Ο Δημοσθένης, η απάθεια του λαού και η απώλεια της ελευθερίας
Σε μια περικοπή του περίφημου λόγου του «Υπέρ Κτησιφώντος Περί του στεφάνου» ο σπουδαίος Αθηναίος πολιτικός στηλιτεύει τη στάση της φιλομακεδονικής παράταξης της Αθήνας και κυρίως του Αισχίνη, τονίζοντας ότι η διαφθορά των Αθηναίων πολιτικών καθώς και η απάθεια του λαού οδήγησαν στη ισχυροποίηση του Φιλίππου πράγμα που στο τέλος θα οδηγούσε στην απώλεια της ανεξαρτησίας τους – κάτι που εν τέλει έγινε.
[Όταν ο Φίλιππος τριγύριζε, υποτάσσοντας Ιλλυριούς και Τριβαλλούς, καθώς και μερικούς άλλους Έλληνες, όταν αποκτούσε σταδιακά τον έλεγχο μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων και ορισμένοι από τις πόλεις, μεταξύ των οποίων και τούτος εδώ (εννοεί τον Αισχίνη), επωφελούνταν από την ελευθερία της ειρήνης για να πηγαίνουν εκεί και να δωροδοκούνται, τότε δέχονταν επίθεση όλοι εκείνοι εναντίον των οποίων ο Φίλιππος έκανε τις κινήσεις αυτές. Αν δεν το αντιλαμβάνονταν, είναι μια άλλη ιστορία που δε με αφορά. Οι προβλέψεις και οι διαμαρτυρίες μου ήταν αδιάκοπες τόσο εδώ σε σας όσο και όπου είχα σταλεί.
Μα οι πόλεις νοσούσαν. Οι άνθρωποι της πολιτικής και της δράσης είχαν εξαγοραστεί και διαφθαρεί με χρήματα, ενώ από τους απλούς πολίτες πολλοί δεν πρόβλεπαν το μέλλον ή δελεάζονταν με την ανεμελιά και την καθημερινή καλοπέραση. Και από αυτήν την ασθένεια είχαν προσβληθεί όλοι παντού, ώστε ο καθένας νόμιζε ότι δεν θα τον βρει η συμφορά αυτόν αλλ’ ότι θα εξασφαλίσει τα συμφέροντά του εάν ήθελε, εκμεταλλευόμενος τους κινδύνους των άλλων.
Ήταν, νομίζω, επακόλουθο να τιμωρηθεί η υπερβολική και άκαιρη απάθεια του λαού με την απώλεια της ανεξαρτησίας του, ενώ οι ηγέτες του, που φαντάζονταν ότι πουλούσαν οτιδήποτε άλλο εκτός από τους εαυτούς τους, αντιλήφθηκαν πως το πρώτο πράγμα που ξεπουλούσαν ήταν ο ίδιος ο εαυτός τους. Και αντί να ονομάζονται φίλοι και φιλοξενούμενοι, όπως συνέβαινε τον καιρό που δωροδοκούνταν, τώρα προσαγορεύνταν κόλακες, εχθροί των θεών και με όλα τα άλλα τα επίθετα που τους αρμόζουν.
Κανένας όμως, ω ανδρες Αθηναίοι, δεν ξοδεύει τα χρήματα για το καλό του προδότη ούτε, αφού έχει πάρει αυτό για το οποίο πλήρωσε, συνεχίζει να έχει για σύμβουλό του τον προδότη από κει και πέρα. Διαφορετικά δε θα υπήρχε πιο ευτυχισμένος άνθρωπος από τον προδότη. Μα δεν είναι έτσι. Από που κι ως που άλλωστε; Κάθε άλλο! Μόλις ο άνθρωπος που επιζητεί την εξουσία γίνει κύριος της κατάστασης, γίνεται και αφέντης εκείνων που του την πρόσφεραν. Και τότε, ναι, γνωρίζοντας την κακοήθειά τους, τους σιχαίνεται, δυσπιστεί απέναντί τους και τους προπηλακίζει. Έχετε υπ’ όψιν σας αυτά που σας λέω, γιατί αν και είναι περασμένα, και δεν διορθώνονται, ωστόσο είναι πάντα καιρός να διδάσκονται απ’ αυτά οι μυαλωμένοι πολίτες.]
Ο Δημοσθένης προσπάθησε να καταδείξει την προσπάθεια του Φιλίππου να εξασφαλίσει ότι Θηβαίοι και Αθηναίοι δεν θα συμμαχούσαν εναντίον του. Τελικά, ο Μακεδόνας βασιλιάς κατέλαβε τη φωκική πόλη Ελάτεια (Σεπτέμβριος ή Οκτώβριος 339 π.κ.ε.) με στόχο να πλήξει το ηθικό των αντιπάλων του.
Δημοσθένους Υπέρ Κτησιφώντος, Περί του στεφάνου
[169] Ήταν ένα βράδυ, κάποιος ήλθε και ανήγγειλε εις τους πρυτάνεις, ότι κατελήφθη η Ελάτεια. Και μετά ταύτα, άλλοι εκ των πρυτάνεων, εγερθέντες αμέσως, εν ω ακόμη εδείπνουν, εξεδίωξαν τους πωλητάς από τας εν τη αγορά σκηνάς, και έθεσαν πυρ εις τα καλύμματα των σκηνών, εν ω άλλοι έστειλαν και έφερον τους στρατηγούς, και εκάλουν τους σαλπιγκτάς, και η πόλις ήτο πλήρης θορύβου. Την δε επομένην, μόλις εξημέρωσε, οι μεν πρυτάνεις προσεκάλουν την βουλήν εις το βουλευτήριον, σεις δε κατευθύνεσθε προς την συνέλευσιν, πριν δε ακόμη εκείνη συσκεφθή, και αποφασίση, όλος ο λαός είχε καταλάβη τας θέσεις του εκεί επάνω.
[170] Και μετά ταύτα, όταν εισήλθεν η βουλή, και οι πρυτάνεις ανεκοίνωσαν, όσα είχον προαναγγελθή εις αυτούς, και επαρουσίασαν τον αγγελιοφόρον, και εκείνος επανέλαβεν, ηρώτα μεν ο κήρυξ «τις αγορεύων βούλεται», ουδείς δε ενεφανίζετο να ομιλήση. Και εν ω ο κήρυξ πολλάκις ηρώτα, ούτε τότε εσηκώνετο κανείς, αν και ήσαν παρόντες μεν όλοι οι στρατηγοί, όλοι δε οι ρήτορες, και η φωνή της πατρίδος εκάλει εκείνον, ο οποίος θα ωμίλει διά την σωτηρίαν της· διότι την φωνήν την οποίαν αφίνει ο κήρυξ κατ’ επιταγήν των νόμων, ταύτην, ορθόν είναι, να την ακούωμεν ως κοινήν της πατρίδος φωνήν.
[171] Και εν τούτοις, εάν έπρεπε να ανέλθουν εις το βήμα, οι θέλοντες να σωθή η πόλις, όλοι εσείς οι άλλοι Αθηναίοι, εγειρόμενοι, θα εβαδίζατε προς αυτό, διότι καλώς γνωρίζω, ότι όλοι ηθέλατε να σωθή αύτη. Εάν οι πλουσιώτεροι, οι τριακόσιοι, εάν δε οι έχοντες και τα δύο ταύτα, και φιλοπάτριδες και πλούσιοι, οι μετέπειτα δώσαντες τας μεγάλας χρηματικάς δωρεάς· διότι έπραξαν αυτό, από φιλοπατρίαν και πλούτον.
[172] Αλλ’, ως φαίνεται, ο καιρός εκείνος, και η ημέρα εκείνη, εκάλει άνδρα, όχι μόνον φιλόπατριν και πλούσιον, αλλά και έχοντα παρακολουθήσει εξ αρχής τα πράγματα, και έχοντα ορθώς αντιληφθή, ένεκα τίνος, και τι επιθυμών, έπραττε ταύτα ο Φίλιππος. Διότι ο μη γνωρίζων ταύτα, και ο μη εξετάσας αυτά από πολλού χρόνου, ούτε εάν ήτο φιλόπατρις, ούτε εάν ήτο πλούσιος, κατ’ ουδέν περισσότερον επρόκειτο να γνωρίζη, τι πρέπει να κάμετε, ουδέ θα ηδύνατο να σας συμβουλεύση.
[173] Κατ’ εκείνην λοιπόν την ημέραν, εγώ ενεφανίσθην τοιούτος ανήρ, και ανελθών εις το βήμα, είπον εις σας, όσα ακούσατε μετά προσοχής διά δύο λόγους, αφ’ ενός μεν διά να μάθετε, ότι μόνος εγώ εκ των αγορευόντων και των πολιτευομένων δεν εγκατέλειψα, εν μέσω των δεινών, τας τάξεις της φιλοπατρίας, αλλά ανεδεικνυόμην, και λέγων, και προτείνων τα πρέποντα υπέρ υμών, κατ’ αυτά τα φοβερά γεγονότα, αφ’ ετέρου δε, διότι δαπανώντες ολίγον χρόνον, θα είσθε εις το μέλλον πολύ εμπειρότεροι εις τα της γενικής πολιτικής.]
Ο λόγος του Δημοσθένη Υπέρ Κτησιφώντος περί του στεφάνου, όπως είναι η πλήρης ονομασία του, ή Περί του στεφάνου, είναι μια από τις πιο γνωστές αγορεύσεις του Αθηναίου ρήτορα, η οποία εκφωνήθηκε το 330 π.κ.ε. Παρά τις ανεπιτυχείς πολιτικές του επιθέσεις κατά του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι Αθηναίοι εξακολουθούσαν να σέβονται και να θαυμάζουν τον Δημοσθένη, ίσως ακόμη περισσότερο από ό,τι τους φιλομακεδόνες πολιτικούς και ιδιαίτερα τον Δημάδη και τον Φωκίωνα, ο οποίοι κυβερνούσαν την πόλη κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Το 336 π.κ.ε. ο πολιτικός Κτησιφώντας, ο οποίος ανήκε στον πολιτικό κύκλο του Δημοσθένη, πρότεινε η Αθήνα να τιμήσει τον Δημοσθένη για τις υπηρεσίες του προς την πόλη με ένα χρυσό στεφάνι, σύμφωνα με το έθιμο της εποχής. Ο Δημοσθένης, ως τειχοποιός, είχε επισκευάσει με προσωπικά του έξοδα μέρος των τειχών των Αθηνών. Κατά τον Κτησιφώντα το στεφάνι έπρεπε να δοθεί κατά τη διάρκεια των Μεγάλων Διονυσίων, όταν θα παίζονταν οι τραγωδίες, σε μία στιγμή που θα βρίσκονταν στην πόλη και πολλοί ξένοι θεατές, πέρα από τους Αθηναίους.
Ο ρήτορας Αισχίνης ζήτησε τη δίωξη του Κτησιφώντα για παραβίαση του νόμου σε τρία σημεία:
Για ψευδείς ισχυρισμούς σε δημόσιο έγγραφο
Για την παράνομη τιμή με χρυσό στεφάνι σε κρατικό αξιωματούχο ο οποίος δεν είχε προβεί σε απολογισμό της θητείας του
Για το ότι το στεφάνι δόθηκε παράνομα κατά τη διάρκεια των Μεγάλων Διονυσίων.
Η πρόταση έγινε αφορμή να δημιουργηθεί πολιτικό ζήτημα το 330 π.κ.ε. χωρίς να είναι γνωστό γιατί άργησε έξι χρόνια να εκδικαστεί η υπόθεση.Ο Αισχίνης απάντησε στο Δημοσθένη με τον λόγο Κατά Κτησιφώντος, ο οποίος επίσης έχει διασωθεί. Στην ομιλία o Δημοσθένης όχι μόνο υπερασπίστηκε τον Κτησιφώντα αλλά και επιτέθηκε με σφοδρότητα εκείνους που θα προτιμούσαν ειρήνη με τη Μακεδονία. Παρόλο που αντικείμενο της δίκης ήταν ουσιαστικά όλη η πολιτική σταδιοδρομία του Δημοσθένη, ο ρήτορας δεν αποκήρυξε τίποτα από το ό,τι έχει κάνει, ενώ προχώρησε και σε έναν απολογισμό της ως τότε πορείας του.
Αρχικά, ο Δημοσθένης έδωσε μια γενική εικόνα της κατάστασης στην Ελλάδα, από τότε που μπήκε ο ίδιος στην πολιτική και περιγράφει τις φάσεις του αγώνα του εναντίον του Φιλίππου. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με την Ειρήνη του Φιλοκράτη και κατηγορεί τον Αισχίνη του ρόλου του στις διαπραγματεύσεις και την επικύρωση της ειρήνης. Ακόμη επιτίθεται προσωπικά κατά του Αισχίνη και τον ειρωνεύεται για την καταγωγή του από γονείς χαμηλής τάξης. Προσθέτει ακόμη κατηγορίες για διαφθορά και προδοσία, και αποδίδει την καταστροφή στη Χαιρώνειας στη συμπεριφορά του πολιτικού αντιπάλου του, όταν εκπροσωπούσε την Αθήνα στο συμβούλιο της Αμφικτιονίας. Ο Δημοσθένης υπογραμμίζει ότι μόνο αυτός υπερασπίστηκε ενεργά την προώθησε της συμμαχίας με την Θήβα. Τέλος, υποστηρίζει ότι, αν και η Αθήνα ηττήθηκε, θα ήταν καλύτερα να ηττηθεί σε ένα λαμπρό αγώνα για την ανεξαρτησία, παρά να παραδώσει την κληρονομιά της ελευθερίας.
Ο Δημοσθένης τελικά κέρδισε την υπόθεση με συντριπτική πλειοψηφία. Ως αποτέλεσμα, ο Κτησιφώντας αθωώθηκε ενώ ο Αισχίνης τιμωρήθηκε με πρόστιμο και αναγκάστηκε σε εξορία. Πολλοί ειδικοί έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ομιλία του Αισχίνη ήταν πολύ εύλογη, αν και δεν ήταν ακλόνητη, από νομική άποψη. Ο λόγος υπέρ του στεφάνου έχει χαρακτηριστεί «η μεγαλύτερη ομιλία του μεγαλύτερου ρήτορα στον κόσμο» και μια από τις καλύτερες αγορεύσεις πολιτικού περιχομένου. Άλλος φιλόλογος, ο Ρ. Κ. Τζεμπ αναλύοντας την ρητορική διαμάχη μεταξύ Δημοσθένη και Αισχίνη, υπογραμμίζει ότι αυτή η έντονη αντιπαράθεση απεικονίζει την τελευταία μεγάλη φάση της πολιτικής ζωής στην Αθήνα. Επισημαίνει ακόμη ότι «η θεωρία της ελληνικής ευγλωττίας είχε τελική και πιο υπέροχη απεικόνισή της σε αυτήν τη δίκη που έφερε στο προσκήνιο τις δύο ομιλίες περί του στεφάνου».
Αντιλαμβανόμαστε στα χρόνια που πέρασαν πως ούτε οι πολίτες έγιναν μυαλωμένοι ούτε οι πολιτικοί τους έπαψαν να είναι διεφθαρμένοι … και συνεχίζουμε κοιμώμενοι ωσάν ξυπνητοί!!!
Σε μια περικοπή του περίφημου λόγου του «Υπέρ Κτησιφώντος Περί του στεφάνου» ο σπουδαίος Αθηναίος πολιτικός στηλιτεύει τη στάση της φιλομακεδονικής παράταξης της Αθήνας και κυρίως του Αισχίνη, τονίζοντας ότι η διαφθορά των Αθηναίων πολιτικών καθώς και η απάθεια του λαού οδήγησαν στη ισχυροποίηση του Φιλίππου πράγμα που στο τέλος θα οδηγούσε στην απώλεια της ανεξαρτησίας τους – κάτι που εν τέλει έγινε.
[Όταν ο Φίλιππος τριγύριζε, υποτάσσοντας Ιλλυριούς και Τριβαλλούς, καθώς και μερικούς άλλους Έλληνες, όταν αποκτούσε σταδιακά τον έλεγχο μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων και ορισμένοι από τις πόλεις, μεταξύ των οποίων και τούτος εδώ (εννοεί τον Αισχίνη), επωφελούνταν από την ελευθερία της ειρήνης για να πηγαίνουν εκεί και να δωροδοκούνται, τότε δέχονταν επίθεση όλοι εκείνοι εναντίον των οποίων ο Φίλιππος έκανε τις κινήσεις αυτές. Αν δεν το αντιλαμβάνονταν, είναι μια άλλη ιστορία που δε με αφορά. Οι προβλέψεις και οι διαμαρτυρίες μου ήταν αδιάκοπες τόσο εδώ σε σας όσο και όπου είχα σταλεί.
Μα οι πόλεις νοσούσαν. Οι άνθρωποι της πολιτικής και της δράσης είχαν εξαγοραστεί και διαφθαρεί με χρήματα, ενώ από τους απλούς πολίτες πολλοί δεν πρόβλεπαν το μέλλον ή δελεάζονταν με την ανεμελιά και την καθημερινή καλοπέραση. Και από αυτήν την ασθένεια είχαν προσβληθεί όλοι παντού, ώστε ο καθένας νόμιζε ότι δεν θα τον βρει η συμφορά αυτόν αλλ’ ότι θα εξασφαλίσει τα συμφέροντά του εάν ήθελε, εκμεταλλευόμενος τους κινδύνους των άλλων.
Ήταν, νομίζω, επακόλουθο να τιμωρηθεί η υπερβολική και άκαιρη απάθεια του λαού με την απώλεια της ανεξαρτησίας του, ενώ οι ηγέτες του, που φαντάζονταν ότι πουλούσαν οτιδήποτε άλλο εκτός από τους εαυτούς τους, αντιλήφθηκαν πως το πρώτο πράγμα που ξεπουλούσαν ήταν ο ίδιος ο εαυτός τους. Και αντί να ονομάζονται φίλοι και φιλοξενούμενοι, όπως συνέβαινε τον καιρό που δωροδοκούνταν, τώρα προσαγορεύνταν κόλακες, εχθροί των θεών και με όλα τα άλλα τα επίθετα που τους αρμόζουν.
Κανένας όμως, ω ανδρες Αθηναίοι, δεν ξοδεύει τα χρήματα για το καλό του προδότη ούτε, αφού έχει πάρει αυτό για το οποίο πλήρωσε, συνεχίζει να έχει για σύμβουλό του τον προδότη από κει και πέρα. Διαφορετικά δε θα υπήρχε πιο ευτυχισμένος άνθρωπος από τον προδότη. Μα δεν είναι έτσι. Από που κι ως που άλλωστε; Κάθε άλλο! Μόλις ο άνθρωπος που επιζητεί την εξουσία γίνει κύριος της κατάστασης, γίνεται και αφέντης εκείνων που του την πρόσφεραν. Και τότε, ναι, γνωρίζοντας την κακοήθειά τους, τους σιχαίνεται, δυσπιστεί απέναντί τους και τους προπηλακίζει. Έχετε υπ’ όψιν σας αυτά που σας λέω, γιατί αν και είναι περασμένα, και δεν διορθώνονται, ωστόσο είναι πάντα καιρός να διδάσκονται απ’ αυτά οι μυαλωμένοι πολίτες.]
Ο Δημοσθένης προσπάθησε να καταδείξει την προσπάθεια του Φιλίππου να εξασφαλίσει ότι Θηβαίοι και Αθηναίοι δεν θα συμμαχούσαν εναντίον του. Τελικά, ο Μακεδόνας βασιλιάς κατέλαβε τη φωκική πόλη Ελάτεια (Σεπτέμβριος ή Οκτώβριος 339 π.κ.ε.) με στόχο να πλήξει το ηθικό των αντιπάλων του.
Δημοσθένους Υπέρ Κτησιφώντος, Περί του στεφάνου
[169] Ήταν ένα βράδυ, κάποιος ήλθε και ανήγγειλε εις τους πρυτάνεις, ότι κατελήφθη η Ελάτεια. Και μετά ταύτα, άλλοι εκ των πρυτάνεων, εγερθέντες αμέσως, εν ω ακόμη εδείπνουν, εξεδίωξαν τους πωλητάς από τας εν τη αγορά σκηνάς, και έθεσαν πυρ εις τα καλύμματα των σκηνών, εν ω άλλοι έστειλαν και έφερον τους στρατηγούς, και εκάλουν τους σαλπιγκτάς, και η πόλις ήτο πλήρης θορύβου. Την δε επομένην, μόλις εξημέρωσε, οι μεν πρυτάνεις προσεκάλουν την βουλήν εις το βουλευτήριον, σεις δε κατευθύνεσθε προς την συνέλευσιν, πριν δε ακόμη εκείνη συσκεφθή, και αποφασίση, όλος ο λαός είχε καταλάβη τας θέσεις του εκεί επάνω.
[170] Και μετά ταύτα, όταν εισήλθεν η βουλή, και οι πρυτάνεις ανεκοίνωσαν, όσα είχον προαναγγελθή εις αυτούς, και επαρουσίασαν τον αγγελιοφόρον, και εκείνος επανέλαβεν, ηρώτα μεν ο κήρυξ «τις αγορεύων βούλεται», ουδείς δε ενεφανίζετο να ομιλήση. Και εν ω ο κήρυξ πολλάκις ηρώτα, ούτε τότε εσηκώνετο κανείς, αν και ήσαν παρόντες μεν όλοι οι στρατηγοί, όλοι δε οι ρήτορες, και η φωνή της πατρίδος εκάλει εκείνον, ο οποίος θα ωμίλει διά την σωτηρίαν της· διότι την φωνήν την οποίαν αφίνει ο κήρυξ κατ’ επιταγήν των νόμων, ταύτην, ορθόν είναι, να την ακούωμεν ως κοινήν της πατρίδος φωνήν.
[171] Και εν τούτοις, εάν έπρεπε να ανέλθουν εις το βήμα, οι θέλοντες να σωθή η πόλις, όλοι εσείς οι άλλοι Αθηναίοι, εγειρόμενοι, θα εβαδίζατε προς αυτό, διότι καλώς γνωρίζω, ότι όλοι ηθέλατε να σωθή αύτη. Εάν οι πλουσιώτεροι, οι τριακόσιοι, εάν δε οι έχοντες και τα δύο ταύτα, και φιλοπάτριδες και πλούσιοι, οι μετέπειτα δώσαντες τας μεγάλας χρηματικάς δωρεάς· διότι έπραξαν αυτό, από φιλοπατρίαν και πλούτον.
[172] Αλλ’, ως φαίνεται, ο καιρός εκείνος, και η ημέρα εκείνη, εκάλει άνδρα, όχι μόνον φιλόπατριν και πλούσιον, αλλά και έχοντα παρακολουθήσει εξ αρχής τα πράγματα, και έχοντα ορθώς αντιληφθή, ένεκα τίνος, και τι επιθυμών, έπραττε ταύτα ο Φίλιππος. Διότι ο μη γνωρίζων ταύτα, και ο μη εξετάσας αυτά από πολλού χρόνου, ούτε εάν ήτο φιλόπατρις, ούτε εάν ήτο πλούσιος, κατ’ ουδέν περισσότερον επρόκειτο να γνωρίζη, τι πρέπει να κάμετε, ουδέ θα ηδύνατο να σας συμβουλεύση.
[173] Κατ’ εκείνην λοιπόν την ημέραν, εγώ ενεφανίσθην τοιούτος ανήρ, και ανελθών εις το βήμα, είπον εις σας, όσα ακούσατε μετά προσοχής διά δύο λόγους, αφ’ ενός μεν διά να μάθετε, ότι μόνος εγώ εκ των αγορευόντων και των πολιτευομένων δεν εγκατέλειψα, εν μέσω των δεινών, τας τάξεις της φιλοπατρίας, αλλά ανεδεικνυόμην, και λέγων, και προτείνων τα πρέποντα υπέρ υμών, κατ’ αυτά τα φοβερά γεγονότα, αφ’ ετέρου δε, διότι δαπανώντες ολίγον χρόνον, θα είσθε εις το μέλλον πολύ εμπειρότεροι εις τα της γενικής πολιτικής.]
Ο λόγος του Δημοσθένη Υπέρ Κτησιφώντος περί του στεφάνου, όπως είναι η πλήρης ονομασία του, ή Περί του στεφάνου, είναι μια από τις πιο γνωστές αγορεύσεις του Αθηναίου ρήτορα, η οποία εκφωνήθηκε το 330 π.κ.ε. Παρά τις ανεπιτυχείς πολιτικές του επιθέσεις κατά του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι Αθηναίοι εξακολουθούσαν να σέβονται και να θαυμάζουν τον Δημοσθένη, ίσως ακόμη περισσότερο από ό,τι τους φιλομακεδόνες πολιτικούς και ιδιαίτερα τον Δημάδη και τον Φωκίωνα, ο οποίοι κυβερνούσαν την πόλη κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Το 336 π.κ.ε. ο πολιτικός Κτησιφώντας, ο οποίος ανήκε στον πολιτικό κύκλο του Δημοσθένη, πρότεινε η Αθήνα να τιμήσει τον Δημοσθένη για τις υπηρεσίες του προς την πόλη με ένα χρυσό στεφάνι, σύμφωνα με το έθιμο της εποχής. Ο Δημοσθένης, ως τειχοποιός, είχε επισκευάσει με προσωπικά του έξοδα μέρος των τειχών των Αθηνών. Κατά τον Κτησιφώντα το στεφάνι έπρεπε να δοθεί κατά τη διάρκεια των Μεγάλων Διονυσίων, όταν θα παίζονταν οι τραγωδίες, σε μία στιγμή που θα βρίσκονταν στην πόλη και πολλοί ξένοι θεατές, πέρα από τους Αθηναίους.
Ο ρήτορας Αισχίνης ζήτησε τη δίωξη του Κτησιφώντα για παραβίαση του νόμου σε τρία σημεία:
Για ψευδείς ισχυρισμούς σε δημόσιο έγγραφο
Για την παράνομη τιμή με χρυσό στεφάνι σε κρατικό αξιωματούχο ο οποίος δεν είχε προβεί σε απολογισμό της θητείας του
Για το ότι το στεφάνι δόθηκε παράνομα κατά τη διάρκεια των Μεγάλων Διονυσίων.
Η πρόταση έγινε αφορμή να δημιουργηθεί πολιτικό ζήτημα το 330 π.κ.ε. χωρίς να είναι γνωστό γιατί άργησε έξι χρόνια να εκδικαστεί η υπόθεση.Ο Αισχίνης απάντησε στο Δημοσθένη με τον λόγο Κατά Κτησιφώντος, ο οποίος επίσης έχει διασωθεί. Στην ομιλία o Δημοσθένης όχι μόνο υπερασπίστηκε τον Κτησιφώντα αλλά και επιτέθηκε με σφοδρότητα εκείνους που θα προτιμούσαν ειρήνη με τη Μακεδονία. Παρόλο που αντικείμενο της δίκης ήταν ουσιαστικά όλη η πολιτική σταδιοδρομία του Δημοσθένη, ο ρήτορας δεν αποκήρυξε τίποτα από το ό,τι έχει κάνει, ενώ προχώρησε και σε έναν απολογισμό της ως τότε πορείας του.
Αρχικά, ο Δημοσθένης έδωσε μια γενική εικόνα της κατάστασης στην Ελλάδα, από τότε που μπήκε ο ίδιος στην πολιτική και περιγράφει τις φάσεις του αγώνα του εναντίον του Φιλίππου. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με την Ειρήνη του Φιλοκράτη και κατηγορεί τον Αισχίνη του ρόλου του στις διαπραγματεύσεις και την επικύρωση της ειρήνης. Ακόμη επιτίθεται προσωπικά κατά του Αισχίνη και τον ειρωνεύεται για την καταγωγή του από γονείς χαμηλής τάξης. Προσθέτει ακόμη κατηγορίες για διαφθορά και προδοσία, και αποδίδει την καταστροφή στη Χαιρώνειας στη συμπεριφορά του πολιτικού αντιπάλου του, όταν εκπροσωπούσε την Αθήνα στο συμβούλιο της Αμφικτιονίας. Ο Δημοσθένης υπογραμμίζει ότι μόνο αυτός υπερασπίστηκε ενεργά την προώθησε της συμμαχίας με την Θήβα. Τέλος, υποστηρίζει ότι, αν και η Αθήνα ηττήθηκε, θα ήταν καλύτερα να ηττηθεί σε ένα λαμπρό αγώνα για την ανεξαρτησία, παρά να παραδώσει την κληρονομιά της ελευθερίας.
Ο Δημοσθένης τελικά κέρδισε την υπόθεση με συντριπτική πλειοψηφία. Ως αποτέλεσμα, ο Κτησιφώντας αθωώθηκε ενώ ο Αισχίνης τιμωρήθηκε με πρόστιμο και αναγκάστηκε σε εξορία. Πολλοί ειδικοί έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ομιλία του Αισχίνη ήταν πολύ εύλογη, αν και δεν ήταν ακλόνητη, από νομική άποψη. Ο λόγος υπέρ του στεφάνου έχει χαρακτηριστεί «η μεγαλύτερη ομιλία του μεγαλύτερου ρήτορα στον κόσμο» και μια από τις καλύτερες αγορεύσεις πολιτικού περιχομένου. Άλλος φιλόλογος, ο Ρ. Κ. Τζεμπ αναλύοντας την ρητορική διαμάχη μεταξύ Δημοσθένη και Αισχίνη, υπογραμμίζει ότι αυτή η έντονη αντιπαράθεση απεικονίζει την τελευταία μεγάλη φάση της πολιτικής ζωής στην Αθήνα. Επισημαίνει ακόμη ότι «η θεωρία της ελληνικής ευγλωττίας είχε τελική και πιο υπέροχη απεικόνισή της σε αυτήν τη δίκη που έφερε στο προσκήνιο τις δύο ομιλίες περί του στεφάνου».
Αντιλαμβανόμαστε στα χρόνια που πέρασαν πως ούτε οι πολίτες έγιναν μυαλωμένοι ούτε οι πολιτικοί τους έπαψαν να είναι διεφθαρμένοι … και συνεχίζουμε κοιμώμενοι ωσάν ξυπνητοί!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου