Είναι αξιοθαύμαστο το πόσο εύκολα και γρήγορα φανερώνεται στην συνομιλία η ομοιότητα ή η διαφορετικότητα του πνεύματος και του θυμικού των ανθρώπων: γίνεται αισθητή σε κάθε λεπτομέρεια. Όταν συνομιλούν δύο άνθρωποι πού διαφέρουν ουσιωδώς μεταξύ τους, τότε η κάθε μία φράση του ενός, οσοδήποτε ξένο ή αδιάφορο και αν είναι γι’ αυτούς το θέμα στο οποίο αφορά ο διάλογός τους, θα προκαλεί μικρότερη ή μεγαλύτερη απαρέσκεια στον άλλον, μερικές μάλιστα φράσεις θα τον εξοργίζουν. Παρεμφερείς άνθρωποι, αντίθετα, διαισθάνονται αμέσως και παντού μία κάποια συμφωνία, η οποία, σε περίπτωση μεγάλης ομοιότητας, καταλήγει σύντομα σε τέλεια αρμονία, μάλιστα σε απόλυτη ομοφωνία.
Από τούτα εξηγείται, πρώτον, γιατί οι εντελώς συνηθισμένοι είναι τόσο κοινωνικοί και βρίσκουν παντού τόσο εύκολα πολύ καλή συντροφιά, ανθρώπους καλούς, συμπαθητικούς και γενναιόψυχους. Για τους ασυνήθιστους, ισχύει το αντίθετο, και μάλιστα τόσο περισσότερο όσο πιο έκτακτοι είναι, ούτως ώστε κάποτε, μέσα στην απομόνωσή τους, να νιώθουν μεγάλη χαρά, όταν διακρίνουν σ’ έναν άλλον μία κάποια ίνα, οσοδήποτετε μικροσκοπική, που να είναι της αυτής φύσεως με τη δική τους˙ διότι, βέβαια, ο καθένας δεν μπορεί να είναι για τον άλλον παρά ό,τι κι εκείνος για τον ίδιο. Τα πραγματικά μεγάλα πνεύματα -όπως οι αετοί- φωλιάζουν ψηλά στους αιθέρες, μοναχικά.
Από τα ανωτέρω, γίνεται κατανοητό, δεύτερον, πως οι ομόφρονες άνθρωποι καταφέρνουν να σμίγουν τόσο γρήγορα, σαν να ασκούν εκατέρωθεν μαγνητική έλξη – verwandte Seelen grüßen sich von ferne [συγγενείς ψυχές αλληλοχαιρετώνται από μακριά]. Συχνότερα, ωστόσο έχει κανείς την ευκαιρία να παρατηρήσει το φαινόμενο αυτό σε ανθρώπους χαμηλού ποιού ή χωρίς χαρίσματα˙ ο λόγος, ωστόσο, δεν είναι παρά το γεγονός ότι από τούς τελευταίους αυτούς υπάρχουν στρατιές ολόκληρες, ενώ οι ανώτερου ποιού κι εξαίρετοι είναι και ονομάζονται σπάνιοι.
Από τούτα εξηγείται, πρώτον, γιατί οι εντελώς συνηθισμένοι είναι τόσο κοινωνικοί και βρίσκουν παντού τόσο εύκολα πολύ καλή συντροφιά, ανθρώπους καλούς, συμπαθητικούς και γενναιόψυχους. Για τους ασυνήθιστους, ισχύει το αντίθετο, και μάλιστα τόσο περισσότερο όσο πιο έκτακτοι είναι, ούτως ώστε κάποτε, μέσα στην απομόνωσή τους, να νιώθουν μεγάλη χαρά, όταν διακρίνουν σ’ έναν άλλον μία κάποια ίνα, οσοδήποτετε μικροσκοπική, που να είναι της αυτής φύσεως με τη δική τους˙ διότι, βέβαια, ο καθένας δεν μπορεί να είναι για τον άλλον παρά ό,τι κι εκείνος για τον ίδιο. Τα πραγματικά μεγάλα πνεύματα -όπως οι αετοί- φωλιάζουν ψηλά στους αιθέρες, μοναχικά.
Από τα ανωτέρω, γίνεται κατανοητό, δεύτερον, πως οι ομόφρονες άνθρωποι καταφέρνουν να σμίγουν τόσο γρήγορα, σαν να ασκούν εκατέρωθεν μαγνητική έλξη – verwandte Seelen grüßen sich von ferne [συγγενείς ψυχές αλληλοχαιρετώνται από μακριά]. Συχνότερα, ωστόσο έχει κανείς την ευκαιρία να παρατηρήσει το φαινόμενο αυτό σε ανθρώπους χαμηλού ποιού ή χωρίς χαρίσματα˙ ο λόγος, ωστόσο, δεν είναι παρά το γεγονός ότι από τούς τελευταίους αυτούς υπάρχουν στρατιές ολόκληρες, ενώ οι ανώτερου ποιού κι εξαίρετοι είναι και ονομάζονται σπάνιοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου