Γιατί επιμένουμε στο σφάλμα; Γιατί επιμένουμε να επιδιώκουμε απατηλούς σκοπούς, να τρέφουμε ανέφικτες ή καταστροφικές επιθυμίες; Γιατί παραμένουμε μέσα σε σχέσεις αλλοτριωτικών και εξουθενωτικών συναισθηματικών εξαρτήσεων; Γιατί αφήνουμε τον εαυτό μας έρμαιο ανάμεσα στις συμπληγάδες του μίσους, του φθόνου, της ζήλιας, των ενοχών, των τύψεων, της χαμηλής αυτοεκτίμησης;
Υπάρχει ένα κόκκινο νήμα που διατρέχει όλες τις συναισθηματικές περιπλανήσεις μας: Ο άνθρωπος έχει ανάγκη να πιστεύει σε κάτι, έστω κι αν αυτό είναι εσφαλμένο. Έχει επίσης ανάγκη να επιθυμεί κάτι, οτιδήποτε, έστω κι αν αυτή η επιθυμία είναι μια ψευδαίσθηση. Κατά τον ίδιο τρόπο ο άνθρωπος έχει ανάγκη να αγαπά κάτι, να συνδέεται με κάτι, έστω κι αν στην πραγματικότητα αυτό το κάτι τον καταστρέφει περισσότερο παρά τον προάγει, τον θλίβει παρά τον χαροποιεί. Να πώς θέτει ο Σπινόζα αυτή την αρχή:
«Το Πνεύμα, όσο μπορεί, προσπαθεί να φαντάζεται όσα αυξάνουν ή επικουρούν τη δύναμη ενέργειας του Σώματος».
Καθώς η σωματική κατάσταση αντανακλά την ψυχική μας κατάσταση και αντιστρόφως, προτιμάμε να σκεφτόμαστε ό,τι ενδυναμώνει το σώμα μας δίνοντάς του περισσότερη ενέργεια. Η παρουσία ορισμένων πραγμάτων μας δίνει χαρά, άρα αυξάνει την ενέργεια, την αυτοπεποίθηση, τις ικανότητες, με άλλα λόγια τη δύναμή μας. Έτσι ακόμη κι όταν λείπουν αυτά τα πράγματα, εμείς δεν μπορούμε να μη φανταζόμαστε μια κάποια αιτία χαράς, πραγματική ή φανταστική.
Όλοι το έχουμε ζήσει. Μια ευτυχής ερωτική γνωριμία, μια αρμονική οικογενειακή ζωή, μια φιλία που φαινόταν στέρεη μας είχαν δώσει την εντύπωση ότι επικεντρωνόμασταν στον εαυτό μας, είχαν ενισχύσει τη διάθεσή μας για ζωή, την εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και στους άλλους, μας είχαν κάνει πιο δραστήριους και αποτελεσματικούς. Στη σχέση με τον σύντροφό μας για παράδειγμα είχαμε νιώσει να γινόμαστε διαφορετικοί: πιο δυνατοί, πιο συγκεντρωμένοι, ικανοί να αντλούμε από πηγές που μέχρι τότε ήταν ανεξερεύνητες για εμάς. Όταν η σχέση μας άρχισε να φθείρεται και ο σύντροφός μας να μας δίνει περισσότερη λύπη και λιγότερη χαρά, εμείς συνεχίσαμε παρ’ όλα αυτά να τον φανταζόμαστε σαν μια αιτία χαράς που αύξανε τη δύναμή μας. Ακόμη και όταν επέρχεται η ρήξη και βρισκόμαστε μόνοι, εξακολουθούμε να φανταζόμαστε μια παρόμοια αιτία χαράς, είτε νοσταλγώντας το πρόσωπο που χάσαμε είτε προβάλλοντας τα ίδια συναισθήματα και επιθυμίες σε πρόσωπα που συναντάμε τυχαία. Ανεξάρτητα από το αν το αντικείμενο είναι λάθος ή φανταστικό, εμείς εξακολουθούμε να έχουμε ανάγκη να προβάλλουμε τα συναισθήματά μας επάνω σε κάτι.
Δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά, κι αυτό επειδή πρόκειται για τη ζωτική μας δύναμη, για την ισορροπία των εσωτερικών μας δυνάμεων. Για να σταθούμε απέναντι στα εμπόδια και τους κινδύνους της ζωής, για να έχουμε το κουράγιο να τα ξεπερνάμε, φανταζόμαστε κάτι το οποίο πιστεύουμε ότι μπορεί να μας ενδυναμώσει. Και, αντιστρόφως, προσπαθούμε να αρνιόμαστε την ύπαρξη όποιου πράγματος νομίζουμε ότι μας απειλεί· να γιατί ορισμένοι έχουν ανάγκη να μισούν πάση θυσία, να αντιτίθενται σε κινδύνους ανύπαρκτους, να δίνουν φανταστικές μάχες…
Υπάρχει ένα κόκκινο νήμα που διατρέχει όλες τις συναισθηματικές περιπλανήσεις μας: Ο άνθρωπος έχει ανάγκη να πιστεύει σε κάτι, έστω κι αν αυτό είναι εσφαλμένο. Έχει επίσης ανάγκη να επιθυμεί κάτι, οτιδήποτε, έστω κι αν αυτή η επιθυμία είναι μια ψευδαίσθηση. Κατά τον ίδιο τρόπο ο άνθρωπος έχει ανάγκη να αγαπά κάτι, να συνδέεται με κάτι, έστω κι αν στην πραγματικότητα αυτό το κάτι τον καταστρέφει περισσότερο παρά τον προάγει, τον θλίβει παρά τον χαροποιεί. Να πώς θέτει ο Σπινόζα αυτή την αρχή:
«Το Πνεύμα, όσο μπορεί, προσπαθεί να φαντάζεται όσα αυξάνουν ή επικουρούν τη δύναμη ενέργειας του Σώματος».
Καθώς η σωματική κατάσταση αντανακλά την ψυχική μας κατάσταση και αντιστρόφως, προτιμάμε να σκεφτόμαστε ό,τι ενδυναμώνει το σώμα μας δίνοντάς του περισσότερη ενέργεια. Η παρουσία ορισμένων πραγμάτων μας δίνει χαρά, άρα αυξάνει την ενέργεια, την αυτοπεποίθηση, τις ικανότητες, με άλλα λόγια τη δύναμή μας. Έτσι ακόμη κι όταν λείπουν αυτά τα πράγματα, εμείς δεν μπορούμε να μη φανταζόμαστε μια κάποια αιτία χαράς, πραγματική ή φανταστική.
Όλοι το έχουμε ζήσει. Μια ευτυχής ερωτική γνωριμία, μια αρμονική οικογενειακή ζωή, μια φιλία που φαινόταν στέρεη μας είχαν δώσει την εντύπωση ότι επικεντρωνόμασταν στον εαυτό μας, είχαν ενισχύσει τη διάθεσή μας για ζωή, την εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και στους άλλους, μας είχαν κάνει πιο δραστήριους και αποτελεσματικούς. Στη σχέση με τον σύντροφό μας για παράδειγμα είχαμε νιώσει να γινόμαστε διαφορετικοί: πιο δυνατοί, πιο συγκεντρωμένοι, ικανοί να αντλούμε από πηγές που μέχρι τότε ήταν ανεξερεύνητες για εμάς. Όταν η σχέση μας άρχισε να φθείρεται και ο σύντροφός μας να μας δίνει περισσότερη λύπη και λιγότερη χαρά, εμείς συνεχίσαμε παρ’ όλα αυτά να τον φανταζόμαστε σαν μια αιτία χαράς που αύξανε τη δύναμή μας. Ακόμη και όταν επέρχεται η ρήξη και βρισκόμαστε μόνοι, εξακολουθούμε να φανταζόμαστε μια παρόμοια αιτία χαράς, είτε νοσταλγώντας το πρόσωπο που χάσαμε είτε προβάλλοντας τα ίδια συναισθήματα και επιθυμίες σε πρόσωπα που συναντάμε τυχαία. Ανεξάρτητα από το αν το αντικείμενο είναι λάθος ή φανταστικό, εμείς εξακολουθούμε να έχουμε ανάγκη να προβάλλουμε τα συναισθήματά μας επάνω σε κάτι.
Δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά, κι αυτό επειδή πρόκειται για τη ζωτική μας δύναμη, για την ισορροπία των εσωτερικών μας δυνάμεων. Για να σταθούμε απέναντι στα εμπόδια και τους κινδύνους της ζωής, για να έχουμε το κουράγιο να τα ξεπερνάμε, φανταζόμαστε κάτι το οποίο πιστεύουμε ότι μπορεί να μας ενδυναμώσει. Και, αντιστρόφως, προσπαθούμε να αρνιόμαστε την ύπαρξη όποιου πράγματος νομίζουμε ότι μας απειλεί· να γιατί ορισμένοι έχουν ανάγκη να μισούν πάση θυσία, να αντιτίθενται σε κινδύνους ανύπαρκτους, να δίνουν φανταστικές μάχες…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου