Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Ἱκέτιδες (938-979)

ΒΑ. τί σοι λέγειν χρὴ τοὔνομ᾽; ἐν χρόνῳ μαθὼν
εἴσῃ σύ τ᾽ αὐτὸς χοἰ ξυνέμποροι σέθεν.
940 ταύτας δ᾽ ἑκούσας μὲν κατ᾽ εὔνοιαν φρενῶν
ἄγοις ἄν, εἴπερ εὐσεβὴς πίθοι λόγος.
τοιάδε δημόπρακτος ἐκ πόλεως μία
ψῆφος κέκρανται, μήποτ᾽ ἐκδοῦναι βίᾳ
στόλον γυναικῶν· τῶνδ᾽ ἐφήλωται τορῶς
945 γόμφος διαμπάξ, ὡς μένειν ἀραρότως.
ταῦτ᾽ οὐ πίναξίν ἐστιν ἐγγεγραμμένα
οὐδ᾽ ἐν πτυχαῖς βίβλων κατεσφραγισμένα,
σαφῆ δ᾽ ἀκούεις ἐξ ἐλευθεροστόμου
γλώσσης. κομίζου δ᾽ ὡς τάχιστ᾽ ἐξ ὀμμάτων.
950 ΚΗ. ἔοιγμεν ἤδη πόλεμον ἀρεῖσθαι νέον·
εἴη δὲ νίκη καὶ κράτος τοῖς ἄρσεσιν.
ΒΑ. ἀλλ᾽ ἄρσενάς τοι τῆσδε γῆς οἰκήτορας
εὑρήσετ᾽, οὐ πίνοντας ἐκ κριθῶν μέθυ.
ὑμεῖς δὲ πᾶσαι ξὺν φίλαις ὀπάοσιν
955 θράσος λαβοῦσαι στείχετ᾽ εὐερκῆ πόλιν,
πύργων βαθείᾳ μηχανῇ κεκλῃμένην.
καὶ δώματ᾽ ἐστὶ πολλὰ μὲν τὰ δήμια,
δεδωμάτωμαι δ᾽ οὐδ᾽ ἐγὼ σμικρᾷ χερί.
ἔνθ᾽ ἔστιν ὑμῖν εὐτύκους ναίειν δόμους
960 πολλῶν μετ᾽ ἄλλων· εἰ δέ τις μείζων χάρις,
πάρεστιν οἰκεῖν καὶ μονορρύθμους δόμους.
τούτων τὰ λῷστα καὶ τὰ θυμηδέστατα—
πάρεστι—λωτίσασθε. προστάτης δ᾽ ἐγὼ
ἀστοί τε πάντες, ὧνπερ ἥδε κραίνεται
965 ψῆφος. τί τῶνδε κυριωτέρους μένεις;

ΧΟ. ἀλλ᾽ ἀντ᾽ ἀγαθῶν ἀγαθοῖσι βρύοις,
δῖε Πελασγῶν.
πέμψον δὲ πρόφρων δεῦρ᾽ ἡμέτερον
πατέρ᾽ εὐθαρσῆ Δαναόν, πρόνοον
970 καὶ βούλαρχον. τοῦ γὰρ προτέρα
μῆτις, ὅπου χρὴ δώματα ναίειν
καὶ τόπος εὔφρων. πᾶς τις ἐπειπεῖν
ψόγον ἀλλοθρόοις
εὔτυκος· εἴη δὲ τὰ λῷστα.
975 ξύν τ᾽ εὐκλείᾳ καὶ ἀμηνίτῳ
βάξει λαῶν ἐγχώρων
τάσσεσθε, φίλαι δμωίδες, οὕτως
ὡς ἐφ᾽ ἑκάστῃ διεκλήρωσεν
Δαναὸς θεραποντίδα φερνήν.

***
ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Τί να σου λέω τ᾽ όνομα; θενα το μάθεις
συ κι οι συνοδοιπόροι σου, σαν θά ᾽ρθει η ώρα·
940 όσο γι᾽ αυτές, αν με δικαίους τις πείσεις λόγους
νά ᾽ρθουν μαζί σου θέλοντας κι από καρδιάς των,
να τις πάρεις· γιατί, τέτοια μες στο Άργος έχει
πάνδημη απόφαση ο λαός επικυρώσει:
να μην τις παραδώσει με τη βία ποτέ του
τις γυναίκες αυτές, κι έτσ᾽ έχει μπηχτεί στέρια
το καρφί μέσα ως μέσα που πια δε σαλεύει.
Δεν είναι αυτά σε πλάκες χαραγμένα κι ούτε
σε χαρτιών τυλιχτάρια μέσα σφραγισμένα,
μ᾽ από γλώσσα τ᾽ ακούς ελευθερόστομη, έτσι
ορθά κοφτά. Και τώρα, – ευτύς! φεύγ᾽ απ᾽ εμπρός μου.

ΚΗΡΥΚΑΣ
950 Λοιπόν, ξέρε πως πόλεμο κακό σηκώνεις
κι είθε με των αντρών το μέρος να ᾽ναι η νίκη.

ΒΑΣΙΛΕΑΣ
Μα άντρες θενά ᾽βρετε κι εδώ σ᾽ αυτή τη χώρα,
που δεν πίνουν κρασί βγαλμένο από κριθάρι.

Και τώρα εσείς, με τις πιστές ακόλουθές σας
πάρτε πια θάρρος και τραβάτε για την πόλη,
που στέρεα κάστρα και ψηλοί τη ζώνουν πύργοι.
Έχει εκεί σπίτια και δημόσια όσα να θέτε
και σπιτωμένος ουδ᾽ εγώ στενάχωρα είμαι,
οπού μπορείτε να καθίσετε, ή και μ᾽ άλλους
960 μαζί πολλούς, ή, αν πιότερο της αρεσκειάς σας,
και μόνες χωριστά μπορεί να ᾽χετε σπίτια.
Τί σας βολεύει πιο καλά και προτιμάτε,
στο χέρι σας, διαλέξετε· ξενοπροστάτης
θενα σας είμαι εγώ κι όλ᾽ οι πολίτες, πὄχουν
το νόμο αυτό ψηφίσει· πιο τρανούς ποιούς θέλεις;

ΧΟΡΟΣ
Αλλ᾽ αντίς σου γι᾽ αυτά τα καλά, θεϊκέ
βασιλιά Πελασγέ,
πάντα μέσα να πλέεις και συ στ᾽ αγαθά.
Τώρα δείξου καλός να μας στείλεις εδώ
τον πατέρα Δαναό,
970 το δικό μου γενναίο προβλεφτή κι οδηγό·
γιατί πρώτα σ᾽ αυτόν πέφτει ο λόγος, σε ποιά
να καθίσουμε σπίτια και πιο ταιριαστά·
ευτύς έτοιμος είναι να πει το κακό
για τον ξένο ο καθείς,
μα ο Θεός βολικ᾽ ας μας τα φέρνει.

Για να μη λοιπόν δίνομε τώρ᾽ αφορμή
στο λαό να μιλεί με κακιά, κι εκτεθεί
κι η καλή μας υπόληψη, πάρτε μαζί
και σεις, φίλες ακόλουθες, θέση καθώς
καθεμιάς μας σας έχει κληρώσει προικιό
ο Δαναός ο πατέρας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου