χωρίς να ελευθερώσω ούτε έναν σκλάβο θα το έκανα. Κι αν μπορούσα να τη σώσω ελευθερώνοντας όλους τους σκλάβους, θα το έκανα. Κι αν μπορούσα να τη σώσω ελευθερώνοντας μόνο μερικούς και αφήνοντας κάποιους άλλους, και πάλι θα το έκανα».
Όταν κατάλαβε ότι η επαναφορά του Νότου δεν ήταν δυνατή, αποφάσισε την στρατιωτική αναμέτρηση με όλα τα μέσα, με σκοπό να πετύχει αυτή την επανένωση. Σε αυτήν την προσπάθεια συνεταιρίστηκε με ύποπτες προσωπικότητες και αποδέχτηκε μάλιστα και σειρά από αντισυνταγματικές πράξεις με αποκλειστικό στόχο να νικήσει στον πόλεμο πάση θυσία, συνδέοντας μάλιστα το προσωπικό πολιτικό του μέλλον με την έκβασή του.
Το όλο πλέγμα αυτών των καταστάσεων τον έκαμψε φοβερά μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν και υπάρχουν και συγγραφείς που εξηγούν ότι όλες εκείνες οι διαπλοκές οδήγησαν και στη δολοφονία του, η οποία δεν ήταν καθόλου μια κίνηση ενός μεμονωμένου ατόμου, αλλά η απάντηση των διασυνδέσεών του στην προσπάθειά του να απαλλαγεί μεταπολεμικά από αυτές.
Σύγκριση των Πολιτικών και Στρατιωτικών Δυνάμεων
Ο Νότος παρόλο που υπερείχε σε φρόνημα πιστεύοντας ότι ήταν η αδικημένη και εκβιαζόμενη πλευρά, γνώριζε πολύ καλά τις αδυναμίες του στο να διατηρήσει επί μακρόν μια παρατεταμένη πολεμική προσπάθεια, για αυτό και οι ηγέτες του θέλησαν να επιτύχουν μια γρήγορη νίκη εντυπώσεων που θα οδηγούσε τον Βορρά στο να συνειδητοποιήσει ότι το διαζύγιο ήταν οριστικό , πετυχαίνοντας έτσι μια επίσημη αναγνώριση του κράτους του από τον χτεσινό του συνεταίρο.
Στον Βορρά , μια γρήγορη νίκη για τον Λίνκολν σήμαινε γρήγορη διέξοδο από τα πολιτικά του προβλήματα κι έτσι η αναμέτρηση ξεκίνησε παντού με την προοπτική κι από τα δύο μέρη , μιας σύντομης αναμέτρησης. Σίγουρος για μια σύντομη νίκη ο Λίνκολν διάλεξε στρατιωτικούς ηγέτες με πολιτικά κριτήρια από τα άτομα και ομάδες που τον υποστήριζαν, δίνοντας μάλιστα έμφαση στο να πετύχει την σιωπηρή υποστήριξη των δημοκρατικών του Βορρά οι οποίοι θεωρητικά ήταν μεν οι κομματικοί του αντίπαλοι αλλά μιας και η πλειοψηφία τους είχε βρεθεί με τον Νότο, εκείνοι βρέθηκαν τελικά να είναι οι πολιτικά διχασμένοι. Αναμφισβήτητα πολλοί από αυτούς παρέμεναν πάντα πολύ συμπαθείς με τον Νότο, αλλά στην επιφάνεια είχαν παραταχθεί με τον πρόεδρο των ΗΠΑ – τον πρώην κομματικό τους αντίπαλο - κι ήθελαν την ένωση.
Στον Νότο οι αρχικές αμφιβολίες για το ορθό η μη της απόσχισης παραμερίστηκαν όταν εκλήθησαν στα όπλα να αμυνθούν καθώς τα σχέδια του Βορρά πέρναγαν μάλλον εύκολα στα αυτιά του Νότου από τους συμπαθούντες του Βορρά που ήταν συχνά τοποθετημένοι και σε υψηλά πόστα. Από σύμπτωση βέβαια οι στρατιωτικοί ηγέτες που βρέθηκαν στον Νότο έτυχε να ήταν καλύτεροι σε ποιότητα ενώ στον Βορρά οι πολιτικές επιλογές του Λίνκολν κράτησαν τους πιο επιτυχημένους αρκετά στην αφάνεια έως ότου μετά από μεγάλο διάστημα αποτυχιών η μοίρα τους ανέδειξε.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο πόλεμος θα είχε τελειώσει σύντομα αν ο νότος δεν διέθετε ικανούς στρατηγούς. Πράγματι οι νότιοι ως γαιοκτήμονες είχαν παράδοση να στέλνουν τα παιδιά τους να γίνουν ικανοί αξιωματικοί πιστεύοντας στις παραδοσιακές αξίες, ενώ οι βόρειοι μάλλον προτιμούσαν σιγά σιγά γιούς που γίνονταν επιτυχημένοι επιχειρηματίες. Πάντως οι στρατιωτικοί ελιγμοί των νοτίων στρατηγών Ρόμπερτ Λη, Τζάκσον, Λόνγκστρητ, Έρλυ και Στιούαρτ έμειναν στην στρατιωτική ιστορία, ενώ για τους βόρειους στρατηγούς ελάχιστα πράγματα μνημονεύονται διότι άλλαζαν συχνά λόγω των στρατιωτικών τους αποτυχιών, αφού δεν μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την ποσοτική υπεροχή τους σε εξοπλισμό και στρατό.
Αλλά είναι βέβαιο ότι όλοι οι μεγάλοι στρατιωτικοί ηγέτες και των δύο παρατάξεων προέρχονταν από την ίδια στρατιωτική ακαδημία , αρκετοί ήταν συμμαθητές της ίδιας σειράς και μάλιστα φίλοι, και σχεδόν όλοι είχαν πάρει το βάπτισμα του πυρός στον Αμερικανό-Μεξικανικό πόλεμο (1846-1848). Στην πλειοψηφία τους ήταν εναντίον της απόσχισης αλλά τα πολιτικά γεγονότα δεν τους άφησαν περιθώρια επιλογής.
Η πιο σημαντική προσωπικότητα από όλους , μια προσωπικότητα απ την οποία πολλά άλλαξαν σε εκείνο τον πόλεμο ήταν ο στρατηγός Ρόμπερτ Λη από την Βιρτζίνια. Το τέλος της 36ετής καριέρας του τον βρήκε διοικητή στην φρουρά του Τέξας την ώρα της απόσχισης και όπου οι Τεξανοί τον έδιωξαν σαν εκπρόσωπο εννοείται της κυβέρνησης των ΗΠΑ στο έδαφός τους. Στην συνέχεια τον διάλεξε ο αρχιστράτηγος Γουήλφρηντ Σκοτ που τον εκτιμούσε σαν τον καλλίτερο ποτέ στρατιώτη του, να του αναθέσει την διαδοχή του στην στρατιωτική ηγεσία του Βορρά.
Ο Λη απάντησε ότι αν η Βιρτζίνια αποσχιστεί , όπως αναμενόταν , τότε δεν θα μπορούσε να σηκώσει το σπαθί ενάντια στα παιδιά του. Ο Σκοτ , λυπημένα δήλωσε , ότι δεν περίμενε άλλη απάντηση από έναν τέτοιο ακέραιο χαρακτήρα. Ο Λη επέστρεψε στην Βιρτζίνια και τελικά δέχτηκε μια θέση συμβούλου στο επιτελείο του Νότου όπως άρμοζε σε ένα άτομο της προχωρημένης ηλικίας του. Τα λόγια του για το πως έβλεπε την εξέλιξη του πολέμου υπήρξαν προφητικά: « Ο Νότος δεν συνειδητοποιεί τα τεράστια υλικά αποθέματα του Βορρά και ο Βορράς δεν συνειδητοποιεί το πείσμα για αντίσταση του Νότου».
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Χάρτης των Πολιτειών το 1861
Στην αρχή, τα δύο μέρη ήταν πολύ επιφυλακτικά γι' αυτή τη διαίρεση, αλλά ο τύπος και οι πολιτικοί παράγοντες με άμεσα οικονομικά συμφέροντα ξεσήκωσαν και φανάτισαν τα πλήθη εκτοξεύοντας πολλές και διογκωμένες κατηγορίες. Έτσι, ο Βορράς θεώρησε τον Νότο προδότη των ΗΠΑ επειδή αποσχίζεται και ο Νότος θεώρησε το Βορρά εκβιαστή και εχθρό της οικονομίας του, τα γραφόμενα δε στον τύπο ήταν εμπρηστικά προς αυτή ακριβώς την κατεύθυνση και οι πιο σοβαροί από τους πολιτικούς βρέθηκαν ανήμποροι να ελέγξουν την κατάσταση. Στη συνέχεια οι Νότιοι άρχισαν να αποχωρούν από τις κρατικές υπηρεσίες και τον στρατό ολοκληρώνοντας το "διαζύγιο" ενώ ο Βορράς ανακάλυπτε με αγωνία ότι έχανε την κύρια πηγή των γεωργικών του προϊόντων.
Πολλές εταιρείες του Βορρά που έκαναν εισαγωγές από τον Νότο πτώχευσαν, ενισχύοντας έτσι τις φωνές για «εκδίκηση» στον Νότο και κατηγορώντας τον Λίνκολν ότι δεν έκανε τίποτα γι αυτό. Εκείνος από την μεριά του ενδιαφερόταν περισσότερο να διατηρήσει την πιθανότητα διακανονισμού, και μάλιστα προσπάθησε να μην θίγει το θέμα της δουλείας, επέτρεψε δε στην πολιτεία του Κεντάκι και του Μισούρι, που αυτοανακηρύχτηκαν ουδέτερες, να κρατήσουν τους δούλους τους εάν έκλιναν φιλικά προς τον Βορρά. Αλλά σε ένα σημείο κατάλαβε πως η πίεση εναντίον του προσώπου του γίνονταν πολιτικά επικίνδυνη οπότε έψαξε ευκαιρία να προκαλέσει μια χειρονομία αντίδρασης.
Το Επεισόδιο στο Φρούριο Σάμτερ
Η στιγμή εκείνη ήρθε στις 12 Απριλίου 1861, όταν η Νότια Καρολίνα ζήτησε σαν μέρος του διαχωρισμού της, την αποχώρηση της φρουράς των ΗΠΑ από ένα μικρό οχυρό που επέβλεπε της εισόδου στο λιμάνι της, του Τσάρλεστον.
Το οχυρό πρακτικά δεν είχε καμία αξία για τον Βορρά, αφού βρίσκονταν βαθιά στον Νότο και δεν είχε τα μέσα να ενισχυθεί. Όμως οι στρατιωτικοί σύμβουλοι του Λίνκολν παρόλο που τού δήλωσαν ότι η άμυνα ήταν αδύνατη, εκείνος για πρώτη φορά, δήλωσε την άρνησή του να παραχωρήσει το έδαφος, παρόλο αυτό ανήκε στην Νότια Καρολίνα, καθώς και την πρόθεσή του να το υπερασπιστεί ως έδαφος των ΗΠΑ.
Ο Νότος αποφάσισε να το διεκδικήσει και ζήτησε από τη φρουρά να αποχωρήσει. Ο διοικητής της αναγκάστηκε να αρνηθεί, σύμφωνα με τις διαταγές που είχε, και ακολούθησε ένας επιδεικτικός κανονιοβολισμός χωρίς κανένα θύμα, μόνο για να θυμίσει στη φρουρά ότι η άμυνα ήταν άσκοπη.
Τελικά, καθώς ενισχύσεις δεν έφτασαν, η φρουρά παραδόθηκε με αρκετή καλή διάθεση μεταξύ των αντιπάλων: επετράπη σε όλους να κρατήσουν τα όπλα τους και αποδόθηκαν τιμές στο διοικητή του φρουρίου, ο οποίος ήταν παλιά καθηγητής του πυροβολικού στην στρατιωτική σχολή και ο αντίστοιχος διοικητής του Τσάρλεστον υπήρξε μαθητής του.
Την απόφαση για μια πολεμική επιχείρηση, την είχε ήδη πάρει ο Λίνκολν πριν μια βδομάδα αφού είχε αναλύσει την κατάσταση με το επιτελείο του, μελετώντας τα συγκριτικά πολεμικά μεγέθη που ήταν όλα υπέρ του Βορρά. Σε ανθρώπινο δυναμικό ο Βορράς υπερτερούσε κατά 2,5:1, στο πολεμικό υλικό 3:1, στα πολεμικά αποθέματα 5:1 και στη ναυτική δύναμη πάνω από 10:1.
Εκτιμήθηκε ότι μια εκστρατεία ικανή να λυγίσει τον Νότο θα ήταν τρίμηνης διάρκειας. Ο γηραιός αρχιστράτηγος των ΗΠΑ Γουίλφριντ Σκοτ αντιπρότεινε μια αναίμακτη λύση: τον ολοκληρωτικό ναυτικό αποκλεισμό του Νότου από τον στόλο που θα απέκλειε κάθε επαφή του Νότου με την Ευρώπη και θα κατέστρεφε την οικονομία του, σχέδιο που έλαβε την κωδική ονομασία Ανακόντα. Ο Λίνκολν απώθησε γρήγορα την πρόταση, καθώς απαιτούσε μακρόχρονη προσπάθεια, περίπου ενός έτους.
Έχουν υπάρξει εξαιρετικά αντιφατικές αναλύσεις για τον ρόλο που συνολικά έπαιξε ο Λίνκολν για την πρόκληση και διεξαγωγή του πολέμου και ίσως αυτό να είναι και αποτέλεσμα μιας έντονης τάσης μεταπολεμικής ηρωοποίησης, σαν αντίβαρο του θανάτου και των καταστροφών που προκάλεσε εκείνος ο πόλεμος, που δεν επέτρεψε την ελεύθερη και αντικειμενική ιστορική ανάλυση.
Από την πλειοψηφία των ιστορικών, ο Λίνκολν παρουσιάζεται ως υπέρμαχος της κατάργησης της δουλείας. Το 1858, στις δημόσιες αντιπαραθέσεις του με τον Στίβεν Ντάγκλας για τη γερουσία, ο Λίνκολν τάχθηκε κατά της επέκτασής της σε νέες περιοχές και υπέρ του περιορισμού της σε όσες πολιτείες ήταν ήδη καθεστώς.
Από την άλλη πλευρά, ουδέποτε ταυτίστηκε με το κίνημα κατά της δουλείας, ενώ υπάρχουν ενδείξεις πως ο ίδιος θεωρούσε τους μαύρους ηθικά και κοινωνικά κατώτερους των λευκών, όπως διαφαίνεται και από δημόσιες ομιλίες του κατά τη δεκαετία του 1850. Συγχρόνως όμως υποστήριζε ένθερμα πως το καθεστώς της δουλείας αποτελούσε ηθικό, κοινωνικό και πολιτικό λάθος, καθώς αναγνώριζε ότι στερούσε από τους μαύρους αναφαίρετα δικαιώματα στη ζωή και στην ελευθερία.
Είχε εντοπίσει ότι κατά τις εκλογές η μάζα των ψηφοφόρων βρίσκονταν στον Βορρά, γνώριζε ότι οι μεγάλες φτωχές λαϊκές μάζες δεν επιθυμούσαν τη δουλεία των μαύρων και πλησιάζοντας το 1858 προτίμησε να μιλά περισσότερο εναντίον της δουλείας. Ενώ δεχόταν ότι το συνταγματικό κείμενο δεν όριζε σαφώς αν η δουλεία ήταν αποδεκτή ή όχι, δεν δίστασε ωστόσο να εφεύρει εντελώς δική του αυθαίρετη ερμηνεία, κατά την οποία απαγορεύονταν η απόσχιση πολιτειών από τις ΗΠΑ, χωρίς βέβαια να υπήρχε τότε κανένα σχετικό κείμενο στο σύνταγμα. Με την ερμηνεία αυτή δικαιολόγησε την απόφασή του να επιτεθεί στον Νότο.
Υπάρχουν νεότερες δημοσιεύσεις και αναλύσεις κατά τις οποίες φαίνεται ότι ήταν άνθρωπος με πολλές διασυνδέσεις με τους «ιέρακες» του Βορρά και με παράγοντες με συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα, κυρίως στον τομέα των σιδηροδρόμων, τομέας στον οποίο είχε διατελέσει προηγούμενα σαν διακεκριμένος νομικός σύμβουλος.
Αν και θεωρείται δεδομένο πως ο Λίνκολν υπήρξε υπέρμαχος των ατομικών ελευθεριών, διαφαίνεται πως πρωταρχικός στόχος του δεν ήταν η κατάργηση της δουλείας, όσο η διατήρηση της ενότητας των Ηνωμένων Πολιτειών, για την οποία ήταν έτοιμος να διακινδυνεύσει έναν πόλεμο που ο ίδιος εκτιμούσε ότι θα ήταν μικρής διάρκειας. Τη θέση αυτή εξέφρασε σε δημόσια ομιλία του, στις 22 Αυγούστου 1862, δηλώνοντας χαρακτηριστικά:
«Πρωταρχικός αντικειμενικός σκοπός μου σε αυτόν τον αγώνα είναι να διασώσω την Ένωση και όχι να διατηρήσω ή να καταργήσω την δουλεία. Αν μπορούσα να σώσω την Ένωση χωρίς να ελευθερώσω ούτε έναν σκλάβο θα το έκανα. Κι αν μπορούσα να τη σώσω ελευθερώνοντας όλους τους σκλάβους, θα το έκανα. Κι αν μπορούσα να τη σώσω ελευθερώνοντας μόνο μερικούς και αφήνοντας κάποιους άλλους, και πάλι θα το έκανα».
Όταν κατάλαβε ότι η επαναφορά του Νότου δεν ήταν δυνατή, αποφάσισε την στρατιωτική αναμέτρηση με όλα τα μέσα, με σκοπό να πετύχει αυτή την επανένωση. Σε αυτήν την προσπάθεια συνεταιρίστηκε με ύποπτες προσωπικότητες και αποδέχτηκε μάλιστα και σειρά από αντισυνταγματικές πράξεις με αποκλειστικό στόχο να νικήσει στον πόλεμο πάση θυσία, συνδέοντας μάλιστα το προσωπικό πολιτικό του μέλλον με την έκβασή του.
Το όλο πλέγμα αυτών των καταστάσεων τον έκαμψε φοβερά μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν και υπάρχουν και συγγραφείς που εξηγούν ότι όλες εκείνες οι διαπλοκές οδήγησαν και στη δολοφονία του, η οποία δεν ήταν καθόλου μια κίνηση ενός μεμονωμένου ατόμου, αλλά η απάντηση των διασυνδέσεών του στην προσπάθειά του να απαλλαγεί μεταπολεμικά από αυτές.
Σύγκριση των Πολιτικών και Στρατιωτικών Δυνάμεων
Ο Νότος παρόλο που υπερείχε σε φρόνημα πιστεύοντας ότι ήταν η αδικημένη και εκβιαζόμενη πλευρά, γνώριζε πολύ καλά τις αδυναμίες του στο να διατηρήσει επί μακρόν μια παρατεταμένη πολεμική προσπάθεια, για αυτό και οι ηγέτες του θέλησαν να επιτύχουν μια γρήγορη νίκη εντυπώσεων που θα οδηγούσε τον Βορρά στο να συνειδητοποιήσει ότι το διαζύγιο ήταν οριστικό , πετυχαίνοντας έτσι μια επίσημη αναγνώριση του κράτους του από τον χτεσινό του συνεταίρο.
Στον Βορρά , μια γρήγορη νίκη για τον Λίνκολν σήμαινε γρήγορη διέξοδο από τα πολιτικά του προβλήματα κι έτσι η αναμέτρηση ξεκίνησε παντού με την προοπτική κι από τα δύο μέρη , μιας σύντομης αναμέτρησης. Σίγουρος για μια σύντομη νίκη ο Λίνκολν διάλεξε στρατιωτικούς ηγέτες με πολιτικά κριτήρια από τα άτομα και ομάδες που τον υποστήριζαν, δίνοντας μάλιστα έμφαση στο να πετύχει την σιωπηρή υποστήριξη των δημοκρατικών του Βορρά οι οποίοι θεωρητικά ήταν μεν οι κομματικοί του αντίπαλοι αλλά μιας και η πλειοψηφία τους είχε βρεθεί με τον Νότο, εκείνοι βρέθηκαν τελικά να είναι οι πολιτικά διχασμένοι. Αναμφισβήτητα πολλοί από αυτούς παρέμεναν πάντα πολύ συμπαθείς με τον Νότο, αλλά στην επιφάνεια είχαν παραταχθεί με τον πρόεδρο των ΗΠΑ – τον πρώην κομματικό τους αντίπαλο - κι ήθελαν την ένωση.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο πόλεμος θα είχε τελειώσει σύντομα αν ο νότος δεν διέθετε ικανούς στρατηγούς. Πράγματι οι νότιοι ως γαιοκτήμονες είχαν παράδοση να στέλνουν τα παιδιά τους να γίνουν ικανοί αξιωματικοί πιστεύοντας στις παραδοσιακές αξίες, ενώ οι βόρειοι μάλλον προτιμούσαν σιγά σιγά γιούς που γίνονταν επιτυχημένοι επιχειρηματίες. Πάντως οι στρατιωτικοί ελιγμοί των νοτίων στρατηγών Ρόμπερτ Λη, Τζάκσον, Λόνγκστρητ, Έρλυ και Στιούαρτ έμειναν στην στρατιωτική ιστορία, ενώ για τους βόρειους στρατηγούς ελάχιστα πράγματα μνημονεύονται διότι άλλαζαν συχνά λόγω των στρατιωτικών τους αποτυχιών, αφού δεν μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την ποσοτική υπεροχή τους σε εξοπλισμό και στρατό.
Αλλά είναι βέβαιο ότι όλοι οι μεγάλοι στρατιωτικοί ηγέτες και των δύο παρατάξεων προέρχονταν από την ίδια στρατιωτική ακαδημία , αρκετοί ήταν συμμαθητές της ίδιας σειράς και μάλιστα φίλοι, και σχεδόν όλοι είχαν πάρει το βάπτισμα του πυρός στον Αμερικανό-Μεξικανικό πόλεμο (1846-1848). Στην πλειοψηφία τους ήταν εναντίον της απόσχισης αλλά τα πολιτικά γεγονότα δεν τους άφησαν περιθώρια επιλογής.
Η πιο σημαντική προσωπικότητα από όλους , μια προσωπικότητα απ την οποία πολλά άλλαξαν σε εκείνο τον πόλεμο ήταν ο στρατηγός Ρόμπερτ Λη από την Βιρτζίνια. Το τέλος της 36ετής καριέρας του τον βρήκε διοικητή στην φρουρά του Τέξας την ώρα της απόσχισης και όπου οι Τεξανοί τον έδιωξαν σαν εκπρόσωπο εννοείται της κυβέρνησης των ΗΠΑ στο έδαφός τους. Στην συνέχεια τον διάλεξε ο αρχιστράτηγος Γουήλφρηντ Σκοτ που τον εκτιμούσε σαν τον καλλίτερο ποτέ στρατιώτη του, να του αναθέσει την διαδοχή του στην στρατιωτική ηγεσία του Βορρά.
Ο Λη απάντησε ότι αν η Βιρτζίνια αποσχιστεί , όπως αναμενόταν , τότε δεν θα μπορούσε να σηκώσει το σπαθί ενάντια στα παιδιά του. Ο Σκοτ , λυπημένα δήλωσε , ότι δεν περίμενε άλλη απάντηση από έναν τέτοιο ακέραιο χαρακτήρα. Ο Λη επέστρεψε στην Βιρτζίνια και τελικά δέχτηκε μια θέση συμβούλου στο επιτελείο του Νότου όπως άρμοζε σε ένα άτομο της προχωρημένης ηλικίας του. Τα λόγια του για το πως έβλεπε την εξέλιξη του πολέμου υπήρξαν προφητικά: « Ο Νότος δεν συνειδητοποιεί τα τεράστια υλικά αποθέματα του Βορρά και ο Βορράς δεν συνειδητοποιεί το πείσμα για αντίσταση του Νότου».
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου