Έρωτας κι αγάπη. Αγάπη κι έρωτας. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι αυτές οι δύο λέξεις δεν έχουν χιλιοαναλυθεί, από ψυχολόγους, από φιλοσόφους αλλά κι από απλούς θνητούς. Έχουν δοθεί ορισμοί, περιγραφές, κανόνες, κατηγορίες κι είδη. Ψάχνουμε να βρούμε τι είναι αυτό που θέλουμε και τι είναι αυτό που θα μας κάνει να ζούμε ευτυχισμένοι κι ικανοποιημένοι απ’ τη ζωή μας, όσο γίνεται περισσότερο.
Η αγάπη, ειδικά, που θεωρείται το πιο ολοκληρωμένο συναίσθημα που μπορεί να βιώσει ο άνθρωπος, είναι και το πιο περίπλοκο. Καθώς εκεί πιάνουμε πολύ συχνά τον εαυτό μας να λέει: «Μ’ αγαπάει, αλλά όχι όπως θέλω εγώ να μ’ αγαπούν». Και κάπου εκεί προσπαθούμε, ο καθένας ξεχωριστά, να αναλύσουμε, να καταλάβουμε και να δώσουμε και στους άλλους να κατανοήσουν τις δικές μας αλήθειες, τα δικά μας «πιστεύω» ή «δεν πιστεύω», όπως και τα «θέλω» μας. Ειδικά τα «θέλω» μας.
Η αγάπη είθισται να ακολουθεί τον έρωτα. Έρχεται, δηλαδή, σε δεύτερο χρόνο μέσα σε μία σχέση, οποιασδήποτε μορφής. Οπότε, θεωρητικά, θα έπρεπε να ‘ναι συναίσθημα ώριμο και κατασταλαγμένο. Δεν αγαπάμε κάποιον, έτσι, απλά επειδή έτυχε.
Ο Γερμανός ψυχολόγος, ψυχαναλυτής, κοινωνιολόγος, ανθρωπιστής και φιλόσοφος, Έριχ Φρομ, ο οποίος μαθήτευσε δίπλα στον Σίγκμουντ Φρόυντ, με τον οποίο διαφωνούσε σε πολλά, λέει στο βιβλίο του «Η τέχνη της αγάπης»: Η παιδαριώδης αγάπη ακολουθεί την αρχή: «Αγαπώ επειδή με αγαπούν.» Η ώριμη αγάπη ακολουθεί την αρχή: «Με αγαπούν επειδή αγαπώ.» Η ανώριμη αγάπη λέει: «Σ’ αγαπώ επειδή σε χρειάζομαι.» Η ώριμη αγάπη λέει: «Σε χρειάζομαι επειδή σ’ αγαπώ.»
Πόσο δύσκολο είναι να καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίο αγαπάμε; Πώς μπορούμε να ‘μαστε σίγουροι ότι δεν αγαπάμε με παιδαριώδη ή ανώριμο τρόπο; Πόσο εύκολο είναι να εξελίξουμε τον τρόπο που αγαπάμε, προς το καλύτερο, για μας και για τους άλλους;
«Αγαπώ επειδή με αγαπούν.» Επιφανειακό και ναρκισσιστικό ν’ αγαπάς κάποιον επειδή σε αγαπάει. Όταν είσαι, δηλαδή, το κέντρο του κόσμου κάποιου, τότε –και μόνο τότε– μπορείς να αφεθείς και να αγαπήσεις; Γιατί; Πόση ανασφάλεια νιώθεις για να μην αγαπάς, παρά μόνο εκ του ασφαλούς; Όταν κάποιος μας αγαπάει, συνήθως, συμβαίνει γιατί είδε κάποια πράγματα στον χαρακτήρα μας, τα οποία αγγίζουν δικές του ευαίσθητες χορδές. Να τιμάς την αγάπη κάποιου με τον, ελάχιστο, φόρο τιμής της αναγνώρισης των δικών του πτυχών που βρίσκεις αξιαγάπητες και να τα παραδέχεσαι χωρίς να χρειάζεσαι πρώτα επιβεβαίωση κι ανταπόκριση. Όχι επειδή σου έδωσε σημασία. Ίσως ο Φρομ την ονομάζει παιδαριώδη, επειδή ακριβώς έτσι λειτουργούν τα παιδιά. Όσο περισσότερη σημασία τους δίνει κάποιος, τόσο περισσότερο δένονται μαζί του. Αλλά εσύ δεν είσαι παιδί. Ή, μήπως, είσαι;
«Με αγαπούν επειδή αγαπώ.» Ώριμο δεν ξέρω αν είναι, αλλά σίγουρα είναι ένα σκαλί επάνω και θετικά προσμετρήσιμο απ’ το «αγαπώ επειδή με αγαπούν». Βγάζει ένα είδος ανασφάλειας, όμως, το να πιστεύεις πως σε αγαπούν επειδή αγαπάς. Μοιάζει σαν μαραθώνιος που πρέπει ν’ αποδείξεις πως αγαπάς, για να πιστέψεις πως αξίζεις την ανταπόδοση των συναισθημάτων. Βέβαια, απ’ την άλλη μεριά, όταν πιστεύουμε κάτι τέτοιο τότε είμαστε, σχεδόν, σίγουροι πως αν μη τι άλλο κάποιος είδε σε μας κάτι –έστω κι αν αυτό ήταν τα συναισθήματά μας– κι έτσι μας αγάπησε. “I’ll show you mine if you show me yours”, δηλαδή. Θυμίζει λίγο νταραβέρι.
«Σ’ αγαπώ επειδή σε χρειάζομαι.» Όχι! Δεν αγαπάς όταν χρειάζεσαι κάποιον. Δηλαδή, τι; Δεν είχες με τι ν’ ασχοληθείς, χρειάζεσαι βοήθεια σε κάτι κι είπες ν’ αγαπήσεις για να καλύψεις τα κενά; Ν’ αγαπάμε τότε και τους υδραυλικούς, όταν έχει βουλώσει το σιφόνι, τους ηλεκτρολόγους, όταν έχει καεί καμιά ασφάλεια, τους γιατρούς επειδή αρρωστήσαμε. Μοιάζει λίγο με εκμετάλλευση, έτσι δεν είναι; Δεκανίκι λέγεται και δεν είμαστε κουτσοί για να χρειαζόμαστε συναισθηματικές πατερίτσες.
«Σε χρειάζομαι επειδή σ’ αγαπώ.» Όταν το συναίσθημα της αγάπης έχει κατακλύσει όλο σου το είναι, θα το καταλάβεις. Θα νιώθεις πως αν δε μοιραστείς το οτιδήποτε με αυτόν τον άνθρωπο, δεν έχει νόημα να το περιγράψεις πουθενά αλλού. Γιατί αυτός ο ένας άνθρωπος είναι που εμπιστεύεσαι απόλυτα, που νιώθεις ότι ακόμη κι αν διαφωνείτε βλέπει τις καταστάσεις από μία σκωπτική γωνία, που εσύ δεν μπορείς, κι έτσι σου έχει γίνει απαραίτητη η παρουσία του στη ζωή σου.
Βέβαια, σκεπτόμενος όλα τα παραπάνω ταυτόχρονα ενώ γράφω, πιστεύω πως η αγάπη δε χωράει «επειδή». «Σ’ αγαπώ.» Απλά. Επειδή αγαπώ εμένα και θέλω να σε αγαπήσω με τον ίδιο αληθινό και δυνατό τρόπο. Και θα κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου να το καταλάβεις. Κι αν δεν το καταλάβεις, δεν πειράζει. Κι αν το καταλάβεις και δε σε νοιάζει, πάλι δεν πειράζει.
Πειράζει μόνο αν σε αγαπάω μ’ έναν τρόπο από αυτόν που δε θα σε κάνει να νιώθεις σίγουρος για τον εαυτό σου. Γιατί αν σου κάνω κακό, δεν αγαπάω εσένα. Αγαπάω εγωιστικά εμένα κι αυτό είναι ένα κεφάλαιο που χρειάζεται δουλειά συνεχόμενη κι αδιάκοπη για να διορθωθεί προς το καλύτερο.
Η αγάπη είναι αλτρουισμός. Δεν είναι ανταποδοτικό συναίσθημα. Σε οποιαδήποτε μορφή σχέσης. Πρέπει, μόνο, να υπάρχει καλός συγχρονισμός και λίγη τύχη. Κάτι σαν να κερδίζεις στο καζίνο, δηλαδή. Κι όλοι ξέρουμε πόσο, εξαιρετικά, σπάνιο είναι κάτι τέτοιο.
Η αγάπη, ειδικά, που θεωρείται το πιο ολοκληρωμένο συναίσθημα που μπορεί να βιώσει ο άνθρωπος, είναι και το πιο περίπλοκο. Καθώς εκεί πιάνουμε πολύ συχνά τον εαυτό μας να λέει: «Μ’ αγαπάει, αλλά όχι όπως θέλω εγώ να μ’ αγαπούν». Και κάπου εκεί προσπαθούμε, ο καθένας ξεχωριστά, να αναλύσουμε, να καταλάβουμε και να δώσουμε και στους άλλους να κατανοήσουν τις δικές μας αλήθειες, τα δικά μας «πιστεύω» ή «δεν πιστεύω», όπως και τα «θέλω» μας. Ειδικά τα «θέλω» μας.
Η αγάπη είθισται να ακολουθεί τον έρωτα. Έρχεται, δηλαδή, σε δεύτερο χρόνο μέσα σε μία σχέση, οποιασδήποτε μορφής. Οπότε, θεωρητικά, θα έπρεπε να ‘ναι συναίσθημα ώριμο και κατασταλαγμένο. Δεν αγαπάμε κάποιον, έτσι, απλά επειδή έτυχε.
Ο Γερμανός ψυχολόγος, ψυχαναλυτής, κοινωνιολόγος, ανθρωπιστής και φιλόσοφος, Έριχ Φρομ, ο οποίος μαθήτευσε δίπλα στον Σίγκμουντ Φρόυντ, με τον οποίο διαφωνούσε σε πολλά, λέει στο βιβλίο του «Η τέχνη της αγάπης»: Η παιδαριώδης αγάπη ακολουθεί την αρχή: «Αγαπώ επειδή με αγαπούν.» Η ώριμη αγάπη ακολουθεί την αρχή: «Με αγαπούν επειδή αγαπώ.» Η ανώριμη αγάπη λέει: «Σ’ αγαπώ επειδή σε χρειάζομαι.» Η ώριμη αγάπη λέει: «Σε χρειάζομαι επειδή σ’ αγαπώ.»
Πόσο δύσκολο είναι να καταλάβουμε τον τρόπο με τον οποίο αγαπάμε; Πώς μπορούμε να ‘μαστε σίγουροι ότι δεν αγαπάμε με παιδαριώδη ή ανώριμο τρόπο; Πόσο εύκολο είναι να εξελίξουμε τον τρόπο που αγαπάμε, προς το καλύτερο, για μας και για τους άλλους;
«Αγαπώ επειδή με αγαπούν.» Επιφανειακό και ναρκισσιστικό ν’ αγαπάς κάποιον επειδή σε αγαπάει. Όταν είσαι, δηλαδή, το κέντρο του κόσμου κάποιου, τότε –και μόνο τότε– μπορείς να αφεθείς και να αγαπήσεις; Γιατί; Πόση ανασφάλεια νιώθεις για να μην αγαπάς, παρά μόνο εκ του ασφαλούς; Όταν κάποιος μας αγαπάει, συνήθως, συμβαίνει γιατί είδε κάποια πράγματα στον χαρακτήρα μας, τα οποία αγγίζουν δικές του ευαίσθητες χορδές. Να τιμάς την αγάπη κάποιου με τον, ελάχιστο, φόρο τιμής της αναγνώρισης των δικών του πτυχών που βρίσκεις αξιαγάπητες και να τα παραδέχεσαι χωρίς να χρειάζεσαι πρώτα επιβεβαίωση κι ανταπόκριση. Όχι επειδή σου έδωσε σημασία. Ίσως ο Φρομ την ονομάζει παιδαριώδη, επειδή ακριβώς έτσι λειτουργούν τα παιδιά. Όσο περισσότερη σημασία τους δίνει κάποιος, τόσο περισσότερο δένονται μαζί του. Αλλά εσύ δεν είσαι παιδί. Ή, μήπως, είσαι;
«Με αγαπούν επειδή αγαπώ.» Ώριμο δεν ξέρω αν είναι, αλλά σίγουρα είναι ένα σκαλί επάνω και θετικά προσμετρήσιμο απ’ το «αγαπώ επειδή με αγαπούν». Βγάζει ένα είδος ανασφάλειας, όμως, το να πιστεύεις πως σε αγαπούν επειδή αγαπάς. Μοιάζει σαν μαραθώνιος που πρέπει ν’ αποδείξεις πως αγαπάς, για να πιστέψεις πως αξίζεις την ανταπόδοση των συναισθημάτων. Βέβαια, απ’ την άλλη μεριά, όταν πιστεύουμε κάτι τέτοιο τότε είμαστε, σχεδόν, σίγουροι πως αν μη τι άλλο κάποιος είδε σε μας κάτι –έστω κι αν αυτό ήταν τα συναισθήματά μας– κι έτσι μας αγάπησε. “I’ll show you mine if you show me yours”, δηλαδή. Θυμίζει λίγο νταραβέρι.
«Σ’ αγαπώ επειδή σε χρειάζομαι.» Όχι! Δεν αγαπάς όταν χρειάζεσαι κάποιον. Δηλαδή, τι; Δεν είχες με τι ν’ ασχοληθείς, χρειάζεσαι βοήθεια σε κάτι κι είπες ν’ αγαπήσεις για να καλύψεις τα κενά; Ν’ αγαπάμε τότε και τους υδραυλικούς, όταν έχει βουλώσει το σιφόνι, τους ηλεκτρολόγους, όταν έχει καεί καμιά ασφάλεια, τους γιατρούς επειδή αρρωστήσαμε. Μοιάζει λίγο με εκμετάλλευση, έτσι δεν είναι; Δεκανίκι λέγεται και δεν είμαστε κουτσοί για να χρειαζόμαστε συναισθηματικές πατερίτσες.
«Σε χρειάζομαι επειδή σ’ αγαπώ.» Όταν το συναίσθημα της αγάπης έχει κατακλύσει όλο σου το είναι, θα το καταλάβεις. Θα νιώθεις πως αν δε μοιραστείς το οτιδήποτε με αυτόν τον άνθρωπο, δεν έχει νόημα να το περιγράψεις πουθενά αλλού. Γιατί αυτός ο ένας άνθρωπος είναι που εμπιστεύεσαι απόλυτα, που νιώθεις ότι ακόμη κι αν διαφωνείτε βλέπει τις καταστάσεις από μία σκωπτική γωνία, που εσύ δεν μπορείς, κι έτσι σου έχει γίνει απαραίτητη η παρουσία του στη ζωή σου.
Βέβαια, σκεπτόμενος όλα τα παραπάνω ταυτόχρονα ενώ γράφω, πιστεύω πως η αγάπη δε χωράει «επειδή». «Σ’ αγαπώ.» Απλά. Επειδή αγαπώ εμένα και θέλω να σε αγαπήσω με τον ίδιο αληθινό και δυνατό τρόπο. Και θα κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου να το καταλάβεις. Κι αν δεν το καταλάβεις, δεν πειράζει. Κι αν το καταλάβεις και δε σε νοιάζει, πάλι δεν πειράζει.
Πειράζει μόνο αν σε αγαπάω μ’ έναν τρόπο από αυτόν που δε θα σε κάνει να νιώθεις σίγουρος για τον εαυτό σου. Γιατί αν σου κάνω κακό, δεν αγαπάω εσένα. Αγαπάω εγωιστικά εμένα κι αυτό είναι ένα κεφάλαιο που χρειάζεται δουλειά συνεχόμενη κι αδιάκοπη για να διορθωθεί προς το καλύτερο.
Η αγάπη είναι αλτρουισμός. Δεν είναι ανταποδοτικό συναίσθημα. Σε οποιαδήποτε μορφή σχέσης. Πρέπει, μόνο, να υπάρχει καλός συγχρονισμός και λίγη τύχη. Κάτι σαν να κερδίζεις στο καζίνο, δηλαδή. Κι όλοι ξέρουμε πόσο, εξαιρετικά, σπάνιο είναι κάτι τέτοιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου