Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

Ελληνιστική Γραμματεία: Τα λογοτεχνικά είδη, Ελληνιστικά είδη, Ειδύλλιο

Ενώ ο όρος ειδύλλιο και ειδυλλιακός στην καθομιλουμένη φέρνουν στον νου εξιδανικευμένες καταστάσεις σχετικές με τον έρωτα και τη φύση, στην ιστορία της λογοτεχνίας ο τεχνικός όρος εἰδύλλιον είναι ταυτισμένος με έναν και μόνον ποιητή, τον Θεόκριτο από τις Συρακούσες (ακμή 300-260 π.Χ.). Ο όρος που αρχικά σήμαινε «μικρό ποίημα» χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους εκδότες και υπομνηματιστές για να περιγράψει τη συλλογή των 31 ολιγόστιχων ποιημάτων που σώθηκαν με το όνομα του Θεοκρίτου (8 από αυτά θεωρούνται νόθα).
 
Τα ειδύλλια που συγκροτούν το θεοκρίτειο corpus είναι αδύνατον να ενταχθούν σε ένα είδος ποίησης με βάση ενιαία κριτήρια. Αν εξαιρέσουμε το μέτρο που είναι κοινό σε ολόκληρη τη συλλογή και είναι ο δακτυλικός εξάμετρος (εκτός από τα Ειδύλλια 29 και 30 που είναι γραμμένα σε αιολικά μέτρα), όλα τα υπόλοιπα μικρά αυτόνομα ποιήματα του Θεοκρίτου παρουσιάζουν μεγάλη ειδολογική ποικιλία. Χαρακτηριστικό είναι, για παράδειγμα, ότι ο Θεόκριτος αξιοποιεί όλες τις ποιητικές διαλέκτους–τη δωρίζουσα και τη δωρική, την επικο-ιωνική, την αιολική, και τους αναμεταξύ τους συνδυασμούς. Επίσης χρησιμοποιεί μια σειρά από παραδοσιακές φόρμες όπως ο ύμνος (Ειδ. 22 Διόσκουροι), ο επιθαλάμιος (Ειδ. 18 Ἑλένης Ἐπιθαλάμιος) και ο θεατρικός μίμος (Ειδ. 2 Φαρμακεύτρια, 14 Αἰσχίνας καὶ Θυώνιχος και 15 Συρακόσιαι ἢ Ἀδωνιάζουσαι), αλλά επινοεί και καινούριες, όπως είναι το αλεξανδρινής κοπής επύλλιο (Ειδ. 13 Ὕλας και 24 Ἡρακλίσκος). Και η θεματική του είναι ποικίλη: τα ειδύλλιά του πραγματεύονται την καθημερινή ζωή της υπαίθρου και της πόλης, φωτίζουν άγνωστες πτυχές γνωστών μύθων όπως είναι η παιδική ηλικία του Ηρακλή, έχουν ερωτικό θέμα ή αφιερώνονται σε ισχυρούς μονάρχες-πάτρονες της εποχής (το Ειδ. 16 στον Ιέρωνα τον Β΄ των Συρακουσών και το Ειδ. 17 στον Πτολεμαίο Β΄ τον Φιλάδελφο).
 
Ο Θεόκριτος ωστόσο συνδέεται άρρηκτα με το είδος της βουκολικής ποίησης. Η βουκολική ποιητική εστιάζει στην περιγραφή ενός ευτοπικού, εξιδανικευμένου κόσμου ποιμένων, αιπόλων και βουκόλων όπου βασιλεύει η φύση, η ποίηση και ο έρωτας. Οι ποιητικές αρχές του βουκολισμού είναι εμφανείς από τους πρώτους κιόλας στίχους του προγραμματικού πρώτου ειδυλλίου του Θεοκρίτου Θύρσις ἢ Ὠιδή [Θεόκριτος, Ειδ. 1]:
 
Γλυκύτατα, γιδοβοσκέ, τραγουδάει θροΐζοντας
και το πεύκο εκείνο πλάι στην πηγή,
γλυκιά μελωδία παίζεις κι εσύ με τη σύριγγα·
μετά τον Πάνα θα λάβεις το δεύτερο βραβείο.
 
Οι απαρχές του βουκολικού είδους είναι βαθιά ριζωμένες σε λαϊκές παραδόσεις της Σικελίας, στη λατρεία του Διονύσου και της Άρτεμης, στη δωρική κωμωδία και τον μίμο∙ ωστόσο ο Θεόκριτος μεταφέρει στα βουκολικά του ειδύλλια την καλλιτεχνική τελειότητα και την αισθητική εκλέπτυνση που καμία σχέση δεν έχουν με τις λαϊκές καταβολές της ποίησής του αλλά πολύ περισσότερο με το κομψό και λόγιο περιβάλλον της ελληνιστικής Αλεξάνδρειας. Ο βουκολισμός, που μετεξελίχθηκε σε ποιμενική ποίηση από τον Βιργίλιο στις Εκλογές του, αποτέλεσε για όλη τη μετέπειτα δυτική λογοτεχνία το συνώνυμο της ουτοπικής ποίησης.

Κείμενα:

· Θεόκριτος, Ειδύλλια 1 και 7 (Τα προγραμματικά ειδύλλια του Θεοκρίτου)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου