Εἰ δ᾽ ἐθέλεις, ἕτερόν τοι ἐγὼ λόγον ἐκκορυφώσω,
εὖ καὶ ἐπισταμένως· σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν
[ὡς ὁμόθεν γεγάασι θεοὶ θνητοί τ᾽ ἄνθρωποι].
Χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος μερόπων ἀνθρώπων
110 ἀθάνατοι ποίησαν Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες.
οἳ μὲν ἐπὶ Κρόνου ἦσαν, ὅτ᾽ οὐρανῷ ἐμβασίλευεν·
ὥστε θεοὶ δ᾽ ἔζωον, ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες,
νόσφιν ἄτερ τε πόνων καὶ ὀιζύος, οὐδέ τι δειλὸν
γῆρας ἐπῆν, αἰεὶ δὲ πόδας καὶ χεῖρας ὁμοῖοι
115 τέρποντ᾽ ἐν θαλίῃσι κακῶν ἔκτοσθεν ἁπάντων·
θνῇσκον δ᾽ ὥσθ᾽ ὕπνῳ δεδμημένοι· ἐσθλὰ δὲ πάντα
τοῖσιν ἔην· καρπὸν δ᾽ ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα
αὐτομάτη πολλόν τε καὶ ἄφθονον· οἱ δ᾽ ἐθελημοὶ
ἥσυχοι ἔργ᾽ ἐνέμοντο σὺν ἐσθλοῖσιν πολέεσσιν.
120 [ἀφνειοὶ μήλοισι, φίλοι μακάρεσσι θεοῖσιν.]
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψεν,
τοὶ μὲν δαίμονές εἰσι Διὸς μεγάλου διὰ βουλὰς
ἐσθλοί, ἐπιχθόνιοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων,
[οἵ ῥα φυλάσσουσίν τε δίκας καὶ σχέτλια ἔργα
125 ἠέρα ἑσσάμενοι πάντη φοιτῶντες ἐπ᾽ αἶαν,]
πλουτοδόται· καὶ τοῦτο γέρας βασιλήιον ἔσχον.
Δεύτερον αὖτε γένος πολὺ χειρότερον μετόπισθεν
ἀργύρεον ποίησαν Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες,
χρυσέῳ οὔτε φυὴν ἐναλίγκιον οὔτε νόημα·
130 ἀλλ᾽ ἑκατὸν μὲν παῖς ἔτεα παρὰ μητέρι κεδνῇ
ἐτρέφετ᾽ ἀτάλλων μέγα νήπιος, ᾧ ἐνὶ οἴκῳ·
ἀλλ᾽ ὅτ᾽ ἄρ᾽ ἡβήσαι τε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο,
παυρίδιον ζώεσκον ἐπὶ χρόνον, ἄλγε᾽ ἔχοντες
ἀφραδίῃς· ὕβριν γὰρ ἀτάσθαλον οὐκ ἐδύναντο
135 ἀλλήλων ἀπέχειν, οὐδ᾽ ἀθανάτους θεραπεύειν
ἤθελον οὐδ᾽ ἔρδειν μακάρων ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς,
ᾗ θέμις ἀνθρώποις κατὰ ἤθεα. τοὺς μὲν ἔπειτα
Ζεὺς Κρονίδης ἔκρυψε χολούμενος, οὕνεκα τιμὰς
οὐκ ἔδιδον μακάρεσσι θεοῖς οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν.
140 αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψεν,
τοὶ μὲν ὑποχθόνιοι μάκαρες θνητοὶ καλέονται,
δεύτεροι, ἀλλ᾽ ἔμπης τιμὴ καὶ τοῖσιν ὀπηδεῖ.
***
Μ᾽ αν θέλεις κι άλλον εγώ με συντομία λόγο θα σου πω,
καλά κι επισταμένα. Κι εσύ μέσα στο νου σου βάλ ᾽το,
[πως απ᾽ την ίδια φύτρα γεννηθήκανε οι θεοί και οι θνητοί οι άνθρωποι.]
Πρώτο απ᾽ όλα το χρυσό το γένος των θνητών ανθρώπων
110 έφτιαξαν οι αθάνατοι που τα Ολύμπια τα δώματα κατέχουν.
Κι έζησαν τούτοι τον καιρό του Κρόνου, τότε που ήταν βασιλιάς στον ουρανό.
Ζούσανε σαν θεοί κι είχανε την καρδιά τους δίχως θλίψεις,
από κόπους μακριά και δυστυχίες. Κι ούτε τα ελεεινά
τα γηρατειά σ᾽ αυτούς υπήρχαν, μα πάντα ανάλλαχτοι στα πόδια και τα χέρια
χαίρονταν σ᾽ ευωχίες, έξω απ᾽ όλα τα κακά.
Και σαν παραδομένοι σε ύπνο πέθαιναν. Και όλα τα αγαθά
σ᾽ αυτούς υπήρχαν. Καρπό τούς έδινε η σιτοδότρα γη
από μόνη της πολύ και άφθονο. Κι εκείνοι με προθυμία
ζούσαν ήσυχοι απ᾽ τα χωράφια τους μέσα σε αγαθά πολλά,
120 [πλούσιοι σε κοπάδια, αγαπητοί στους μακάριους θεούς.]
Όμως αφού το γένος τούτο το σκέπασε το χώμα,
γίνανε εκείνοι δαίμονες αγαθοί, με τη θέληση του Δία του μεγάλου,
πάνω στη γη φύλακες των θνητών ανθρώπων
[που προσέχουν δίκαιες κρίσεις κι άδικα έργα
ντυμένοι ομίχλη, σ᾽ όλη τη γη γυρνώντας,]
πλουτοδότες. Τούτο το βασιλικό προνόμιο αποκτήσαν.
Δεύτερο πάλι γένος, το αργυρό, πολύ κατώτερο
φτιάξανε κατόπιν οι θεοί που τα Ολύμπια δώματα κατέχουν,
ανόμοιο στο σώμα και το νου με το χρυσό το γένος.
130 Χρόνια εκατό ανατρεφόταν το παιδί πλάι στη μάνα την πιστή
παίζοντας χαρωπά, ανόητο πολύ, μέσα στο σπίτι του.
Μα όταν έφτανε η ώρα να γίνουν νέοι, επάνω στην ακμή της νιότης,
για λίγο χρόνο ζούσαν κι υποφέρανε
εξαιτίας της μωρίας τους. Γιατί τις μεταξύ τους ανόσιες προσβολές
να αποφύγουν δεν μπορούσαν, ούτε τους αθανάτους να λατρεύουν
θέλανε, ούτε θυσίες να κάνουν στους ιερούς των μακαρίων θεών βωμούς,
πράγμα σωστό για τους ανθρώπους κατά τις συνήθειές τους.
Αυτούς ο Δίας, του Κρόνου ο γιος, τους εξαφάνισε οργισμένος,
γιατί δεν αποδίδανε τιμές στους μακαρίους θεούς που εξουσιάζουνε τον Όλυμπο.
140 Όμως αφού και τούτο το γένος κάλυψε η γη,
λέγονται τούτοι υποχθόνιοι, μακάριοι θνητοί,
κατώτεροι, μα κι έτσι τους συνοδεύει και αυτούς κάποια τιμή.
εὖ καὶ ἐπισταμένως· σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν
[ὡς ὁμόθεν γεγάασι θεοὶ θνητοί τ᾽ ἄνθρωποι].
Χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος μερόπων ἀνθρώπων
110 ἀθάνατοι ποίησαν Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες.
οἳ μὲν ἐπὶ Κρόνου ἦσαν, ὅτ᾽ οὐρανῷ ἐμβασίλευεν·
ὥστε θεοὶ δ᾽ ἔζωον, ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες,
νόσφιν ἄτερ τε πόνων καὶ ὀιζύος, οὐδέ τι δειλὸν
γῆρας ἐπῆν, αἰεὶ δὲ πόδας καὶ χεῖρας ὁμοῖοι
115 τέρποντ᾽ ἐν θαλίῃσι κακῶν ἔκτοσθεν ἁπάντων·
θνῇσκον δ᾽ ὥσθ᾽ ὕπνῳ δεδμημένοι· ἐσθλὰ δὲ πάντα
τοῖσιν ἔην· καρπὸν δ᾽ ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα
αὐτομάτη πολλόν τε καὶ ἄφθονον· οἱ δ᾽ ἐθελημοὶ
ἥσυχοι ἔργ᾽ ἐνέμοντο σὺν ἐσθλοῖσιν πολέεσσιν.
120 [ἀφνειοὶ μήλοισι, φίλοι μακάρεσσι θεοῖσιν.]
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψεν,
τοὶ μὲν δαίμονές εἰσι Διὸς μεγάλου διὰ βουλὰς
ἐσθλοί, ἐπιχθόνιοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων,
[οἵ ῥα φυλάσσουσίν τε δίκας καὶ σχέτλια ἔργα
125 ἠέρα ἑσσάμενοι πάντη φοιτῶντες ἐπ᾽ αἶαν,]
πλουτοδόται· καὶ τοῦτο γέρας βασιλήιον ἔσχον.
Δεύτερον αὖτε γένος πολὺ χειρότερον μετόπισθεν
ἀργύρεον ποίησαν Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες,
χρυσέῳ οὔτε φυὴν ἐναλίγκιον οὔτε νόημα·
130 ἀλλ᾽ ἑκατὸν μὲν παῖς ἔτεα παρὰ μητέρι κεδνῇ
ἐτρέφετ᾽ ἀτάλλων μέγα νήπιος, ᾧ ἐνὶ οἴκῳ·
ἀλλ᾽ ὅτ᾽ ἄρ᾽ ἡβήσαι τε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο,
παυρίδιον ζώεσκον ἐπὶ χρόνον, ἄλγε᾽ ἔχοντες
ἀφραδίῃς· ὕβριν γὰρ ἀτάσθαλον οὐκ ἐδύναντο
135 ἀλλήλων ἀπέχειν, οὐδ᾽ ἀθανάτους θεραπεύειν
ἤθελον οὐδ᾽ ἔρδειν μακάρων ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς,
ᾗ θέμις ἀνθρώποις κατὰ ἤθεα. τοὺς μὲν ἔπειτα
Ζεὺς Κρονίδης ἔκρυψε χολούμενος, οὕνεκα τιμὰς
οὐκ ἔδιδον μακάρεσσι θεοῖς οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν.
140 αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψεν,
τοὶ μὲν ὑποχθόνιοι μάκαρες θνητοὶ καλέονται,
δεύτεροι, ἀλλ᾽ ἔμπης τιμὴ καὶ τοῖσιν ὀπηδεῖ.
***
Μ᾽ αν θέλεις κι άλλον εγώ με συντομία λόγο θα σου πω,
καλά κι επισταμένα. Κι εσύ μέσα στο νου σου βάλ ᾽το,
[πως απ᾽ την ίδια φύτρα γεννηθήκανε οι θεοί και οι θνητοί οι άνθρωποι.]
Πρώτο απ᾽ όλα το χρυσό το γένος των θνητών ανθρώπων
110 έφτιαξαν οι αθάνατοι που τα Ολύμπια τα δώματα κατέχουν.
Κι έζησαν τούτοι τον καιρό του Κρόνου, τότε που ήταν βασιλιάς στον ουρανό.
Ζούσανε σαν θεοί κι είχανε την καρδιά τους δίχως θλίψεις,
από κόπους μακριά και δυστυχίες. Κι ούτε τα ελεεινά
τα γηρατειά σ᾽ αυτούς υπήρχαν, μα πάντα ανάλλαχτοι στα πόδια και τα χέρια
χαίρονταν σ᾽ ευωχίες, έξω απ᾽ όλα τα κακά.
Και σαν παραδομένοι σε ύπνο πέθαιναν. Και όλα τα αγαθά
σ᾽ αυτούς υπήρχαν. Καρπό τούς έδινε η σιτοδότρα γη
από μόνη της πολύ και άφθονο. Κι εκείνοι με προθυμία
ζούσαν ήσυχοι απ᾽ τα χωράφια τους μέσα σε αγαθά πολλά,
120 [πλούσιοι σε κοπάδια, αγαπητοί στους μακάριους θεούς.]
Όμως αφού το γένος τούτο το σκέπασε το χώμα,
γίνανε εκείνοι δαίμονες αγαθοί, με τη θέληση του Δία του μεγάλου,
πάνω στη γη φύλακες των θνητών ανθρώπων
[που προσέχουν δίκαιες κρίσεις κι άδικα έργα
ντυμένοι ομίχλη, σ᾽ όλη τη γη γυρνώντας,]
πλουτοδότες. Τούτο το βασιλικό προνόμιο αποκτήσαν.
Δεύτερο πάλι γένος, το αργυρό, πολύ κατώτερο
φτιάξανε κατόπιν οι θεοί που τα Ολύμπια δώματα κατέχουν,
ανόμοιο στο σώμα και το νου με το χρυσό το γένος.
130 Χρόνια εκατό ανατρεφόταν το παιδί πλάι στη μάνα την πιστή
παίζοντας χαρωπά, ανόητο πολύ, μέσα στο σπίτι του.
Μα όταν έφτανε η ώρα να γίνουν νέοι, επάνω στην ακμή της νιότης,
για λίγο χρόνο ζούσαν κι υποφέρανε
εξαιτίας της μωρίας τους. Γιατί τις μεταξύ τους ανόσιες προσβολές
να αποφύγουν δεν μπορούσαν, ούτε τους αθανάτους να λατρεύουν
θέλανε, ούτε θυσίες να κάνουν στους ιερούς των μακαρίων θεών βωμούς,
πράγμα σωστό για τους ανθρώπους κατά τις συνήθειές τους.
Αυτούς ο Δίας, του Κρόνου ο γιος, τους εξαφάνισε οργισμένος,
γιατί δεν αποδίδανε τιμές στους μακαρίους θεούς που εξουσιάζουνε τον Όλυμπο.
140 Όμως αφού και τούτο το γένος κάλυψε η γη,
λέγονται τούτοι υποχθόνιοι, μακάριοι θνητοί,
κατώτεροι, μα κι έτσι τους συνοδεύει και αυτούς κάποια τιμή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου