Ο Πυγμαλίων ήταν ένας γλύπτης. Πιθανότατα, ο καλύτερος από τους καλλιτέχνες που δούλευαν την πέτρα σε όλη τη χώρα. Ένα βράδυ, βλέπει στον ύπνο του μια πανέμορφη γυναίκα να περπατά υπεροπτικά και αισθησιακά στο δωμάτιό του. Ο Πυγμαλίων πιστεύει πως είναι η Αφροδίτη, η θεά της αγάπης και του έρωτα και σκέφτεται πως η ίδια του έστειλε αυτήν την εικόνα για να του ζητήσει να φτιάξει ένα άγαλμα προς τιμήν της. Το επόμενο πρωί ο Πυγμαλίων πηγαίνει στο λατομείο και εκεί βρίσκει, λες και τον περίμενε, ένα μεγάλο κομμάτι από μάρμαρο που… ταίριαζε στην εντέλεια με την ιδέα του έργου του, τη γυναίκα του ονείρου του, σε φυσικό μέγεθος, όρθια, ελάχιστα γερμένη πάνω σε έναν τοίχο, να κοιτάζει υπερήφανα τον κόσμο των θνητών. Τους επόμενους μήνες ο καλλιτέχνης σμιλεύει την πέτρα αφαιρώντας ό,τι περισσεύει, ώστε να φανεί η απόλυτη ομορφιά του έργου. Κάθε μέρα δουλεύει ακούραστα, κάθε νύχτα ονειρεύεται αυτό το πρόσωπο, αυτό το σώμα, αυτά τα χέρια, αυτήν την πόζα. Το άγαλμα παίρνει σιγά σιγά μορφή και, δεδομένου ότι ο Πυγμαλίων κοιμάται στο εργαστήριό του, η μαρμάρινη γυναίκα είναι η πρώτη φιγούρα που αντικρίζει κάθε πρωί.
Ο Πυγμαλίων, όχι μόνο μπορεί να δει μέσα του το έργο ολοκληρωμένο, αλλά αρχίζει και να φαντάζεται πως θα ήταν αυτή η γυναίκα αν ερχόταν στη ζωή. Με κάθε λάξευμα, ο γλύπτης φανερώνει αυτά που φαντάστηκε και που ξέρει για αυτό το άψογο θηλυκό. Για να την ορίσει τελειότερα της δίνει και όνομα: Γαλάτεια. Όσο διαγράφονται οι λεπτομέρειες στο μάρμαρο, τόσο μεγαλώνει η εμμονή του καλλιτέχνη να δει το έργο του ολοκληρωμένο. Δεν είναι απλά η επιθυμία της ολοκλήρωσης του έργου που θα αισθανόταν οποιοσδήποτε γλύπτης, είναι το πάθος ενός ερωτευμένου να βρεθεί μπροστά στην αγαπημένη του. Τελικά, η μέρα φτάνει. Μένει μόνο ένα γυάλισμα, και η Γαλάτεια θα είναι έτοιμη να παρουσιαστεί στην κοινωνία. «Ο κόσμος θα μείνει άφωνος μπροστά στην ομορφιά σου» λέει στο μάρμαρο.
Εκείνη τη νύχτα, τον ξυπνά ένα αεράκι που μπαίνει από το παράθυρο. Μια πανέμορφη γυναίκα στέκεται μπροστά στη Γαλάτεια. Από μέσα της αναβλύζει μια έντονη λάμψη. Είναι η ίδια η Αφροδίτη. Κατέβηκε στο εργαστήριο για να δει το έργο που έκανε ο Πυγμαλίων προς τιμήν της. «Σε συγχαίρω, γλύπτη, είναι ένα αριστούργημα. Αισθάνομαι πολύ ικανοποιημένη. Ζήτα μου ό,τι θες και εγώ θα το εκπληρώσω» λέει η θεά. Ο Πυγμαλίων δεν διστάζει. Ξέρει τι είναι αυτό που επιθυμεί. Το σκέφτεται εδώ και βδομάδες. «Ευχαριστώ Αφροδίτη. Η μοναδική μου επιθυμία είναι να δώσεις ζωή στο άγαλμά μου. Να επιτρέψεις να μεταμορφωθεί σε γυναίκα από σάρκα και οστά, μια γυναίκα που να είναι, να αισθάνεται και να σκέφτεται όπως εγώ τη φαντάστηκα…» Η θεά το σκέφτεται και τελικά αποφασίζει ότι ο γλύπτης το αξίζει. «Δεκτό» λέει η Αφροδίτη και μετά εξαφανίζεται.
Καθώς η χαρά του παλεύει με την ταραχή του, ο Πυγμαλίων βλέπει πως η Γαλάτεια ανοίγει τα τεράστια μάτια της και πως το δέρμα της αλλάζει από το παγωμένο λευκό του μάρμαρου στο ζεστό ροζ χρώμα της ανθρώπινης επιδερμίδας. Ο καλλιτέχνης την πλησιάζει και της προτείνει το χέρι του, για να την κατεβάσει από το βάθρο. Με μία πριγκιπική χειρονομία, η Γαλάτεια δέχεται το χέρι του Πυγμαλίωνα και κατεβαίνει περπατώντας υπεροπτικά προς το παράθυρο. «Γαλάτεια» λέει ο Πυγμαλίων, «είσαι δημιούργημά μου. Εσωτερικά και εξωτερικά είσαι ακριβώς αυτό που φαντάστηκα, όπως σε επιθύμησα. Αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής κάθε θνητού. Η γυναίκα των ονείρων του, έτσι ακριβώς όπως την ονειρεύτηκε, να στέκει μπροστά του. Παντρέψου με, ωραία Γαλάτεια.» Η πανέμορφη γυναίκα γυρίζει το κεφάλι και τον κοιτάζει πάνω από τον ώμο της για μια στιγμή. Μετά, ξανακοιτάζει την πόλη και του λέει με τη φωνή που ο Πυγμαλίων είχε φανταστεί, αυτό που ο καλλιτέχνης ποτέ δεν είχε σκεφτεί: «Εσύ ξέρεις πολύ καλά τι σκέφτομαι και πως είμαι. Ειλικρινά πιστεύεις ότι κάποια σαν και εμένα θα μπορούσε να συμβιβαστεί με κάποιον σαν και εσένα;»
Ο Πυγμαλίων, όχι μόνο μπορεί να δει μέσα του το έργο ολοκληρωμένο, αλλά αρχίζει και να φαντάζεται πως θα ήταν αυτή η γυναίκα αν ερχόταν στη ζωή. Με κάθε λάξευμα, ο γλύπτης φανερώνει αυτά που φαντάστηκε και που ξέρει για αυτό το άψογο θηλυκό. Για να την ορίσει τελειότερα της δίνει και όνομα: Γαλάτεια. Όσο διαγράφονται οι λεπτομέρειες στο μάρμαρο, τόσο μεγαλώνει η εμμονή του καλλιτέχνη να δει το έργο του ολοκληρωμένο. Δεν είναι απλά η επιθυμία της ολοκλήρωσης του έργου που θα αισθανόταν οποιοσδήποτε γλύπτης, είναι το πάθος ενός ερωτευμένου να βρεθεί μπροστά στην αγαπημένη του. Τελικά, η μέρα φτάνει. Μένει μόνο ένα γυάλισμα, και η Γαλάτεια θα είναι έτοιμη να παρουσιαστεί στην κοινωνία. «Ο κόσμος θα μείνει άφωνος μπροστά στην ομορφιά σου» λέει στο μάρμαρο.
Εκείνη τη νύχτα, τον ξυπνά ένα αεράκι που μπαίνει από το παράθυρο. Μια πανέμορφη γυναίκα στέκεται μπροστά στη Γαλάτεια. Από μέσα της αναβλύζει μια έντονη λάμψη. Είναι η ίδια η Αφροδίτη. Κατέβηκε στο εργαστήριο για να δει το έργο που έκανε ο Πυγμαλίων προς τιμήν της. «Σε συγχαίρω, γλύπτη, είναι ένα αριστούργημα. Αισθάνομαι πολύ ικανοποιημένη. Ζήτα μου ό,τι θες και εγώ θα το εκπληρώσω» λέει η θεά. Ο Πυγμαλίων δεν διστάζει. Ξέρει τι είναι αυτό που επιθυμεί. Το σκέφτεται εδώ και βδομάδες. «Ευχαριστώ Αφροδίτη. Η μοναδική μου επιθυμία είναι να δώσεις ζωή στο άγαλμά μου. Να επιτρέψεις να μεταμορφωθεί σε γυναίκα από σάρκα και οστά, μια γυναίκα που να είναι, να αισθάνεται και να σκέφτεται όπως εγώ τη φαντάστηκα…» Η θεά το σκέφτεται και τελικά αποφασίζει ότι ο γλύπτης το αξίζει. «Δεκτό» λέει η Αφροδίτη και μετά εξαφανίζεται.
Καθώς η χαρά του παλεύει με την ταραχή του, ο Πυγμαλίων βλέπει πως η Γαλάτεια ανοίγει τα τεράστια μάτια της και πως το δέρμα της αλλάζει από το παγωμένο λευκό του μάρμαρου στο ζεστό ροζ χρώμα της ανθρώπινης επιδερμίδας. Ο καλλιτέχνης την πλησιάζει και της προτείνει το χέρι του, για να την κατεβάσει από το βάθρο. Με μία πριγκιπική χειρονομία, η Γαλάτεια δέχεται το χέρι του Πυγμαλίωνα και κατεβαίνει περπατώντας υπεροπτικά προς το παράθυρο. «Γαλάτεια» λέει ο Πυγμαλίων, «είσαι δημιούργημά μου. Εσωτερικά και εξωτερικά είσαι ακριβώς αυτό που φαντάστηκα, όπως σε επιθύμησα. Αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής κάθε θνητού. Η γυναίκα των ονείρων του, έτσι ακριβώς όπως την ονειρεύτηκε, να στέκει μπροστά του. Παντρέψου με, ωραία Γαλάτεια.» Η πανέμορφη γυναίκα γυρίζει το κεφάλι και τον κοιτάζει πάνω από τον ώμο της για μια στιγμή. Μετά, ξανακοιτάζει την πόλη και του λέει με τη φωνή που ο Πυγμαλίων είχε φανταστεί, αυτό που ο καλλιτέχνης ποτέ δεν είχε σκεφτεί: «Εσύ ξέρεις πολύ καλά τι σκέφτομαι και πως είμαι. Ειλικρινά πιστεύεις ότι κάποια σαν και εμένα θα μπορούσε να συμβιβαστεί με κάποιον σαν και εσένα;»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου