Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2017

Στωικισμός: Η λογικότητα του κόσμου και ο ορθός λόγος του σοφού

ΣΤΩΙΚΙΣΜΟΣ: Η στωική σχολή ιδρύθηκε από τον Ζήνωνα στην Αθήνα, στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Μολονότι η οργάνωσή της ήταν λιγότερο αυστηρή από της Ακαδημίας, επρόκειτο να αποτελέσει την επικρατέστερη φιλοσοφική σχολή μέχρι τον 3ο αιώνα μ.Χ. Συνήθως διακρίνουμε τρεις περιόδους του στωικισμού’ τον πρώτο στωικισμό, κατά τον οποίο κυρίως οι τρεις πρώτοι διευθυντές, Ζήνωνας, Κλεάνθης και Χρύσιππος, διαμορφώνουν το όλο φιλοσοφικό σύστημα· το μέσο στωικισμό (δεύτερο ήμισυ του 2ου αιώνα π.Χ, – 1ος αιώνας π.Χ.), όπου, χάρη στο έργο του Παναίτιου και του μαθητή του Ποσειδώνιου, επιχειρείται κατά κάποιο τρόπο ένας συγκερασμός των στωικών φυσικών και κοσμολογικών θεωριών με τις αντίστοιχες πλατωνικές και αριστοτελικές και ο στωικισμός γίνεται η κυρίαρχη θεωρία στο πλαίσιο της άρχουσας τάξης της ρωμαϊκής δημοκρατίας· τέλος, τον ύστερο στωικισμό (εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας), οι κύριοι εκπρόσωποι του οποίου, ο Σενέκας, ο Επίκτητος και ο Μάρκος Αυρήλιος, ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με ηθικά θέματα.

Η στωική φιλοσοφία ερμηνεύθηκε με δύο τρόπους αντίθετους αλλά απολύτως δικαιολογημένους· από μερικούς θεωρήθηκε υλιστική, δεδομένου ότι σύμφωνα με αυτήν τα πάντα, ακόμη και η ίδια η θεότητα, έχουν φύση υλική, ενώ από άλλους θεωρήθηκε ιδεαλιστική, εφόσον η κοσμολογία της, μολονότι “υλιστική” με την παραπάνω έννοια, αποσκοπεί στην αναγνώριση της ενδοκοσμικής παρουσίας ενός “νου”, ο οποίος αποκτά με τον τρόπο αυτό μια αξία την οποία δεν θα μπορούσαν να του δώσουν οι αισθήσεις.
 
1. Η φιλοσοφία ως “τέχνη τον βίου ” και το πρότυπο τον σοφού
 
Ο στωικισμός έχει ένα σημαντικό γνώρισμα κοινό με τις άλλες φιλοσοφίες που εμφανίστηκαν στις αρχές των ελληνιστικών χρόνων (τον κυνισμό, το σκεπτικισμό, τον επικουρισμό)· απαντά με τον ίδιο τρόπο στο ερώ­τημα για το ποιο είναι το πρώτο επίπεδο πραγματικότητας, το επίπεδο από το οποίο πρέπει να εκκινήσει ο φιλοσοφικός λόγος. Πρόκειται για το χώρο του ατομικού βίου, το πεδίο που αποτελείται από αυτό που είναι για όλους τους ανθρώπους το πλέον οικείο και σημαντικό· ο χώρος της αντίληψης του καθενός, οι διαπροσωπικές του σχέσεις, η πηγή των σωματικών καταστάσεων και των ατομικών αισθημάτων. Πιο συγκεκριμένα, οι Στωικοί υποστηρίζουν ότι κάθε τι πραγματικό είναι σωματικό, ακόμη και η ψυχή’ τα γεγονότα παράγει η κίνηση των σωμάτων, ενώ η ζωή του καθενός είναι μία συγκεκριμένη ακολουθία γεγονότων. Ένα ακόμη κοινό σημείο του στωικισμού με τις άλλες ελληνιστικές φιλοσοφίες αφορά στη γενική σύλληψη της φύσης και του ρόλου της φιλοσοφίας· όλες τους συλλαμβάνουν τη φιλοσοφία ως “τέχνη του βίου” (με την έννοια που και η ιατρική είναι ‘‘τέχνη»). Αλλά η συγγένεια του στωικισμού με τις άλλες ελληνιστικές φιλοσοφίες σταματάει εδώ’ οι απαντήσεις του ήσαν διαφορετικές και συχνά αντίθετες. Από ιστορική άποψη, ο στωικισμός υπήρξε η φιλοσοφία που κυριάρχησε σε όλη την ελληνιστική εποχή· από την άποψη της κοινωνικής του απήχησης δικαιούται αναμφίβολα μία θέση δίπλα στον πλατωνισμό και τον αριστοτελισμό. Ο κυνισμός, ο σκεπτικισμός και ο επικουρισμός έμειναν, αντιθέτως, πάντοτε στο περιθώριο, και συχνά επικρίθηκαν δριμύτατα ως κοινωνικά απαράδεκτοι.
 
  • Η ορθολογική τάξη τον κόσμου
Ο στωικισμός ξεκινά από μία βασική παραδοχή, που τον διαφοροποιεί ριζικά από τις υπόλοιπες ελληνιστικές φιλοσοφίες και τον φέρνει κοντά στον πλατωνισμό και τον αριστοτελισμό· το σύνολό των πραγμάτων που συνθέτουν τον κόσμο διέπεται και ενοποιείται από μια έλλογη τάξη. Αγαθό (ελευθερία και ευδαιμονία) για κάθε ον δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ορθή ενσωμάτωση σε αυτή την τάξη. Είναι, όμως, σημαντικό να αντιληφθούμε την ιδιαιτερότητα της έλλογης τάξης των Στωικών σε σχέση με την αντίστοιχη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Δεν πρόκειται, όπως συνέβαινε στον Πλάτωνα, για ένα επίπεδο καθαρού ορθολογισμού, χωρισμένου από τον κόσμο, που επιτρέπει μέσα στον κόσμο αυτό την ύπαρξη μιας διάστασης  αντιπαλότητας και αταξίας και το οποίο εγκαθιδρύει, ακριβώς λόγω αυτού του χωρισμού και αυτής της αντιπαλότητας το χώρο για την ύπαρξη του πολιτικού σχεδιασμού. Ούτε πρόκειται, όπως στον Αριστοτέλη, για το επίπεδο των ουσιωδών χαρακτηριστικών, που ορίζουν το είδος στο οποίο ανήκει κάθε ατομική ουσία, αφήνοντας, αφενός, κατά μέρος το σύνολο των τυχαίων ατομικών χαρακτηριστικών και θεμελιώνοντας, αφετέρου, για τον μεν άνθρωπο την ηθική της ατομικής αρετής, για τα δε μέλη της πόλης την ηθική των εξειδικευμένων κοινωνικών αρετών. Η έλλογη τάξη των Στωικών δεν αφήνει τίποτε έξω από αυτήν δεν αφήνει χώρο για συγκρούσεις μέσα στον κόσμο. Εκτείνεται, πράγματι, στη διάσταση του ατομικού και του συμβάντος και την αφομοιώνει ολοκληρωτικά· ταυτίζεται ακριβώς με την πλήρη σειρά των γεγονότων, θεωρούμενη ως η αναγκαιότητα που καθορί­ζει κάθε γεγονός και το συνδέει με όλα τα υπόλοιπα.
 
  • Η ελευθερία τον σοφού
Δεδομένου ότι η πορεία των γεγονότων αποτελεί μια έλλογη τάξη, η στωική «τέχνη του βίου» δεν επιχειρεί να καταστείλει την πίεση του έξω κόσμου για να μας προστατεύσει από αυτήν δεν επιχειρεί, δηλαδή, να μας αποκόψει από τον κόσμο. Ο Στωικός δεν περιφέρεται έξω από την κοινωνική ομάδα, δεν σωπαίνει μακριά από το πεδίο των συζητήσεων, δεν φτιάχνει έναν προσωπικό κήπο για. να απομονωθεί εκεί. Εάν η πορεία των γεγονότων είναι έλλογη, η αιτία της ανελευθερίας δεν μπορεί παρά να βρίσκεται εντός μας, στον τρόπο με τον οποίο αποδεχόμαστε τον αναγκαίο καθορισμό. Τα πάντα εξαρτώνται από το εάν αναγνωρίζουμε ή όχι την έλλογη φύση των γεγονότων. Αν δεν είμαστε σε θέση να το κάνουμε, θα δημιουργηθεί δυσαρμονία ανάμεσα σε αυτό που είμαστε, από τη μια, και στις φιλοδοξίες μας και τη θέλησή μας, από την άλλη· τότε θα εμφανιστούν τα πάθη. οι ταραχές. οι φόβοι, δηλαδή όλα όσα μας καθιστούν δυστυχισμένους και μας αφαιρούν την ελευθερία. Αν. αντιθέτως. είμαστε σε θέση να το κάνουμε, θα ζούμε μέσα μας μια ήρεμη και αρμονική ζωή. Υπάρχει μια στωική ρήση που εκφράζει με κάθε σαφήνεια την εσωτερική κατάσταση την οποία κάποιος πρέπει να κατακτήσει: «να θέλουμε αυτό που συμβαίνει» (συμπεριλαμβανομένου και γεγονότων όπως ο θάνατός μας). Το περιεχόμενο αυτής της ρήσης συμπίπτει με αυτό μίας άλλης: ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν  («να ζει κανείς σε συμφωνία με τη φύση »). Έτσι, η στωική ευδαιμονία και ελευθερία είναι άμεσα και σοφία και δεν έχει καθόλου πρόσχαρο χαρακτήρα· μοιάζει περισσότερο με την ίδια φυσικότητα με την οποία αναπνέουμε. Αυτό που έχει, λοιπόν, σημασία για το στωικό σοφό είναι η περιφρούρηση της εσωτερικής του διάθεσης, που τον καθιστά σοφό. Όλα τα άλλα-η δόξα και η αφάνεια, ο πλούτος και η φτώχια, η κοινωνική ελευθερία και η κοινωνική δουλεία- του είναι αδιάφορα. Κανένα από αυτά δεν έχει τη δύναμη να προσδιορίσει, είτε θετικά είτε αρνητικά, την εσωτερική του διάθεση που τον καθιστά σοφό, ελεύθερο και ευδαίμονα. Τίποτε δεν εμποδίζει, κατά τους Στωικούς, έναν δούλο να παραμείνει δούλος και ταυτόχρονα να είναι σοφός, ελεύθερος και ευδαίμων η μόνη προϋπόθεση είναι να θέλει αυτό που συμβαίνει, χωρίς να επιτρέπει στον εαυτό του να διαταράσσεται από τα πάθη.
 
  • Ο στωϊκός κοσμοπολιτισμός
  • Ο στωϊκισμός ως ιδεολογία των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων
Όλες οι φιλοσοφίες των ελληνιστικών χρόνων ήσαν -ακόμη κι αν δεν το δήλωναν-κοσμοπολιτικές, με την έννοια ότι ο ιδανικός τους αποδέκτης ήταν ο άνθρωπος στην πρωτογενή φυσική του κατάσταση, ανεξάρτητα από τις διάφορες εθνικές, πολιτιστικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Ο στωικισμός διακηρύσσει τον κοσμοπολιτισμό του ξεκάθαρα. Θα ήταν όμως, σφάλμα να το ερμηνεύσουμε αυτό ως πράξη με πολιτικές προεκτάσεις. Ο στωικός κοσμοπολιτισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά συνέπεια της παραδο­χής ότι η αναγνώριση του έλλογου χαρακτήρα των γεγονότων είναι ανε­ξάρτητη από τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες βρίσκεται κανείς. Δεδομέ­νου ότι η οδός προς τη σοφία δεν περνά από τη μεσολάβηση της πολιτικής, αλλά ριζώνει στη φύση του ανθρώπου, ο στωικός σοφός αισθάνεται πως έχει μια φυσική ομοιότητα με όλους τους συνανθρώπους του, ανεξάρτητα α­πό την εξουσία στην οποία τυχαίνει να είναι υποτελείς, και πως όλοι απο­λαμβάνουν μια κοινή ελευθερία. Γι΄ αυτό, ο στωικός σοφός, μολονότι κο­σμοπολίτης, μπορεί να συμμετέχει στους πολιτικούς θεσμούς, ακόμη και να κυβερνά, “εφόσον δεν παρεμποδίζεται”, δηλαδή με την προϋπόθεση ότι θα μπορεί να διατηρεί την προσωπική του ορθολογική διάθεση και αυτονομία.
 
Αυτός ο τύπος σοφού, η σοφία του οποίου ριζώνει στη φύση και καταρ­γεί με τον τρόπο αυτό τη σημασία των κοινωνικών κανόνων, μπορεί από ο­ρισμένες απόψεις να φανεί ότι πλησιάζει τον Κυνισμό. Πραγματικά, ο θεμε­λιωτής του στωικισμού, ο Ζήνωνας από το Κίτιο, υπήρξε μαθητής των Κυνικών και στην αρχή Κυνικός ο ίδιος· σε ένα νεανικό του σύγγραμμα ο Ζή­νωνας εξέφρασε την αδιαφορία του για ορισμένους από τους ουσιαστικότε­ρους κοινωνικούς κανόνες, όπως την απαγόρευση της αιμομιξίας και του κανιβαλισμού. Όμως, το νόημα του στωικισμού δεν ήταν αυτό· άλλωστε, η ταύτιση των κοινωνικών συμβατικοτήτων με το «κακό” και της φύσης με το “καλό” θα ήταν, σε τελική ανάλυση, αντιφατική προς τη στωική παρα­δοχή μιας έλλογης τάξης που αγκαλιάζει τα πάντα. Οι πολίτες των ελληνι­στικών βασιλείων, αρχικά, και της ρωμαϊκής δημοκρατίας, αργότερα, ανα­γνώριζαν συχνά τον εαυτό τους στον στωικό τύπο ανθρώπου, ιδωμένου α­πό μιαν άλλη οπτική γωνία: ιδωμένου, δηλαδή, ως τύπο ανθρώπου που βρί­σκει μέσα στον ίδιο του τον εαυτό, μέσα στη σφαίρα της προσωπικής του ζωής τη ρίζα της ελευθερίας και της αυτονομίας του, και που εφοδιασμένος με την αυτονομία αυτή έχει πρόσβαση στη σφαίρα της πολιτικής, όπου θα λειτουργήσει διεκδικώντας κατά πρώτο λόγο αυτή την αυτονομία και, επο­μένως, κρίνοντας κάθε φορά τους πολιτικούς θεσμούς ανάλογα με το βαθ­μό συμβατότητάς τους με αυτή του τη διεκδίκηση. Σε αυτή την παραλλαγή του ο στωικισμός κατάφερε να γίνει η ιδεολογία της άρχουσας τάξης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στο απόγειο της ακμής της. Αργότερα, στο στωικισμό θα καταφύγουν τα μέλη της συγκλητικής τάξης κατά την αρχική τους αντίθεση προς την αυτοκρατορία, η οποία θεωρείτο εξουσία που αρνείτο την ατομική αυτονομία- αυτό πάντως δεν εμπόδισε, έναν αιώνα αργό­τερα, όταν οι θεσμικές ισορροπίες της αυτοκρατορικής κοινωνίας είχαν πλέον αποκατασταθεί, έναν αυτοκράτορα, τον Μάρκο Αυρήλιο, να γίνει ο τελευταίος σπουδαίος Στωικός.
 
2. Το στωικό σύστημα: λογική, φυσική, ηθική
 
Οι πρώτοι τρεις ηγέτες του στωικισμού ήταν ο Ζήνωνας από το Κίτιο, ο Κλεάνθης και ο Χρύσιππος, στους οποίους οφείλεται η ολοκληρωμένη επεξεργασία των θεωριών της σχολής. Σήμερα πια δεν είμαστε σε θέση να δια­κρίνουμε με σαφήνεια την ιδιαίτερη συμβολή του καθενός. Αυτό οφείλεται στο ότι δεν έχουν σωθεί τα συγγράμματα τους, το περιεχόμενο των οποίων γνωρίζουμε μόνο από μεταγενέστερες μαρτυρίες. Αυτό, όμως, δεν θα αρκούσε για να καταστήσει την ιδιαιτερότητα της συμβολής του καθενός αδιάκριτη, εάν η στωική φιλοσοφία δεν είχε λάβει ήδη από τον Ζήνωνα έντονα συστηματικό χαρακτήρα και αν ο Κλεάνθης και ο Χρύσιππος δεν είχαν ουσιαστικά επιδιώξει να ολοκληρώσουν, να βελτιώσουν σε επιμέρους σημεία και να καταστήσουν περισσότερο συνεκτικό το ίδιο σύστημα, διατηρώντας αναλλοίωτες τις βασικές δομές του. Μία τόσο αυστηρή συστηματικότητα είναι σύμφωνη με τη θεμελιώδη στωική παραδοχή ότι η πραγματικότητα είναι ένα σύνολο με τόση συνοχή, ώστε κάθε σημείο του ή πτυχή του να είναι πλήρως ενταγμένο στη γενική τάξη. Αυτό σημαίνει ό­τι κάθε φιλοσοφική πρόταση συνδέεται άρρηκτα με τις υπόλοιπες και ότι, κατά συνέπεια, μια άρνησή της θα έθετε υπό αμφισβήτηση όλο το σύστη­μα. Μόνο για παιδαγωγικούς λόγους οι Στωικοί χώριζαν το φιλοσοφικό τους σύστημα σε τρία μέρη, τη λογική, τη φυσική και την ηθική.
 
  • Η στωϊκή λογική: σημαίνον, σημαινόμενο, πράγματα
Αυτό που οι Στωικοί ονομάζουν “λογική” περιλαμβάνει πολύ περισσό­τερα πράγματα απ’ όσα σήμερα αποδίδουμε στον όρο. Αντικείμενό της ή­ταν το πώς εκδηλώνεται η τάξη της πραγματικότητας μέσα στους λόγους και τη γνώση. Η στωική λογική περιλάμβανε, κατ’ αρχήν μία θεωρία περί γλώσσας. Σε σύγκριση με τον Αριστοτέλη, σύμφωνα με τον οποίο η γλώσσα εφάπτεται φυσικά με τα πράγματα και, συνεπώς, η ανάλυση της πρώτης συνιστά οδό άμεσης πρόσβασης στη γνώση της δομής των δεύτερων, η στωική λογική εισάγει μία σημαντική καινοτομία: αρνείται ότι η γλώσσα παραπέμπει ευθέως στα πράγματα. Για να εξηγήσουν αυτό το σημείο, οι Στωικοί, επικαλούνται την περίπτωση ενός Έλληνα που λέει σε έναν Έλληνα και σε ένα βάρβαρο τη λέξη, π.χ., «ίππος». Και οι δύο συνομιλητές συλλαμβάνουν τον ήχο «ίππος», και οι δύο γνωρίζουν το αντικείμενο « Ίππος»· όμως, ο πρώτος καταλαβαίνει αυτό που ακούει, ενώ ο δεύτερος ό­χι. Ανάμεσα στην άρθρωση του σημαίνοντος, που είναι ο ήχος, και στο α­ντικείμενο βρίσκεται, συνεπώς, το επίπεδο του σημαινόμενου, που είναι ο χώρος όπου συντελείται η κατανόηση· γνώση του σημαινόμενον ο ή­χος δεν μπορεί να λειτουργήσει ως σημείο του πράγματος. Έχοντας απομο­νώσει το επίπεδο του σημαινόμενον, οι Στωικοί εισήγαγαν το πεδίο του λεκτοῡ. Το λεκτον είναι ό, τι από το σημαινόμενο παραμένει αναλλοίωτο σε μία μετάφραση· ταυτόχρονα είναι το έλλογο και αντικειμενικό, και συνε­πώς καθολικά κατανοητό, περιεχόμενο της γλωσσικής σήμανσης. Σε μια μετάφραση όχι μόνο αλλάζει εντελώς η άρθρωση της σημαίνουσας λέξης, αλλά απαλείφονται οι ασάφειες, οι ενδεχόμενες αμφισημίες και κάθε σημασιολογική αχλύ, που διαφέρουν από γλώσσα σε γλώσσα και από πολιτισμό σε πολιτισμό. Αυτό που απομένει είναι αυτό που καθιστά δυνατή όχι μόνο τη μετάφραση, αλλά την ίδια την επικοινωνία και την κατανόηση· είναι αυτό που αναφέρεται στο αντικείμενο και αυτό που θέλει να πει καθένας που αρθρώνει λόγο.
 
  • Η στωϊκή λογική: το συμπέρασμα
      Αυτή η θεωρία επέτρεψε στους Στωικούς να διακρίνουν, για πρώτη φορά, σαφώς τη γραμματική από τη λογική με τη στενή έννοια της λέξης. Η γραμματική έχει ως αντικείμενο τις σημαίνουσες δομές των υπαρκτών γλωσσών με τις ιδιαιτερότητες τους (η μελέτη της γραμματικής αναπτύχθη­κε κατά την ελληνιστική εποχή, χάρη στο στωικό ενδιαφέρον γι’ αυτήν). Η λογική με τη στενή έννοια (την οποία οι Στωικοί προτιμούσαν να αποκαλούν “διαλεκτική”) έχει, αντιθέτως, ως αντικείμενο τα λεκτά, κατά το ότι ενδέχεται να είναι τόσο αληθή όσο και ψευδή. Δεν είναι όλα τα λεκτά αλη­θή ή ψευδή· για παράδειγμα, μια διαταγή ή μια προσευχή έχουν ένα έλλογο περιεχόμενο και μπορούν να μεταφραστούν, αλλά δεν είναι ούτε αληθείς ούτε ψευδείς. Η ελάχιστη λογική μονάδα είναι εκείνος ο συνδυασμός λέξεων που μπορεί να χαρακτηριστεί αληθής ή ψευδής (για παράδειγμα: «Υπάρχει καπνός»· «Αυτή η γυναίκα έχει γάλα»)· πρόκειται στην ουσία για αυτό που σήμερα ονομάζουμε «πρόταση». Η στωική λογική μελετά με ακρίβεια τις τυπικές προϋποθέσεις που απαιτείται να πληρούνται, ώστε οι συνδέσεις μεταξύ πολλών απλών προτάσεων να είναι αληθείς· μελετά δη­λαδή τα τυπικώς έγκυρα συμπερασματικά σχήματα. Ιδού δύο παραδείγμα­τα του βασικότερου στωικού συμπερασματικού σχήματος:
 
Αν υπάρχει καπνός, τότε υπάρχει φωτιά·
υπάρχει καπνός· άρα υπάρχει φωτιά.
 
Αν μία γυναίκα έχει γάλα, τότε έχει γεννήσει·
αυτή η γυναίκα έχει γάλα· άρα έχει γεννήσει.
 
Με την αντικατάσταση των περιεχομένων των προτάσεων, που διαφέ­ρουν στα δύο παραδείγματα, με σύμβολα (όπως έκαναν οι Στωικοί), φθά­νουμε σε μια τυπική δομή αυτού του συμπεράσματος: Αν ρ. τότε q· ρ· άρα q. Όπως είπαμε όταν μιλούσαμε για τη λογική του Αριστοτέλη, εδώ έχουμε έ­να έγκυρο συμπέρασμα, δηλαδή ένα συμπέρασμα του οποίου η λογική α­λήθεια είναι ανεξάρτητη από την πραγματική αλήθεια των προκειμένων.
 
Όμως, η αναλογία της στωικής με την αριστοτελική λογική, σταματάει εδώ. Στην περίπτωση της αριστοτελικής λογικής, τα σύμβολα με τα οποία διατυπωνόταν ο συλλογισμός αντικαθιστούσαν καθολικές έννοιες -θνη­τούς, ζώα, ανθρώπους. Η αριστοτελική λογική μηχανή υπαγόρευε, διά της αναλυτικής οδού, τους τρόπους με τους οποίους η μία εμπεριείχε την άλλη. Με τον τρόπο αυτό διατεινόταν ότι αποκαλύπτει τη δομή του πραγματικού’ τοποθετώντας τις καθολικές πραγματικότητες τη μια μέσα στην άλλη, σκιαγραφούσε και οργάνωνε το όλο επίπεδο των επιμέρους ουσιών, το ο­ποίο αποτελούσε το σταθερό πλέγμα που είναι. Άλλωστε η αριστοτελική λογική δεν αποτελούσε εργαλείο επιστημονικής ανακάλυψης, αλλά ανα­διατύπωνε αυτό που ήταν ήδη γνωστό διά άλλων οδών, εκτός λογικής, προ- κειμένου να του προσδώσει συνοχή. Στην περίπτωση, τώρα, της στωικής λογικής τα σύμβολα αντικαθιστούν προτάσεις, δηλαδή περιγραφές γεγονό­των και περιστατικών: «Υπάρχει καπνός», «Υπάρχει φωτιά» κ.τ.λ. Τα στωικά συμπερασματικά, σχήματα στοχεύουν να ανακαλύψουν πράγματα ά­γνωστα· αν δω μια γυναίκα που έχει γάλα, συμπεραίνω ότι έχει γεννήσει, μολονότι δεν το γνωρίζω (άμεσα). Με αυτό τον τρόπο, γεγονότα που δεν μπορούν να παρατηρηθούν μπορούν να επαληθευθούν επιστημονικά. Αντιστρόφως, ο στωικός συλλογισμός δεν είναι δεσμευτικός από οντολογική ά­ποψη. Η πρώτη προκείμενη του παραπάνω σχήματος είναι υποθετική πρό­ταση· η πρόταση αυτή καταφάσκει μια σχέση συνεπαγωγής μεταξύ δύο α­πλών προτάσεων αν αυτή η σχέση είναι έγκυρη και η δεύτερη προκείμενη είναι αληθής, τότε το συμπέρασμα είναι αληθές. Αλλά (απλοποιώντας) σε αυτή τη σχέση η πρώτη προκείμενη («Υπάρχει καπνός») είναι σημείο του συνεπαγόμενου («Υπάρχει φωτιά»)· πίσω από αυτές μπορούν να υπάρχουν διαφορετικές ή και αντίθετες πραγματικές σχέσεις. Για παράδειγμα, ένα α­ποτέλεσμα μπορεί να παίξει το ρόλο σημείου της αιτίας, αλλά και μια αιτία μπορεί να παίξει το ρόλο σημείου του αποτελέσματος. Η στωική λογική ασχολείται με προτάσεις, θεμελιώνοντας αναγκαίους δεσμούς ανάμεσα στα γεγονότα που αυτές περιγράφουν και διευρύνοντας τον ιστό της σύνδεσης δεν αποκαλύπτει τη δομή του πραγματικού.
 
  • Θεωρία της γνώσης: αισθήσεις και αναπαραστάσεις
Η εφαρμογή αυτού του λογικού μηχανισμού στο πεδίο της πραγματικό­τητας απαιτεί να ορισθούν ο τρόπος με τον οποίο φθάνουμε στη γνώση των γεγονότων και ο τρόπος με τον οποίο προσδιορίζεται ότι μια πρόταση που αφορά σε ένα γεγονός είναι αληθής. Οι Στωικοί ενέτασσαν στη λογική ε­κείνο το μέρος της φιλοσοφίας τους, που σήμερα μάλλον θα ονομάζαμε γνωσιολογία. Η γνώση πηγάζει από την αίσθηση, που είναι το αποτέλεσμα που έχει μια σωματική κίνηση πάνω στην ψυχή (η οποία είναι, επίσης, σω­ματική). Αυτό το αποτέλεσμα είναι για την ψυχή, από φυσική άποψη, «αλ­λοίωσή» της και, από λογική άποψη, “αναπαράσταση” του σώματος που την προκάλεσε. Μετά από αυτήν υπάρχουν στην ψυχή τρεις επιπλέον φά­σεις της γνωστικής διαδικασίας· η συγκατάθεσίς, με την οποία η ψυχή ανα­γνωρίζει ότι η αναπαράσταση συμφωνεί με αυτό που την προκάλεσε, η κα­τάληψης, με την οποία η αναπαράσταση μετατρέπεται στην πρόταση που περιγράφει αυτό που την προκάλεσε, και η γνώσις η επιστήμη, με την οποία η αναπαράσταση εντάσσεται σε ένα ολόκληρο πλέγμα παραστάσεων. Αυ­τό που εγγυάται την εγκυρότητα της διαδικασίας αυτής, κυρίως στο ευαίσθητο σημείο όπου δίνεται η συγκατάθεσης στην αναπαράσταση, με άλλα λόγια αυτό που αποτελεί το κριτήριον άληθείας, είναι για τους Στωικούς η δυνατότητα κατανόησης της αναπαράστασης (καταληπτική φαντασία), δηλαδή η προφάνεια (ενάργεια.) που τη διακρίνει από τις άλλες αναπαρα­στάσεις, για να μετατραπεί σε πρόταση και να ενταχθεί στον ιστό της επι­στήμης. Η “καταληψιμότητα” αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρι­σμα της αναπαράστασης και, γι’ αυτό, όταν είναι παρούσα, υποχρεώνει την έλλογα διατεταγμένη ψυχή να δώσει τη συγκατάθεσή της, οπότε η α­ναπαράσταση δεν είναι αυθαίρετη. Στα όνειρα, για παράδειγμα, έχουμε α­ναπαραστάσεις, αλλά δεν είναι σαφώς καταληπτές· γι’ αυτό δεν τις εγκρί­νουμε. Στην αντίθετη πλευρά βρίσκονται οι αναπαραστάσεις που εγκρί­νουμε και κατανοούμε.
 
  • Η αντιστωική πολεμική της Ακαδημίας
Η στωική θεωρία της γνώσης δέχθηκε δριμύτατες επιθέσεις από τους σχολάρχες της μέσης Ακαδημίας· ο Αρκεσίλαος από την Πιτάνη στράφηκε κατά του Ζήνωνα και του Κλεάνθη· ο Καρνεάδης, αργότερα, κατά του Χρύ­σιππου. Και οι δύο Ακαδημαϊκοί σκοπό τους είχαν να καταρρίψουν ολόκλη­ρο το στωικό οικοδόμημα χτυπώντας τα θεμέλιά του, δηλαδή την οδό που ξεκινά από την παράσταση, περνά από την συγκατάθεσιν και καταλήγει στη μετατροπή της σε στοιχειώδη πρόταση. Ο Αρκεσίλαος και ο Καρνεάδης αμφισβητούν ακριβώς την ύπαρξη ενός σαφούς και καθολικά έγκυρου κριτηρίου, που να υποδεικνύει σε ποιες περιπτώσεις το πέρασμα μπορεί να πραγματοποιηθεί σίγουρα και ανώδυνα, και συμπεραίνουν ότι η συγκατά­θεση δεν είναι σε καμιά περίπτωση πραγματικά δικαιολογημένη και, επομέ­νως, πρέπει να μένα διαρκώς σε εκκρεμότητα. Αυτή η πολεμική δεν διεξάγε­ται στο όνομα ενός εναλλακτικού γνωσιολογικού μηχανισμού· απεναντίας, ουσιαστικός σκοπός των Ακαδημαϊκών είναι να αποδείξουν ότι κανένας μη­χανισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει. Πέρα από τη χρήση σωρείας τεχνικών όρων, για την οποία οι Ακαδημαϊκοί καμάρωναν, το μεγαλύτερο μέρος της ανατρεπτικής τους τακτικής στηριζόταν σε μια σειρά αντιπαραδειγμάτων, τα οποία αντιπαρέτασσαν συστηματικά στα παραδείγματα της στωικής γνωσιολογίας. Τόσο ο Αρκεσίλαος όσο και ο Καρνεάδης ανέτρεξαν για το σκοπό αυτό στα διαλεκτικά μέσα του Πύρρωνα.
  
  • Οι κοινές έννοιες
Η συγκεκριμένη κριτική αφορούσε κατά πρώτο λόγο στο ρόλο του σο­φού στο ζήτημα της γνώσης. Αν η έλλογη διάταξη της ψυχής του σοφού δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να εγγυηθεί για την αλήθεια των παραστά­σεων, τότε ο στωικός σοφός δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι κατέχει την αλή­θεια περισσότερο απ’ όσο οι μη σοφοί. Επιπλέον, ολόκληρη η στωική λογι­κή μηχανή έμοιαζε να δουλεύει μάταια, δεδομένου ότι η εφαρμογή της στο είναι απαιτούσε παραστάσεις αληθείς. Κατά δεύτερο λόγο, η αδυναμία μας να φθάσουμε σε βεβαιότητα για οποιαδήποτε παράσταση ισοδυναμούσε με απόρριψη της αξίας των κοινών εννοιών ή προλήψεων, δηλαδή των εννοιών και ιδεών που οι Στωικοί ισχυρίζονταν ότι ήσαν καθολικά γνωστές, ως ρι­ζωμένες στο γνωστικό μέρος της ψυχής καθ’ εαυτό, και που ήσαν γι’αυτό ικανές να αποκαλύψουν τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά τού είναι (η σπου­δαιότερη από αυτές ήταν η ιδέα της ύπαρξης Θεού). Οι κοιναί έννοιαι ή προλήψεις ήσαν για τους Στωικούς μια απολύτως απαραίτητη οδός για τη γνώση των πραγμάτων, δεδομένου ότι η λογική τους δεν αναπαρήγε τη δο­μή του πραγματικού. Εύκολα καταλαβαίνουμε, λοιπόν, γιατί η διαμάχη με­ταξύ των σχολών επικεντρώθηκε ως επί το πλείστον σε αυτό το σημείο.
 
  • Η στωϊκή φυσική: το πνεύμα          
      Η στωική φυσική είχε ως αντικείμενο, κατά πρώτο λόγο, τα γενικά χαρακτηριστικά του πραγματικού, τα οποία έπαιζαν, στη συνέχεια, ρόλο θε­ωρητικών αρχών και πλαισίων για τις επί μέρους επιστημονικές έρευνες (ιατρική, μετεωρολογία, αστρονομία κ.τ.λ.). Η στωική φυσική κορυφωνόταν σε μια θεολογία, που συνιστούσε ρητή καταγραφή της λογικής που συ­νέχει την ίδια την πραγματικότητα.
 
Η πραγματικότητα για τους Στωικούς είναι ένα σωματικό όλο απολύτως συνεχές· η αδιάσπαστη αυτή συνέχεια έχει ως αποτέλεσμα κάθε ση­μείο vajBivai απολύτως ενταγμένο στη δυναμική του συνόλου. Η σωματικότητα και η δυναμικότητα του πραγματικού είναι για τους Στωικούς στενά συνυφασμένες με τη θεμελιώδη ζωτικότητά του, που φθάνει ως το τελευ­ταίο του σημείο και που. χάρη στη διαφοροποίηση, παράγει τα επιμέρους φυσικά πράγματα. Οι Στωικοί περιέγραφαν, μεταξύ άλλων, αυτή τη διαφο­ροποίηση ως το αποτέλεσμα της επίδρασης μιας ενεργητικής, ζωτικής αρχής πάνω σε μια παθητική· αλλά είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι αυτές οι δύο αρχές δεν ήσαν για τους Στωικούς δύο χωριστά, οντολογικώς αυτάρκη πράγματα νοούνταν ως δύο αντίθετοι και συμπληρωματικοί πόλοι του ζωτικού και δυναμικού όλου που απαρτίζει το σύμπαν η παρουσία του ενός είναι πάντοτε συνυφασμένη με την παρουσία του άλλου. Η ποικι­λία της φύσης για τους Στωικούς είναι η διαφοροποίηση μιας θεμελιώδους αδιάκοπης ενότητας και όχι το αποτέλεσμα της σύνθεσης αρχικά ξεχωρι­στοί στοιχείων.
 
Οι Στωικοί αποκαλούσαν την αδιαφοροποίητη σωματική φύση κυρίως πνεύμα (φύσημα, πνοή), λέξη που ενέχει τις έννοιες της ζωτικότητας και της ελαστικότητας.
 
Η ελαστικότητα του πνεύματος, ο τόνος του, είναι η πλευρά της ζωτικότητας πριν από την εμφάνιση της οργανικής ζωής. Διαφοροποιούμενος ο τόνος προκαλεί διαφορετικούς βαθμούς συνοχής του πνεύματος, Κάθε επιμέρους πράγμα χαρακτηρίζεται από μια δική του συνοχή, που το κρατά ε­νωμένο. Μια πέτρα, για παράδειγμα, ή ένας ιστός ενός οργανισμού έχουν ίο καθένα τη δική του συνοχή, που είναι το αποτέλεσμα μιας δυναμικής ε­ξέλιξης μέσα στο πνεύμα, συνοχή που εισδύει εντός τους, τα διαφοροποιεί και τους προσδίδει την ταυτότητά τους. Τα φυτά, τα ζώα, οι άνθρωποι, έ­χουν με τη σειρά τους έναν εσωτερικό παράγοντα που τα κρατά. ενωμένα και τους προσδίδει την ταυτότητά τους· εδώ, όμως, ο παράγοντας αυτός δεν περιορίζεται στο συνεκτικό ρόλο, αλλά συντονίζει τα διάφορα μέρη της σωματικής τους οργάνωσης. Για τα ζώα και τους ανθρώπους, η διάταξη αυτή είναι η ψυχή· η ψυχή των ανθρώπων έχει έλλογη διάταξη, πράγμα, που λείπει από τα ζώα.
 
  • Η αιτιότητα είναι πάντοτε εσωτερική
Τις αιτιώδεις σχέσεις, τώρα, μέσα σε αυτό τον κόσμο, που περιλαμβάνει επιμέρους σώματα, καθένα από τα οποία είναι εφοδιασμένο με μια δική του εσωτερική διάταξη και τα οποία βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο χωρίς ν’ αφήνουν κενά, οι Στωικοί τις αντιλαμβάνονται με έναν τρόπο εξολοκλήρου πρωτότυπο. Η αιτία κάθε κίνησης ή μεταβολής είναι πάντοτε εσωτερική και εξαρτάται από το πώς η διάταξη ενός σώματος το κάνει να αντιδρά σε μια επαφή ή στην αίσθηση ενός άλλου πράγματος. Στην περίπτωση ενός ζώου αυτό είναι προφανές· αν, για παράδειγμα, ένας σκύλος δει κάτι που του προκαλεί φόβο, θα τρέξει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το πράγμα που τον φόβισε δεν είναι αιτία, αλλά μόνο συν-αιτία· αυτό που προκαλεί το φόβο και τη φυγή είναι η εσωτερική διάταξη του σκύλου. Ένα σώμα με διαφορετική διάταξη θα αντιδρούσε διαφορετικά και θα είχαμε άλλα απο­τελέσματα. Οι Στωικοί επέκτειναν αυτή την αντίληψη της αιτιότητας και στα ανόργανα σώματα· αν μια πέτρα, έλεγαν, που βρίσκεται σε κατηφόρα κατρακυλά λόγω μιας ώθησης, αυτό δεν εξαρτάται από την ώθηση, αλλά από τη μορφή της (αν είναι επίπεδη, δεν κατρακυλά). Αλλά η μορφή με τη σειρά της εξαρτάται, κατά κάποιον τρόπο, από τον τόνον που οδήγησε την πέτρα να έχει αυτή τη διάταξη και μορφή. Με αυτό τον τρόπο, οι Στωικοί επιδίωκαν να περιλάβουν όλες τις καθαρά μηχανικές πλευρές της αλληλεπίδρασης μεταξύ των σωμάτων, μέσα σε μια αντίληψη για τη φύση και την αιτιότητα, σύμφωνα με την οποία η πορεία των γεγονότων μοιάζει με το σύνολο των αλληλεπιδράσεων των κλειστών αυτορρυθμιζόμενων συστημάτων. Έτσι, οι κινήσεις του ανόργανου κόσμου ερμηνεύονταν με βάση το πρότυπο της λειτουργίας των έμβιων όντων.
 
  • Οικουμενική αναγκαιότητα
Από αυτή την αντίληψη προέρχεται και μία πλευρά της στωικής φυσι­κής που είναι σημαντική και για την ηθική. Η εσωτερική διάταξη, που σε κάθε περίπτωση είναι η κύρια αιτία των γεγονότων, είναι με τη σειρά xrjg αποτέλεσμα μιας προηγούμενης αιτιώδους αλυσίδας, που την έκανε να εί­ναι όπως είναι και να δρα όποιος δρα. Κάθε πράγμα είναι αυτό που είναι, διότι μια προηγούμενη δυναμική εξέλιξη το οδήγησε στην τωρινή του διά­ταξη. Επομένως, κάθε γεγονός (και, συνεπώς, ολόκληρη η πορεία των γεγο­νότων) είναι κάτι προκαθορισμένο και αναγκαίο, με την έννοια ότι δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά. Αν δεχθούμε ότι μπορούσε, θα χρειαστεί να εισαγάγουμε για την εξήγηση αυτής της δυνατότητας έναν ανεξάρτητο αιτιώδη παράγοντα, δηλαδή ή ένα θεϊκό στοιχείο της ψυχής, που δεν θα περιορίζεται από τη σωματική δυναμική, ή μια μηχανική αιτιότητα ανεξάρτητη από την εσωτερική διάθεση. Και με τις δύο αυτές προϋποθέσεις θα εισαγόταν κάτι που διαφεύγει από τη σφαιρική δυναμική του πνεύματος και, έτσι, ολόκληρη η στωική φυσική θα κατέρρεε. Αλλά τότε. κάθε διάταξη, ενέργεια ή γεγονός οποιουδήποτε ατόμου είναι προκαθορισμένα. Αυτός ο προκαθορισμός, όμως, σύμφωνα με τους Στωικούς, δεν καθιστά την ηθική κενή νοήματος, ακριβώς επειδή το κάθε άτομο είναι ο παράγοντας του καθορισμού του: όπως είδαμε, η συμπαντική αναγκαιότητα πραγματώνεται μέσω του εσωτερικού κόσμου του καθενός. Γι’ αυτό, καθένας παραμένει υ­πεύθυνος για τις πράξεις του, οι οποίες εξαρτώνται από αυτό που ο ίδιος εί­ναι· το άτομο. λοιπόν, εξακολουθεί να υπόκειται σε ηθική αξιολόγηση και κρίση.
 
  • Η κοσμολογία: η τελική “εκπύρωσις» και το “κοσμικόν πυρ ”
Η στωική κοσμολογία υιοθετεί, σε γενικές γραμμές, την κοσμολογία της προηγούμενης επιστήμης. Ο κόσμος είναι μια πεπερασμένη σφαίρα με πλή­ρη συνοχή, στο κέντρο της οποίας βρίσκεται η Γη και στο εξωτερικό μέρος της οποίας περιστρέφονται τα άστρα. Η κυριότερη καινοτομία της κοσμολογίας των Στωικών είναι η άρση του φυσικού χάσματος μεταξύ ουρανού και Γης την οποία είχε εισαγάγει ο Αριστοτέλης. Τα άστρα εντάσσονται στην ίδια ζωογόνο δυναμική που αγκαλιάζει τα γήινα πράγματα· για παρά­δειγμα, τα άστρα τρέφονται από τις εξατμίσεις των ωκεανών που βρίσκο­νται κάτω από αυτά. Από τους Στωικούς, ο Κλεάνθης απέδιδε στον Ήλιο έ­ναν ιδιαίτερο ρόλο: ο Ήλιος καθορίζει το συνολικό ρυθμό της ζωής. Αυτή η θεώρηση, αν από τη μια θεμελιώνεται πάνω στον προφανή συσχετισμό των ηλιακών κινήσεων με τον κύκλο των εποχών και τα βιολογικά φαινόμενα, από την άλλη επιτρέπει στο στωικισμό να ενσωματώσει σημαντικό μέρος των παραδοσιακών θρησκευτικών αναπαραστάσεων και, συνεπώς, να αυτοπροταθεί ως η φιλοσοφία που τις θεμελίωνε και δικαιολογούσε τις λειτουργίες τους. Η κύρια καινοτομία της στωικής κοσμολογίας είναι η θεωρία της τελικής εκπυρώοεως· η πορεία των γεγονότων κορυφώνεται σε μία στιγμή. κατά την οποία όλα καταλήγουν σε κοσμικόν πυρ. Πρόκειται για ένα εί­δος τελικού θριάμβου της εγγενούς στον κόσμο ζωτικής δύναμης, του οποί ου η φωτιά είναι η ύψιστη εκδήλωση. Από την τελική εκπύρωσην ξεκινά έ­νας νέος κύκλος γεγονότων, που θα είναι πανομοιότυπος με τον προηγούμενο ώς και στις λεπτομέρειες· θα υπάρξει ξανά Σωκράτης, θα κατηγορηθεί ξανά για ασέβεια, θα καταδικαστεί ξανά σε θάνατο, θα πιει ξανά το κώνειο – και το ίδιο θα συμβεί με όλα τ’ άλλα πράγματα. Στη ρίζα αυτής της στωικής θεωρίας υπήρχε η θεωρητική αναγκαιότητα να αποδειχθεί ο κόσμος πε­περασμένος και στη διάσταση του χρόνου· μία επ’ άπειρον μεταβλητή πο­ρεία των γεγονότων θα καθιστούσε αβάσιμη τη θέση ότι η τωρινή πορεία των γεγονότων χαρακτηρίζεται από μια έλλογη και αναγκαία τάξη. Επίσης, οι κύκλοι πρέπει να συμπίπτουν μεταξύ τους γιατί, εφόσον διέπονται όλοι α­πό τη θεία πρόνοια, δεν μπορούν να αποδειχθούν καλύτεροι ή χειρότεροι α­πό τους άλλους, αλλά εξίσου τέλειοι.
 
  • Η θεολογία: η θεότητα ως ορθολογισμός της φύσης
Η στωική φυσική κατέληγε σε μία θεολογία. Η στωική θεολογία δεν εί­ναι μία χωριστή επιστήμη, στενά συνδεδεμένη, έστω, με τη φυσική- είναι μία πλευρά της ίδιας της φυσικής. Πράγματι, ο στωικός θεός δεν διακρίνεται από τον κόσμο· αυτός δεν είναι παρά η διάσταση της λογικότητας του κόσμου που ενυπάρχει εντός του. Η ανάγκη και η ειμαρμένη (ή «μοίρα”, πε­πρωμένο) ήταν από κάποια άποψη για τους Στωικούς δύο ονόματα που δή­λωναν το ίδιο πράγμα: τη διάσταση της θείας λογικότητας· τα δύο καταλ­ληλότερα ονόματα ήσαν για τους Στωικούς Θεός και λόγος, που από την οπτική γωνία αυτής της κοσμικής θεολογίας συνέπιπταν. Ένα άλλο όνομα για αυτό τον κοσμικό θεό ήταν για τους Στωικούς το “Ζευς”· ταυτίζοντας τη σπουδαιότερη από τις παραδοσιακές θεϊκές μορφές με τον θεό τους, ενέ­τασσαν τη μορφή αυτή στη φιλοσοφία τους. Τέλος, ο κοσμικός ορθός λόγος αποκαλείτο “θεία πρόνοια”. Η ειμαρμένη, που μας επιφυλάσσει αυτή, είναι καλή, ακόμη κι αν εμείς δεν κατανοούμε το θετικό και ωφέλιμο χαρα­κτήρα της. Η στωική θεία πρόνοια ασχολείται με την ιδιωτική και καθημε­ρινή διάσταση της ζωής, από την οποία ο πλατωνικός και ο αριστοτελικός θεός απούσιαζαν. Αλλά για να γευθούν οι άνθρωποι τις ευεργεσίες της, εί­ναι απαραίτητη η στωική κατάληψις. Γι’ αυτό, η στωική θεία πρόνοια είναι πολύ διαφορετική από τη χριστιανική, η οποία επεμβαίνει μέσω μιας λυτρωτικής χάριτος, με σκοπό τη μεταμόρφωση της ζωής.
 
  • Η ψυχή και ο λόγος
Η φυσική παρέχει στους Στωικούς τα θεωρητικά ερείσματα για την αν­θρωπολογία τους, στην οποία θεμελιώνουν την ηθική τους. Η ατομική ταυτότητα κάθε ανθρώπου, όπως κάθε πράγματος, προσδιορίζεται από μια ιδιαίτερη κατάσταση του παγκόσμιου πνεύματος. Κάθε άνθρωπος έχει μέσα του μια αργή που τον κρατά ενωμένο, διατηρεί την ταυτότητά του και του δίνει ζωή. Αυτή τη λειτουργία επιτελεί για τους ανθρώπους, όπως και για τα ζώα, η ψυχή. Σωματική και αυτή, είναι η ενεργητική διάσταση του πνεύματος που μας συγκροτεί. Διάχυτη παντού στον οργανισμό, είναι ο τό­πος όπου οι μηχανισμοί των αισθήσεων δημιουργούν τις παραστάσεις. Η ψυχή έχει μια “διευθύνουσα αρχή” (ἡγεμονικόν), ένα είδος κεντρικού διευ­θυντικού οργάνου, τοποθετημένου στην καρδιά, στο οποίο συρρέουν οι διαφορετικές παραστάσεις και το οποίο καθορίζει τις κινήσεις, τις πράξεις και τις συμπεριφορές μας. Αυτό που διαφοροποιεί τους ανθρώπους από τα ζώα είναι ο τρόπος με τον οποίο εκτελεί το ήγεμονικόν τη λειτουργία αυτή, η οποία μόνο στους ανθρώπους συμβαίνει σύμφωνα με τη λογική· οι άν­θρωποι. και μόνο αυτοί, διαθέτουν λόγον.
 
Στη στωική ψυχολογία, η δομή της ψυχής δεν είναι – και δεν θα μπορού­σε να είναι- αντινομική. Η ψυχή δεν μπορεί να ταράσσεται από κινήσεις α­νεξάρτητες από τη διευθύνουσα αρχή. πάνω στις οποίες η τελευταία χρειά­ζεται να επεμβαίνει κυριαρχώντας τες. Η λειτουργία μιας ψυχής του είδους αυτού θα ήταν το προϊόν της σύνθεσης ετερογενών παρωθήσεων προς δρά­ση, πράγμα που θα ήταν ασύμβατο με τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις του στωικισμού. Γι’ αυτό, για τους Στωικούς, οι ψυχικές κινήσεις πρέπει να έπονται της λειτουργίας του ηγεμονικού. Οι Στωικοί διευκρίνιζαν το σημείο αυτό, λέγοντας ότι η πρωτογενής ζωτική παρόρμηση, που είναι παρούσα ή­δη από τη στιγμή της γέννησης και αποτελεί το κέντρο της ατομικής ταυτό­τητας, είναι μια παρόρμηση οίκειώσεως, δηλαδή αυτοελέγχου μέσω μιας συνολικής αντίληψης της ατομικής σωματικής ταυτότητας και, κατ’ επέ­κταση, ελέγχου του πεδίου όπου βρίσκεται το συγκεκριμένο άτομο. Αυτή η παρόρμηση καθορίζει ταυτόχρονα το ρόλο της “διευθύνουσας αρχής” ως του παράγοντα εκείνου που διατηρεί την ψυχή ενωμένη και αποτελεί την κινητήρια δύναμή της. Η ηδονή και η οδύνη είναι αποτελέσματα της λει­τουργίας του ηγεμονικού -αν αυτό δεν υπήρχε, δεν θα υπήρχαν ούτε αυτές. Όταν το βρέφος κατά την κύηση χωρίζεται από τη μητέρα του και εισέρχε­ται στο ψύχος, αισθάνεται οδύνη· αν επαναφερθεί στη θερμότητα, αισθάνε­ται ηδονή. Όμως, δεν θα αισθανόταν οδύνη, αν δεν είχε τη ζωτική παρόρ­μηση και τη συνολική αντίληψη του σώματός του, αν, επομένως, το ήγεμονικόν, που περιφρουρεί τη σωματική ταυτότητα, δεν αντιλαμβανόταν το ψύχος ως βλάβη -και ανάλογα όσον αφορά στην ηδονή.
 
  • Η ηθική και η αποδοχή του κόσμου
       Η λογική ικανότητα, η λογικότητα, δεν είναι έμφυτη στο ήγεμονικόν του ανθρώπου· αναδύεται στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών περίπου. Μετά το πέρασμα από αυτό το κατώφλι, που διαχωρίζει τους ανθρώπους α­πό τα ζώα (με τα οποία μοιάζουν τα μωρά), αρχίζει ο ηθικός λόγος να επε­νεργεί’ από αυτή την ηλικία και έπειτα; ο άνθρωπος μπορεί να αναγνωρίσει την ύπαρξη μιας εγγενούς λογικότητας στον κόσμο, η οποία προσδιορίζει όλα τα γεγονότα, τόσο τα δικά μας όσο κι εκείνα που αφορούν στους άλ­λους. Σε αυτό το σημείο του στωικισμού υπάρχει ένα παράδοξο. Η αναγνώ­ριση αυτή είναι έργο του ηγεμονικού, ρόλος του οποίου είναι η συντήρηση της ατομικής μας ζωής· η αναγνώριση αυτή, όμως, συνεπιφέρει την παρα­δοχή της λογικότητας ακόμη και σε αυτό που μας αφαιρεί τη ζωή – στην αρρώστια, για παράδειγμα και, κυρίως, στο θάνατο. Αυτό αποτελεί ένα πραγματικό άλμα στην ψυχική ζωή, και η δυνατότητά του εγκαθιδρύει μια ουσιαστική διαφορά του ανθρώπου από τα άλλα ζώα. Οι Στωικοί συγκρί­νουν τη συνθήκη εκείνου που έχει πετύχει αυτού του είδους την αναγνώρι­ση με τη συνθήκη εκείνου που έχει το κεφάλι έξω από το νερό, ενώ οι υπό­λοιποι το έχουν μέσα και πνίγονται, ανεξάρτητα από το αν βρίσκονται σε βάθος ενός ή εκατό μέτρων. Πράγματι, αυτό το είδος ψυχικής μεταστροφής μέσω του λόγον τοποθετείται, θα λέγαμε, στην καρδιά της στωικής φιλοσο­φίας. Χωρίς αυτό, ένα μεγάλο μέρος των στωικών θεωριών (η εσωτερική αι­τιότητα, η ειμαρμένη, η παρόρμηση συντήρησης της ζωής, η οποία συγκρο­τεί την ατομική ταυτότητα) θα έχαναν κάθε σημασία.

Η στωική ηθική μπορεί επομένως να συνοψιστεί σε ένα μοναδικό κανό­να: να διατηρείς λογική την αρχή που έχει καθοριστεί να διευθύνει τη ζωή. Προκύπτει συνεπώς ότι καλό είναι αυτή η διατήρηση και κακό ό,τι της ε­ναντιώνεται, ενώ ό,τι δεν έχει υπό το πρίσμα αυτό σημασία είναι αδιάφορον. Η σοφία, η ευδαιμονία και η ελευθερία συμπίπτουν με αυτή τη λογικότητα. Στην περίπτωση που κάποιος δεν αναγνωρίζει τη λογική φύση των γεγονότων (πράγμα πολύ συχνό), η ζωή του κυριαρχείται από τα πάθη και κυλάει μέσα στη δυστυχία. Τ α πάθη δεν είναι ανεξάρτητες κινήσεις του ανθρώπινου ψυχικού βίου, αλλά συνέπειες των εσφαλμένων κρίσεων του ηγεμονικού μας, ενός ελλείμματος λογικότητας. Αν δεν κατανοούμε την αναγκαιότητα ενός γεγονότος που μας επηρεάζει, αναπόφευκτα υπεισέρχεται μια δυσαρμονία ανάμεσα σε αυτό που είμαστε και σε αυτό που θέλου­με· και αυτό είναι πάθος. Αν την κατανοήσουμε, τότε δεν τιθασεύουμε το πάθος μας, αλλά το εξαλείφουμε. Όπως στην περίπτωση της μηχανικής αι­τιότητας στη φυσική και της ψυχικής αιτιότητας των ηδονών, έτσι και εδώ οι Στωικοί εξαλείφουν κάθε εξωτερικό αιτιακό παράγοντα, υποβιβάζοντάς τον και καθιστώντας τον εξάρτημα της (καλής ή κακής) λειτουργίας αυτού που μας ρυθμίζει από μέσα μας.
 
3 Ο στωικισμός και η ιδεολογία τον ανθρωπισμού
Η θεωρητική επεξεργασία του φιλοσοφικού συστήματος των Στωικών κορυφώνεται και ολοκληρώνεται με τον Χρύσιππο. Η στωική ορθοδοξία θα πάρει στη συνέχεια την μορφή της αναδιατύπωσης των θέσεων του Χρύσιπ­που και την υπεράσπισή τους ενάντια στις επιθέσεις που εξαπέλυαν υποστηρικτές άλλων φιλοσοφιών. Στον περιορισμένο χώρο αυτών που ασχο­λούνταν με τη φιλοσοφία επαγγελματικά -των δασκάλων των σχολών- οι έ­ριδες αυτές συνεχίστηκαν, ουσιαστικά με τους ίδιους όρους, για μερικούς αιώνες, μέχρι την προοδευτική τους εξαφάνιση. Όμως, η σημασία του στωικισμού για τον ελληνιστικό και ρωμαϊκό κόσμο, ακόμη και η ίδια του η ι­στορία, δεν μπορούν να ερμηνευθούν από αυτή τη εξειδικευμένη οπτική γωνία. Αν ο στωικισμός υπήρξε, όπως ειπώθηκε, η κυρίαρχη φιλοσοφία της ελληνιστικής εποχής, αυτό οφείλεται στις απαντήσεις που έδινε στα αιτήματα όχι των φιλοσόφων αλλά των πρωταγωνιστών της κοινωνικής ζωής.
     
  • Ο πολιτισμικός ρόλος του στωικισμού
Πρόκειται για τους πολίτες των ελληνιστικών αυτοκρατοριών και αργό­τερα του ρωμαϊκού κράτους’ οι πολίτες αυτοί ήσαν ελεύθεροι χάρη στη κοι­νωνική τους θέση, ευγενείς και γαιοκτήμονες. Για αυτούς, η φιλοσοφία δεν ήταν επάγγελμα, ούτε μπορούσε να συνοδεύεται από ένθερμο ζήλο, σαν αυ­τόν που φαίνεται να απαιτεί η στωική σοφία. Η ζωή τους έχει μια ιδιωτική σφαίρα, την οικογένεια και τη διαχείριση της οικογενειακής περιουσίας, και μια δημόσια, όπου είναι υπάλληλοι των μεγάλων κρατικών μηχανι­σμών, ανώτεροι αξιωματούχοι. δικηγόροι, πολιτικοί. Αυτό που ζητούν από τη φιλοσοφία δεν είναι βέβαια ένα θεωρητικό σύστημα στέρεο σε όλους του τους αρμούς· αυτό που ζητούν είναι ένα γενικό πλαίσιο, εντός του οποίου τα διάφορα στοιχεία της εμπειρίας τους (οι γνώσεις και οι πολιτιστικές και θρησκευτικές παραδόσεις, αφενός, και τα φυσικά χαρακτηριστικά της ζω­ής, αφετέρου) να οργανώνονται και να αποκτούν νόημα. Θέλουν, επίσης, να βρουν τη δική τους ταυτότητα και το δικό τους ρόλο μέσα σε αυτό το πλαί­σιο και να ξεκαθαρίσουν τη σχέση ανάμεσα στα κοινωνικά καθήκοντα και την ιδιωτική σφαίρα. Αυτά τα εφόδια γενικής μόρφωσης θα φέρουν μαζί τους στη μελλοντική τους δραστηριότητα. Τα στοιχεία αυτά θα είναι που θα διακρίνουν τους μορφωμένους και τους ελεύθερους, θα αποτελούν τη βά­ση της επικοινωνίας των πολιτών μεταξύ τους και θα τους βοηθούν να εντα­χθούν σε ένα πλαίσιο κοινών αξιών. Η τεχνική πολυπλοκότητα των διάφο­ρων επιστημών δεν περιλαμβάνεται σε αυτό το επίπεδο σπουδών μπορούν να την οικειωθούν οι λιγοστοί εκείνοι που θα συνεχίσουν τις σπουδές τους σε επαγγελματικό επίπεδο.
 
Με την πάροδο του χρόνου, η στωική φιλοσοφία τείνει να αναδιοργα­νωθεί με βάση την ανάγκη να ικανοποιηθεί αυτή η παιδευτική αξίωση. Η λογική δεν σημειώνει πρόοδο μετά τον Χρύσιππο και σταδιακά περνάει σε δεύτερη μοίρα. Από τη φυσική αντλούνται, κυρίως, όσα στοιχεία φαίνο­νται αμεσότερα συνδεδεμένα με την ανθρωπολογία, την κοσμολογία και τη θεολογία. Το μεγαλύτερο μέρος του ενδιαφέροντος καταλαμβάνει τώρα η ηθική. Αυτή η εσωτερική αναδιάταξη οδηγεί σε φιλοσοφικές αλλαγές που είναι αρκετά σημαντικές, μολονότι συχνά παρουσιάζονται με τρόπο που υ­ποβαθμίζει τη σημασία τους.
 
  • Μεταβολές της στωϊκής ηθικής
Ήταν δύσκολο να καρπωθεί κανείς τις πιο ριζοσπαστικές διατυπώσεις της στωικής ηθικής. Στη στωική παρομοίωση του σοφού με τον άνθρωπο που έχει το κεφάλι του έξω από το νερό, η διαφορετική απόσταση όλων των άλλων από την επιφάνεια αντιστοιχεί στο διαφορετικό βαθμό ηθικότητας των συμπεριφορών τους. Αλλά αυτός ο βαθμός ήταν τελικά αδιάφορος, για­τί, όπως όλοι όσοι βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια του νερού πνίγονται, έτσι όλοι όσοι δεν είναι σοφοί είναι “μωροί», δηλαδή διανοητικά τυ­φλοί και ηθικά φαύλοι. Αφού οι πραγματικοί σοφοί είναι πολύ σπάνιοι, ή ίσως δεν υπάρχουν, λαμβανομένου υπόψη του πολύ υψηλού βαθμού δια­νοητικής και ηθικής τελειότητας που απαιτείται να έχουν, η στωική ηθική έμοιαζε απλώς με διαπίστωση και απόλυτη καταδίκη της γενικής παρακ­μής των ανθρώπων. Αυτή η άποψη, ωστόσο, δύσκολα συμβιβάζεται με την ιδέα ενός κόσμου που διέπεται από τη θεία πρόνοια και τη λογικότητα, κα­θώς και με το αίτημα για ηθική παιδεία που απηύθυναν στο στωικισμό οι κοινωνικές ομάδες για τις οποίες μιλήσαμε.
 
Καθιερώνεται, λοιπόν, σταδιακά στο στωικισμό μια αλλαγή στην αντίληψη για τη παρόρμηση του ατόμου προς τη διατήρηση της ζωής του· η παρόρμηση αυτή συνδυάζεται με μια παρόρμηση κοινωνικότητας, που θεωρείται εξίσου έμφυτη στον άνθρωπο. Άπαξ και αποδεχθεί αυτή την αλλαγή, ο στωικός σοφός θα πάψει να αντιμετωπίζει το πεδίο των ανθρώπινων σχέ­σεων με την αποστασιοποίηση που του υπαγόρευε το γεγονός ότι οι άλλοι άνθρωποι δεν είναι σοφοί· εφόσον αυτός είναι σοφός, θα τηρήσει τους θεμελιώδεις κανόνες που ρυθμίζουν την ανθρώπινη κοινωνία. Έτσι, η κυνική συνιστώσα του στωικισμού σταδιακά εξαλείφεται. Προπαντός, με τον τρόπο αυτόν η μορφή του σοφού αποκτά ένα συγκεκριμένο κοινωνικό περιεχόμενο, το οποίο της επιτρέπει να τεθεί ως κανονιστικό πρότυπο αξιολόγησης των συμπεριφορών. Ορισμένες συμπεριφορές, λοιπόν, μπορούν να καταξιωθούν (και ενδεχομένως να θεωρηθούν υποχρεωτικές), διότι εμπεριέχονται στο υπόδειγμα του σοφού, ακόμη κι αν κάποιος δεν μετέχει στη λογικότητα του σοφού. Στην πραγματικότητα, με αυτό τον τρόπο η μορφή του σοφού παραμένει σε δευτερεύουσα θέση· στην πρώτη θέση περνά η προβληματική των καθηκόντων και των κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς του πολίτη, δηλαδή όλων εκείνων των υποχρεώσεων (που περιλαμβάνουν από τους σημαντικότερους ηθικούς κανόνες μέχρι τους κανόνες απλής εθιμοτυπίας) ο σεβασμός των οποίων είναι ο μόνος τρόπος για να προσδοθεί ηθικό κύρος στο ρόλο που έχει ο πολίτης λόγω της κοινωνικής του θέσης.
 
  • Παναίτιος: φιλοσοφική και γενική πολιτιστική συμφιλίωση
Αυτή η εξέλιξη της στωικής ηθικής ολοκληρώνεται με τον Παναίτιο. Δι­ευθυντής της Στοάς, ο Παναίτιος είναι φίλος των Σκιπκόνων και φιλοξενού­μενος τους στη Ρώμη για περισσότερα από δέκα χρόνια; άρα βρίσκεται σε θέση που του επιτρέπει να ανταποκριθεί με τον καλύτερο τρόπο στις προσ­δοκίες με τις οποίες η άρχουσα τάξη της αναδυόμενης ρωμαϊκής δημοκρα­τίας προσεγγίζει τη φιλοσοφία. Εκτός από το ότι αναπτύσσει ευρέως τη θε­ματική των καθηκόντων, ο Παναίτιος απαλείφει ορισμένες από τις πιο ε­ντυπωσιακές πλευρές της στωικής θεωρίας, η αποδοχή των οποίων έμοιαζε περιττό βάρος· απαλείφει, για παράδειγμα, την τελική έκπυρωσιν και τη θε­ωρία των αέναης επανάληψης πανομοιότυπων κοσμικών κύκλων.
 
Η άλλη σημαντική πρωτοτυπία του Παναίτιου ήταν ότι συνόψισε τη φι­λοσοφική παράδοση σε ένα εγχειρίδιο, ικανό να χρησιμοποιηθεί ως μία ι­στορία της φιλοσοφίας κατά την εγκύκλιο παιδεία. Το »κλείσιμο» της στωι­κής φιλοσοφίας ως συστήματος είχε ως -τουλάχιστον πιθανή – συνέπεια την απόρριψη όλων των φιλοσοφικών και γενικά πολιτιστικών περιεχομέ­νων που δεν μπορούσαν να ενταχθούν σε αυτό το σύστημα. Από την άλλη πλευρά, ο στωικισμός δεν μπορούσε να προχωρήσει σε ρήξη με την παράδοση· δεν ήταν δυνατόν τη λογικότητα. που ήταν ανέκα­θεν παρούσα στον κόσμο και ήταν τόσο φανερή για τον ανθρώπινο νου, να τη συνέλαβαν για πρώτη φορά οι Στωικοί· αυτό, άλλωστε, θα ερχόταν σε α­ντίθεση με την παραδοχή των κοινών εννοιών. Απέναντι σε αυτό το πρόβλη­μα, η στωική σχολή εισήγαγε την αλληγορική ανάγνωση της πολιτιστικής κληρονομιάς· πίσω από το γράμμα των ποιημάτων, των μύθων, των θρησκευτικών και των φιλοσοφικών διατυπώσεων, υπήρχε μία σημασία, που αποτελούσε το κοινό ορθολογικό και ηθικό τους υπόβαθρο’ χάρη σε αυτήν, μπορούσαν να ενταχθούν στη στωική θεωρία (η περίπτωση της παραδοχής του Δώς ως δεύτερου ονόματος του στωικού κοσμικού θεού είναι η πιο χα­ρακτηριστική). Ο Παναίτιος παρεμβαίνει εδώ με μια πολύ σημαντική και­νοτομία’ παρουσιάζει ως κεντρικό φιλοσοφικό ρεύμα το σωκρατικό, που θεωρεί πως χαρίστηκε σε τρία ίσης αξίας ρεύματα: τον πλατωνισμό, τον α­ριστοτελισμό και το στωικισμό (ο οποίος με την κατάλληλη επανερμηνεία μπορούσε να αναχθεί στον Σωκράτη μέσω του Αντισθένη και του αρχαίου κυνισμού). Έτσι, ο ίδιος ο διευθυντής της σχολής αποκλείει κάθε προνο­μιακή μεταχείριση των θεωριών της σχολής του και διαλύει μέσω της παρά­δοσης τη θεωρητική της συνοχή μέσα σε ένα ευρύ πεδίο προβληματισμών με ακαθόριστα όρια, όπου ποικίλες διατυπώσεις και απαντήσεις μπορούν να αναμιχθούν και να συντεθούν με τρόπο ιδιαίτερα ελαστικό. Η μόνη φι­λοσοφία που μένει έξω από το πεδίο αυτό είναι του Επίκουρου· η άρνησή του να δεχθεί την ύπαρξη μιας τάξης στον κόσμο και μιας ηθικής στηριγμέ­νης σε αυτή την τάξη θεωρείτο πραγματικά απαράδεκτη.
 
  • Ο πολιτισμός της humanitas
Το συνεκτικό στοιχείο του στοχασμού του Παναίτιου δεν είναι πια ένα συγκεκριμένο σύνολο βασικών παραδοχών, αλλά μια πολύ ευρεία κατηγορία: η κατηγορία της άνθρωποτητος. Η μορφή του Σωκράτη γίνεται εδώ το σύμβολο του ανθρακιού εκείνου που ανακάλυψε τη humanitas (ανθρωπι­σμός) αποτελώντας ταυτόχρονα τον ήρωά της. Τα ερωτήματα του Σωκρά­τη για την ανθρώπινη συμπεριφορά, για τις αξίες, για τη δικαιοσύνη, και η άρνησή του να εισηγηθεί συστηματικές απαντήσεις ερμηνεύονται ως ανα­γνώριση της αλήθειας ότι πίσω από τη διαφορά και τις συγκρούσεις υπάρ­χει ένα πεδίο συγγένειας μεταξύ όλων των ανθρώπων, το οποίο εξασφαλίζει τη δυνατότητα γεφύρας της όλων των χασμάτων πρόκειται για το πεδίο του ανθρώπινου είναι των ανθρώπων και για την ικανότητά μας να αναγνωρί­ζουμε ο ένας τον άλλο ως όμοιό του. Έτσι, η συμμετοχή στην ανθρωπότητα αναγνωρίζεται σε όλους, και ο πολιτισμός τής humanitas εντάσσει θεωρητικά μέσα του κάθε ανθρώπινη εκδήλωση. Πρόκειται, κατά συνέπεια, για έναν πολιτισμό που συμφιλιώνει’ στο εσωτερικό του εντάσσονται, εν μέρει πάντοτε, τα πιο ανόμοια στοιχεία. Στο πλαίσιό του η υπο­γράμμιση των διαφορών και η τάση της χρήσης των επιμέρους στοιχείων ως βάσης για καινοτομίες είναι άγνωστες. Πάντως, ο πολιτισμός τής humanitas εισάγει ξανά – «αν και με έμμεσο μόνο τρόπο – μια διάκριση μετα­ξύ των ανθρώπων: μεταξύ αυτών που κατέχουν συνειδητά αυτόν τον πολι­τισμό, για τους οποίους «τίποτε ανθρώπινο δεν είναι ξένο», και οι οποίοι μπορούν πραγματικά να επικοινωνήσουν με τους ομοίους τους, και εκεί­νων που βρίσκονται στον κόσμο αυτό μόνο ως ηθοποιοί, δίχως να έχουν ε­πίγνωση της πραγματικής τους φύσης. Στο θέατρο του κόσμου των ανθρώ­πων “άνθρωποι” με την πλήρη σημασία της λέξης είναι μόνο οι πρώτοι.
 
4. Η εγκυκλοπαίδεια του Ποσειδώνιου
Οι τελευταίες συμβολές του στωικισμού στο θεωρητικό στοχασμό οφεί-λονται στον Ποσείδώνιο τον Ρόδιο. Όντας όχι μόνο φιλόσοφος αλλά και ε­πιστήμονας, ο Ποσειδώνιος ασχολήθηκε με όλους σχεδόν τους τομείς του ε­πιστητού της εποχής του: τα μαθηματικά, την αστρονομία, τη μετεωρολο­γία, την εθνολογία, τη γεωγραφία, την ιστορία, πέρα από πιο καθαρά φιλο­σοφικούς τομείς, όπως η ψυχολογία και η ηθική· ασχολήθηκε επίσης με τον αμφιλεγόμενο χώρο της αστρολογίας, συμβάλλοντας στην πολιτιστική της αναγνώριση. Οι σύγχρονοί του υποστήριξαν ότι κανείς δεν είχε συμβάλει περισσότερο από αυτόν στο να «καταστήσει το σύμπαν οικείο στους αν­θρώπους”· τα λόγια αυτά αφενός εκφράζουν θαυμασμό για το εγκυκλοπαι­δικό εύρος του έργου του και αφετέρου προσδιορίζουν τη σημασία του, που αφορά εξολοκλήρου στον πολιτισμό τής humanitas’ στο έργο του η τά­ξη του σύμπαντος παρουσιάζεται με τρόπο εντυπωσιακό και καθίσταται προσιτή σε όλα της τα επίπεδα και τις διαρθρώσεις.
 
  • Επίπεδα του κόσμου και οικουμενική συμπάθεια
Ο μηχανισμός της εγκυκλοπαίδειας του Ποσειδώνιου βασίζεται σε μια διάρθρωση διαφορετικών επιπέδων (και συνεπώς αιτιακών επιπέδων και επιστημονικών πεδίων), σύμφωνα με την οποία τα σπουδαιότερα περιέχουν και καθορίζουν τα κατώτερα. Το πρωταρχικό αιτιακό επίπεδο είναι το κο­σμολογικό και ουράνιο· αυτό καθορίζει τα όρια εντός των οποίων εκδηλώνεται η αιτιότητα των μετεωρολογικών και των γήινων φαινομένων. Μετά κατεβαίνουμε στην εθνολογία και, από εκεί, στην ιστορία. Κάθε ενέργεια που λαμβάνει χώρα σε ένα επίπεδο προκαλεί αποτελέσματα μέσα στα όρια που του θέτει το αμέσως ανώτερο επίπεδο. Υπάρχει, επιπλέον, ένας κοινός παρονομαστής αιτιότητας, που ισχύει σε όλα τα επίπεδα: είναι η “συμπά­θεια” την οποία αισθάνεται κάθε πράγμα για όλα τ’ άλλα. Κάθε πράγμα δηλαδή, δρώντας μέσα στα όρια των δικών του δυνάμεων, είναι ταυτόχρο­να διευθετημένο έτσι ώστε να διατηρεί και να αναπαράγει το σύμπαν, του οποίου αποτελεί μέρος. Η αναγκαία συμπλοκή των γεγονότων, η οποία στον αρχαίο στωικισμό ήταν ουσιαστικά ακόμη ένα θεωρητικό αίτημα, αναδεικνύεται με τον τρόπο αυτό από τον Ποσειδώνιο σε όλες τις πτυχές της. Έτσι έχουμε ένα σύμπαν, μέσα στο οποίο κάθε τι βρίσκεται στη θέση του με τρόπο απολύτως σαφή.
 
  • Η σύγκρουση της ψυχής
Από την άλλη, με τον Ποσειδώνιο αρχίζουν να εισδύουν στο στωικισμό στοιχεία που προετοιμάζουν τη διάλυσή του. Εξαιρετικά σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο Ποσειδώνιος εισάγει, εμπνεόμενος από τον Πλάτωνα, μια διαίρεση της ψυχής· μέσα μας υπάρχει ένα καλό και έλλογο μέρος της ψυ­χής, και ένα κακό και άλογο. Εδώ δεν πρόκειται, όπως συνέβαινε με τους πρώτους Στωικούς, για μία ενιαία ψυχή, που μπορεί να είναι είτε λογική εί­τε παράλογη, αλλά για δύο μέρη της ψυχής, από τα οποία το πρώτο έχει το καθήκον να εξουσιάζει και να κυβερνά το δεύτερο, χωρίς όμως να μπορεί και να το εξαφανίσει. Αυτή η πόλωση της ψυχής συνδέεται με μια αντί­στοιχη πόλωση του κόσμου· υπάρχει ένα μέρος του κόσμου, το ουράνιο και θεϊκό, που χαρακτηρίζεται από συμμετρία και τάξη, και ένα άλλο, το δικό μας, όπου η ασυμμετρία και η αταξία είναι εμφατικά παρούσες· το πρώτο μέρος κυβερνά το δεύτερο.
 
Αυτή η χρήση πλατωνικών στοιχείων οφείλεται, αφενός, στην εξασθέ­νηση της θεωρητικής συνοχής του στωικισμού, στην οποία είχε προχωρή­σει ήδη ο Παναίτιος. Εξάλλου, η θέση περί ιεραρχικά διατεταγμένων επιπέ­δων αιτιακής δράσης αποτελεί, ώς ένα βαθμό, χαλάρωση της ένταξης κάθε επιμέρους σημείου στη δυναμική του συνόλου (όσο κι αν η καθολική συ­μπάθεια εγγυάται ότι δεν υπάρχουν πουθενά ρωγμές). Ωστόσο, ο κύριος λό­γος αυτής της χρήσης ήταν η ανάγκη των Στωικών να προσλάβουν και να ενσωματώσουν συγκεκριμένες πολιτιστικές τάσεις που πρόβαλλαν ήδη κα­τά τον 1ο αιώνα π.Χ: οι τάσεις αυτές χαρακτηρίζονταν από ένα ισχυρό θρησκευτικό στοιχείο και επέβαλλαν πολύ ξεκάθαρες διχοτομήσεις στο συμπαγή κόσμο του επίσημου πολιτισμού. ΓΓ αυτές θα μιλήσουμε σε επό­μενο κεφάλαιο’ οι τρεις τελευταίοι αξιόλογοι Στωικοί, ο Σενέκας, ο Επίκτη­τος και ο Μάρκος Αυρήλιος, κινούνται σε ένα πλαίσιο όπου οι τάσεις αυτές είναι έντονα παρούσες (14.2).
 
5. Ο στωικισμός και η εκπαίδευση τον ελληνιστικού πολίτη
Ο άνθρωπος των ελληνιστικών χρόνων, δηλαδή ο πολίτης των μεγάλων αυτοκρατοριών, βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα πολύ ευρύ και διαρκώς κατακερματιζόμενο πεδίο γνώσης. Αυτή η γνώση, παρ’ ότι δεν είναι πλέον δυ­νατό να δαμαστεί στο σύνολό της, πρέπει να μεταδίδεται συνεχώς και, επο­μένως, να μπαίνει σε μία τάξη. διότι εξακολουθεί να είναι χρήσιμη σε άλλα επίπεδα· μια γενική, έστω, χρήση του χάρτη της είναι αναγκαία, προκειμένου η επικοινωνία μέσα στον εξαιρετικά διευρυμένο κόσμο του πολίτη των ελληνιστικών χρόνων να μπορεί να στηρίζεται σε σχετικά σταθερές και κοινές αντιλήψεις, έτσι ώστε οι προσανατολισμοί και οι συμπεριφορές να χαρακτηρίζονται από μια σχετικά υψηλή καθολική συνοχή.
 
  • Η «γενική παιδεία»
Διαμορφώνεται, λοιπόν, σταδιακά στον ελληνιστικό κόσμο ένα μέσο ε­πίπεδο εκπαίδευσης του πολίτη, που έχει μια σχετική αυτονομία. Αυτό το ε­πίπεδο βρίσκεται μετά τη στοιχειώδη εκπαίδευση και πριν από το ανώτατο επίπεδο (όπου η γνώση αποκτά άμεσα τη μορφή επιστήμης και συνδέεται με τις αρχές, οι οποίες τη στηρίζουν και εγγυώνται την αλήθεια και την εγκυρότητά της). Αυτό δηλώνει ο όρος “εγκύκλιος παιδεία”, από τον οποίο παράγεται η σύγχρονη λέξη «εγκυκλοπαίδεια” -με τη διαφορά ότι η σύγ­χρονη λέξη σημαίνει το σύνολο των πορισμάτων της επιστημονικής δρα­στηριότητας, ενώ ο ελληνικός όρος έχει την κατά πολύ ασθενέστερη σημα­σία της φράσης: “η τρέχουσα παιδεία” και αντιστοιχεί κύριος με αυτό που στη σύγχρονη γλώσσα εννοούμε με τον όρο “γενική παιδεία”. Πρόκειται για τη γνώση των εννοιών και των αντιλήψεων, οι οποίες αφορούν σε όλους τους τομείς του επιστητού (τόσο των επιστημών του ανθρώπου όσο και των φυσικών επιστημών), είναι ευρέως διαδεδομένες και με τις οποίες συνδέεται η γνώση των γενικών δομών του πεδίου του επιστητού.
 
Αυτό το επίπεδο παιδείας, που δεν έχει την αυστηρότητα της επιστήμης, έχει μια δική του λειτουργικότητα· αυτός που το έχει κατακτήσει είναι σε θέση να προσανατολιστεί στον κόσμο, να αναγνωρίσει τις κοινά αποδεκτές αξίες και ιδεολογίες και να ενταχθεί στον κύκλο της επικοινωνίας, και γενικά της συναλλαγής (με τη γενικότερη σημασία της λέξης), μεταξύ πολι­τών.
 
Η διαμόρφωση και η διάδοση του παιδαγωγικού ιδεώδους της “γενικής παιδείας” υπήρξε, επομένως, αποτέλεσμα της ανάγκης να ανταποκρίνονται τα εξωτερικά γνωρίσματα και το περιεχόμενο της παιδείας του ελληνιστι­κού πολίτη στα καινούργια δεδομένα της περίπλοκης γενικής κατάστασης που είχε διαμορφωθεί. Αυτό το ιδεώδες εμφανίστηκε και διαδόθηκε χωρίς κάποια φιλοσοφία να γίνει κήρυκάς της· οι φιλοσοφίες των ελληνιστικών σχολών το αντιμετώπισαν ως δεδομένη κατάσταση, απέναντι στην οποία έπρεπε να τοποθετηθούν. Οι σπουδαιότερες θέσεις τους σχετικά με την παι­δεία αναφέρονταν στο πρόβλημα της αξίας της γενικής μόρφωσης.
 
  • Οι ριζοσπαστικοί σωκρατικοί κατά της γενικής καλλιέργειας
Όπως είδαμε, το κοινό χαρακτηριστικό όλων των ελληνιστικών φιλοσο­φικών ρευμάτων ανάγεται στο σωκρατικό ριζοσπαστισμό· πρόκειται για τη θέση ότι σκοπός της φιλοσοφίας είναι η απελευθέρωση του ατόμου – απε­λευθέρωση από την τυραννία των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων και, γενικότερα, από την πίεση που ασκεί στην ατομική ζωή η εξωτερική πραγ­ματικότητα. Τι αξία μπορεί να έχει, λοιπόν, η απόκτηση γενικής παιδείας; Η απάντηση των Κυρηναϊκών, των Κυνικών και των Σκεπτικών μπορούσε να είναι μόνον η εξής: καμία. Η μόρφωση απορρίπτεται εξολοκλήρου· εφόσον στόχος της είναι να εντάξει το άτομο στον κόσμο, στην πραγματικότη­τα δεν είναι παρά όργανο της τυραννίας που επιβάλλει ο εξωτερικός κό­σμος στο άτομο. Την ίδια στην ουσία απάντηση έδινε ο Επίκουρος: «Σήκωσε άγκυρα, νεαρέ, κι απόφυγε κάθε είδος μόρφωσης», προειδοποιούσε. Η μόνη διαφορά ήταν ότι για τον επικουρισμό έμενε κάτι να μάθει κανείς: η θεωρία του δασκάλου, το ουσιαστικό μέσο της απελευθέρωσης. Τίποτε πε­ρισσότερο, όμως· ο δάσκαλος έχει πει όλα τα σημαντικά πράγματα. Και το φυσικό μέρος της θεωρίας του – η αλήθεια του οποίου αποδεικνυόταν από την εγκυρότητα των ηθικών του προεκτάσεων – δεν συνεπαγόταν την υπο­χρέωση να περιπλανηθεί κανείς στο πεδίο της επιστήμης· η φυσική, μαζί με ολόκληρο τον κύκλο των επιστημονικών συζητήσεων, είχε αποκλειστεί.
 
  • Φιλοσοφία και εκπαίδευση στο στωϊκισμό
Ο στωικισμός, αντίθετα, καθώς ταύτιζε την απελευθέρωση του ατόμου με την ένταξή του στη λογική τάξη του σύμπαντος, αξιολόγησε πιο προσεκτικά τη γενική παιδεία. Αφενός, η αυξανόμενη πολυπλοκότητα της στωικής θεωρίας απαιτούσε για την κατάκτησή της έναν κύκλο σπουδών όλο και πιο περίπλοκο και ευρύ· αφετέρου, και κυρίως, η αναγόρευση μιας συμπαντικής λογικότητας σε αίτημα καθιστούσε θεωρητικά πολύ δύσκολη την ολοκληρωτική απόρριψη της μορφωτικής παράδοσης. Γι’ αυτό, μολο­νότι επέμεναν εκ προοιμίου ότι μόνο η εκμάθηση του στωικού συστήματος Επανάκαμψη της πολιτιστικής παράδοσης στον στωϊκισμό μπορούσε να οδηγήσει στην αταραξία και την ευδαιμονία, οι Στωικοί σταδιακά απέδιδαν όλο και περισσότερη αξία στη γενική παιδεία· συγκεκριμέ­να, την έβλεπαν σαν ένα σταθμό της οδού που οδηγεί στη φιλοσοφία και τη σοφία. Ως οδηγό σ’ αυτή την πορεία και ταυτόχρονα ως συνδετικό κρίκο μεταξύ παραδοσιακού πολιτισμού και στωικής φιλοσοφίας, οι Στωικοί εισήγαγαν τη μέθοδο της αλληγορικής ερμηνείας των ποιημάτων και των πα­ραδοσιακών μύθων έπρεπε να ανεύρουν, πέρα από το “γράμμα” των κειμέ­νων που διάβαζαν, μια βαθύτερη σημασία, που θα ήταν επιπλέον ηθικής ή κοσμολογικής φύσης και, με αυτόν τον τρόπο, να εντάξουν ένα μεγάλο μέ­ρος της παράδοσης στις στωικές θεωρίες. Σε παιδαγωγικό επίπεδο, η μέθο­δος αυτή (που είναι ο μακρινός πρόγονος του μαθήματος της Λογοτεχνίας στη σύγχρονη μέση εκπαίδευση) παρείχε ένα κριτήριο-οδηγό για τις γενι­κές σπουδές, συμβατό με την ανυπέρβλητη ανωτερότητα της στωικής θεω­ρίας σε σύγκριση με την άλλη γνώση· σε θεωρητικό επίπεδο καθιστούσε δυνατή τη σύνδεση του στωικισμού με την πολιτιστική παράδοση και, συ­νεπώς, μια μερική θεωρητική αποκατάσταση της δεύτερης.
 
Ο Παναίτιος εκμεταλλεύεται σε βάθος και έκταση τη στωική δυνατότη­τα για την αφομοίωση της γενικής παιδείας και της ιδεολογικής παράδοσης, με στόχο την προσαρμογή της στωικής σχολής στα νέα δεδομένα του αναδυόμενου ρωμαϊκού imperium. Συγκεκριμένα, ο Παναίτιος μετριάζει την αυστηρότητα του αρχαίου στωικισμού, απορρίπτοντας τη θέση ότι ο ενάρε­τος βίος είναι δυνατός μόνο για όποιον κατακτά την ύψιστη, τελική βαθμί­δα σοφίας, δηλαδή για τον σοφόν. Υπάρχουν ενδιάμεσες βαθμίδες παιδείας και αρετής, που έχουν τη δική τους αξία. Ο καλλιεργημένος πολίτης, ο πολί­της που έχει λάβει καλή ανατροφή και τηρεί τα κοινωνικά του καθήκοντα αντιμετωπίζεται έτσι ως μια θετική φυσιογνωμία, παρόλο που δεν είναι ακό­μη πραγματικά σοφός. Για να χρησιμοποιήσουμε την παρομοίωση των αρ­χαίων Στωικών, ο πολίτης αυτός τώρα πια δεν “πνίγεται” στη “μωρία”.
 
6. Η παιδεία στον ελληνιστικό-ρωμαϊκό κόσμο
 
  • Άρνηση της τεχνικής εκπαίδευσης
Το πλαίσιο σπουδών και παιδείας που διαμορφώθηκε και σταδιακά κα­θιερώθηκε στον ελληνιστικό κόσμο και υιοθετήθηκε σχεδόν αυτούσιο από το ρωμαϊκό κόσμο, ονομάστηκε δικαιωματικά “κλασικό”. Αυτό αποτέλεσε τη βάση της οργάνωσης των σπουδών ακόμη και στους Νέους Χρόνους, κυρίως στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Αυτό που το κατέστησε ικανό να καθιερωθεί ως πρότυπο ήταν το γεγονός ότι οι κοινωνίες που το υιοθέτησαν αποδέχονταν το θεμελιώδη σκοπό του: τη διαμόρφωση μίας πολιτικής και ιδεολογικής άρχουσας τάξης μέσα σε μια στατική κοινωνική δομή – το γε­γονός, δηλαδή, ότι επρόκειτο για κοινωνίες που δεν έθεταν ως κύριο σκοπό τους την εξέλιξη. Από τα βασικά χαρακτηριστικά του προγράμματος σπουδών του ελληνιστικού-ρωμαϊκού κόσμου ξεχωρίζει η απουσία κάθε τεχνικής παιδείας· η παιδεία αυτή περιορίζεται στα εργαστήρια των τεχνιτών και οι κάτοχοί της διαδραματίζουν έναν κοινωνικά υποδεέστερο ρόλο.
 
Οι βαθμίδες εκπαίδευσης είναι επταετείς. Από την ηλικία των 7 ώς των 14 ετών υπάρχει η στοιχειώδης εκπαίδευση, στην οποία τα παιδιά μαθαίνουν να διαβάζουν, να γράφουν, να μετρούν και να κάνουν τις απλούστερες πρά­ξης. Οι παιδαγωγικές μέθοδοι του αρχαίου σχολείου δεν λάμβαναν υπόψη την παιδική ψυχολογία· έτσι, η μάθηση ήταν πάντοτε κουραστική και αρ­γή· στο τέλος του πρώτου κύκλου σπουδών, το επίπεδο των μαθητών ήταν αρκετά χαμηλό σε σχέση με το αντίστοιχο των σημερινών μαθητών.
 
  • Λόγια εκπαίδευση
Από τα 14 ώς τα 21, το κύριο μάθημα ήταν η Λογοτεχνία. Τα λογοτεχνι­κά κείμενα, αφενός, χρησιμεύουν για την εκμάθηση της Γραμματικής και, αφετέρου, επιλέγονται κυρίως με ηθικολογικά κριτήρια, για να προβάλ­λουν πρότυπα που θα εισαγάγουν προοδευτικά τους μαθητές στις παραδο­σιακές αξίες. Η γενική παιδεία ολοκληρώνεται με την παρακολούθηση μα­θημάτων από διάφορους κλάδους των επιστημών, τα οποία, εκτός από τις θετικές επιστήμες, περιλαμβάνουν μερικές φορές και σχέδιο, δίκαιο ή πολε­μική τέχνη.
 
  • Τρίοδος και Τετράοδος
Τον 1ο  αιώνα π.Χ. διαμορφώνεται ο κανονικός κατάλογος των μαθημά­των της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης· αυτός περιλαμβάνει τις τρεις “τέ­χνες” που αργότερα θα ονομαστούν “ελευθέριες” (την τρίοδο, “trivium” του Μεσαίωνα), δηλαδή τη γραμματική, τη ρητορική και τη διαλεκτική, και τους τέσσερις μαθηματικούς κλάδους (την τετράοδο, “quadrivium” του Με­σαίωνα), δηλαδή τη γεωμετρία, την αριθμητική, την αστρονομία και τη θε­ωρία της μουσικής.
 
Τα τελευταία δύο χρόνια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αφιερώνο­νται σε ένα είδος στρατιωτικής θητείας, την εφηβείαν, η οποία έγινε υπο­χρεωτική γύρω στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα με σκοπό την ενίσχυση της στρατιωτικής δύναμης των πόλεων-κρατών ενάντια στην απειλή του μακε­δονικού βασιλείου. Μετά την εδραίωση των ελληνιστικών αυτοκρατοριών, η θητεία αυτή εξακολουθεί να υπάρχει· όμως, γρήγορα χάνει μεγάλο μέρος από τη στρατιωτική της διάσταση και μετατρέπεται σε περίοδο ολοκλήρω­σης της εκπαίδευσης των νέων των ανώτερων κοινωνικών τάξεων. Έτσι, στη Φυσική Αγωγή δίνονται διαλέξεις, όπου διδάσκονται έννοιες και ιδέες γενικής φύσης σχετικές με όλους σχεδόν τους τομείς των επιστημών, με σκοπό να δοθούν στον μαθητή οι πολύ γενικές γραμμές του συνολικού πλαισίου της γνώσης. Έχοντας ολοκληρώσει μετά από αυτά ο νέος την εκ­παίδευσή του. αρχίζει τη ζωή του μέσα στην κοινωνία, ως πολίτης μεταξύ πολιτών. Λίγοι φοιτούν στην ανώτατη βαθμίδα εκπαίδευσης· η βαθμίδα αυ­τή είναι ανώφελη για τον πολίτη, αν δεν ασχοληθεί επαγγελματικά με τη φιλοσοφία και την επιστήμη. Εδώ τα μαθήματα διδάσκονται στις μεγάλες σχολές πανεπιστημιακού επιπέδου με το μέγιστο βαθμό εμβάθυνσης και θε­ωρητικής αυστηρότητας.
 
  • Η οικογένεια εντολοδότης της εκπαίδευσης
Η οργάνωση του κύκλου των σπουδών ελέγχεται από την κοινότητα, συνήθως μέσω μιας αρμόδιας διοικητικής αρχής. Όμως. η εκπαίδευση χρη­ματοδοτείται από ιδιώτες, είτε με τη μορφή καταβολής διδάκτρων από τις οικογένειες των φοιτητών είτε. σπανιότερα, με κληρονομιές και δωρεές (γι’ αυτό και η οικογένεια παραμένει ο πρώτος εντολοδότης της εκπαίδευσης). Έτσι, μόνο γόνοι σχετικά πλούσιων οικογενειών περάτωναν το δεύτερο κύ­κλο σπουδών.
 
Η συμβολή αυτή της οικογένειας καθόριζε αποφασιστικά τις παιδαγω­γικές μεθόδους. Κατά. το μέτρο που η απόκτηση γνώσης ήταν αναγκαία για την εξασφάλιση και τη διατήρηση ενός ανώτερου κοινωνικού ρόλου και ε­νός γοήτρου στο πλαίσιο της πόλης, οι οικογένειες, και κυρίως αυτές των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, απαιτούσαν από τους δασκάλους να ο­λοκληρώσουν απαραιτήτως οι γιοι τους τη βαθμίδα εκπαίδευσης που ζη­τούσαν.
 
Αυτή η απαίτηση, σε συνδυασμό με την άγνοια της ψυχολογίας τοι παιδιού, οδήγησε σε μια πολύ σκληρή παιδαγωγική μέθοδο· για να κάμψει την υποτιθέμενη απείθεια και το θράσος του μαθητή, ο δάσκαλος των ελληνιστικών και των ρωμαϊκών χρόνων καταφεύγει συνεχώς σε σωματικές τιμωρίες, με τη συχνή χρήση μαστίγιου.
 
  • Το πρόβλημα τον αποκλεισμού από την εκπαίδευση στην ελληνιστικο- ρωμαϊκή κοινωνία
Από αυτό το εκπαιδευτικό πρόγραμμα εξακολουθούν να αποκλείονται φυσικά, όλοι οι νέοι που δεν είναι προορισμένοι εκ γενετής να γίνουν πολίτες με την πλήρη σημασία της λέξης: πρώτ’ απ’ όλα, τα παιδιά των δούλων μετά των αγροτιά και των πληβείων της πόλης και. τέλος, ένα μεγάλο μέρος των γυναικών. Εφόσον δεν υπάρχει καθολική στοιχειώδης εκπαίδευση ο αναλφαβητισμός είναι ο κανόνας σε αυτές τις τεράστιες κοινωνικές μάζες του ελληνιστίκού-ρωμάίκού κόσμου· οι όποιες στοιχειώδεις γνώσεις παρέχονται μόνο από την οικογένεια και, στο πλαίσιο του χωριού ή της επαγγελματικής συντεχνίας, από τους κατόχους των πρακτικών τεχνών, οι οποίοι μεταδίδουν τις γνώσεις τους στα νέα μέλη του επαγγέλματος.
 
Μετά τον Πλάτωνα, εξάλλου, το πρόβλημα διαφοροποίησης της εκπαί­δευσης, ανάλογα με τα κοινωνικά στρώματα, δεν τίθεται πλέον ούτε καν σε φιλοσοφικό επίπεδο. Στο πλαίσιο της ιδεολογίας τής humanitas, όλοι οι άν­θρωποι θεωρούνται προγραμματικά ίσον όμως, η θεώρηση αυτή δεν οδήγη­σε στην κατάργηση των υπαρκτών κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά στη συ­γκάλυψή τους, στην απόκρυψη των προβλημάτων που δημιουργούσαν αυ­τές στο εκπαιδευτικό επίπεδο. Αν η πλατωνική φιλοσοφία αποδεχόταν τη δι­αίρεση της κοινωνίας σε τάξεις και ήθελε να την εντάξει σε ένα ορθολογικό πολιτικό σχέδιο, η ιδεολογική εξίσωση όλων των ανθρώπων από τις ελληνιστικές-ρωμαϊκές σχολές κρύβει, πίσω από την κεντρική φυσιογνωμία του πολίτη, την ύπαρξη όλων όσων δεν είναι και δεν θα γίνουν ποτέ πολίτες. Το να μιλάς διαρκούς για την κοινή ανθρώπινη φύση. για. γενική παιδεία, για α­πελευθέρωση του ανθρώπου, είχε παραδόξως το τίμημα της αποσιώπησης της υποβάθμισης, του αναλφαβητισμού, της πραγματικής υποδούλωσης της μεγάλης μάζας των ανθρώπων που βρίσκονταν στο περιθώριο.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου