ΟΙΚΕΤΗΣ Α’
Αἶρ᾽ αἶρε μᾶζαν ὡς τάχος τῷ κανθάρῳ.
ΟΙΚΕΤΗΣ Β’
ἰδού. δὸς αὐτῷ, τῷ κάκιστ᾽ ἀπολουμένῳ·
καὶ μήποτ᾽ αὐτῆς μᾶζαν ἡδίω φάγοι.
ΟΙ. Α’ δὸς μᾶζαν ἑτέραν, ἐξ ὀνίδων πεπλασμένην.
5 ΟΙ. Β’ ἰδοὺ μάλ᾽ αὖθις. ποῦ γὰρ ἣν νυνδὴ ᾽φερες;
οὐ κατέφαγεν; ΟΙ. Α’ μὰ τὸν Δί᾽, ἀλλ᾽ ἐξαρπάσας
ὅλην ἐνέκαψε περικυλίσας τοῖν ποδοῖν.
ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα τρῖβε πολλὰς καὶ πυκνάς.
ΟΙ. Β’ ἄνδρες κοπρολόγοι, προσλάβεσθε πρὸς θεῶν,
10 εἰ μή με βούλεσθ᾽ ἀποπνιγέντα περιιδεῖν.
ΟΙ. Α’ ἑτέραν ἑτέραν δός, παιδὸς ἡταιρηκότος·
τετριμμένης γάρ φησιν ἐπιθυμεῖν. ΟΙ. Β’ ἰδού.
ἑνὸς μέν, ὦνδρες, ἀπολελύσθαι μοι δοκῶ·
οὐδεὶς γὰρ ἂν φαίη με μάττοντ᾽ ἐσθίειν.
15 ΟΙ. Α’ αἰβοῖ· φέρ᾽ ἄλλην χἀτέραν μοι χἀτέραν,
καὶ τρῖβ᾽ ‹ἔθ᾽› ἑτέρας. ΟΙ. Β’ μὰ τὸν Ἀπόλλω ᾽γὼ μὲν οὔ·
οὐ γὰρ ἔθ᾽ οἷός τ᾽ εἴμ᾽ ὑπερέχειν τῆς ἀντλίας.
ΟΙ. Α’ αὐτὴν ἄρ᾽ οἴσω συλλαβὼν τὴν ἀντλίαν.
ΟΙ. Β’ νὴ τὸν Δί᾽ ἐς κόρακάς γε, καὶ σαυτόν γε πρός.
20 ὑμῶν δέ γ᾽ εἴ τις οἶδέ μοι κατειπάτω
πόθεν ἂν πριαίμην ῥῖνα μὴ τετρημένην.
οὐδὲν γὰρ ἔργον ἦν ἄρ᾽ ἀθλιώτερον
ἢ κανθάρῳ μάττοντα παρέχειν ἐσθίειν.
ὗς μὲν γάρ, ὥσπερ ἂν χέσῃ τις, ἢ κύων
25 φαύλως ἐρείδει τοῦθ᾽· ὁ δ᾽ ὑπὸ φρονήματος
βρενθύεταί τε καὶ φαγεῖν οὐκ ἀξιοῖ,
ἢν μὴ παραθῶ τρίψας δι᾽ ἡμέρας ὅλης
ὥσπερ γυναικὶ γογγύλην μεμαγμένην.
ἀλλ᾽ εἰ πέπαυται τῆς ἐδωδῆς σκέψομαι
30 τῃδὶ παροίξας τῆς θύρας, ἵνα μή μ᾽ ἴδῃ.
ἔρειδε, μὴ παύσαιο μηδέποτ᾽ ἐσθίων
τέως ἕως σαυτὸν λάθῃς διαρραγείς.
οἷον δὲ κύψας ὁ κατάρατος ἐσθίει,
ὥσπερ παλαιστής, παραβαλὼν τοὺς γομφίους,
35 καὶ ταῦτα τὴν κεφαλήν τε καὶ τὼ χεῖρέ πως
ὡδὶ περιάγων, ὥσπερ οἱ τὰ σχοινία
τὰ παχέα συμβάλλοντες εἰς τὰς ὁλκάδας.
μιαρὸν τὸ χρῆμα καὶ κάκοσμον καὶ βορόν,
χὤτου ποτ᾽ ἐστὶ δαιμόνων ἡ προσβολὴ
40 οὐκ οἶδ᾽. Ἀφροδίτης μὲν γὰρ οὔ μοι φαίνεται,
οὐ μὴν Χαρίτων γε. ΟΙ. Α’ τοῦ γάρ ἐστ᾽; ΟΙ. Β’ οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως
τοῦτ᾽ ἔστι τὸ τέρας οὐ Διὸς Σκαταιβάτου.
***
ΣΚΗΝΗ: Το σπίτι του Τρυγαίου με στάβλο μπροστά του· μια σπηλιά, με το άνοιγμά της κλεισμένο με μεγάλες πέτρες· το σπίτι του Δία στον ουρανό.
Έξω από το σπίτι του Τρυγαίου και ακριβώς μπροστά στην κλειστή πόρτα του στάβλου δυο υπηρέτες· ο ένας ζυμώνει κοπριά σε μια σκάφη και ο άλλος κουβαλά μέσα στο στάβλο τα κομμάτια της ζύμης που ετοιμάζονται κάθε τόσο.
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Πίτα για το σκαθάρι! Αμέσως! Σβέλτα!
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Δώσ᾽ του, π᾽ ανάθεμά το· κι άλλη πίτα
πιο νόστιμη ποτέ του να μη φάει.
ΠΡΩ. Κι άλλη! Γαϊδάρου πλάσε καβαλίνα.
ΔΕΥ. Πάρε. Κι αυτή που τώρα δα του πήγες;
Δεν την έφαγε; ΠΡΩ. Μπα! Με τα δυο πόδια
την κύλησε αρπαχτά, χλαπ μια και κάτω.
Τρίβε πολλές, σφιχτές σφιχτές, και σβέλτα.
ΔΕΥ. Σκουπιδαραίοι, να ζήσετε, βοηθάτε·
10 αλλιώς, θα σκάσω· το βαστά η καρδιά σας;
ΠΡΩ. Κι άλλη! Νεαρού που να κουνιέται· λέει
πως θέλει μια καλά τριμμένη. ΔΕΥ. Πάρε.
Στους θεατές.
Ένα μονάχα, κύριοι, δε φοβούμαι:
πως θα μου πουν πως κλέβω από τη ζύμη.
ΠΡΩ. Αχ συφορά μου· δώσε κι άλλη· κι άλλη·
πλάθε γραμμή. ΔΕΥ. Μα τον Απόλλωνα, όχι·
μ᾽ έπνιξε αυτή η σεντίνα· δεν αντέχω.
ΠΡΩ. Τότε του πάω την ίδια τη σεντίνα.
Παίρνει τη σκάφη και την πηγαίνει μέσα στο στάβλο.
ΔΕΥ. Ναι, στην οργή να πάει· κι εσύ μαζί της.
20 Ποιός θα μου πει, ποιός ξέρει, κύριοι, πού
πουλάνε μύτες που δεν έχουν τρύπες;
Φριχτότερη δουλειά απ᾽ αυτή δεν είναι,
να ζυμώνεις πιτούλες για σκαθάρι.
Γουρούνια και σκυλιά τα χάφτουν, όπως
τα κάνεις· τούτο δω μας κάνει νάζια·
δεν καταδέχεται ούτε να τ᾽ αγγίξει.
αν δεν του τα ζυμώσω εγώ ολημέρα
σα φραντζόλες που αρέσουν στις κυράδες.
Να απόφαγε; Ποιός ξέρει; Ας μισοανοίξω
30 την πόρτα, αλλά σιγά, να μη με νιώσει.
Χάφτε, μωρέ· ποτέ μη σταματήσεις,
ώσπου να σκάσεις. Το καταραμένο,
σκύβει σαν παλαιστής, και τρώει, ανοίγει
τα δαγκανάρια, γυροφέρνει πόδια
και κεφάλι ετσιδά, σαν τους μαστόρους
που στρίβουν παλαμάρια για μαούνες.
Λαίμαργο ζώο· βρομιά και σιχαμάρα·
τέτοιο κακό ποιός θεός να το ᾽χει στείλει;
40 Όχ᾽ η Αφροδίτη, σίγουρα· μα κι ούτε
οι Χάριτες.
ΠΡΩ., που στο αναμεταξύ βγήκε από το στάβλο.
Ποιός τότε; ΔΕΥ. Δίχως άλλο, ο
Δίας Καταιβάτης· ναι, δικό του δώρο.
Αἶρ᾽ αἶρε μᾶζαν ὡς τάχος τῷ κανθάρῳ.
ΟΙΚΕΤΗΣ Β’
ἰδού. δὸς αὐτῷ, τῷ κάκιστ᾽ ἀπολουμένῳ·
καὶ μήποτ᾽ αὐτῆς μᾶζαν ἡδίω φάγοι.
ΟΙ. Α’ δὸς μᾶζαν ἑτέραν, ἐξ ὀνίδων πεπλασμένην.
5 ΟΙ. Β’ ἰδοὺ μάλ᾽ αὖθις. ποῦ γὰρ ἣν νυνδὴ ᾽φερες;
οὐ κατέφαγεν; ΟΙ. Α’ μὰ τὸν Δί᾽, ἀλλ᾽ ἐξαρπάσας
ὅλην ἐνέκαψε περικυλίσας τοῖν ποδοῖν.
ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα τρῖβε πολλὰς καὶ πυκνάς.
ΟΙ. Β’ ἄνδρες κοπρολόγοι, προσλάβεσθε πρὸς θεῶν,
10 εἰ μή με βούλεσθ᾽ ἀποπνιγέντα περιιδεῖν.
ΟΙ. Α’ ἑτέραν ἑτέραν δός, παιδὸς ἡταιρηκότος·
τετριμμένης γάρ φησιν ἐπιθυμεῖν. ΟΙ. Β’ ἰδού.
ἑνὸς μέν, ὦνδρες, ἀπολελύσθαι μοι δοκῶ·
οὐδεὶς γὰρ ἂν φαίη με μάττοντ᾽ ἐσθίειν.
15 ΟΙ. Α’ αἰβοῖ· φέρ᾽ ἄλλην χἀτέραν μοι χἀτέραν,
καὶ τρῖβ᾽ ‹ἔθ᾽› ἑτέρας. ΟΙ. Β’ μὰ τὸν Ἀπόλλω ᾽γὼ μὲν οὔ·
οὐ γὰρ ἔθ᾽ οἷός τ᾽ εἴμ᾽ ὑπερέχειν τῆς ἀντλίας.
ΟΙ. Α’ αὐτὴν ἄρ᾽ οἴσω συλλαβὼν τὴν ἀντλίαν.
ΟΙ. Β’ νὴ τὸν Δί᾽ ἐς κόρακάς γε, καὶ σαυτόν γε πρός.
20 ὑμῶν δέ γ᾽ εἴ τις οἶδέ μοι κατειπάτω
πόθεν ἂν πριαίμην ῥῖνα μὴ τετρημένην.
οὐδὲν γὰρ ἔργον ἦν ἄρ᾽ ἀθλιώτερον
ἢ κανθάρῳ μάττοντα παρέχειν ἐσθίειν.
ὗς μὲν γάρ, ὥσπερ ἂν χέσῃ τις, ἢ κύων
25 φαύλως ἐρείδει τοῦθ᾽· ὁ δ᾽ ὑπὸ φρονήματος
βρενθύεταί τε καὶ φαγεῖν οὐκ ἀξιοῖ,
ἢν μὴ παραθῶ τρίψας δι᾽ ἡμέρας ὅλης
ὥσπερ γυναικὶ γογγύλην μεμαγμένην.
ἀλλ᾽ εἰ πέπαυται τῆς ἐδωδῆς σκέψομαι
30 τῃδὶ παροίξας τῆς θύρας, ἵνα μή μ᾽ ἴδῃ.
ἔρειδε, μὴ παύσαιο μηδέποτ᾽ ἐσθίων
τέως ἕως σαυτὸν λάθῃς διαρραγείς.
οἷον δὲ κύψας ὁ κατάρατος ἐσθίει,
ὥσπερ παλαιστής, παραβαλὼν τοὺς γομφίους,
35 καὶ ταῦτα τὴν κεφαλήν τε καὶ τὼ χεῖρέ πως
ὡδὶ περιάγων, ὥσπερ οἱ τὰ σχοινία
τὰ παχέα συμβάλλοντες εἰς τὰς ὁλκάδας.
μιαρὸν τὸ χρῆμα καὶ κάκοσμον καὶ βορόν,
χὤτου ποτ᾽ ἐστὶ δαιμόνων ἡ προσβολὴ
40 οὐκ οἶδ᾽. Ἀφροδίτης μὲν γὰρ οὔ μοι φαίνεται,
οὐ μὴν Χαρίτων γε. ΟΙ. Α’ τοῦ γάρ ἐστ᾽; ΟΙ. Β’ οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως
τοῦτ᾽ ἔστι τὸ τέρας οὐ Διὸς Σκαταιβάτου.
***
ΣΚΗΝΗ: Το σπίτι του Τρυγαίου με στάβλο μπροστά του· μια σπηλιά, με το άνοιγμά της κλεισμένο με μεγάλες πέτρες· το σπίτι του Δία στον ουρανό.
Έξω από το σπίτι του Τρυγαίου και ακριβώς μπροστά στην κλειστή πόρτα του στάβλου δυο υπηρέτες· ο ένας ζυμώνει κοπριά σε μια σκάφη και ο άλλος κουβαλά μέσα στο στάβλο τα κομμάτια της ζύμης που ετοιμάζονται κάθε τόσο.
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Πίτα για το σκαθάρι! Αμέσως! Σβέλτα!
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Δώσ᾽ του, π᾽ ανάθεμά το· κι άλλη πίτα
πιο νόστιμη ποτέ του να μη φάει.
ΠΡΩ. Κι άλλη! Γαϊδάρου πλάσε καβαλίνα.
ΔΕΥ. Πάρε. Κι αυτή που τώρα δα του πήγες;
Δεν την έφαγε; ΠΡΩ. Μπα! Με τα δυο πόδια
την κύλησε αρπαχτά, χλαπ μια και κάτω.
Τρίβε πολλές, σφιχτές σφιχτές, και σβέλτα.
ΔΕΥ. Σκουπιδαραίοι, να ζήσετε, βοηθάτε·
10 αλλιώς, θα σκάσω· το βαστά η καρδιά σας;
ΠΡΩ. Κι άλλη! Νεαρού που να κουνιέται· λέει
πως θέλει μια καλά τριμμένη. ΔΕΥ. Πάρε.
Στους θεατές.
Ένα μονάχα, κύριοι, δε φοβούμαι:
πως θα μου πουν πως κλέβω από τη ζύμη.
ΠΡΩ. Αχ συφορά μου· δώσε κι άλλη· κι άλλη·
πλάθε γραμμή. ΔΕΥ. Μα τον Απόλλωνα, όχι·
μ᾽ έπνιξε αυτή η σεντίνα· δεν αντέχω.
ΠΡΩ. Τότε του πάω την ίδια τη σεντίνα.
Παίρνει τη σκάφη και την πηγαίνει μέσα στο στάβλο.
ΔΕΥ. Ναι, στην οργή να πάει· κι εσύ μαζί της.
20 Ποιός θα μου πει, ποιός ξέρει, κύριοι, πού
πουλάνε μύτες που δεν έχουν τρύπες;
Φριχτότερη δουλειά απ᾽ αυτή δεν είναι,
να ζυμώνεις πιτούλες για σκαθάρι.
Γουρούνια και σκυλιά τα χάφτουν, όπως
τα κάνεις· τούτο δω μας κάνει νάζια·
δεν καταδέχεται ούτε να τ᾽ αγγίξει.
αν δεν του τα ζυμώσω εγώ ολημέρα
σα φραντζόλες που αρέσουν στις κυράδες.
Να απόφαγε; Ποιός ξέρει; Ας μισοανοίξω
30 την πόρτα, αλλά σιγά, να μη με νιώσει.
Χάφτε, μωρέ· ποτέ μη σταματήσεις,
ώσπου να σκάσεις. Το καταραμένο,
σκύβει σαν παλαιστής, και τρώει, ανοίγει
τα δαγκανάρια, γυροφέρνει πόδια
και κεφάλι ετσιδά, σαν τους μαστόρους
που στρίβουν παλαμάρια για μαούνες.
Λαίμαργο ζώο· βρομιά και σιχαμάρα·
τέτοιο κακό ποιός θεός να το ᾽χει στείλει;
40 Όχ᾽ η Αφροδίτη, σίγουρα· μα κι ούτε
οι Χάριτες.
ΠΡΩ., που στο αναμεταξύ βγήκε από το στάβλο.
Ποιός τότε; ΔΕΥ. Δίχως άλλο, ο
Δίας Καταιβάτης· ναι, δικό του δώρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου